Ο ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΩΝ ΝΟΤΕΝΩΝ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΗΣΤΑΡΧΟ ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΟΠΟΥΛΟ

Γονική Κατηγορία: Μελέτες, Πνευματικά Ανέκδοτες ιστορίες Εμφανίσεις: 66058

Επιμέλεια συλλογή Ηλίας Τουτούνης
Επάνω στο Ερύμανθο (Ωλονό) και στον νότιοδυτικό βραχίονα στο λεγόμενο Σκιαδοβούνι ή Κακοταροβούνι, ευρίσκεται η Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η επονομαζόμενη Νοτενά. Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, αρχές του 1901, πέρασε από εκεί και ο επικηρυγμένος και καταζητούμενος λήσταρχος Κώστας Πανόπουλος, από την Κλειτορία (πρώην Μαζέϊκα) Καλαβρύτων. Ηγούμενος εκείνη την εποχή στην εν λόγω μονή ήταν ο παπά- Αρσένιος, κατά κόσμο Αγγελής Τσιγκούνης με καταγωγή από το χωριό Άγναντα (πρώην Σινούζι) Πηνείας, θήτευσε στην Νοτενά επί 40 συναπτά χρόνια. Ο παπά- Αρσένιος Τσιγκούνης όνομα και πράγμα, Τσιγκούνη τον είπανε και την τσιγκουνιά την είχε μέσα στο αίμα του. Σε βάρος του η κοινωνία έλεγε πολλά και διάφορα. Ο λήσταρχος Κωνσταντίνος Πανόπουλος εξομολογείται για την επίσκεψή του στο μοναστήρι:
Εις βάρος του η κοινωνία έλεγε πολλά.
"Φυσικά, δεν γνωρίζω εάν ήσαν αληθή, γνωρίζω μόνον, ότι μίαν Κυριακήν, αφού εξήλθομεν εκ της εκκλησίας και μετέβημεν εις το κελί του, ήκουσα να λέγη προς τον υποτακτικόν του: «Για κύτταξε, έφυγαν οι επισκέπται;» Οι δε επισκέπται ήσαν ένα ανδρόγυνον, το οποίον είχε έλθει από πλησίον εκεί χωρίον δια να προσκυνήση την αγίαν εικόναν και είχε φέρει και την σχετικήν προσφοράν. Εκ της εντολής δε του ηγουμένου λαβών αφορμήν, επληροφορήθην, ότι ούτος ανέμενεν να φύγουν οι δύο επισκέπται, δια να δώση διαταγήν εις τον υποτακτικόν του να στρώση το τραπέζι να γευματίσωμεν. Η πράξις εκείνη του ανελεήμονος ηγουμένου με καστέστησεν έξω φρενών και αμέσως τον δδιέταξα να είπη εις τον υποτακτικόν του να σπεύση και να φέρη τους δύο προσκυνητάς εις το κελί.
Εκτελεσθείς της διαταγής μου, εισήλθον μετ’ ολίγον εις το κελί οι δύο Χριστιανοί, αμέσως δε διέταξα τον ηγούμενον να προσφέρη εις αυτούς γλυκόν, ούζο και καφέ.
Μετά ταύτα, παρατεθείσης της τραπέζης, παρεκαθήσαμεν όλοι εν πνευματική χαρά, πλην του ηγουμένου, όστις εσκυθρώπιαζε σκεπτόμενος τα έξοδα, και εφάγαμεν, χωρίς να αντιληφθούν την ταυτότητά μου, διότι η περιβολή μου με παρουσίαζε μάλλον ως ζωέμπορον.
Όταν, μετά το φαγητό, έφυγον οι δύο εκείνοι καλοί άνρωποι, είπεν εις τον ηγούμενον:

ΣΑΝ ΤΙ ’ΘΕΛΕΣ, ΠΑΝΟΠΟΥΛΕ)
Σαν τι ’θελες, Πανόπουλε, ψηλά στο μοναστήρι,
στη Νοτενά που διάβαινες, σε καλογέρου πόρτα;
Εκεί ψωμί δεν δίνουνε, νερό να ξεδιψάσεις,
εκεί κλέβουν τον Χριστό, αγίους ξεβρακώνουν.
Κουμάντο κάνει ένας καλόγερος, του κόσμου ξεπεσίδι,
ζωσμένος είναι στ’ άρματα και κλέφτης από χρόνια.
Το μοναστήρι κιότεψε, τον κόσμο φοβερίζει,
που έχει χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ο Κώστας Πανόπουλος (1870-1952) ήταν ονομαστός λήσταρχος της επαρχίας Καλαβρύτων και της βόρειας Ηλείας. Καταγόταν από τα Μαζέικα Αχαΐας. Βγήκε στην παρανομία από ασήμαντη αφορμή και έδρασε στην περιοχή Αχαιοήλιδας την επταετία 1895-1902. Δεν έβαψε τα χέρια του με αίμα, αλλά εξεβίαζε πολλούς πλούσιους και με το προϊόν του εκβιασμού βοηθούσε χήρες και ορφανά. Μεταμφιεζόταν κυρίως σε καλόγερο και κάτω από το ράσο του έκρυβε τ’ άρματά του. Μ’ αυτό το τέχνασμα εξαπατούσε τις αρχές και κατάφερνε να βρίσκεται παντού. Δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν, μάλιστα έπειτα από μια μεγάλη ληστεία, ο τύπος της εποχής με πηχυαίους τίτλους τον παρουσίαζε ως τον «βασιλιά των βουνών».
Τη μεγαλύτερη ληστεία διέπραξε στις 16 Μαΐου 1902, όταν αιχμαλώτισε τον συμβολαιογράφο Σπύρο Σταυρουλόπουλο, γιο του μεγάλου σταφιδεμπόρου του Αιγίου Ξενοφώντα Σταυρουλόπουλου, οπότε και πήρε για λύτρα πέντε χιλιάδες χρυσά ναπολεώνεια και ετοιμαζόταν να φύγει για την Αμερική. Γι’ αυτό τον σκοπό κατέβηκε στην Πάτρα για να μπαρκάρει για το εξωτερικό. Προδόθηκε όμως το σχέδιό του και πιάστηκε σε ένα καφενείο στην Πάτρα. Μαζί του είχε και τα ναπολεώνεια, τα οποία κατασχέθηκαν και επιστράφηκαν στον κάτοχό τους. Πέρασε από κακουργιοδικείο και καταδικάστηκε σε είκοσι χρόνια πρόσκαιρα δεσμά. Λόγω της καλής του συμπεριφοράς, στη φυλακή κάθισε δεκαπέντε χρόνια και μετά την απόλυσή του πραγματοποίησε το ταξίδι του στην Αμερική.
Αργότερα γύρισε στην Ελλάδα, έγινε θρησκόληπτος, και το 1947 εξέδωσε το βιβλίο με τίτλο: «Η εξομολόγηση του λήσταρχου Κ. Πανόπουλου». Η δε λαϊκή μας μούσα τον απαθανάτισε με πολλά τραγούδια.
Τα τελευταία χρόνια του δούλεψε ως μυλωνάς στο χωριό Άγιος Δημήτριος (Μαρινάκι) Ήλιδας και είχε βαπτίσει τον αείμνηστο Ανδρέα Γιαννόπουλο από τον Άγιο Δημήτριο.
Φώτο Ηλίας Τουτούνης Μονή Νοτενών & τάφος Πανόπουλου

Εκτύπωση