Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Ο ΘΕΡΟΣ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Θέρος τρύγος πόλεμος, λέει μια λαϊκή παροιμία μας τρεις φάσεις της ζωής που χρειάζεται καθολική κινητικότητα τα δύο εξ αυτών αναφέρονται σε αγροτικές εργασίες η πρώτη είναι ο Θέρος ή θερισμός

Ο θερισμός γίνεται κατά τον μήνα Ιούνιο ή Θεριστή, όπως ονομάζεται στην παραδοσιακή γλώσσα, όπου εξ αυτού έχει πάρει την ονομασία και ολόκληρο το Καλοκαίρι που το λένε Θέρος όπως και θερινές διακοπές.

Ο θέρος είναι μια αγροτική εργασία της συλλογής των σιτηρών, η οποία γίνεται κατά τον μήνα Ιούνιο, ενώ του καλαμποκιού (αραποσιτιού) κατά τον μήνα Σεπτέμβριο. Ο Ιούνιος ή θεριστής είναι ο μήνας που σήμαινε γενικός συναγερμός στους γεωργούς, έπρεπε μέσα σε λίγες ημέρες να θεριστούν να συναχθούν και τέλος να τα αλωνίσουν και η σοδειά να φθάσει στις αποθήκες τους.

ΑΦΗΓΗΣΗ:

“Πρου χαράξει η κονταυγή, δίχωτις κουσκούτεμα σηκωνόμαστε ’τοιμάζαμε τα πράματα, φαγιά, νερό δρεπάνια και ότι άλλο θέλαμε και ’κινάγαμε να πάμε για θέρο, παγαίναμε δανεικαριές, σήμερα σε μένανε, μόλις κόβανε το κομμάτι πηγαίναμε σε άλλονε και δώστου να ’χει μέχρι ν’ αποθερίσουμε.

Οι καλύτεροι θεριστάδες ήσαντε οι γυναίκες. Μόλις φτάναμε στο χωράφι κατεβάζαμε τα ανάχρεια από τ’ άλογα και τα γαϊδουρια, τα ξεσαμαρώναμε και τα δέναμε πίσω στο θερισμένο να βαρέσουνε καμιά καλαμιά και καμιά αγριάδα στους σοφάδες να έχουνε και ίσκιο.

Τα φαγιά τα κρεμάγαμε στις αγραπιδιές, μυγδαλιές, απιδιές, άντε και καμιά συκιά λες και είχε άλλο δέντρο μέσα το χωράφι; Το νερό το βάναμε στον ίσκιο ή το σκεπάζαμε με καλαμιά για να κρατιέται δροσερούλι.

Αφού φορήγαμε αντρικά λινά παντελόνια, κάτου από τα φουστάνια και αντρικά μακρυμάνικα πουκάμισα και το κεφαλομάντηλο παίρναμε και τα δραπάνια μας κάναμε τον σταυρό μας και βάναμε μπροστά για θέρο. Τηράγαμε πως και πως να αναγκάσουμε πρου βαρέσει ο ήλιος.

Στο χέρι στα δραπάνια μας, οι άντρες μας είχανε χαράξει με κοπίδι το όνομά μας με τα πρώτα γράμματα για να τα γνωρίζουμε.

Την μεριά που πιάναμε για θέρο κανονίζαμε να έχουμε πίσω τον ήλιο μην μας βαρεί κατακούτελα. Η κάθε μια έπιανε σιμά με την παρέα της για να κουβεντιάζουνε να πιάνουνε και κάνα τραγούδι, αλλά και να βοηθάει η μια την άλληνε με καμιά χεριά. Κρατάγαμε η μια από την άλλη λίγο ξέμακρα μην μας τρουπήσει κανένα χέρι το δραπάνι της άλλης. Όταν έκοβε η μία δώθενες η άλλη έκοβε εκείθενες και δώστου να ’χει.

Άμα τρουπιώτανε κανένας ή κοβότανε, τότενες το κατούραγαμε, του βάναμε λίγο καπινό ή στάχτη και το δέναμε με κουρέλια. Άμα είχαμε ανύπαντρα τα χωρίζαμε τα αρσενικά την μια μεριά και τις τσούπες την άλλη, λες και θα τα αμποδάγαμε να ρίνουνε καμιά ματιά ή να λέγανε και καμιά γλυκοκουβεντούλα;

Τι σκατά ν’ αμποδήκουνε, εγώ στον θέρο τα ’φτιαξα με τον κανακάρη μου!

Το κοτσομπολιό είχε τον πρώτο λόγο, μετά πιάναμε και κάνα τραγουδάκι. Όποια κουραζότανε, ξέκοβε και πήγαινε τάχα για νερό ή για κατούρημα κι άμα ξάκριζε καμιά πίσω από κανένα σοφά την κουτσομπολεύαμε και την πειράζαμε λέγοντας:

“ -Άντε μωρή μην κατουράς άλλο θα ξεράνεις και τ’ αγκάθια και θα ψοφήσουν τα γαϊδούρια από την πείνα!”

Άμα έφευγε και κανένας πόρδος από καμιά τηραγόμαστε και γελάγαμε και μόλις την παίρναμε χαμπάρι την στολίζαμε:

-Άει κακομοίρα μου, πάει σου ’πεσε το πορδοβούλωμα και δώστου γέλιο!

Άμα κάποια γυναίκα είχε νιάκαρο στην κούνια το έπαιρνε κοντά με την νάκα και το κρέμαγε στον ίσκιο και σε μεριά να το βλέπει, μπας και πάει κάνα φίδι που μύριζε γάλα. Πόσες φορές τα προλαβαίναμε από τα καταραμένα φίδια. Αλλά πολλές φορές βάναμε σπαραγγιές στο κορμό και γλιτώναμε από δαύτα. Κάπου -κάπου, ξέκοβε από την παρέα και στα κρυφά το βύζαινε και το τήραγε μην έχει κατουριστεί να του αλλάξει πανιά. Τι τραβάγανε οι δόλιες άστο, δεν είναι για μόλογο!

Οι άντρες φορήγανε και ευτούνοι μακρυμάνικα πουκάμισα και ντρίτσες ή σκούφιες και όποιος δεν είχε σκούφια έδενε ένα μαντήλι στο κεφάλι του να μην τον ζαβλακώσει ο ήλιος. Μετά το κολατσιό η δουλειά δεν τράβαγε άλλο.

Ένας ή μια έπιανε και έκοβε όργο ή άμα ήτανε σουρίδα το παίρναμε ούλο μπροστά.

Χώναμε το δραπάνι με την μύτη στο αθέριγο και χώριζε μια αδραξιά (δραπανιά) κλωνιά, με το άλλο χέρι τα χαραμπουλιάζαμε και τα κρατούσαμε και τραβάγαμε το δρεπάνι και τα κόβαμε, άντε ακόμη μια δυο δραπανιές και σάχναμε μια χεριά, όσα χαραμπούλιαζε το χέρι. Μετά κρεμάγαμε το δραπάνι στον ώμο και με το άλλο χέρι ξεμονιάζαμε ένα δύο κλωνιά από την χεριά, τα πιάναμε από το στάχυ το φέρναμε δυο φούρλες γύρω από την χεριά που την κράταγε το άλλο χέρι και το στάχυ το περνάγαμε μέσα στα άλλα και έτσι δενότανε, δουλειά στο άψε σβήσε! Και την αφήναμε απάνου στην όρθια θερισμένη αποκαλαμιά και όχι χάμου στο χώμα.

Η κάθε χεριά ανάλογα με τα χέρια των αντρών ήσαντε τρανές και των γυναικών λιανούδες. Κάμποσες φορές μερικοί θεριστάδες βαρήγανε και προυτς- προυτς τα χέρια τους παγαίνανε μηχάνημα περνάγανε τους άλλους, για πλάκα και για να τζολέψουνε τους άλλους που κουσκουτεύανε.

Μόλις τέλειωνε ο θέρος ενός χωραφιού ο νοικοκύρης δεν σχόλαγε, μάζευε τις χεριές και έδενε τα δεμάτια, κυρίως το βραδάκι ή το πρωί που μαλάκωνε η καλαμιά και δεν τσάκιζε και έτσι δεν κοβόταν τα στάχυα και τα δεματικά.

