Η ΣΤΡΩΜΑΤΣΑΔΑ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 88370

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Σ’ όσα πουπουλένια στρώματα και κρεβάτια πολυτελείας, σε ξενοδοχεία αρκετών αστέρων και όπου αλλού κι αν κοιμήθηκα την στρωματσάδα δεν την αλλάζω με τίποτα. Προπαντός η παιδική στρωματσάδα, το ένα παιδί δίπλα απ’ το άλλο να εξέχουν μόνο τα κεφαλάκια δεν θα την ξεχάσω ποτέ, όμως κι αν τόσο πολύ το νοσταλγώ, δεν πρόκειται να το ξανά ζήσω.
Η στρωματσάδα είναι ο ύπνος καταγής στο έδαφος ή στο πάτωμα του σπιτιού. Παλιά επειδή τα σπίτια ήσαν μικρά και δεν υπήρχαν κρεβάτια, ολόκληρες οικογένειες κοιμόντουσαν στρωματσάδα, ιδίως στα εξοχικά σπίτια και κατά το καλοκαίρι. Επίσης και κατά τον χειμώνα στα σπίτια τους, όταν δεν υπήρχαν όχι κρεβάτια, αλλά μόνο κλινοσκεπάσματα.
Παραγέμιζαν μεγάλα στρώματα με άχυρα, με φλούτσα από καλαμπόκι ή και με μαλλί προβάτων. Τα άχυρα από κριθάρι (κριθαριά) ήσαν τα καλύτερα, ενώ της βρώμης, άναβαν και τα χρησιμοποιούσαν στο στρώμα κατά τους χειμερινού μήνες που έκανε κρύο.
Κάτω στο πάτωμα έστρωναν ένα σάϊσμα (κουβέρτα από μαλλί γίδας το λεγόμενο κόζινο), επάνω έβαζαν το στρώμα, επάνω στο στρώμα ένα σεντόνι, για να είναι μαλακό και να μην τρυπούν τ’ άχερα και επάνω τα κλινοσκεπάσματα όπως κουβέρτες, φλοκάτες, μπαντανίες κ.ά.
Για μαξιλάρια πάνω από το στρώμα να μην πιαστούν οι σβέρκοι, δίπλωναν δυο τρεις φορές μια κουβέρτα ή ένα πλατύ τάπητο και το τοποθετούσαν κάτω από το σεντόνι. Το μαξιλάρι αυτό ήταν ενιαίο και δεν υπήρχε κενό για να πέφτουν τα κεφάλια. Βασικά η στρωματσάδα ίσως να ήταν μια μικρή κοινωνία του ύπνου
Τα παιδιά όσα κι αν ήσαν τα έβαζαν να κοιμηθούν στρωματσάδα το ένα δίπλα στο άλλο το ένα να ζεσταίνει τ’ άλλο, ν’ αγκαλιάζονται να κλωτσιούνται, να βρωμάνε και κανενός τα πόδια από τις γαλότσες, να ρεύονται να κλάνουν κάτω από το φως του λαμπυρίσματος της φλόγας από την φωτιά του τζακιού, ή του καντηλιού. Οι μεγαλύτεροι τον χειμώνα κατά την μακρύωρη νύκτα κουβέντιαζαν λέγοντες διάφορες ιστορίες μεταξύ των. Τα παιδιά στρωματσάδα δίπλα αγκουρμάζονταν (άκουγαν χωρίς να μιλάνε) μέχρι να λιγοστεύει το κουβεντολόγι και ν’ ακούγονται οι βαριές ανάσες τους και κανένα ροχαλητό, έτσι καταλαγιάζανε, γέρνανε τα μάτια τους και τα έπαιρνε γλυκά- γλυκά ο ύπνος. Αν έβρεχε και ακουγόταν οι στάλες που έπεφταν στα κεραμίδια ή που έτρεχαν από τις ρέχτες τω σπιτιών συνεπικουρούσε στο να τα πάρει ο πιο γλυκός ύπνος. Άντε και να έσταζε και καμιά κεραμίδα σπασμένη, τότε η νοικοκυρά τοποθετούσε κάποια λεκάνη ακριβώς από κάτω και ακουγόταν το στάξιμο ταν- ταν.
