ΜΠΕΣΙΚΙ-ΣΑΜΑΡΙΤΣΑ-ΚΟΥΝΙΑ ΚΑΙ ΝΑΚΑ… ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΜΩΡΟΥ

Frontpage Εμφανίσεις: 70660

 laografiko mousio 2007 010.jpgΚαταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιότερα οι λεχώνες τα νεογέννητα παιδιά τα κοιμίζανε στο κρεβάτι τους και κάποιες από αυτές χωρίς να το θέλουν, είτε από την ολοήμερη κούραση, το ξενύχτι, ή από οτιδήποτε άλλο σε μερικές περιπτώσεις, όταν γύριζαν πλευρό πλάκωναν τα παιδιά τους και όταν ξυπνούσαν τα εύρισκαν πεθαμένα.

Για να μην βρίσκονται πάντοτε σε τέτοιες δυσάρεστες εκπλήξεις τα κοίμιζαν σε ξεχωριστό μέρος όπου τους κατασκεύαζαν ξεχωριστά ειδικά κρεβατάκια. Αυτά τα παιδικά κρεβατάκια ανάλογα με την κατασκευή και την χρήση διακρίνονταν σε τέσσερα είδη και ήταν το μπεσίκι, η σαμαρίτσα ή σαρμανίτσα, η κούνια και η νάκα. Το μπεσίκι την σαμαρίτσα και την κούνια τα χρησιμοποιούσαν στο σπίτι και στο εξοχικό κατά την διαμονή τους, ενώ η νάκα ήταν για την μεταφορά του μωρού και να το έχουν στα χωράφια κοντά τους, κατά την ώρα της εργασίας τους.

1). ΜΠΕΣΙΚΙ

Το μπεσίκι ήτανε μια μικρή κούνια (παιδικό κρεβατάκι) που έμοιαζε περίπου σαν το σκαφίδι. Ήταν κατασκευασμένη και πολλές φορές ήταν διακοσμημένη με το χέρι, από διάφορα καλά ξύλα όπως έλατο, πουρνάρι, δρυς, κυπαρίσσι, αγραπιδιά, καρυδιά, μελιό, ευκάλυπτο, μουριά κ.ά. Στην Πελοπόννησο το κατασκεύαζαν κυρίως από ξύλο πλατάνου, διότι ήταν ελαφρύ και καλοδούλευτο. Κάτω από την βάση στις άκρες της ήσαν προσαρμοσμένα δυο ξύλα «καμαρωτά» (ημικυκλικά) για να μπορεί το μπεσίκι να πάλλεται εύκολα επάνω στο πάτωμα. Στον τερματισμό του ημικυκλίου είχαν προσαρμόσει τέσσερα τακάκια κόντρες για να ορίζουν την διαδρομή της μετακίνησης το, ώστε να μην πάλλεται μέχρι ενός σημείου και να σταματάει διότι υπήρχε περίπτωση σε ανεξέλεγκτο κούνημα να τουμπάρει. Μπεσίκια υπήρχαν απλά αλλά και περίτεχνα άλλοτε σκαλιστά με κεντίδια στολισμένα με παραστάσεις, άλλοτε με ζωγραφιές από λουλούδια και πουλάκια και χρώματα κ.ά. Για να το μετακινούν και να το χειρίζεται αυτός -τη που το κουνούσε είχαν προσαρμόσει ένα ξύλινο χερούλι λίγο πιο υπερυψωμένο σαν άξονας από το μπροστινό μέρος και κατέληγε στο πίσω, για να το μετακινούν και να το χειρίζεται αυτός -τη που το κουνούσε. Πέραν από τον χειρισμό αυτό το χρησίμευαν για να ρίχνουν χοντρά σκεπάσματα τον χειμώνα και ένα σεντονάκι ή ένα τούλι το καλοκαίρι για να προστατεύει το μωρό από τις μύγες και τα κουνούπια. Επίσης για να μην πουμωθεί δηλαδή να μην «σκάσει» το μωρό. Ακόμη, πάνω απ’ το κεφάλι του μωρού, είχαν προσαρμόσει μια ημικυκλική βέργα από ξύλο που το λέγανε «κρόθο», έτσι ώστε όταν σκεπάζανε το μπεσίκι (με το μωρό μέσα), να μην ακουμπάει το σκέπασμα πάνω στο πρόσωπο του μωρού και σκάσει.