Ο νοικοκύρης του χωραφιού, ήξερε που υπήρχαν τρανωμένα φυτά ή αγριόβρομη ή και σίκαλη, που ’τανε τρανύτερη από τα σπαρτά και τα ξεκόλωνε (ξερίζωνε) τα έφτιαχνε μικρά δεμάτια και αφού τα μπούχιζε (κατάβρεχε) με νερό τα σκέπαζε. Αυτά μετά από λίγη ώρα λούρωναν για να δέσει τα λιμάρια. Έπιανε καμιά δωδεκαριά καλαμιές, τις χώριζε στα δύο έξι και έξι και τις έδενε μεταξύ τους από το επάνω μέρος κοντά στα στάχια τους, ένα κόμπο και έτσι μεγάλωνε το δεματικό του.

Άπλωναν κάτω το δεματικό και επάνω βάνανε τις χεριές με σειρά και να τηράνε μπροστά όπου το μέσο τους να είναι στο δεματικό. Μόλις τις βάνανε σκύβανε από την μία πλευρά έπιαναν και τις δυο άκρες του δεματικού, γονατίζανε απάνου στις χεριές, τις ζούπιζαν με τα γόνατα, όσο περισσότερο δυνώσαντε και μετά το δένανε. Έτσι έσφιγγε το δεμάτι με τις χεριές και έστριβε δυο τρεις φούρλες τις άκρες από τα δεματικά και τις ’τρούπωνε μέσα κάτου από δαύτα και έτσι όπως ήτανε σφικτά δεν βγαίνανε αλλά σφίγγανε πλιότερο.

Στο δεμάτι βάνανε κάμποσες χεριές όσες δυνώτανε ο καθένας, για να τις δέσουν και να σηκώνουντε στο φόρτωμα.

Από κάτω από τις χεριές ή τα λιμάρια τρουπώνανε φίδια και σκορπίδια για δροσιά και όταν πήγαιναν να τα πιάσουν ήθελε μεγάλη προσοχή μη σε κεντρώσουνε. Θυμάμαι μια φορά την ώρα του θέρου, ένας με το δρεπάνι του έκοψε στα δύο ένα φίδι.

Τα παιδιά, μη κι ευτούνα τα διαβολάκια δεν κάναμε τίποτις, κουβαλάγανε δροσερό νερό από τις βρυσούλες για να πιούνε και να δροσιστούνε οι θεριστάδες. Μ’ ένα παγούρι ή την βαρέλα κι ένα κύπελο τους κερνάγανε με την σειρά. Αλλά που να τους κεφαλώσει με την ζέστη καταλιακού μέσα στον ντάβανο. Μέχρι να το φέρουνε από την βρύση, από την ζέστη γινότανε πλύμα. Βάνανε και στα ζα, μ’ ένα σούγλο να κορακιαστούνε κι εκείνα τα μαύρα, που κλαμαρώνανε ούλη την μέρα.

Το γιόμα η (νοικο)κυρά έφερνε ζεστό φαΐ ψωμί και κρασί για τους θεριστάδες. Στον θέρο φκιάνανε φαΐ με ζουμί, μανέστρα, χλωρά φασούλια, πατάτες γιαχνί και χοντρό βραστό με ζουμάκι. Και ποτέ δεν πηγαίνανε δίχως κρεμμύδι, φέρνανε κρεμμύδια τα στουμπάγανε και τα τρώγανε.

Λέγαμε τότενες: “Ο θέρος και ο τρύγος θέλει ανάγκαση μεγάλη και φαΐ με το κουτάλι!”

Η κυρά άπλωνε ένα χράμι κάτω από τον ίσκιο κέρναγε το φαΐ στα πιάτα, έκοβε το ψωμί και τότε σταματάγανε οι θεριστάδες. Πρώτα βγάνανε τα μαντήλια ή τις σκούφιες από τα κεφάλια πλενόσαντε με λίγο νερό στα χέρια και δροσίζανε τον λαιμό τους να φύγει ο ιδρώτας και η κατσιφάρα. Και μετά καθόσαντε να φάνε. Μόλις τέλειωνε το φαΐ γέρνανε και λαγιάζανε λίγη ωρίτσα να ξετσιτώσουνε τα νεύρα και να πάρουνε πάλενες δύναμη.

Άμα δεν μας χώραγε ο ίσκιος, τότενες βάναμε τα κεφάλια τρογύρω στον ίσκιο και τα πόδια καταλιακού! Μεριά τα τζιτζίκια, μεριά η κουβέντα των άλλωνε σε έπαιρνε ο ύπνος στο τσακ. Εκεί που κοιμόσαντε τους έβλεπες τσιτώνανε τα χέρια, δεν λυγάγανε τα ρημάδια από τον πόνο και την κούραση, άσε το βράδυ ήτανε μαρτύριο, στον ύπνο τους κλωτσάγανε ντιν, τα χέρια μας σαν τα τσινιάρικα μουλάρια.

Μετά ένας από αυτούς έπαιρνε το δραπάνι και έλεγε:

“Για πάρτε ένα σήκω να βαρέσουμε το κομμάτι γιατί μας πήρε το βράδυ!” Μέχρι να πάρουνε μπροστά μέχρι να πιάσουνε την πρώτη χεριά ήσαντε λες και πηγαίνανε για κρέμασμα, αλλά μετά παίρνανε μπροστά και βαρήγανε και μόλις δρόσιζε ή το ’πιανε ακοσκίλα, πάγαινε το τραγούδι που βούϊζε ούλος ο τόπος”.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ:

-Ο νοικοκύρης πριν αρχίσει ο θέρος πήγαινε στο χωράφι και καθάριζε τον ίσκιο από χορτάρια και οτιδήποτε άλλο, για να κάθονται οι θεριστάδες και τα μικρά παιδιά. Αν ήταν σπαρμένο πρώτα το θέριζε και μετά το ξάριζε.

-Κάτου από τον ίσκιο έβαζαν και τα σαμάρι των ζώων για καθίσματα το μεσημέρι και αν δεν είχαν νάκα και υπήρχε μικρό παιδί, αναποδογύριζαν το σαμάρι και το μετέτρεπαν σε κούνια μωρού.

-Κατά τον θέρο ακουγόσαντε τραγούδια, όπου οι νεότεροι μάθαιναν, ακούγονταν διάφορες ιστορίες, αναπτύχθηκαν ερωτικά ειδύλλια, κ.λπ.

-Η ώρα το καταμεσήμερο μετά από την μικρή ανάπαυλα ήταν ότι το χειρότερο για τους θεριστάδες, αλλά τι να κάνουν έπρεπε μέσα σε λίγες ημέρες όλα τα γεννήματα του χωριού να θεριστούνε, δεν υπήρχε πίστωση χρόνου.

-Στο σχόλασμα ήσαν όλοι πτώματα όχι από την εργασία αλλά από την ζέστη, τον ιδρώτα και την σκόνη και άμα είχε και δαυλίτη τότε ήταν ότι το χειρότερο.

-Το βράδυ που γύριζαν στα σπίτια τους η άνεση του μπάνιου δεν τόσο υπήρχε και όταν τα χωριά ήσαν σε υψώματα όπως στο χωριό μου Άγναντα (πρώην Σινούζι) Πηνείας στην Ηλεία και κουβαλούσαν το νερό με τα βαρέλια καταλαβαίνετε το μαρτύριο.

-Αν το χωράφι ήταν πλαγερό ποτέ δεν θέριζαν προς τον κατήφορο, αλλά στα πλάγια ή στην ανηφόρα.

-Τον καλύτερο θεριστή (μτφ.) τον έλεγαν «το καλύτερο δρεπάνι».

ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

-Στα χωριά παλιά πήγαιναν στο χωράφι και διάλεγαν μερικά στάχια σταριού τα πιο ωραία και καλογινωμένα και έπλεκαν μια καλαίσθητη δέσμη, που την ονόμαζαν χτένι, σταυρό, ψαμίθι και την έβαζαν στο εικονοστάσι του σπιτιού και τον Νοέμβριο στη σπορά έριχναν και από τα ευλογημένα αυτά στάχια στους κόκκους της σποράς, στο χωράφι.

-Ο θερισμός άρχιζε πρωί- πρωί και τελείωνε αργά το βράδυ, το λεγόμενο, νυχτοθέρι. Παλιά σαν πρόληψη, λέγανε ότι δεν κάνει να θερίζουν Τρίτη και Πέμπτη, για να μην τριφτούνε τα στάχια.

-Άλλοι ’ξετάζανε το φεγγάρι και μετά την πανσέληνο άρχιζαν τον θερισμό αμέσως, που το φεγγάρι είχε λαμπροφεγγιά.