Η κουβέντα που έκαναν τα παιδιά ήταν τα διάφορα τερτίπια τους, η επιλογή με ποιόν θα κοιμηθούνε δίπλα- δίπλα. Οι ιστορίες που άκουγαν από τους μεγαλύτερους καμιά δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα φόβου, μέχρι ν’ αποκοιμηθούν αγκαλιαζόσαντε και κοιμόσαντε, τα μικρότερα κάτω από την προστασία και την θαλπωρή των μεγαλυτέρων παιδιών. Στιγμές απέραντης ευτυχίας για τα παιδιά ο ύπνος στρωματσάδα, έλεγαν τα δικά τους, κρύβονταν έπαιζαν τα μεγαλύτερα αγκάλιαζαν τα μικρότερα κατά τις παγερές νύχτες ή μετά από κάποιο κακό όνειρο τα μικρά γαντζώνονταν επάνω στα μεγαλύτερα για περισσότερη ασφάλεια και θαλπωρή.
Καμιά φορά όταν κάποιο νύσταζε αρκετά, άκουγες και «Άντε τώρα ρε… βουλώστε το να κοιμηθούμε…!»
Με όποια σειρά και τάξη κι αν τα έβαζε η μάνα τους να κοιμηθούν, το πρωί τα εύρισκε μπερδεμένα, πότε από εδώ, πότε από εκεί, πότε ανάποδα, πότε ξεσκέπαστα, πότε κουλουριασμένα, πότε αγκαλιασμένα κ.λπ. Άντε να είχε κατουρηθεί και κανένα μικρότερο και να μυρίζει κατουρλιό ούλο το σπίτι.
Στο ίδιο δωμάτιο και το κρεβάτι των γονιών, η μάνα λαγοκοιμότανε, μην ακούσει κάποιο παιδί να βήξει, να διψάσει, να θέλει να κατουρήσει, μην είδε κάποιο κακό όνειρο και κλάψει, μην ξεσκεπάστηκε, ήταν ο αόρατος νυχτερινός φύλακας άγγελος, το μάτι και το αυτί της στην τσίτα, να μην ησυχάζει καθόλου.
Το μεγαλύτερο μαρτύριο ήταν όταν κάποιο είχε συναχωθεί και ξερόβηχε ούλη την νύχτα, πέρα από τα γιατροσόφια που του έκαναν τα υπόλοιπα παιδιά το έκαναν πέρα για να μην το ακούνε και να κοιμηθούνε ήσυχα.
Τα καλοκαίρια, η στρωματσάδα από το σπίτι έβγαινε στην αυλή ή στο μπαλκόνι, όπου οι άνθρωποι του σπιτιού. Το ίδιο γινόταν στα εξοχικά και στα στανοτόπια όπου κάνανε τον καλύτερο ύπνο της ζωής τους, με το νυχτερινό μαΐστρο να χαϊδεύει τα μάγουλά τους, η φεγγαράδα να φωτίζει να μετράνε τ’ άστρα και ν’ αγκουρμάζονται τις φωνές του χωριού και της νύχτας, ν’ ακούνε τα τριζόνια να τιρτιρίζουν τα σκυλιά ν’ αλυχτάνε και τα νυχτοπούλια να κράζουν, όλα μαζί συνθέτουν την ομορφιά του γλυκού ύπνου.
Θυμάμαι δωδεκάχρονο παιδί που φυλάγαμε πρόβατα στο χωριό μου και μερικά βράδια το καλοκαίρι κοιμόμασταν στην Ράχη ή Σωρού, κοντά στο χωριό Λουκά. Εκεί μαζί μ’ άλλα παιδιά από του Λουκά και την Καρυά κοιμόμασταν στρωματσάδα. Μαζεύαμε σανούδια και στρώναμε τα στρωσίδια και αφού παίζαμε μέχρι αργά, μόλις ξαπλώναμε αρχίζαμε να αφηγούμαστε, με τον δικό μας τρόπο, διάφορες ιστορίες που ακούγαμε από τους μεγαλύτερους, λέγαμε, κοιτούσαμε τα άστρα, το φεγγάρι, ακούγαμε τα τριζόνια μέχρι που μας έπαιρνε ο γλυκός ύπνος. Τα πρόβατα και αυτά είχαν κοιμηθεί στον τόπο τους και το πρωί πριν ακόμη χαράξει, μας ξυπνούσανε τα τσοκάνια τους, που σκάριζαν για να βοσκήσουν πριν πάρει η ημέρα και η ζέστη του καλοκαιριού. Μέρες νοσταλγικές, αν και μικρά παιδιά, δεν φοβόμαστε, μας άρεσε πολύ και αυτά μας έμειναν να θυμόμαστε.