Ακόμη είχανε ακόμα και μια ειδική μάλλινη πλατιά φασκιά που τη τυλίγανε γύρω από το μπεσίκι δυο τρεις φορές ώστε να εμποδίζει τα μεγαλύτερα μωρά να βγουν έξω από αυτό, αν ξυπνήσουν, την ώρα που κοιμάται η μάνα του, ή τύχει να μην είναι εκεί κοντά.

Το μπεσίκι το τοποθετούσαν δίπλα στο κρεβάτι που κοιμότανε η μητέρα του, να το κουνάει για να κοιμάται κυρίως την νύχτα. Μέσα στο μπεσίκι τοποθετούσαν ανάλογα με την εποχή μαλακά στρωσίδια με σεντονάκια και ένα προσκεφαλάκι για το μωρό. Επάνω στο χειριστήριο ή και κάπου κρυφά τοποθετούσαν το φυλαχτάρι για το μάτι και κρεμούσαν ένα παιχνιδάκι ή μια κουδουνίστρα για να μεγαλωμένα μωρά για να παίζουν με τα χεράκια τους όταν ξυπνούσαν.

Τα χειροποίητα παιχνίδια ήσαν ξύλινα ανάγλυφα, μινιατούρες κυρίως ζώων, καλοφτιαγμένα και γυαλισμένα μεγάλα να μην χωράνε στο στόμα τους και να μην σπάζουν. Είχα εντοπίσει παλιό μπεσίκι αντί για την σύγχρονη κουδουνίστρα να έχουν κρεμασμένο ένα μικρό μπρούτζινο κουδούνι από ζώα, για να το κουνάει το μωρό και ν’ απολαμβάνει τους ήχους του.

Αφού μητέρα έβαζε η μάνα το παιδί μέσα στο μπεσίκι, το σκέπαζε κι άρχιζε να το κουνάει πέρα δώθε, πέρα δώθε, πέρα δώθε… μέχρι να αποκοιμηθεί. Πολλές φορές το μπεσίκι το κούναγε και με το πόδι, να ’χει ελεύθερα τα χέρια της για να γνέθει την ρόκα, να ράβει, να πλέκει το πλέξιμο να κεντάει το κέντημα κ.ά. Γνωρίζουμε ότι οι δουλειές της μάνας δεν τελειώνανε ούτε τη νύχτα. Το δε μωρό μέσα στο μπεσίκι, κουρασμένο και νανουρισμένο από το ρυθμικό, μαλακό κούνημα, τα μουρμουρητά, τα παραμύθια, τα τραγούδια π’ άκουγε γύρω του, σιγά -σιγά γλάριαζε, κλείνανε τα ματάκια του και μόλις αποκοιμιόταν ίσα ακουγόταν η ανασούλα του, ζώντας από εκεί και πέρα στον δικό του όμορφο κόσμο.

2). ΚΟΥΝΙΑ

Η κούνια έμοιαζε σαν το μπεσίκι. Ήταν κι αυτή σαν μια σκάφη κατασκευασμένη από ξύλο ή μέταλλο. Αυτή ήταν στερεωμένη σε δύο τρίποδα και κρεμασμένη σε διπλή μια βάση στο εμπρός και πίσω σημείο της με δύο μικρά πειράκια όπου της επέτρεπαν να κινείται αριστερά και δεξιά και αντιστρόφως. Αυτή με λίγο σπρώξιμο κινούταν ρυθμικά και τοιουτοτρόπως το κούνημα αποκοίμιζε το μωρό.