-Το πρώτο στάχυ, το έκοβε ο νοικοκύρης και αφού έκανε την προσευχή και έλεγε καλή σοδειά, στη συνέχεια άρχιζε θέρος. Τα πρώτα τέσσερα λιμάρια τα στήνανε στο έμπα του χωραφιού σε σχήμα σταυρού για την ευλογία του χωραφιού για να έχουν καλή σοδιά.

-Κάποιοι νυκοκυραίοι πριν θερίσουν πήγαιναν στο χωράφι και με το δραπάνι θέριζε ένα μικρό μέρος και άφηνε αθέριγο ένα σχήμα σταυρού (+) για το καλό της σοδειάς και αυτόν τον σταυρό, δεν το θέριζαν ποτέ.

-Σε όποιο χωράφι την ώρα που θέριζαν λέγανε ότι αν πιάνανε λαγόπουλο την επόμενη χρονιά το χωράφι θα είχε μεγάλη και καλή σοδειά.

-Σε όποιο χωράφι μέσα είχε μυρμηγκοφωλιές έλεγαν ότι είναι σταλμένα από τον θεό να κάνει μεγάλη παραγωγή το χωράφι, να τρώνε τα πουλιά, τα μυρμήγκια να φτάνει και για τον άνθρωπο.

-Όταν κάποιος φτωχός έμπαινε πίσω στο θερισμένο να μαζέψει στάχια, δεν τον έδιωχναν ποτέ γιατί θα στεναχωρούσαν τον Θεό και αν τον έδιωχναν δεν θα ξανά είχε καλή παραγωγή.

ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΑΜΙΕΣ:

-Μετά τον θέρο στα χωράφια αμολούσαν να βοσκήσουν πρόβατα να φάνε καρπούς και σαβούρα όπως λένε οι τσοπάνηδες να χτυπήσουν και καμιά άκρη στις σταροκαλαμιές αμολούσαν τα πρόβατα με έλεγχο για να μην φουσκώσουν από το στάρι.

-Άλλοι έφτιαχναν πρόχειρα κοτέτσια και μετακόμιζαν τις κότες ήτα τα γαλιά για να φάνε απομεινάδια ακρίδες ζουζούνια κ.λπ. έδεναν κι ένα σκυλί απ’ όξω για τα ζούδια και ένα καυκί νερό να πίνουνε.

-Αν υπήρχαν φτωχοί και ακτήμονες πήγαιναν στα χωράφια και μάζευαν στάχυα και σιγά- σιγά κάνανε και αυτοί την θημωνιά τους.

-Θυμάμαι τότε σαν παιδί που μαζεύαμε και εμείς κλωνιά από σιτάρι κατά υπόδειξη των γονέων μας.

-Αποκαλαμιές βρόμης (βρωμίστρας) τις μάζευαν για να γεμίσουν στρώματα.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΕΣ:

-Στο χωριό μου ο νοικοκύρης πάει στο κτήμα του και ρωτάει το κριθάρι που είχε σπείρει αν είναι έτοιμο για θέρο, ερωτώντας σαν ιδιοκτήτης και απαντώντας στον εαυτόν του ως κριθάρι:

-Καλημέρα κριθαράκο μου,

-Kαλώς τον μπάρμπα Γιώρ’

-Κριθαράκο μ’ ήρθα να ’δω αν έγινες για θέρο;

-Ψημμένος μπάρμπα Γιώρ’, έμπα μέσα και κόβε!

-Ένας καβαλάρης περνούσε με το μαύρο άλογό του δίπλα σε ένα χωράφι που το είχε μισοθερίσει μια γυναίκα.

Αυτός την καλημερίζει λέγοντας με τον τρόπο του:

-Καλημέρα κυρά μου με το μαλλιαρό μπροστινό σου και το κουρεμένο πισινό σου!

-Καλημέρα σε σένα και στον μαύρο σου!

-Μου επιτρέπεις κυρά μου να δέσω τον μαύρο μου στο κουρεμένο πισινό σου;

-Πως; δέσε τον μαύρο σου στο κουρεμένο μου κι έλα να φάμε φαΐ του κώλου (αυγό)!

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΡΟ:

-Άλλα τα μούτρα του θεριστή κι άλλα του αλωνιστή.

-Άλλοι θερίζουν κι αλωνίζουν κι άλλοι τρώνε τα καρβέλια.

-Άλλοι σπέρνανε και σκαλίζανε κι άλλοι πήγαν και θερίζανε.

-Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρώνε και μακαρίζουν.

-Αν δεν σπείρεις την άνοιξη δεν θερίζεις το καλοκαίρι.

-Απ’ τα θερισμένα κλέβει ο κλέφτης.

-Απ’ του θεριστή το δεμάτι παίρνει κι ο παπάς τη δεκάτη.

-Από θεριστής γιδοβοσκός.

-Από κακό θεριστή κακό δεμάτι θα ’χεις.

-Από ξένο χερόβολο ούτε σπυρί στάρι.

-Απρίλης Μάης κοντά το θέρος.

-Αρχές του Θεριστή του δρεπανιού μας γιορτή.

-Άσπαρτα θα μείνουν, αθέριγα ποτέ.

-Αστάχυ τ’ αστάχυ το φκιάνεις το δεμάτι.

-Γέρο κριθάρι θέριζε και στάρι παλικάρι.

-Έρμα τα αθέριγα.

-Ήρθε ο Θεριστής τρέχα τα δρεπάνια σου να βρεις.

-Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα.

-Θερίζει όπου δεν σπέρνει.

-Θερισμένα μαζωμένα, κι’ αλώνια γιομισμένα.

-Θεριστή και τρυγητή ούτε γέρος στην αυλή.

-Θεριστής θεριστολόγος και κακός δρεπανολόγος.

-Θέρος, τρύγος, πόλεμος.

-Και εσύ κακό χερόβολο και ’γω κακό δεμάτι.

-Κακός ο θεριστής, στραβά τα δρεπάνια.

-Κακοσπαρμένα, κακοθέριστα και έρμα.

-Κράτα τα δρεπάνια σου για τα γεννήματα σου.

-Μάρτης βροχερός Θεριστής κουραστικός.

-Μαρτιάτικο αρνάκι του θεριστή νταβαδάκι.

-Μην θερίζεις ξένο στάρι.

-Μόνο τον Θέρο ιδρώνει του τεμπέλη το καπέλο.

-Μπροστά στέκει ο μαλλιαρός και πίσω ο κουρεμένος και στη μέση ο θεριστής ο καταϊδρωμένος.

-Ο θεριστής τα πισινά μετράει και τα μπροστινά ρωτάει.

-Ο Μάρτης βρέχει και ο Θεριστής χαίρεται.

-Ο Μάρτης έχει το άκουσμα και ο θεριστής την πείνα.

-Όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες.

-Όσα θέρισες θα δέσεις, κι όσα δέσεις θα κουβαλήσεις.

-Όταν θερίζεις τα πολλά άσε και λίγα στάχυα για το φτωχό.

-Ότι σπείρεις θα θερίσεις.

-Στάχυ το σταχάκι έφκιασε η γριά χεροβολάκι.

-Στο θέρο, πετάει κι ο παπάς ράσο και καπέλο.

-Τ’ Αγιαννιού του θεριστή, ούτε κότα στην αυλή.

-Τα σπαρμένα θερίζεις κι όχι τα άσπαρτα.

-Τζίτζικας λάλησε πάρτε τα δρεπάνια σας.

-Το καλοκαίρι θερίζει, ο Χειμώνας τρώει.

-Τον θεριστή τον κούρασε ο κακός χειμώνας.

-Τον Ιούνη αφήνουν το δραπάνι και σπέρνουν το ραπάνι.

-Τον κακό τον θεριστή τον τρουπάει και το άγανο της βρόμης.

-Τον κακό τον Θεριστή, κάθε πέντε και βροχή.

-Τον Μάη πίνε νερό και τον Θεριστή ξύδι.

-Του κακού του θεριστή το δρεπάνι ποτέ δεν κόβει.

-Χάρος είναι και θερίζει και κανέναν δεν γνωρίζει.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:

-Ανάχρειο, το = το εργαλείο

-Αποθερίσαμε, = τελειώσαμε τον θέρο.

-Δρεπάνι, δραπάνι, το = χειρωνακτικό παραδοσιακό εργαλείο κοπής των σιτηρών. Τα δρεπάνια προτού πάνε για να θερίσουνε τα πηγαίνανε σε ειδικούς ακονιστές που τα ακονίζανε για να κόβουνε εύκολα και να μην είναι κουραστικά.