Μια γιαγιά σε χωριό της ορεινής Γορτυνίας μου έλεγε δείχνοντας την παλιά χαμοκέλα: «Εδεπά κοιμόσαντε ούλα μου τα παιδιά και τα οκτώ στρωματσάδα, το ένα σιμά στ’ άλλο, τα τήραγα και τα χαιρόμουνα μαζί με τον μακαρίτη τον γέρο μου. Τώρανες σκορπίσανε, σαν τα παιδία του λαγού, άλλα στα ξένα άλλα στην Αθήνα, δεν μπόρεσα να τα ξανά μαζώξω και έστω για μια φορά να τα βάλω να κοιμηθούνε στρωματσάδα να τα ιδώ κι ας πεθάνω εκείνη την στιγμή. Να τα ιδώ αγαπημένα και αγκαλιασμένα όπως κοιμόσαντε τότενες.
Αν υπήρχε κάποιο κρεβάτι στο σπίτι και είχανε μουσαφιραίους (ξένους), τότε έφευγαν από το κρεβάτι στρώνανε στους ξένους στο κρεβάτι και αυτοί κοιμόσαντε στρωματσάδα με τα παιδιά τους».
-Δεν μου λες θεια τότε που κοιμόσαστε ούλοι στρωματσάδα, άμα θέλατε να κάνετε τίποτα με τον άντρα σου τι γινότανε.
-Αφήναμε τα παιδιά και τα έπαιρνε ο ύπνος για τα καλά και μετά σιγούλια- σιγούλια, να μην αγκουρμαστούνε τίποτα, έτσι ξελιγουριαζόμαστε βουβά και στα πεταχτά!»
Οι μεγάλοι τις εποχές της φτώχειας κυρίως στην ύπαιθρο κοιμόσαντε στα ξύλινα κρεβάτια τους. Τα φτιάχνανε με ξύλινα τρίποδα και βάζανε και μερικές σανίδες και ένα στρώμα με φλούτσια απάνου και ήτανε έτοιμο το κρεβάτι. Εκεί κοιμούσαντε τα αντρόγυνα, άντε στην μέση να έβαζαν να κοιμηθεί και το μικρότερο παιδί.
Μπορεί τότε να είχανε φτώχεια και περιορισμένους χώρους, όμως ήσαν φιλόξενοι. Όσο μικρό κι αν ήταν το σπίτι του καθενός, όμως χωρούσε πολλούς, όπως μας αναφέρει μια παροιμιώδης φράση:
«Όσους χωράει μια χαμοκέλα, δεν τους χωράει ένα παλάτι!»
Παροιμιώδεις φράσεις για την στρωματσάδα:
«Όποιος κοιμάται στρωματσάδα, ακούει τις κλανιές των άλλων!»
«Όσοι κι κοιμόνται μαζί στρωματσάδα, ο καθένας βλέπει το δικό του όνειρο!»
«Στρωματσάδα και φεγγαράδα να κοιμάμαι μια βδομάδα!»
Ένα δημοτικό τραγουδάκι που κατέγραψα που αναφέρεται στην στρωματσάδα:
Πάου στης χήρας την καλύβα,
μπα ο δόλιος τι πράμα που ’δα.
Πέντε παιδιά ν’ αράδα-αράδα,
να κοιμούνται στρωματσάδα
Και ένα τσουπί το μπιρισμένο,
είδα να κοιμάται με τον ξένο…
Εκτύπωση