3). ΣΑΜΑΡΙΤΣΑ ή ΣΑΡΜΑΝΙΤΣΑ

Η σαμαρίτσα ήταν παρόμοια με το μπεσίκι μόνο που επάνω δεν είχε το ξύλο για να κρατάει τα σκεπάσματα και να το χειρίζεται η μητέρα του μωρού. Στην Πελοπόννησο έχει λάβει το όνομα σαμαρίτσα, διότι μοιάζει με το σαμάρι των ζώων. Η σαμαρίτσα όπως το μπεσίκι ήταν προσαρμοσμένη σε μια ημικυκλική βάση για να βοηθάει στο κούνημα. Για σαμαρίτσα χρησιμοποίησαν και σκαφίδια που ζύμωναν το ψωμί, ακόμη και σκάφες πλυσίματος ρούχων. Επίσης για σαμαρίτσες χρησιμοποιούσαν και σαμάρια ζώων. Αυτά τα τοποθετούσαν ανάποδα (ανάσκελα) και αφού έστρωναν κάποιο καθαρό στρωσίδι έβαζαν μέσα το μωρό. Το σαμάρι στο μπροστινό μέρος του υπάρχει ένα υμικυκλικό σανίδι που λέγεται «μπροστάρι». Αυτό επέτρεπε όταν το σαμάρι ήταν ανάποδα να κουνιέται. Τα σαμάρια τα χρησιμοποιούσαν ως κούνιες κυρίως στην εξοχή και κοντά στο χωράφι κατά την ώρα της εργασίας.

4). ΝΑΚΑ

Όταν, η γυναίκα της υπαίθρου είχε μωρό και χρειαζόταν να βγει από το σπίτι για να πάει για δουλειές στο χωράφι, στ’ αμπέλι, στα πρόβατα, στο ποτάμι ή στη βρύση για να πλύνει, στο λόγκο, για λάχανα και όπου αλλού χρειαζότανε, έπρεπε να πάρει μαζί της και το μωρό. Για να το μετακινήσει και τέλος να το τοποθετεί κάπου με ασφάλεια και κυρίως για ύπνο, χρησιμοποίησε την νάκα.

Η νάκα ήτανε μια φορητή κούνια φτιαγμένη από ένα μεγάλο χοντρό υφαντό πανί κυρίως με ωραία χρώματα και σχέδια ή και από δέρμα ζώου κυρίως κατσικίσιο, που έμοιαζε σαν παλιό φορείο. Οι διαστάσεις της ήταν τόσες, ώστε μέσα να χωράει άνετα ένα μωρό. Τις δυο άκρες της νάκας, τις μακριές, τις «γυρίζανε» λίγο, τις ράβανε με χοντρή κλωστή και από μέσα στο γύρισμα περνάγανε δυο γερά ίσα ραβδιά. Στις άκρες των ραβδιών δένανε δυο πλεχτά σκοινιά ή και πέτσινα λουριά για να μπορούνε να την κουβαλάνε στον ώμο τους με το παιδί. Οι μικρομανάδες έπαιρναν το παιδί κοντά τους, όταν ήδη είχε σαραντίσει. Έβαζαν το μωράκι μέσα στη νάκα το τυλίγανε με ρούχα, κι ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, αν ήσαν ιδανικές το κρεμούσαν στον ώμο κι πήγαιναν στις εξωτερικές δουλειές τους, όπως για θέρο, για αλώνισμα, για μύλο, για τρύγο, για σκάλισμα, για το πλύσιμο, στα πρόβατα και σε διάφορες εργασίες της υπαίθρου.

Η μάνα άλλαζε το παιδί αν ήταν κατουρημένο το βύζαινε (θήλαζε) να μην πεινάει και κλαίει και τέλος το κρεμούσε με την νάκα στον ίσκιο ενός δέντρου, από ένα γερό κλαρί και κοντά της ώστε να το βλέπει και να το ακούει και άρχιζε τις δουλειές της. Το κρέμασμα της νάκας έπρεπε το κάθε λουρί να απέχει το ένα από το άλλα για να παραμένει η νάκα ανοικτή από το βάρος και όχι πολλή κλειστή και ενοχλούσε το μωράκι.