-Θεριστής, ο = αυτός που θερίζει.

-Θέρος, ο = η διαδικασία της κοπής και συλλογής των σιτηρών.

-Κατσιφάρα, η = η σκόνη, ο μπουχός.

-Κουσκουτεύω, = καθυστερώ.

-Λιανούδες, οι = αδύνατες.

-Λουρώνω, = μαλακώνω.

-Μπουχίζω, = καταβρέχω.

-Ντάβανος, ο = το καταμεσήμερο με πολλή ζέστη.

-Όργος, ο = η επιλογή μιας νοητής γραμμής μέχρι εκεί που θα θερίσουν οι θεριστάδες.

-Πετσούρι, το = χωράφι με πολύ μικρή έκταση.

-Πλύμα (μτφ.), το = ζεστό φαγητό χοιρινού, από αποφάγια (ξεπλύματα) και πίτουρα.

-Φούρλες, οι = στροφές.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ο παραδοσιακός θερισμός πέρασε στην λησμονιά, η τεχνολογία με τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές αντικαταστήσανε τους θεριστάδες. Οι πλαγεροί τόποι, τα πετσούρια και τα πετροχώραφα εγκαταλείφθηκαν και έγιναν λιβάδια και στην συνέχεια δάσος.

Η ημιορεινή και ορεινή ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε παντελώς κι εκεί που έβλεπες έντονη κινητικότητα, τώρα απελπισία, ερημιά - ερημιά! Εμείς που προλάβαμε και τα βιώσαμε, ατενίζοντας την αδηφάγα φύση σήμερα νοιώθουμε άβολα, μπροστά στο τότε μεγαλείο.

Ίσκιος τέλος, στην Αγία Παρασκευή Αντρωνίου

Το θέμα είναι μεν σοβαρό, αλλά είπαμε στη φάση αυτή να μην ενοχλήσουμε τον «Ωλονό», το Δασαρχείο, τον Δήμο κ.ο.κ.

Ρωτήσαμε τον νέο πρόεδρο του χωριού αλλά ο άνθρωπος δεν πήρε κάποια απόφαση και δεν έδωσε καμία εντολή.

Πάει κάπου το μυαλό σας;

Όπως γνωρίζετε, θέματα που συμβαίνουν στο Αντρώνι, σε εμάς έρχονται με δυσκολία αλλά έρχονται.

Μάθαμε λοιπόν τις ημέρες των εκλογών ότι έκοψαν τις ακακίες στην Αγία Παρασκευή.

Προσφέρθηκε και ένας δικός μας από διπλανό χωριό να πάει να εξετάσει επί τόπου και όπως μας ενημέρωσε, κάποια από τα δέντρα που κόπηκαν μπορεί να είχαν κάποιο πρόβλημα αλλά αυτά μπροστά στην βρύση ήταν δυνατά δέντρα που στον ίσκιο του ξεπέζευαν οι διερχόμενοι από και προς το Αντρώνι να ρεμβάσουν και να δροσιστούν.

Αναρωτιόμαστε τι άρρωστο μυαλό ήταν αυτό που σκέφτηκε να κόψει τα δέντρα τον Θεριστή πριν το πανηγύρι που είναι στις 26 του Αλωνάρη.

Που θα «σταλίσει» τόσος κόσμος όταν θα βρεθεί στις 26 Ιουλίου στο γραφικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής;

ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΟΤΑΝ ΑΛΩΝΙΖΑΝ ΜΕ ΠΑΤΟΖΑ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Κατά τις 5 με 10 Αλωνάρη (Ιουλίου) έκανε την εμφάνισή απέναντι από το χωριό μου Άγναντα στο Παλιοκκλήσι περιοχή ενδιάμεσα Βουλιαγμένης, - Ανθώνας και Αγνάντων) η πατόζα (αλωνιστική μηχανή), του Χρήστου Χρυσανθόπουλου, με καταγωγή από τα Άγναντα. Μπροστά την ένα τρακτέρ «HANOMAG» κατακίτρινο, σαν τα άνθη της ασφάκας και της σπαρτιάς, και πίσω σερνότανε το τεράστιο κατακόκκινο μηχάνημα μάρκας «ΤΙΤΑΝ». Για εκείνη την εποχή και για εμάς τα παιδιά, που δεν είχαμε ξεμυτίσει από τα χωριά μας προς τον έξω κόσμο, ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και το φανταστικό. Αυτή ήταν η πατόζα, ένα συρόμενο μηχάνημα με τέσσερις τροχούς, όπου αριστερά και δεξιά της υπήρχαν πάρα πολλές τροχαλίες συνδεδεμένες μεταξύ τους με λουριά (ιμάντες).

Η χαρά των παιδιών όταν έφθανε κοντά στα αλώνια του χωριού ήταν απερίγραπτη. Το συνεργείο την έστηνε στα αλώνια που ήσαν γεμάτα θημωνιές (σωρός από δεμάτια σίτου – βρώμης και κριθαριού), τοποθετημένα με σειρά και τάξη, ως τύμβος. Πηγαίναμε κατά μπουλούκια να ιδούμε τις δούλευε, να ακούσουμε την περίεργη βουή της, που ήταν ένας μονότονος βρυχηθμός, να ιδούμε πως έστηναν αυτή και το τρακτέρ και πως γινόταν η κίνηση.

Περίεργα για εμάς τα αλλά απολαυστικά. Σ’ όλο αυτό τον συρφετό, συμμετείχαμε και εμείς με την αποστολή μας, ώστε να φέρνουμε νερό στους εργάτες, και στους δικούς μας, που αλώνιζαν τα γεννήματα.

Εκδήλωση για την «ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΛΑΛΑ» από τον Πολιτιστικό Σύλλογο & την Τ.Κ. Λάλα

Εκδήλωση για την «ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΛΑΛΑ» από τον Πολιτιστικό Σύλλογο & την Τ.Κ. Λάλα

Την Παρασκευή 30 Ιουνίου, στο χωριό μας  θα λάβει χώρα η καθιερωμένη ιστορική εκδήλωση για την Πολιορκία του Λάλα.

Η εκδήλωση αποτελεί μια σημαντική ευκαιρία για να αναβιώσουμε τα γεγονότα και να υπενθυμίσουμε την ιστορική σημασία αυτής της πολιορκίας.

Στο παρακάτω αναλυτικό πρόγραμμα, παρουσιάζονται οι δραστηριότητες που έχουν προγραμματιστεί για αυτήν την ιδιαίτερη ημέρα.

Η εκδήλωση θα ξεκινήσει, με πομπή των αναβιωτικών Συλλόγων  από το Δημοτικό σχολείο Λάλα που θα κατευθυνθεί στον Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης, όπου και θα συνεχίσει η

εκδήλωση.

Σας περιμένουμε όλους!

ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΣΤΑΦΙΔΑΣ

Συλλογή, καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
-Άγουρη, η = όταν η σταφίδα δεν ήταν έτοιμη για τρύγο.
-Ακαμάτης, ο = το κλήμα που δεν κάνει σταφύλια.
-Ακλαδούρα, η = το κλήμα που έχει παραμείνει τουλάχιστον ένα χρόνο ακλάδευτο. (Μια παροιμία μας αναφέρει: «Ένα χρόνο ακλαδούρα, δέκα χρόνους έρημο!»)
-Άκρες, οι = οι άκρες του κτήματος, (μτφ.) τα φτενάδια.
-Αλεπούδες, αρουραίοι σκυλιά, σκαντζόχοιροι, ασβοί κ.λπ. εχθροί του καρπού της σταφίδας.
-Αμέλωτη, η = ο καρπός της σταφίδας που δεν έχει γλυκάνει ακόμα.
-Αναβόλα, η = η άκρη του κτήματος που χρησιμοποιείται για την εναλλαγή αράδων για όργωμα, ράντισμα, τρύγημα.
-Αναμπέλωση, η = η ανανέωση με νέα φυτά του κτήματος.
-Άνθη, τα = όταν έχουν ανθίσει τα κλήματα.
-Άνοιγμα, το = η αρχή της ανοιξιάτικης βλάστησης του κλήματος
-Άπλωμα, το = η εργασία μετά το άδειασμα από το κοφίνι στο αλώνι όπου ένας άπλωνε ομοιόμορφα και με προσοχή τον καρπό.
-Απλώστρα, η = η γυναίκα που απλώνει την τρυγημένη σταφίδα στο αλώνι.
-Αποξαλιά, η = η γωνιακή παλαιότερη κοπή της βέργας.
-Απόρριγμα, το = όταν το νέο μάτι για διαφόρους λόγους χάλασε το σταφύλι.
-Απότρυγα, τα = λέγονται τα σταφύλια που έχουν απομείνει πίσω στο τρυγημένο, επίσης απότρυγα αναφέρεται μετά το τελείωμα του τρύγου.
-Αποχαράκωμα, το = το τέλος της εργασίας του χαρακώματος.
-Αράδα, η = η σειρά των κλημάτων.
-Αράπω, η = η καταγινωμένη, μελωμένη σταφίδα, που είναι έτοιμη για τρύγο.
-Αρέντιγη ή αρέντιστη, η = το κτήμα που δεν έχει ραντιστεί.
-Αριάνη, η = η επεξεργασμένη γλίνα με νερό που είναι έτοιμη να χυλίσουν τ’ αλώνια.
-Αριομάδα, η = στα φτενάδια ο καρπός είναι λιγότερος και μπορεί να λείπουν και κλήματα που ξεράθηκαν λόγω του φτωχού εδάφους.
-Αρώγιαστη, η = όταν δεν έχει ρογιάσει το τσαμπί.
-Ασβέστης, ο = σκόνη ασβέστη που το ανακάτευαν με χαλκό να ραντίζουν για τον περονόσπορο.
-Ασήκωτη, η = λέγεται όταν η σταφίδα είναι ακόμη στ’ αλώνι.
-Άτρυγο, το = το μη τρυγημένο κλήμα ή μέρος ή ολόκληρο κτήμα.
-Αυγοφάης, ο = ο κρυφά πριμοδοτούμενος μ’ ένα αυγό εργάτης για να παρασύρει τους άλλους για εγρήγορση των εργασιών. Ο κτηματίας κρυφά έδινε ένα βραστό αυγό στους εργάτες με σκοπό να δουλέψουν περισσότερο. Κατά την ώρα της εργασίας όταν αντιλαμβανόταν ότι ατονούσαν φώναζε: «Έλα εσύ που έφαγες το αυγό!»
-Αφάνα, η = φυτό από το οποίο κατασκεύαζαν σκούπα χόρτου την αφάνα.
-Αχαράκωτη, η = η σταφίδα που δεν χαρακώθηκε .
-Βαρειά, η χοντρά, τα= τα κτήματα που είναι φυτεμένα σε γλίνες.
-Βαρέλι, το = ένα μεγάλο βαρέλι, ξύλινο, τσιμεντένιο ή πλαστικό. Όπου εκεί έφτιαχναν το φάρμακο για να ραντίσουν το κτήμα.
-Βαρέσαμε = (μτφ) τρυγήσαμε.
-Βοτάνισμα, το = το κόψιμο των μικρών χορταριών, που φυτρώνουν κάτω από τα κλήματα, ιδίως όταν είναι νεαρά.
-Βουρλόδεμα ή βουρλοδέσιμο, το = το δέσιμο των στελεχών παλαιά με χόρτο το ονομαστό βουρλίδι και νεότερα με πλαστικό.
-Βούτα, η = η μικρή τσιμεντένια κατασκευή στο χωράφι για μάζεμα νερού.
-Γαλάζωμα, το = ο ρέντος της σταφίδας με λίγο ασβέστη και πολύ χαλκό τον Οκτώβρη μήνα για να σκοτώσει τα έντομα που φωλιάζουν επάνω στα ξεφλουδίσματα των κορμών του κλήματος.
-Γερολάτης, ο = το κλήμα που γέρασε και δεν έχει δυνάμεις να κάνει και να μεγαλώσει σταφύλια.
για το σκέπασμα των αλωνιών, αυτά αρχικά πρώτα ήσαν σαν καραβόπανα, υφασμένα σε αργαλειούς, αργότερα αντικαταστάθηκαν από πλαστικό.
-Γλίνα, η = η λάσπη από γλίνα που χρησιμοποιούνταν για το χύλισμα ή χρίσιμο του αλωνιού.
-Γουλή, η = λέγεται όταν το σταφύλι της σταφίδας είναι χοντρό, ευτραφές.
-Γουρμαίνουν, = ωριμάζουν.
-Γούρμο, το = το ώριμο.
-Γράβαλο, το = εργαλείο που αποτελείται από ένα μακρύ καλάμι ή τέμπλα με ένα είδος τσουγκράνας στη μία άκρη απαραίτητο για το ξεκορτσάλισμα.
-Γύρισμα, το = η εργασία που ανακατεύουν την σταφίδα στο αλώνι για να βγουν επάνω, αυτά που δεν τα βλέπει ο ήλιος.
-Δάκρυ, το = το υγρό που βγαίνει εκεί που κόβεται η βέργα κατά τον κλάδεμα. Το δάκρυ των κλημάτων έχει αιμοστατικές ιδιότητες.
-Δανεικαριά, η = η αλληλοβοήθεια στις εργασίες μιας οικογένειας από άλλες γειτονικές ή συγγενικές με όρο την ανταπόδοση της εργασίας.
-Δέστρα, η = επάνω στην βέργα και ενδιάμεσα σε σταφύλια και φύλλα αναπτύσσονται κάποιοι μίσχοι σαν χοντρή κλωστή και χρησιμεύουν να αυτοδένεται η βέργα.
-Διπλοτρύγι, το = ο τρύγος που γινόταν σε δύο ή και τρία χέρια.
-Δριμόνι, το = το κόσκινο.
-Δριμώνια, τα = τελάρα με σίτα διαφορετικών ανοιγμάτων που υπήρχαν στη μάκινα (συνήθως 3) για τη διαλογή της σταφίδας ανάλογα με το μέγεθος.
-Έκλεισε, = λέγεται όταν υπάρχει πλήρη ανάπτυξη της φυλλωσιά της κατά τον Μάη και Ιούνιο μήνα.
-Θειάφισμα, το = η εργασία εκτίναξης θείου με την βοήθεια του θειαφιστικού εργαλείου.
-Ίσκα, η = ασθένεια του φυτού που ξηραίνει τον κορμό και εμποδίζει την ανάπτυξη της βέργας. Την αντιμετώπιζαν με τον εξής τρόπο. Μ’ ένα τσεκούρι ή κλαδευτήρι έσχιζαν τον κορμό του κλήματος και ενδιάμεσα τοποθετούσαν μια πέτρα για να παίρνει αέρα, το εσωτερικό του.
-Κάθερος ή κάθαρος, ο = η εργασία του κλαδέματος.
-Καιρός, ο = η πρόγνωση ή επικράτηση των καιρικών συνθηκών.
-Κάπαρο, καπάρο, το = η προκαταβολή στο κλείσιμο μιας εμπορικής συμφωνίας συναλλαγής.
-Καριά, η = το σύνολο καρπού ή σακιών που μετέφερε κάθε φορά ένα κάρο.
-Καρολόγος, ο = ο ιδιοκτήτης ή ο χειριστής του κάρου.
-Καρτέρι, το = στις άκρες των αλωνιών έβαζαν καλάμια, για να τελειώνει το άπλωμα στα πλάγια ίσια και να μην ξεφεύγουν τα σταφύλια.
-Καταβολάδα, σύμμανο, η = η μεταφορά μιας βέργας, χωρίς να είναι κομμένη, από το κλήμα μέσα στο χώμα, με σκοπό να δημιουργήσουν ένα νέο κλήμα.
-Κέντρωμα, το = η εργασία του κεντρώματος, δηλαδή επάνω σε κάποιο φυτό επικολλούν κάποιο παρόμοιο καλύτερης ποικιλίας.
-Κιτρινάδα, η = αρρώστια της φυλλωσιάς, ή από την ξηρασία.
-Κλαδευτήρι, το = γεωργικό εργαλείο το οποίο χρησιμεύει στο κόψιμο μακριών ή με χρήσιμων βεργών των κλημάτων, πριν εμφανιστεί η ψαλίδα.
-Κλαδοκάθαρος, η = η εργασία όπου γίνεται καθάρισμα και κλάδος μαζί.
-Κληματόβεργα ή βέργα, η = η προέκταση του κορμού (βέργα) του κλήματος, όπου εκεί αναπτύσσονται τα φύλλα και τα σταφύλια.
-Κληματόδεμα, το = τις βέργες μετά το κλάδεμα, τις μάζευαν σε μικρά δεματάκια που τα έδεναν πάλι με μια μεγάλη βέργα και τα χρησιμοποιούσαν για φωτιά, κυρίως στον φούρνο, ή για ξάναμμα.
-Κληματόφυλλα, τα = μαλακά νεαρά φύλλα τα μάζευαν και έφτιαχναν διάφορα εδέσματα.
-Κληρονόμος, ο = η ανάπτυξη βλαστού της καταβολάδας του κλήματος με τη στήριξη καλαμιού ακολουθείται από αφαίρεση του ήδη υπάρχοντος κλήματος.
-Κοντόβεργο, το = το κλήμα που για διαφόρους λόγους δεν απόλυκε μεγάλη βέργα.
-Κορφόκομμα ή κορφολήγημα ή κούρεμα, το = κόψιμο των άκρων της κληματόβεργας. (Συνήθως κόβεται δυο κόμπους πίσω από το τσαμπί).
-Κόσα, η = γεωργικό εργαλείο για να κόβουν τα χορτάρια κάτω από τα κλήματα και στο στέρφο.
-Κοσκίνα, η = ξύλινο κόσκινο μεγάλων διαστάσεων, κρατιόνταν από δύο άτομα χρήσιμο για τον καθαρισμό της σταφίδας (απομάκρυνση «άψητων» ή χονδρών ρωγών).
-Κοσκίνισμα, το = η ποιοτική διαλογή του καρπού με τη βοήθεια της κοσκίνας.
-Κότσαλα, τα = τα τσάγκουρα μετά το τρίψιμο του αποξηραμένου καρπού.
-Κουβάλημα, κούβαλος, = η μεταφορά στον ώμο των νωμοκοφινιών με τα τρυγημένα νωπά σταφύλια στο αλώνι.
-Κοφίνι, το = εργαλείο καλάθι κατασκευασμένο από καλάμια ή βέργες για την μεταφορά των σταφυλιών, αργότερα φτιάχτηκαν από λαμαρίνα και πλαστικό.
-Κουβαλητής, ο = ο εργάτης κατά τον τρύγο, όπου κουβαλάει στον ώμο του τα τρυγοκόφινα με τον καρπό από το κτήμα στο αλώνι.
-Κουλουμπάρι, κουλούντρι κουλούντριασμα = μάζα κυρίως σβώλος βεγμένου καρπού που συγκολλείται μεταξύ τους
-Κουντέλι, το = ξύλινο διχαλωτό στήριγμα απαραίτητο για το κουντέλιασμα.
-Κουντέλιασμα ή φουρκάδιασμα, το = υποστήριξη παραφορτωμένων με καρπό βεργών με τη χρήση κουντελιού ή φουρκάδας.
-Κούρβουλο, το = ο κορμός του κλήματος, το κούτσουρο.
-Κουτρούλι, το = η διαδικασία της ανασκαφής του χώματος ανάμεσα στις αράδες και της συσσώρευσής του σε μικρούς λοφίσκους. Ο λόγος που κατασκεύαζαν το κουτρούλι ήταν να έχει ηλιοφάνεια περισσότερη επιφάνεια χώματος.
-Κουτσούρα, η = το ξεριζωμένο κούτσουρο του κλήματος.
-Κούφιο, το = η κοπή ενός φυτού κλήματος την δεύτερη χρονιά πάνω από τον κόμπο που φαίνεται από το έδαφος.
-Κόφα, η = το κοφίνι του τρυγητή. Ήταν ένα καλάθι με μεγάλο χερούλι. Με αυτό τρυγούσαν και το άδειαζαν στο κοφίνι. Το τρυγοκόφινο χωρούσε μέσα δύο κόφες φρούτο.
-Κοφινάδα, η = η εργασία του κουβαλητή.
-Κρικέλα, η = ο μεταλλικός χαλκάς στα άκρα των σταφιδόπανων για να περνά από αυτά σύρμα που βοηθούσε στο άπλωμα και το μάζεμα του σταφιδόπανου.
-Κωτζόλος, ο = το σάπισμα του κλήματος μέσα στο έδαφος.
-Λαγογαμίστρες, οι = τα φτενά και αμμουδερικά κτήματα.
-Λαμνί, το = το σώριασμα της σταφίδας σε μακρόστενο σωρό σαν λοφοσειρά.
-Λιάσιμο ψήσιμο, το = η αναμονή του καρπού στο αλώνι μέχρι να ξεραθεί τελείως.
-Λιπάρισμα, το = η ρίψη ουσιών, ζωικής συνήθως προέλευσης, θρεπτικών για το κλήμα, στο έδαφος γύρω από αυτό
-Λόβα, η = ασθένεια της σταφίδας που επηρεάζει φύλλα και σταφύλια.
-Μάκινα, η = ένα ογκώδες μηχάνημα με ξύλινο περίβλημα για την πραγματοποίηση του μακιναρίσματος
-Μακινάρισμα, το = η απομάκρυνση κάθε ξένης προς τη σταφίδα ουσίας με τη βοήθεια νερού και αέρα γινόταν με τη μάκινα
-Μαξιλάρι το = ένα μικρό μαξιλαράκι το προσάρμοζαν στον ώμο οι κουβαλητάδες για να μην τους κόβει το κοφίνι και να συλλέγει τα υγρά της λιωμένης σταφίδας.
-Μαράγκιασμα, το = μετά την τρίτη μέρα η σταφίδα στο αλώνι μαραίνεται και ζαρώνει, αυτό το ζάρωμα λέγεται μαράγκιασμα.
-Μάτι, το = το αρχικό στάδιο της βλάστησης ενός κλήματος κατά την άνοιξη.
-Μαυρομάτα, η = (μτφ.) ονομασία της σταφίδας.
-Μαύρος χρυσός, ο = έτσι ονόμαζαν την σταφίδα πριν την μεγάλη κρίση της.
-Μαχαίρι, ψαλίδα, σουγιάς, = εργαλεία αποκοπής του σταφυλιού κατά τον τρύγο, από το κλήμα.
Μέλια, τα = τα υγρά της χλωρής και γινωμένης σταφίδας που προέρχονται από το λιώσιμο, κατά τον τρύγο, την μεταφορά και το άπλωμα.
-Μέλωμα, το = λέγεται για το σταφύλι γλυκάνει σαν μέλι, οπότε είναι έτοιμο για τρύγο.
-Μεστιά, η = η σταφίδα πάνω από δέκα χρόνων φυτεμένη.
-Μισότρυγα, τα = όταν σ’ ένα κτήμα, είχε τρυγηθεί μόνο το πρώτο χέρι.
-Μπουμπούκιασμα, το = η αρχή του ανοίγματος της φυλλωσιάς μετά τον χειμώνα.
-Μπαρδάλα, η = ο καρπός της σταφίδας που από πράσινη αρχίζει να παίρνει μαύρο χρώμα, μπαρδαλιάζει.
-Μπίτισμα, ή κιώσιμο το = το τελείωμα μιας εργασίας όπως, σκάψιμο, κλάδος, χαράκι, τρύγος. Έλεγαν: «Αύριο έχω μπίτισμα, ή θα ρίξω ντουφεκιά- σμπάρο!»
-Μπράτσο, το = λέγεται η διακλάδωση του κλήματος.
-Νερουλάς ο = αυτός που κουβαλάει νερό στους εργάτες για να πίνουν, κατά την ώρα της εργασίας στα κτήματα.
-Νωμοκόφινο, το = βαθύ καλάθι ειδικό για τη συγκέντρωση του τρυγημένου νωπού καρπού, που μεταφέρεται στον ώμο.
-Ξαλώνισμα, ξεχορτάριασμα, ξάρισμα, το = ο καθαρισμός τω αλωνιών από χόρτα, πέτρες, ρίζες κ.λπ.
-Ξεβράκωμα, ξελάκι, ξελάκκωμα, το = η αφαίρεση με ξινάρι ριζών, χόρτων και χωμάτων γύρω από τον κορμό του κλήματος.