Στον κορμό του δένδρου, πριν αρχίσουν οι διακλαδώσεις του, επέλεγαν ένα σημείο και τοποθετούσαν γύρω από τον κορμό μια σπαραγγιά. Αυτή εμπόδιζε ν’ ανεβεί στο δένδρο κάποιο μικρό ζώο και κυρίως φίδι. Ξέρουμε ότι στα φίδια τους αρέσει το γάλα και το μυρίζουν από μακριά. Τα μωρά αφού έπιναν γάλα, εκεί που ήσαν κρεμασμένα, έκαναν γουλίτσες και έτσι η μυρωδιά του προσέλκυε τα φίδια. Όμως η σπαραγγιά το εμπόδιζε να ανεβεί στο δένδρο και έτσι προφύλασσαν το μωρό από τον κίνδυνο να τσιμπήσει το φίδι το μωρό ή και να εισχωρήσει μέσα στο στόμα του μυρίζοντας το γάλα.

Έχει συμβεί και σε εμένα όταν ήμουν μωρό, κατά μαρτυρία της μάνας μου. Επίσης έχω καταγράψει ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός στην Βουπρασία. Εκεί κάποτε στην εξοχή, μια μητέρα αφού βύζαξε (θήλασε) το μωράκι της, το κρέμασε με την νάκα του σε μια αγραπιδιά. Ένα φίδι μυρίζοντας το γάλα έφθασε μέχρι το μωρό, και όπως κοιμόταν μ’ ανοικτό το στοματάκι του, το φίδι εισχώρησε στο στόμα του παιδιού και το έπνιξε, και μάλιστα αυτό σφήνωσε και δεν μπορούσε να εξέλθει. Έτσι –κατά μαρτυρία- το βρήκε η μάνα του έπειτα από λίγη ώρα κατά την εργασία του θερισμού.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ:

Στην Πελοπόννησο όταν παντρεύεται μια κοπέλα, την ώρα που φεύγει από το σπίτι της, η μάνα αποχαιρετώντας κόρη της, έλεγε αυτά τα λόγια:

«Τη νάκα σου, τη ρόκα σου και σύρε όξω από την πόρτα μου!».

Που θέλει να πει πως, αν η κόρη είχε νάκα για να φυλάει τα παιδιά της και ρόκα για να γνέθει το μαλλί, δε χρειαζότανε τίποτε άλλο για ν’ ανοίξει το δικό της νοικοκυριό.

Ο λαογράφος μας Ν. Πολίτης διηγείται στις παραδόσεις μια ιστορία από την Τριφυλία, όπου μια γυναίκα είχε πάει στο ποτάμι και κρέμασε από έναν πλάτανο τη νάκα με το μωράκι της, που ήτανε σαν τα κρύα νερά. Οι νεράϊδες του ποταμιού το είδαν ότι είναι πανέμορφο, το ζήλεψαν και πήγαν και το κλέψανε, και στην νάκα έβαλαν ένα άλλο μωράκι κατσιμουδιασμένο, γογάρικο, κατσομαλλιασμένο, που όλο ενιαούριζε!

Οι μανάδες των μωρών, μετά την δουλειά τους μόλις κόντευε να πέσει ο ήλιος ξεκρέμαγαν την νάκα της από εκεί που την είχε κρεμασμένη, την πέρναγε ξανά στον ώμο κι έπαιρνε τον δρόμο για την επιστροφή στο σπίτι της. Όταν έφτανε, άλλαζε το μωρό, το βύζαινε και το ’βαζε μετά στο μπεσίκι ή στην σαμαρίτσα.

ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:

Η κούραση εκείνων των ηρωίδων γυναικών, όπου όλη μέρα δουλεύανε στις πιο σκληρές δουλειές της υπαίθρου, ακόμη και τα βράδια, μετά από τέτοια εξάντληση δε βρίσκανε χρόνο να πάρουνε έστω και μια μικρή ανάσα. Κουνούσανε τα μωρά να κοιμηθούν και πολλές φορές ο ύπνος τις έπαιρνε, πρώτα από τα μωρά. Από αυτές τις νυκτερινές εργασίες της γυναίκας νοικοκυράς βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση:

«Το κέντημα είναι γλέντισμα, η ρόκα είναι σεργιάνι, η σαμαρίτσα κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μεγάλη».