-Ξεβράκωτη, η = λέγεται η σταφίδα τον Φθινόπωρο, όπου έχουν πέσει όλα τα φύλλα από τα κλήματά της.
-Ξεκορτσάλισμα, το = η αφαίρεση από το αλώνι των μίσχων των ξερών σταφυλιών.
-Ξέλαση, η = η συγκέντρωση εργατών άνευ πληρωμής για διάφορες εργασίες, όταν για διαφόρους λόγους, ο ιδιοκτήτης του κτήματος δεν μπορεί να τις διεκπεραιώσει.
-Ξερώγιασμα, το = όταν πέφτουν ή αφαιρούνται οι ρώγες από το τσαμπί.
-Ξέσκλισμα, το = η απόσχιση των νεαρών βλασταριών από τον αέρα, την βία ή από το βάρος.
-Ξεστερφάδιασμα, το = η αποκοπή των παραπουλιών από το κάτω μέρος του κλήματος.
-Ξέφυλλος, ο = η διαδικασία αφαίρεσης κοντινών φυλλωμάτων, στον πρώιμο καρπό, με στόχο καλύτερο αερισμό και μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο.
-Όργος ή έργος, = το νοητό χώρισμα συνεχόμενων αράδων για κάποια εργασία, ανάλογα με τους εργάτες.
-Παλούκια, τα = ξύλινα ή σιδερένια σκέλη που τοποθετούνται κάθετα στο έδαφος στην άκρη και, κατά μήκος, στο κέντρο των αλωνιών,
-Πανιά, σταφιδόπανα, τα = ειδικά πανιά που σκέπαζαν την σταφίδα, πρώτα ήσαν πάνινα και αργότερα αντικαταστάθηκαν με νάϋλον.
-Παραγινωμένη, η = ο καρπός της σταφίδας που έχει ήδη ξεραθεί επάνω στο κλήμα.
-Παραπούλια, τα = τα κοντινά στο κλήμα βλαστίδια που αφαιρούνται κατά το ξεστερφάδιασμα .
-Πέζο, το = το σύνολο ενός ζυγίσματος.
-Περονόσπορος, πρινόσπορος ή μπαμπακούλα, ή σκαταρρώστεια = λέγεται η ασθένεια που εμφανίζεται τις πρώτες ζεστές ημέρες μετά από βροχή ή υγρασία, και συνεχίζεται μέχρι το μπαρδάλιασμα.
-Πέταξε, μπουμπούκιασε, = άρχισε να βγάζει νέα βλαστάρια και φυλλωσιές.
-Πλακούλα, η = το μακρύ ξύλο ή σιδηρόβεργα τετράγωνου ή κυλινδρικού σχήματος που τοποθετείται πάνω στα κεντρικά παλούκια των αλωνιών για τη στήριξη των απλωμένων πανιών σκεπάσματος.
-Πλακουτσέλια, τα = πέτρες που τις είχαν στην άκρη των αλωνιών για να πλακώνουν τα πανιά σε περίπτωση κακοκαιρίας.
-Πλερωμή, η = οι λογαριασμοί για τις πληρωμές των εργατών και του καρπού, από τον έμπορο.
-Πορτάδα, Ποιοτικό, το = τα χοντράδια (χοντρόρογες) της αποξηραμένης σταφίδα, κατά την υψηλή ζήτηση της σταφίδας αυτή ήταν πιο φθηνή αλλά περιζήτητη στα λιμάνια εξαγωγής και έτσι ονομάστηκε πορτάδα (πόρτο = λιμάνι).
-Πριμαρόλι, το = λεγόταν το πλοίο που φόρτωνε τον πρώτο καρπό της σταφιδικής σεζόν για κάποιον από τους 6 ή 7 λιμένες προορισμού.
-Πρωτολάτης, ο = το κλήμα που παράγει πρώτη φορά σταφύλια.
-Ρακοντιά, η = ο βαρύς τόπος.
-Ράντισμα ή ρέντος, = λέγεται η εργασία- κατάβρεγμα των κλημάτων με νερό ανακατεμένο με φάρμακα για ν’ αντιμετωπίσουν τις ασθένειες, με την βοήθεια του ψεκαστήρα.
-Ρόποδο, το = οι κουβαλητάδες ή τρυγητάδες όταν πήγαιναν για τρύγο όχι με το μεροκάματο αλλά πληρωνόντουσαν με το κοφίνι, τότε για κάθε κοφίνι που γέμιζαν ή μετέφερα έκοβαν ένα μίσχο από φύλλο σταφίδας και το έβαζαν στην τσέπη ή σε κάποιο άλλο ασφαλές μέρος, για να μην χάσουν το μέτρημα στον λογαριασμό. Αυτό το μίσχο το έλεγαν «ρόποδο».
-Ρωγιάσε, = το επόμενο στάδιο μετά την ανθοφορία όπου αρχίζουν να σχηματίζονται οι ρώγες.
-Σακαδόρος, ο = ο χειριστής του σακιού κατά το γέμισμα και αυτός που το δένει στην μούση για να μην χυθεί το προϊόν.
-Σακιά, τα = γιούτινα σακιά της ρίγας, για την μεταφορά και αποθήκευση της σταφίδας.
-Σακιάρισμα, σάκιασμα, το = η τοποθέτηση της σταφίδας μέσα σε σακιά για τη μεταφορά και αποθήκευση.
-Σακούλα, τουλουπάνι, = μικρό σακί το χρησιμοποιούσαν παλιά για τη ρίψη του θειαφιού στη καλλιέργεια.
-Σάπισμα, το = το σάπισμα των σταφυλιών ιδίως μετά την βροχή κατά τις τελευταίες ημέρες προ του τρύγου.
-Σάρωμα, σκούπα, σαρωματίνα, σαρωματιά, η = αυτοσχέδια σκούπα από ξύλο και ξερά κλωνάρια αφάνας ή από άλλους θάμνους, για τον καθαρισμό του χώματος των αλωνιών.
-Σήκωμα ή ξεσήκωμα, = το σώριασμα της σταφίδας από τα αλώνια και την μεταφορά της σε αποθήκη ή στον έμπορα. Επίσης σήκωμα λέγεται και το πρώτο φουρκάδιασμα του νεαρού φυτού (κλήματος) να ορθοστατήσει, κυρίως την δεύτερη χρονιά από τότε που φυτεύεται.
-Σήκος, ο = (μτφ.) η εντολή να σηκωθούν μετά από μια ανάπαυλα οι εργάτες. Φράση: «Για πάρτε ένα σήκο!»
-Σημαδούρια, τα = σημάδευαν τα καλά κλήματα για φυτό και τα ακαμάτικα για να τα ξεκολώσουν.
-Σημάδεμα, το = σχέδια φύτευσης νέου κτήματος όπου σημάδευαν που ακριβώς θα φυτευτεί η κάθε βέργα φυτού.
-Σκάγια, τα = λένε την ψιλόρωγη σταφίδα όπου οι ρώγες τα είναι σαν τα σκάγια των φυσιγγίων.
-Σκαγιαντάρω, = ρυθμίζω την πλάστιγγα, ή το ζυγιστικό εργαλείο ώστε να ζυγίζει σωστά.
-Σκάλος, ο = η ισοπέδωση του κουτρουλιού.
-Σκατόκλημα, το = το στέρφο κλήμα.
-Σκαφτιάς, ο = ο εργάτης που σκάβει το κτήμα.
-Σπαρτσίνο, σπάγκος, = μικρό σχοινάκι, για το δέσιμο των γεμάτων σακιών στην μούση του.
-Σταφιδάλωνα, τα = αλώνια όπου τοποθετείται η χλωρή σταφίδα για αποξήρανση.
-Στάχτη, η = στάχτη έριχναν στις τρύπες των μυρμηγκιών που ήσαν στα αλώνια για να μην καταστρέφουν τον καρπό.
-Στάχτωμα, το = παλιά που το θειάφι ήταν δυσεύρετο, τότε το ανακάτευαν με κοσκινισμένη στάχτη όχι μόνο να αυγατίσει, αλλά και η στάχτη ήταν πρόσφερε κάτι παρόμοιο με το θείο. Η εργασία αυτή λεγόταν στάχτωμα ή και σταχτόβολο.
-Στέγα, η = άλλη ονομασία για την πλακούλα.
-Στέρφα, ή στερφάδια, τα = οι μικρές κληματόβεργες που δεν έχουν γεννήσει σταφύλια.
-Στερφόκλημα, το κλήμα που δεν έχει γεννήσει σταφύλια.
-Στιβαδόρος, ο = ο φορτοεκφορτωτής εργάτης
-Στράβωμα, το = η καταστροφή του νέου ματιού όταν ανοίγει το κλήμα, με οποιοδήποτε τρόπο
-Στράτα, η = η διαδρομή από τα κλήματα μέχρι τα αλώνια, κατά τον κούβαλο του τρυγημένου καρπού.