Κούνια που σε κούναγε!

Τι κούναγα!

Έχει παιδί στην νάκα και άνδρα στα ξένα!

Είναι για το μπεσίκι!

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:

Το μπεσίκι (η σαμαρίτσα) σφράγισε τόσο βαθιά τη ζωή των παλαιών και η δημοτική μας μούσα όπως έχω ξανά γράψει δεν την αγνόησε, την ένταξε και αυτή στην λίστα του μ’ ένα ηπειρώτικο τραγούδι, που τραγουδά τον καημό ενός γέρου άντρα, που έχει νέα γυναίκα, τη Χάιδω!

«Τι να σου κάνω, Χάιδω μου,

τι να σε κάνω γιε μου.

Εγώ ο μαύρος, γέρασα,

και συ θέλεις παιχνίδια.

Θέλεις στην κούνια, βάλε με,

θέλεις στη σαρμανίτσα.

Με το να σ πόδι, κούνα με,

και με τα χέρια σ’ γνέσε.

Και με το στόμα σ’, το γλυκό,

πες μας γλυκά τραγούδια!»

ΗΛΙΕ Μ’ ΤΙ ΕΙΔΕΣ ΣΗΜΕΡΑ…!

-Ήλιε μου πα’ άργησες να βγεις και δεν πας να βασιλέψεις;

Μήπως με τ’ αστρί ν’ εμάλωσες, μήπως με το φεγγάρι

μήπως με τον Αυγερινό, που βγαίνει δυό ώρες νύχτα;

-Το θάμα που ’δα εγώ σήμερα το πώς να πα να βασιλέψω;

Που πήρε ο λύκος το παιδί απ’ την νάκα της μαυρομάνας.

Χίλιοι- μύριοι το παν από μπροστά κι’ η μάνα του από πίσω.

-Άφκε μου λύκε μου το παιδί και πάρ’ εμέ την μάνα.

Ένα από τα πιο παλιά, ομορφότερα και χιλιοτραγουδισμένα δημοτικά άσματα της Πελοποννήσου, είναι το επεισοδιακό τραγούδι της Λεχουρίτισσας, που τραγουδιέται ακόμη και σήμερα σε όλα χωριά της ορεινής Ηλείας, των Καλαβρύτων και της Γορτυνίας.

Συγκεκριμένα το επεισόδιο εκτυλίσσεται στο χωριό Βρώσταινα Καλαβρύτων που βρίσκεται γαντζωμένο στις υπώρειες παρυφές του Χελμού. Μια χρονιά επί τουρκοκρατίας, σ’ αυτό τον τόπο, ο παπάς του χωριού θέριζε μαζί με την παπαδιά του, έχοντας αφήσει το νιάκαρο μοναχοπαίδι τους στην άκρη του χωραφιού μέσα στην νάκα φασκιωμένο, κρεμασμένο κάτω από την σκιάδα μιας αγραπιδιάς, για προστασία από τον ήλιο και από ερπετά. Ένας πεινασμένος λύκος, εκείνη την ημέρα, αναζητώντας τροφή έφθασε κοντά στο νιάκαρο. Μόλις το μυρίστηκε, πήδηξε πάνω για να το φθάσει λόγω του ύψους που ήταν κρεμασμένη η νάκα και με τα πόδια του την αναποδογύρισε και το παιδί ξέφυγε από αυτή και έπεσε στο έδαφος, επάνω σε καλαμιές που είχε στρώσει η παπαδιά για να γιοματίσουνε. Ο λύκος άρπαξε το παιδί στο στόμα του από τις φασκιές και τράβηξε για το ρουμάνι να γιομίσει το στομάχι του…!

Εκτύπωση