-Στρατόνι, το = μικρό δρομάκι που χωράει ένα άνθρωπο να περνάει, ενδιάμεσα στις σταφίδες ή και από ξένο χωράφι προς τα αλώνια του.
-Συρ-έλα, ή στράτα, = οι κουβαλητάδες όταν πήγαιναν για τρύγο όχι με το μεροκάματο αλλά πληρωνόντουσαν με το κοφίνι, πριν συμφωνήσουν το μεροκάματο, πήγαιναν και έβλεπαν πόσο απέχει το αλώνι από το κτήμα και την προσβασιμότητα. Αν ήταν μακριά, τότε έκλειναν διαφορετική συμφωνία. Η αυτοψία της απόστασης στην γλώσσα τους λεγόταν: «Συρέλα».
-Σύσιμο, το = το αναποδογύρισμα των απλωμένων στο αλώνι σταφυλιών έτσι ώστε να ωριμάσει εξίσου από όλες τις πλευρές
-Σφήκες, σερσέγκια, σπουργίτια, μυρμήγκια, σαλιγκάρια ήσαν εχθροί των σταφυλιών και όχι μόνο.
-Σχοινάκια ή δεματικά, τα = μικρά σχοινιά που τα περνούσαν μέσα από τους κρίκους των πανιών και τα έδεναν επάνω στα παλούκια ή στα πλακούλια.
-Σχόλασμα ή σκόλασμα, το = η ώρα που τελειώνει η εργασία, ιδίως των εργατών.
-Σωρός, ο = η συγκεντρωμένη σταφίδα στο αλώνι πριν το σάκιασμα για μεταφορά.
-Σώρωμα, το = η συγκέντρωση του ξεραμένου καρπού σε σωρό, διαδικασία που γινόταν αργά το σούρουπο με τη δροσιά.
-Τάφροι, σαϊτάρια, γράνες, = διαμορφωμένα αυλάκι για την απορροή των όμβριων υδάτων, αλλά και να σωρώνουν τα νερά από τα χοντροχώραφα.
-Τζιβιέρες, οι = ειδικά εργαλεία για το πλύσιμο και την αποξήρανση της σταφίδας. Πρόκειται για τετράπλευρα ξύλινα δοχεία με πάτο συνήθως από καλάμια. Ρίχνουν τη σταφίδα μέσα, την πλένουν με τον κουβά και ύστερα την εκθέτουν στον ήλιο.
-Τινάχτηκε, = λέμε όταν οι παραγινωμένες ρώγες πέφτουν μόνες τους από το σταφύλι.
-Τρίβει, = όταν το σταφύλι είναι παραγινωμένο, κατά τον τρύγο αποκολλούνται οι ρόγες από το τσάγκουρο και πέφτουν στην γη με την παραμικρή κίνηση.
-Τρίψιμο, ξεκοτσάλιασμα, = η αποκόλληση των ξερών μίσχων από τον ξεραμένο καρπό με τη βοήθεια γραβάλου.
-Τρυγοκούβαλος, ο = η εργασία που παρέχει ένας εργάτης όταν τρυγούσε και κατευθείαν κουβαλούσε το κοφίνι του στο αλώνι.
-Τρυγοκόφινο, το = το κοφίνι που μέσα τοποθετούμε τα τρυγημένα σταφύλια, για να τα μεταφέρουμε στο αλώνι.
-Τρύγος, ο = η εργασία της διαδικασίας του κόψιμου του σταφυλιού και της μεταφοράς του στ’ αλώνια.
-Τσαμπί ή τσαμπίδι, το = το στέλεχος του σταφυλιού χωρίς ρώγες.
-Τσαμπίδα, η = πολύ μικρό σταφύλι.
-Τσαμπιδολόγοι, οι = παλιά μετά τον τρύγο, εργάτες (τσαμπιδολόγοι), μ’ ένα κοφίνι στα χέρια μάζευαν τις εναπομείναντες τσαμπίδες στα κλήματα.
-Τσέγκουρο, τσάγκουρο, το = το στέλεχος όπου επάνω αναπτύσσονται οι ρόγες του σταφυλιού.
-Τσιμάρισμα, το = η αφαίρεση νέων βλαστών από τον κορμό, επίσης το κόψιμο της μύτης της νέας βέργα για να μην απλώσει πολύ.
-Τσιρότο, το = μπάλωμα με κόλα επάνω σε τρύπιο πανί.
-Τσόντα, η = μικρών διαστάσεων πάνινο κομμάτι για την κάλυψη των πανιών σκεπάσματος στο αλώνι σε περίπτωση σκισίματος ή έτσι ώστε να μην «καούν» από τον ήλιο.
-Τσούκα, η = το ψηλότερο μέρος του κτήματος, όπου εκεί έφτιαχναν τα αλώνια τους.
-Τυλιγάδι, το = στα νεαρά φύλλα, μερικά σκουλήκια κατασκευάζουν καρύκια από μια αραχνένια κλωστή που βγάζουν κι εκεί μέσα αποθέτουν τ’ αυγά τους.
-Φαλτσέτα, η = μαχαίρι παρόμοιο με πολύ μικρό δρεπάνι κατάλληλο για το χαράκωμα. Το πίσω μέρος της λάμας είναι πριονωτή για να εξαγάγει την χαρακωμένη φλούδα από το στέλεχος του κλήματος.
-Φούγα, η = το απότομο ξέρασμα των φύλλων από τον ήλιο ή από κάποια ασθένεια.
-Φουρκάδα, η = καλάμια ή ευθεία ξύλινα παλούκια μέχρι το ύψος των κληματόβεργων.
-Φουρκάδιασμα, το = η τοποθέτηση ξύλινου ή σιδερένιου ή καλαμωτού υποστυλώματος πολύ κοντά στο κλήμα που δένεται γύρω από αυτό.
-Φουσκίζω, = λιπαρίζω το κτήμα με φουσκιά.
-Φουσκί, η = λέγεται η ανώριμη και σαπισμένη σταφίδα, που δεν σηκώνει βάρος.
-Φούσκισμα, το = η άλλη ονομασία για το λιπάρισμα με φουσκί (λίπασμα ζωικής προέλευσης κυρίως από αιγοπρόβατα μοσχάρια και ιπποειδή).
-Φρούτο, το = (μτφ.) ο καρπός της σταφίδας.
-Φτενάδια, τα = λέγονται τα αμμουδερικά χώματα όπου δεν συγκρατεί υγρασία και τα κλήματα είναι πιο αδύνατα και ωριμάζουν πιο γρήγορα.
-Φυλοξέρα, η = ασθένεια των κλημάτων όπου ξεραίνονται πρόωρα τα φύλλα των, κυρίως όταν αρχίζει η ζέστη του καλοκαιριού.
-Φυσούνι, θειωτήρας, θειαφιστήρι, θειαφιστικό, το = εργαλείο για να θειαφίζουν το κτήμα.
-Φυτός, ο = η επιλογή και συλλογή κληματόβεργων για αναπαραγωγή.
-Φυτούργημα, το = η φύτευση νέου κτήματος.
-Χαλκός, γαλαζόπετρα ή αλογόπετρα, η = ο βορδιγάλειος πολτός.
-Χαράκι, χαράκωμα ή δακτυλίδωμα ή και ζώνιασμα = η διαδικασία αφαίρεσης μέρους της φλούδας του κορμού του κλήματος για την καλύτερη ανάπτυξη του καρπού. Η επιτυχία ανάγεται ώστε να μην απομείνει κάποιο έστω και ελάχιστο μέρος φλύδας, στην αφαιρούμενη ζώνη, μετά το χαράκι. Το χαράκι γίνεται όταν έχει ανθίσει πλήρως το σταφύλι προτού τινάξει τα άνθη του.
-Χαρακωτής, ο = ο εργάτης που χαρακώνει την σταφίδα.
-Χοντρόρωγη, η = η σταφίδα που έχει χοντρές ρώγες.
-Χρίσιμο, το = η επίστρωση των αλωνιών με τη γλίνα πριν από το άπλωμα της σταφίδας.
-Χτικιό αποπληξία, = λέγεται όταν ήδη από τον Μάη μήνα αρχίζει το κλήμα να κιτρινίζει τα φύλλα και να μην αναπτύσσει την βέργα.
-Χώσιμο, το – όταν έκοβαν βέργες για νέο φυτό, για προβλάστηση τις έχωναν μέσα στο χώμα.
-Ψαλλίδα, η = εργαλείο κοπή κληματόβεργας κατά τον κλάδο.
-Ψιλόρωγη, η = η σταφίδα που έχει ψιλή και αδύνατη ρώγα.
-Ψώχα, η = ότι απομεινάρι έμενε στ’ αλώνι από το σήκωμα (πατημένες ρώγες, τσάγκουρα, σκουπιδάκια, χάχαλα κ.λπ.)

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates