10 Ηλειακά τραγούδια και η ιστορία τους, από την ΤV της Βουλής στην Κουρούτα

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Δημοτικά Τραγούδια Εμφανίσεις: 69056

Η εκπομπή «ΑΠΟ ΤΟΠΟ ΣΕ ΤΟΠΟ» που διοργανώνει και παρουσιάζει ο μουσικολόγος Χρήστος Παν. Μυλωνάς, του δημοσίου καναλιού της Βουλής των Ελλήνων, επισκέφθηκε τον Δήμο Ήλιδος στις 15 Απριλίου 2018 για να πραγματοποιήσει την εκπομπή με θέμα: «ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΗΛΕΙΑΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ».
Το γενικό πρόσταγμα ως υπεύθυνος διοργάνωσης από την πλευρά του Δήμου Ήλιδας αλλά και από την πλευρά του τηλεοπτικού συνεργείου το είχε αναλάβει εξολοκλήρου ο αγαπητός μας φίλος Ηλίας Τουτούνης και το έφερε εις πέρας με μεγάλη επιτυχία.
Η παραπάνω εκπομπή προβλήθηκε την Κυριακή 6 Μαΐου 2018 και ώρα 12:00, από την τηλεόραση της Βουλής των Ελλήνων.
Ξεκινούσε από την μαγευτική Κάπελη και είχε βασικό κορμό την κεντρική πλατεία της Κουρούτας με τη συμμετοχή εκπροσώπων συλλόγων, μελών χορευτικών συγκροτημάτων, αλλά και εκατοντάδων επισκεπτών.
Στα τριήμερα γυρίσματα η κάμερα «αποτύπωσε» τη δράση αρκετών πολιτιστικών και λαογραφικών συλλόγων, που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή, οι υπεύθυνοι των οποίων έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους..
Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων περιλαμβάνονται πλάνα από αξιοθέατα του Δήμου, όπως αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, ναούς, φυσικές ομορφιές, τεχνητά έργα, συνεντεύξεις, τραγούδια και χορούς από την Ηλεία! 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ (Από τον Η. Τουτούνη)
1). ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΣΤΟ ΧΛΕΜΟΥΤΣΙ
Το τραγούδι αναφέρεται στο έτος 1825, στην εποχή της εισβολής του Ιμπραήμ πασά στον Μοριά και στην μάχη που έγινε στο μοναστήρι της Σκαφιδιάς.
Όταν οι προύχοντες της Γαστούνης έμαθαν ότι ο Ιμπραήμ πασάς πλησίαζε, διασκορπίστηκαν στα βουνά, στα ρέματα και τις σπηλιές του Ωλενού. Πολλοί κλείστηκαν στο μοναστήρι της Σκαφιδιάς και στο κάστρο του Χλεμουτσίου. Αυτοί που έμειναν, με αρχηγό τον καπετάν Βέρρα από το Βαρθολομιό, σχημάτισαν στρατιωτικά τμήματα προς αντιμετώπιση του εχθρού, αν και οι προύχοντες, ο Σισίνης κι οι άλλοι καπεταναίοι είχαν αναχωρήσει προ πολλού από την περιοχή. Για μέρες γίνονταν αψιμαχίες μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων, που προσπαθούσαν να αμυνθούν με κάθε τρόπο, ώστε να κρατήσουν την ελευθερία τους.
Στη Σκαφιδιά οι κλεισμένοι Γαστουναίοι οχυρώθηκαν στις γράνες των αμπελιών και των χωραφιών. Εκεί τους επιτέθηκαν οι ιππείς του Ιμπραήμ και τους περικύκλωσαν. Για βοήθεια έτρεξαν και αυτοί που ήταν κλεισμένοι στο κάστρο, αλλά ο Ιμπραήμ έστειλε και άλλες δυνάμεις, που τους περικύκλωσαν όλους.
Η πολιορκία κράτησε δυο ημέρες. Οι Έλληνες πολέμησαν με μεγάλη ανδρεία, λύγισαν όμως στις υπέρτερες δυνάμεις του Ιμπραήμ. Αρνητικό για τους πολιορκημένους στάθηκε ότι το προηγούμενο βράδυ έριξε ραγδαία βροχή και η μπαρούτη τους βράχηκε και αχρηστεύτηκε και έτσι ήταν αδύνατον την άλλη μέρα να την χρησιμοποιήσουν. Αποφάσισαν να κάνουν έξοδο και επιτέθηκαν λυσσαλέα και με πάθος κατά του εχθρού, αλλά κατασφάγηκαν όλοι, αφού πρώτα επέφεραν μεγάλες καταστροφές στο αντίπαλο στρατόπεδο σκοτώνοντας περίπου επτακόσιους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Έτσι έληξε η μάχη της Σκαφιδιάς, που καταγράφτηκε στην ιστορία με χρυσά γράμματα.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΣΚΑΦΙΔΙΑΣ
Τρία πουλάκια κάθονται στο κάστρο το Χλιμούτσι,
το ’να τηράει τα Λεχαινά και τ’ άλλο τη Γαστούνη,
το τρίτο το καλλίτερο μοιρολογάει και λέει:
- Θέ μου, το τι να γίνηκαν του κάμπου οι λεβέντες;
Μήτε στον κάμπο φαίνονται, μήτε και στη Γαστούνη,
μας είπαν κάνουν πόλεμο μέσα στον Άη-Νικόλα.
Τριακόσιοι διαλεχτήκανε για να τους λευτερώσουν,
μεντάτι να τους γένουνε για να τους λευτερώσουν.
Τη στράτα που πηγαίνανε, τη στράτα που πηγαίνουν,
στ’ αμπέλι απαντηθήκανε με τους Στραβαραπάδες.
Πρώτη φωτιά που δώσανε, σκοτώνουνε διακόσιους,
μα ’πιασε μια ψιλή βροχή κ’ ένας βαρύς χειμώνας,
νότισαν τα φυσέκια τους, δεν πιάνουν τ’ άρματα τους.
Κι ο Βέρρας όπου τ’ άκουσε, σαν τ’ άτι χλιμιντράει:
- Παιδιά, σηκώστε τις ποδιές και σφίχτε τα τσαρούχια,
γιουρούσι για να κάμουμε μες στους Στραβαραπάδες.
Τα γιαταγάνια τράβηξαν, στα δόντια τους τα βάνουν,
μα ήταν οι μαύροι λιγοστοί, μα ήταν οι δόλιοι λίγοι,
κανένας δεν απόμεινε απ’ τους παλιούς συντρόφους.

2). ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΜΕΣ ΤΟ ΑΛΩΝΙ
Την δεκαετία του 1870, λόγω της ανομίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή στις επαρχίες, και ιδιαίτερα στον Πύργο, η πολιτεία για να καταπολεμήσει την μάστιγα αυτή είχε μεριμνήσει να υπάρχει ικανή δύναμη στρατιωτικών και αστυνομικών σωμάτων. Φρούραρχος του Πύργου τότε ήταν ο Λοχαγός ονόματι Μαυρολίδης από την Καλαμάτα.
Ταυτόχρονα, εκείνη την εποχή, ένας Ελληνοαιγύπτιος επιχειρηματίας που τον έλεγαν Μάρκο, είχε έλθει στον Πύργο από την Αίγυπτο, και είχε κατασκευάσει ένα πολυτελέστατο ξύλινο θέατρο με διπλή σειρά θεωρείων και με πολυτελές για εκείνη την εποχή διάκοσμο, και λειτούργησε μέχρι και το 1878. Κατά τακτά χρονικά διαστήματα ο Μάρκος καλούσε διάφορους θιάσους και έδιναν παραστάσεις, διασκεδάζοντας τους κατοίκους του Πύργου. Στις αρχές Μαΐου του 1876, είχε καταφθάσει ο θίασος του Διονυσίου Μονδίνου, ενός Ιταλο- Ζακυνθινού, που έδινε συνεχείς παραστάσεις με μεγάλη επιτυχία. Ο θίασος αποτελούταν από εννιά άνδρες και τρεις γυναίκες. Το θέμα αναφερόταν σε εθνική υπόθεση και συγκεκριμένα ήταν το δράμα του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου «Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως», με ποικιλία σκηνών και μεταμφιέσεων. Τότε, πρωταγωνιστούσαν ο ηθοποιός Παρασκευόπουλος που υποδυόταν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και η ηθοποιός Δρακάκη που υποδυόταν την αυτοκράτειρα Δόμνα. Η ομορφιά της Δρακάκη ήταν σπάνια, λευκή με μαύρα μαλλιά και με χείλη κοραλλένια, μαύρα μάτια και στήθος προκλητικά τεταμένο, όπου στο σύνολό της έμοιαζε ως Αφροδίτη αναδυόμενη.
Η παρουσία της, στο θέατρο του Πύργου εκείνη την εποχή, ήταν η αιτία τα καφέ του Πύργου να περάσουν μια μεγάλη κρίση, διότι όλοι έτρεχαν στο θέατρο για να την θαυμάσουν, πράγμα που ενοχλούσε μια μερίδα Πυργαίων και καραδοκούσαν να βρουν μια αφορμή να εκδιώξουν τον θίασο του Μονδίνου. Μαζί θεατρίνες, ήσαν και οι δυο δίδυμες αδελφές του Μονδίνου κάπου είκοσι ετών, η Θεώνη και η Παναγιούλα, λυγερόκορμες και ομορφότατες. Η μια ήταν κάτασπρη ξανθιά και ροδομάγουλη και η άλλη μελαχρινή και μαυρομάλλα και έπαιζαν στον ίδιο θίασο αλλά σε διαφορετική θεατρική παράσταση τις δίδυμες κόρες του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, Ισμήνη και Αντιγόνη.
Τα βράδια, μετά την παράσταση, με μια άμαξα όλοι μετέβαιναν σε ένα εξοχικό κέντρο-καφέ, που βρισκόταν στον λόφο εκεί που κτίστηκε το αργότερα Μανωλοπούλειο νοσοκομείο. Το κατάστημα αυτό ήταν του κυρ- Νικόλα και εκεί έτρωγαν και γλεντούσαν, ως τις πρωινές ώρες. Οι δίδυμες αδελφές του Μονδίνου, ξέφευγαν και πήγαιναν στο λόφο του Επαρχείου, να ρεμβάσουν τα Μαγιάτικα βράδια. Ο Λοχαγός και φρούραρχος του Πύργου Μαυρολίδης με τον επιλοχία του στις πρώτες παραστάσεις πήγαιναν στο θέατρο για λόγους ασφαλείας. Εκεί συνάντησε την Θεώνη και την ερωτεύτηκε, όπου και αυτή ανταποκρίθηκε στον έρωτα του και για μερικές ημέρες ζούσαν κρυφά και απόκρυφα τον μεγάλο έρωτά τους. Ταυτόχρονα αμέλησε την υπηρεσία του και έμπλεξε και με την αδελφή της την Παναγιούλα, χωρίς να γνωρίζει, ότι αυτές ήταν αδερφές και μάλιστα δίδυμες. Όμως τίποτα το ερωτικόν δεν μένει κρυπτόν και έτσι μια ημέρα, η Θεώνη, έπιασε στα πράσα τον αγαπητικό της με την αδελφή της, την Παναγιούλα να ερωτοτροπούν κάπου εκεί στον λόφο του Επαρχείου. Η Θεώνη επιτέθηκε στον Λοχαγό και ξεσήκωσε όλη την γειτονιά του Πύργου, όπου εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Πυργαίων αποκαλύφθηκε το διπλό ερωτικό ειδύλλιο, του Λοχαγού με τις δίδυμες θεατρίνες αδερφάδες. Τότε κάποιος τραγουδοποιός, μάλλον Πύργιος, συνέθεσε το τραγούδι:
ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΜΕΣ ΣΤ’ ΑΛΩΝΙ
Το μάθατε τι έγινε, μες στον Πύργο, μες στ’ αλώνι,
λάλα το πουλί κι αηδόνι.
Π’ αγάπησ’ ένας λοχαγός, δύο δίδυμες αδερφάδες,
κακό που ’παθαν οι μαύρες.
Τη μια τη λένε Θεωνιά, την άλλη Παναγούλα,
κακό που ’παθε η μαυρούλα.
- Ανάθεμά σε, λοχαγέ, κι’ εσύ, βρ’ επιλοχία,
δεν αγάπαγες τη μία;
- Καλά ’κανα κι αγάπησα, εδώ μέσ’ στη γειτονιά μου,
Παναγούλα, Θεωνιά μου.
Να ’χω τον ύπνο διάφορο αχ! και το φιλί κοντά μου,
Παναγούλα, Θεωνιά μου.

3). ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΟΝΤΟΒΟΥΝΙΣΙΟΣ
Ο Γιώργης Κοντοβουνίσιος καταγόταν από το χωριό Σκλήβα της Ολυμπίας, όπου οι πρόγονοί του είχαν μετοικήσει από τα Κοντοβούνια της επαρχίας Τριφυλίας. Πριν από την επανάσταση του 1821 ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής, γιατί λήστευε Τούρκους, αλλά και Χριστιανούς που κατοικούσαν ή περνούσαν από την περιοχή του. Προ πάντων ήταν ο φόβος των προυχόντων και κοτζαμπάσηδων, που καταπίεζαν οικονομικά τον σκλαβωμένο λαό.
Κατά την Επανάσταση του ’21 πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα και πάθος τους Τούρκους. Έδωσε σκληρές μάχες, προ πάντων με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ (1825-1826).
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, το έθνος θέλοντας να τον τιμήσει για την προσφορά του στον ένοπλο αγώνα τον διόρισε υποπολιτάρχη στον Πύργο και εκεί ερωτεύθηκε μια όμορφη κοπέλα την Ελένη του Δαραλέξη, η οικογένειά της δεν τον ήθελε και τον κυνήγησε. Δεν παρέμεινε όμως πολύ καιρό, γιατί ήταν αντίθετος με το καινούργιο σύστημα που προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ο πρώτος Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους Ιωάννης Καποδίστριας. Οι αντιθέσεις του με τους νόμους, τον έφεραν σε σύγκρουση με τη τότε Διοίκηση και μη μπορώντας να συμβιβαστεί με τα νέα δεδομένα, που υιοθετούσε η κυβέρνηση, βγήκε πάλι στα βουνά και άρχισε τη ληστρική ζωή. Έπειτα όμως από λίγο καιρό τον σκότωσαν σε ενέδρα κοντά στο χωριό Βρύνα της Ηλείας προδομένο από τους Γουρναίους.
Κρυβόταν στην Μίνθη και συγκεκριμένα στο πυκνό δάσος της Κόπρενας όπου είχε πρωτοπαλίκαρό του το Αλβεναίο Δημήτρη Θάνο. Το απόσπασμα της χωροφυλακής με οδηγούς τους Δημοσθένη Μπάμπαλη, τον Παναγιώτη Γουρουνά και τον Γιώργη Καρέλα, συνάντησαν τους ληστές στις 6 Μαρτίου 1835. Μετά από σκληρή μάχη έπιασαν τον Ι. Φραγκανδρέα και πλήγωσαν έναν άλλον ονόματι Αράπο. Την επομένη, στις 7 Μαρτίου, άλλοι δύο οδηγοί με τον Αναστάση Ρουμελιώτη, έπιασαν μάχη στη Βρύνα και Σμέρνα. Αρχηγοί των αποσπασμάτων ήσαν ο μοίραρχος Κώστας Δεληγιώργης και ο υπομοίραρχος Κώστας Σολομωνίδης με 60 στρατιώτες και αρκετούς χωρικούς. Μετά το πέρας της μάχης, ο ληστής Γιώργης Κοντοβουνήσιος συνελήφθη πληγωμένος βαριά.
Πολλοί θρύλοι κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα για τη γενναιότητα και την αντρειοσύνη του Κοντοβουνίσιου. Μαζί με τους θρύλους, πολλά τραγούδια πλάστηκαν από τον λαό.
Το τραγούδι «Γιώργη μου τι ορδινιάζεσαι», αναφέρεται στον Γιώργη Κοντοβουνίσιο, κατά την εισβολή του Ιμπραήμ Πασά, όταν θέλησε να συστρατευθεί εθελοντικά με τις Ελληνικές δυνάμεις που συνάζονταν να μεταβούν στο Νιόκαστρο, σήμερα Πύλο, να πολεμήσουν κατά των στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά. Η αγαπημένη του η Ελένη, βλέποντάς τον ν’ αρματώνεται για τον πόλεμο προσπάθησε να τον εμποδίσει.
- Γιώργη μου τι ορδινιάζεσαι
και βάζεις τα αρματά σου;
Μήνα σε γάμο θε να πας,
μήνα σε πανηγύρι;
Μηδέ σε γάμο θέλω να πά
μηδέ σε πανηγύρι.
- Στο Νιόκαστρο θέλω να πά,
που γίνονται οι πολέμοι.
-Άϊντε κι αν σε σκοτώσουν τ’ αρφανό
ποιον έχεις να σε κλάψει.

4). ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΙΑΣ
Ο Γιάννης Γιαννιάς, ονομαστός κλέφτης της επαρχίας Πατρών, γεννήθηκε το 1760 στην Προστοβίτσα (σήμερα Δροσιά Τριταίας). Το επώνυμο του προσκολήθηκε ως μεγεθυντικό του Γιάννη. Ο πατέρας του ήταν ιερέας, γνωστός στην επαρχία σαν ο Παπανδρέας ο παλικαράς. Έδρασε από το 1787 έως το 1804. Νεότατος βγήκε κλέφτης στα βουνά, υπό την αρχηγία του πρωτοκλέφτη του Μοριά Καπετάν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Είχε υπό τις διαταγές του, δύναμη περίπου εξήντα ανδρών από την περιοχή του Ωλονού.
Επίσης για αρκετό διάστημα είχε προσχωρήσει στην δύναμη του Σωτηράκη Νοταρά στα Τρίκαλα Κορινθίας και είχε βοηθήσει και τον Αθανάσιο Πετιμεζά, που δρούσε στα Σουδενά (σήμερα Λουσσοί) Καλαβρύτων. Ακόμη για λίγο διάστημα είχε καταφύγει στα Σουλιμοχώρις μαζί με τον Γιαννάκη Μέλιο από του Κούβελα Τριφυλίας. Το 1802 συνέλαβε τον Σεκήρ Αχμέτ, αγά της Πάτρας. Τότε ο σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι για την άμεση εξόντωσή του.
Σε μια μάχη που έδωσε στο χωριό Χαντζούρι Τριταίας τραυματίσθηκε στο πόδι και κατέφυγε στο χιονισμένο Ωλονό, στη σπηλιά του Τουρκοπαναγή για ν’ αναρρώσει. Όμως η κατάστασή του χειροτέρευε και αποφάσισε να κατεβεί στο χωριό Αντρώνι σε κάποιο εμπειρικό γιατρό για να γιατρέψει τις πληγές του.
Όμως μετά από προδοσία κάποιου κουμπάρου του, κατά την κάθοδό του, συνελήφθη σε ενέδρα από Λαλαίους Τούρκους στις 5 Ιανουαρίου 1804, στο γεφύρι Πετρωτό που βρίσκεται κοντά στο χωριό Κακοτάρι του Λασιώνος και σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Κακοτάρι. Την επόμενη ημέρα τον μετέφεραν στην Πάτρα όπου τον κρέμασαν στην είσοδο της πόλης, ακριβώς στη είσοδο του δρόμου των Καλαβρύτων, δίπλα στο σημερινό Νοσοκομείο Άγιος Ανδρέας Πατρών.
Μια παροιμιώδης φράση περί της προδοσίας του ακούγεται ακόμη και σήμερα στον τόπο μας: «Κουμπάροι φάγανε το Γιαννιά, κουμπάροι και τον Ζαχαριά».
Το τραγούδι «Μες το Βάλτο στο πηγάδι, που θα ακούσουμε, μας δίνει τις σχετικές ειδήσεις εκείνης της εποχής για αθάνατο Ελληνικό πνεύμα αλλά και το Ολυμπιακό ιδεώδες που αρκετές φορές συνένωνε, Έλληνες και Αρβανίτες ακόμη και τους Τούρκους κατακτητές, όπου κατά τακτά διαστήματα και ιδίως στις τοπικές εορτές και πανηγύρια, σταματούσαν τις εχθροπραξίες και όλοι μαζί πραγματοποιούσαν τοπικούς αγώνες.
Σημαντικό είναι ν’ αναφέρουμε ότι υπήρχε μια άτυπη συμφωνία για εκεχειρία μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων, όσον αφορά την τέλεση των εορταστικών εκδηλώσεων.
Οι αγώνες ήταν μια ετεροχρονισμένη προσπάθεια των υποδουλωμένων Ελλήνων ώστε να εκπαιδεύονται και να είναι πανέτοιμοι όταν τους χρειασθεί η πατρίδα. Οι αγώνες αυτοί γίνονταν κυρίως κατά τις τοπικές εορτές και μόνο μεταξύ Ελλήνων. Σταδιακά επεκτάθηκαν και άρχισαν δειλά – δειλά να λαμβάνουν μέρος κατ’ αρχήν οι Αρβανίτες και τελευταία ενσωματώθηκαν και οι Τούρκοι.
Στη Νότιο δυτική πλευρά του Ερύμανθου (Ωλονού), πάνω από το χωριό Δροσιά (Μπροστοβίτσα) και προς το μέρος της Κρυόβρυσης (Δερβινής), σε υψόμετρο 1.200 μέτρων περίπου, απλώνεται ένα διάσελο, μερικών στρεμμάτων, με μια μικρή πηγή. Η τοποθεσία λέγεται «Πηλαλίστρα» και έχει λάβει τ’ όνομα από τον περίφημο στίβο μάχης που υπήρχε κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στις κορυφές του Ωλονού.
Η καθημερινή και αδιάκοπη εκπαίδευση, ήταν σκληρή, διότι οι καιρικές συνθήκες του υψομέτρου, ήταν πάντοτε, ένα φυσικό εμπόδιο. Τον Χειμώνα μέσα στα χιόνια και τους καλοκαιρινούς μήνες, μέσα στην αφόρητη ζέστη που «άναβε η πέτρα».
Τ’ αγωνίσματα γίνονταν συνήθως κατά τις τοπικές εορτές και πανηγύρια. Εκεί δίνονταν ευκαιρία στους κλέφτες να κατέβουν από τα γιατάκια τους και να συμμετάσχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις, ιδίως με τους συγγενείς τους αλλά και με τους συντοπίτες τους.
Ακόμη εκείνες τις εποχές μέχρι και σήμερα το Ολυμπιακό ιδεώδες διατηρήθηκε και κατά την γιορτή του Αγίου Γεωργίου, όπου εκεί εντοπίζουμε τους αγώνες της Κουλούρας, όπου Τούρκοι και Έλληνες ξεχνούσαν τις διαφορές τους και συναγωνίζονται στην ιππασία και σε διάφορα αγωνίσματα.
Από διάφορες ιστορικές και ερευνητικές αναφορές που έχουμε, ελάχιστες περιπτώσεις συναντάμε, αψιμαχίες και πολεμικές συρράξεις, κατά τον χρόνο των εορτών. Οι κλέφτες εκπαιδεύονταν και αγωνίζονταν σε έξι ή επτά αγωνίσματα. Το πιο σύνηθες ήταν το «πένταθλο». Αυτό αποτελούταν από πέντε κυρίως αγωνίσματα όπως το τρέξιμο, το πήδημα εις ύψος και εις μήκος, το σημάδι, το λιθάρι και η πάλη.
Οι νικητές των αγώνων έπαιρναν διάφορα εύσημα για την νίκη. Άλλοι γίνονταν πρωτοπαλίκαρα, άλλοι μπουλουξήδες και άλλοι έπαιρναν σαν έπαθλο, άλογα, όπλα, ακόμη και χρήματα.
Το τραγούδι που θ’ ακούσουμε μας αποτυπώνει το πνεύμα του Ολυμπισμού εκείνης της ταραγμένης εποχής:

Μες στο Βάλτο στο πηγάδι,
κλέφτες ρίχναν το λιθάρι.
το πετάν οι Αρβανίτες
και περνάν τους Μοραΐτες.
Του Γιαννιά του κακοφάνη
μια ψιλή φωνίτσα βάνει.
- Πού ’σαι, Στέργιο παλικάρι,
να πετάξεις το λιθάρι.
Κι αν περάσεις στο λιθάρι
χάρισμά σου ένα ζουνάρι.
Κι αν περάσεις στην πιλάλα
χάρισμά σου μια φοράδα.
Κι αν περάσεις και στον όχτο
ταχιά σε κάνω πρώτο.

5). ΝΑ ΧΑΜΗΛΩΝΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Η αποδημία, δηλαδή η μετοίκηση κάποιων ανθρώπων, από τον τόπο, στον οποίο γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και η εγκατάσταση τους σε ξένο τόπο για κάποιο χρονικό διάστημα ή και για πάντα, οφείλεται σε διάφορες συνθήκες επιβίωσης των, όπως βιοποριστικές, εθνικιστικές, καταδιωκτικές, πολεμικές, πολιτικές κοινωνικές ή και εκπαιδευτικές.
Ο κυριότερος όμως λόγος που ανάγκαζε και αναγκάζει τους ανθρώπους να ξενιτεύονται άγεται κυρίως στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες του τόπου τους και γι’ αυτό μετακινούνται για τη βελτίωση των οικονομικών τους και για καλύτερες συνθήκες ζωής. Αυτοί είναι οι οικονομικοί μετανάστες.
Πέρα από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που εκπατρίζονται, που εκδιώκονται ή φεύγουν από την πατρίδα τους για λόγους πολιτικούς, και κυρίως οι πρόσφυγες, δηλαδή οι πληθυσμοί που αναγκάζονται για λόγους δικούς τους ή εξαναγκάζονται από κάποιο φορέα εξουσίας να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους και να καταφύγουν σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής τους προέλευσης (όπως, για παράδειγμα, οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μ. Ασία το 1922 ή οι πρόσφυγες Έλληνες Πόντιοι που επανήλθαν τελευταία στην Ελλάδα από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης).
Τα δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς, αποτυπώνουν καταστάσεις από τη ζωή των απλών ανθρώπων, που φεύγουν από την πατρίδα τους, για να βρουν καλύτερη τύχη σε µια άλλη, οικονομικά ισχυρότερη χώρα.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η εμπειρία του ξενιτεμένου μετανάστη δεν αφορούσε τον τόπο μας, αφού δεν υπήρχε πριν μερικά χρόνια, γιατί τώρα δυστυχώς επανεμφανίζεται, στη χώρα µας ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα.
Ενώ και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ρεύμα εισόδου μεταναστών στην χώρα μας, όχι μόνον Βαλκάνιων αλλά και από όλη την υφήλιο. Ωστόσο, αυτή η κοινωνική μορφή ζωής, δηλαδή ο ξενιτεμός, υπήρξε μακρόχρονη ελληνική εμπειρία, της οποίας τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα υπήρξαν θετικά για τη χώρα µας.
Τα τραγούδια της ξενιτιάς φανερώνουν τα αισθήματα αγάπης που συνδέουν τον ξενιτεμένο µε την οικογένεια και την πατρίδα του. Εκφράζουν τόσο τη νοσταλγία αυτού που έφυγε, όσο και την πίκρα αυτού που έμεινε. Τα επιλεγμένα τραγούδια παρουσιάζουν αυτές τις δύο εκδοχές του πόνου που προκαλεί ο ξενιτεμός του αγαπημένου προσώπου. Στο τραγούδι της Ανδρίτσαινας που θ’ ακούσουμε σήμερα, αποτυπώνεται καθαρά ο καημός του ξενιτεμένου να επιστρέψει στον τόπο του, την ξακουσμένη Ανδρίτσαινα και μπορούμε άνετα να το κατατάξουμε στις παραλογές διότι ο τραγουδοποιός ζητά έμμεσα να αλλάξει η φυσική διαμόρφωση του τόπου, αναφέροντας: Nα χαμηλώναν τα βουνά να ψήλωναν οι κάμποι, επίσης επικαλείται ακόμη το άστρο της αυγής και το κρίνει διότι άργησε να εμφανισθεί.
Ο τραγουδοποιός αναπτύσσει το αίσθημα του ξενιτεμένου με την αγαπημένη του, και καταριέται την ξενιτιά, ονομάζοντάς την κακούργα. Ακόμη νοσταλγεί, αλλά και μας δίνει την τελευταία αναφορά ότι το αίσθημα του, όπως λόγω ξενιτιάς τον παράτησε και αγάπησε άλλον «πάπια του γιαλού αγάπησες αλλού».
Το τραγούδι αυτό, σήμερα μπορεί να θεωρηθεί επίκαιρο, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα μας και ξενιτεύονται οι νέοι. Επίσης σύμφωνα με την παράδοση, αναφέρεται ότι γράφτηκε, από έναν τούρκο κάτοικο επί τουρκοκρατίας του Φαναρίου, έδρα της μιας εκ των δύο επαρχιών της Ηλείας, όπου τα τελευταία χρόνια τα έμπλεξε με μια Φαναριωτοπούλα. Όμως κατά την Επανάσταση του 1821 ο τούρκος αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το Φανάρι και μετέβη στην τουρκοκρατούμενη τότε Άρτα. Μετά το τέλος του πολέμου και την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, ο εν λόγω τούρκος επανήλθε στην Ηλεία, ως οικονομικός μετανάστης και με αυτό το πρόσχημα μετέβη στο Φανάρι όπου πληροφορήθηκε ότι η ερωμένη του είναι παντρεμένη με κάποιον άλλον.
Χωρίς άλλη κουβέντα με βαριά κατάθλιψη, έφυγε μια για πάντα από το Φανάρι και επέστρεψε στον κάμπο για αγροτοδουλειές. Εκεί σύνθεσε μελοποίησε αυτό το ωραίο αντιπροσωπευτικό τραγούδι και το τραγουδούσε καθημερινά, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε, αν αυτό που έχουμε σήμερα, είναι το αυθεντικό.

ΝΑ ΧΑΜΗΛΩΝΑΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ
Να χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν κι οι κάμποι,
θάλασσα πλατειά, μαγκούφα ξενιτιά.
Να ’ηβλέπα την Αντρίτσαινα, το έρημο Φανάρι,
πρόβαλε να ιδείς καρδιά που τυραννείς.
Να ’ηβλέπα την αγάπη μου, διπλός καημός
πως στρώνει πως κοιμάται
πρόβαλε να ιδείς κορμί που τυραννείς.
Σε τι τραπέζια τρώει ψωμί,
σε τι ταβέρνες πίνει,
μαύρη ξενιτιά, μου ’κάψες την καρδιά

6). ΜΑΡΙΩΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΣΙΜΠΙΔΑΣ
Βρισκόμαστε στην Μπαρμπάσαινα Καλοκαίρι του 1844. Η Βασίλω, η ομορφότερη γυναίκα της Μπαρμπάσαινας κατοικεί δίπλα από το αγροτικό σπίτι του κυρ. Νικόλα Τριτσιμπίδα, ο οποίος είναι πρόσφατα χήρος και μένει με την μάνα του. Οι δύο γυναίκες έχουν μεγάλη έχθρα μεταξύ τους. Η Βασίλω αγαπά τον Τριτσιμπίδα αλλά εκείνος την αγνοεί επιδεικτικά, γιατί είναι ερωτευμένος με την Μαριωρή, όμορφη κόρη μιας γύφτισσας από το Λάλα.
Ο Τριτσιμπίδας είναι ξακουστός για τα γλέντια του, και ταυτόχρονα για τις ερωτικές του δουλειές θυσιάζει πολύ χρήμα και χρόνο. Έχει όμως έναν άσπονδο φίλο και ξάδελφό του, τον Γιώργο, ο οποίος αγαπά υπερβολικά τη γειτόνισσά του την Βασίλω. Εκείνη όμως λόγω του Τριτσιμπίδα δείχνει μεγάλη αδιαφορία. Ο Γιώργος λοιπόν πηγαίνει στον Πύργο σ' ένα φίλο του, τον Ανδρέα (γύφτος βιολιτζής), ο οποίος είναι ερωτευμένος με την Μαριωρή και του προτείνει να εκδικηθούν τον Τριτσιμπίδα συνεταιρικά, βάζοντας ανθρώπους να απαγάγουν την Βασίλω και την Μαριωρή.
Ο Τριτσιμπίδας, αφού υποψιάστηκε τον κίνδυνο που διατρέχει, πείθει τη Βασίλω να πάει στον Πύργο Ηλείας σε φιλικό σπίτι. Εκείνη μαθαίνει πως ο Τριτσιμπίδας προξενεύεται με την Μαριωρή. Ο αρραβώνας κρατιέται μυστικός για να μην υπάρξουν αντιδράσεις, επειδή εκείνος ήταν φίλος ενός κομματάρχη, του Σισίνη, ο οποίος ήταν αντίπαλος του Κρεστενίτη με τον οποίο συνδέεται το σόι της Μαριωρής, πείθει το Γιώργο ν’ απαγάγει τη Βασίλω. Το σχέδιο της απαγωγής αποτυγχάνει, γιατί η Βασίλω αντί να πάρει την ταχυδρομική άμαξα για τον Πύργο, που παραφυλάνε οι απαγωγείς, ιππεύει μόνη της και μεταβαίνει στον Πύργο τη νύχτα.
Η Βασίλω έξαλλη από τα παντρολογήματα του Τριτσιμπίδα, υπόσχεται τον έρωτά της στο Γιώργο και μαζί με τον Ανδρέα τον βιολιτζή αποφασίζουν να χαλάσουν τον γάμο, καταφεύγοντας στον αντίπαλο κομματάρχη Κρεστενίτη. Εκείνος και οι φίλοι του, βλέποντας ότι μπορεί να χάσουν ψηφοφόρους από τον επικείμενο γάμο, στέλνουν έναν άνθρωπο, τον Καραμέρο, να απαγάγει τη Μαριωρή και να την παντρέψουν με κάποιον δικό τους.
Κλείνουν τα συμπεθεριά και ο αρραβώνας γίνεται κανονικά, όπου ακολουθεί τρικούβερτο γλέντι. Όλοι χορεύουν και ξεφαντώνουν, όσο διαρκεί ο αρραβώνας. Ο Καραμέρος όμως μετά τα αρραβωνιάσματα έχει βάλει την γυναίκα του, να παρασύρει τη Μαριωρή στη βρύση Λουκίσσα για να φέρουν νερό. Επίσης έχει βάλει έναν φίλο του, τον Ντούρο, να την κλέψει και του είχε υποσχεθεί να τον στεφανώσει μαζί της. Όλα γίνονται βάση σχεδίου και ο Ντούρος με τους συνεργάτες του την σέρνουν αιχμάλωτη.
Ο Τριτσιμπίδας ειδοποιείται και κινητοποιεί στη Γαστούνη τον δικό του, τον Σισίνη, που ζητάει απ’ το Μοίραρχο του Πύργου την καταδίωξη του απαγωγέα από τους επίλεκτους έφιππους χωροφύλακες. Ο Ντούρος περνώντας τη Λαγκάδα του Προφήτη Ηλία κατευθύνεται με τη συνοδεία του στο Λαμπέτι όπου έχει συμφωνηθεί απ’ τον Καραμέρο, να βρούνε τον παπά που θα τον στεφανώσει με τη Μαριωρή. Εκείνη αντιστέκεται πεισματικά και ο Ντούρος τη βιάζει.
Το στρατιωτικό απόσπασμα περικυκλώνει συλλαμβάνει το Ντούρο και τον προσάγει στον εισαγγελέα. Η Μαριωρή περιγράφει τα συμβάντα και ζητά τη δίωξή του, ελπίζοντας πάντα στο γάμο με τον Τριτσιμπίδα.
Τότε οι εχθροί του Τριτσιμπίδα καθώς αναφέρεται, έγραψαν αυτό το τραγούδι δια να τον πειράξουν. Ο Ανδρέας, ο γύφτος βιολιτζής, παίζει δημόσια το γνωστό τραγούδι που ειρωνεύεται τον παρ’ ολίγον γάμο του Τριτσιμπίδα.
Το τραγούδι αναφέρεται στον αρραβώνα αυτό και στο γλέντι που επακολούθησε εκείνη την ημέρα στο Λάλα. Σήμερα έχει παραλλαχθεί σημαντικά, ενώ το γνήσιο άρχιζε:
Μες τον Λαλέϊκο μαχαλά
χορεύει η Μαριωρή μπροστά
Με Λαλαίους με Δουκαίους
και με τους Καραμεραίους.
Το ξακουστό τραγούδι, της Μαριωρής και του Τριτσιμπίδα, σήμερα αντιπροσωπεύει το γνήσιο πηδηκτό ή τσάμικο της Πελοποννήσου και έχει καταχωρηθεί ως τραγούδι του γάμου, αλλά βάσει της ιστορίας δεν πρέπει να είναι, καθώς γάμος δεν έγινε ποτέ, αλλά σαν περιπαικτικό, και θεωρείται ως το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι της Ηλείας.
Και για την ιστορία, η μελοποίηση του τραγουδιού, έγινε πολλά χρόνια αργότερα από τον ονομαστό οργανοπαίκτη της εποχής, τον Σουλεϊμάν ή Σουλεϊμάνη.
Με τη μελωδία του, το έκανε γνωστό, όχι μόνο στην Ηλεία, αλλά και σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Ο Γιώργος Σουλεϊμάνης καταγόταν από το Λασκοβίκι στης Αλβανίας, όπου για βιοποριστικούς λόγους είχε μετανάστευε στην Ηλεία. Ήταν άριστος δεξιοτέχνης στην φλογέρα, που ήταν το πρωτεύον όργανον της τότε κομπανίας. Επίσης έπαιζε άριστα κλαρίνο, βιολί, λαούτο, κλαρίνο, κιθάρα και σαντούρι. Βαπτίσθηκε στον Πύργο και παντρεύτηκε εδώ στην Αμαλιάδα.
Πριν από πολλά χρόνια το τραγούδι έχει μεταλλάχθηκε σημαντικά, όπου το υιοθέτησε η Μπαρμπάσαινα, με αλλαγές, όπου εξυμνούν το χωριό, τον Τριτσιμπίδα, αλλά και τον περιβόητο γάμο του, με την Μαριωρή, που δεν έγινε ποτέ.

Βγήκα ψηλά στα διάσελα
κι αγνάντιο στην Μπαρμπάσαινα,
στης Μπαρμπάσαινας τον κάμπο
κι ο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο.
Κι η Μαριωρή παντρεύεται
κι ούλος ο κοσμος χαίρεται.
Γιεμ’ παίρνει τον Τριτσιμπίδα
πο ’χει αμπέλια και σταφίδα.
Ποιον θα πάρεις Μαριωρή.
Το Τριτσιμπίδα που είναι παιδί
που είν’ παιδί και παλικάρι
και βαρεί και το γιογκάρι.

7). ΛΑΜΠΡΩ Η ΛΥΚΟΥΡΟΠΟΥΛΑ
Η Λάμπρω, είναι ένα πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι με πολλές παραλλαγές τραγουδιέται σχεδόν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα. Αρκετές περιοχές της πατρίδας μας, το οικειοποιήθηκαν, αποδίδοντας αυτό σε ντόπια πρόσωπα και γεγονότα. Εδώ στην Ηλεία το συγκεκριμένο τραγούδι, αναφέρεται στην Λάμπρω Λύκουρα ή Λυκουροπούλα.
Η Λάμπρω, κατά την παράδοση, ήταν γυναίκα του Αντώνη Λύκουρα (παρατσούκλι Τσαγκραντώνη), από το χωριό Κουτσοχέρα του πρώην δήμου Ωλένης. Η Λάμπρω, συνελήφθη κατά τα τέλη Νοέμβρη 1825, σε κάποια ληστρική επιδρομή των στρατευμάτων του Ιμπραήμ Πασά στην Πηνεία και στην Ωλένη.
Μόλις οι κάτοικοι του χωριού αντιλήφθηκαν τους Τουρκοαιγύπτιους, να κοντοζυγώνουν στο χωριό τους, πήραν ότι πρόχειρο μπορούσαν και κρύφθηκαν στους λόγγους και στο πευκόδασος της περιοχής. Το ίδιο έπραξε και η νεαρή τότε Λάμπρω, η οποία μέσα στο πανδαιμόνιο που ακολούθησε, το μόνο που σκέφθηκε ήταν το αχρόνιαστο μωρό της. Χωρίς να χάσει χρόνο, το άρπαξε στην αγκαλιά της και σαν το αγρίμι, ροβόλησε στην ρεματιά και τρύπωσε στους λόγγους.
Όμως ήταν πολύ άτυχη, διότι καθώς οι διώκτες έψαχναν μέσα στους λόγγους για να συλλάβουν αιχμαλώτους, άκουσαν το κλάμα του μωρού της, την εντόπισαν αμέσως και την βρήκαν να κρατάει αγκαλιά το μωρό της, κρυμμένη σε μια βατουκλιά. Την συνέλαβαν χωρίς να προσφέρει καμιά αντίσταση και επί τόπου σκότωσαν το μωρό της. Στην συνέχεια, εφόσον την βίασαν διαδοχικά, την έδεσαν μ’ ένα σχοινί πίσω από ένα άλογο και την σύρανε κοντά τους, μαζί και με αρκετούς αιχμαλώτους από την περιοχή.
Μόλις τελείωσε το πλιάτσικο στα χωριά, καθώς αναφέρει η παράδοση, οι Τουρκοαιγύπτιοι συνάχθηκαν στο χωριό Κούλουγλι (σημ. Οινόη, χωριό του πρώην δήμου Πηνείας) και έπειτα αναχώρησαν με κατεύθυνση προς το Λάλα. Όταν έφθασαν στο Λάλα -παλιά φωλιά των Λαλαίων Τουρκαλβανών,- είχαν συγκεντρώσει κι άλλους αιχμαλώτους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, όπου θα διανυκτέρευαν εκεί και την άλλη μέρα θ’ αποχωρούσαν για του Σινάνου (σημ. Μεγαλόπολη), κατ’ άλλους όλες οι αιχμάλωτες γυναίκες θα οδηγούντο σε κάποιο λιμάνι να μπαρκάρουν για τα σκλαβοπάζαρα της Αραπιάς.
Κατά την διαμονή στο Λάλα η Λάμπρω, εντελώς τυχαία γνωρίστηκε με μια γυναίκα (το μικρό της όνομα ήταν κατά πάσα πιθανότητα Φώτεινή ή Φωτούλα) από το χωριό Σινούζι (σημ. Άγναντα, χωριό του πρώην δήμου Πηνείας), με το επώνυμο Ντέλη (Ντελοπούλα). Κατά πληροφορίες, αναφέρεται ότι η Λάμπρω είχε κάποια κοντινή συγγένεια με την Ντελοπούλα, από το σόι της μάνας της.
Εκεί μαζί και χωρίς να πουν κουβέντα σ’ άλλους αιχμαλώτους, αποφάσισαν και ταυτόχρονα σχεδίαζαν πώς ν’ αποδράσουν. Τη επόμενη νύχτα, την ώρα που οι Τούρκοι αποκοιμήθηκαν, η Λάμπρω και η Σινουζιώτισσα (η Φώτο), ξεγέλασαν τον φρουρό και το έσκασαν, αφού με μεγάλη προσοχή, δρασκέλισαν περίπου 40 Τούρκους στρατιώτες.
Όταν οι Τούρκοι αντελήφθησαν τη φυγή τους, σήμαναν συναγερμό και στην αναμπουμπούλα που ακολούθησε μέσα στο σκοτάδι, οι δυο θαρραλέες γυναίκες, με την βοήθεια κάποιων φυσικών σημαδιών που είχαν βάλει στο δρόμο, καθώς οδηγούνταν στο Λάλα, κατόρθωσαν να περάσουν τον Λαλαίϊκο κάμπο και να τρυπώσουν μέσα στον λόγγο και ν’ ανηφορίσουν για να μπουν μέσα στην Κάπελη.
Καθώς αναφέρεται, μόλις φθάσανε στον Άγιο Γεώργιο που βρίσκεται κοντά στο Μποτίνι, (σήμ. Πέρσαινα χωριό του πρώην δήμου Φολόης) τότε σταματήσανε να πάρουνε μια ανάσα. Η Λάμπρω αμέσως τρύπωσε μέσα στο ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου, και εκεί έκανε παράκληση στον Άγιο να γλιτώσουν από τα χέρια των Τούρκων και έταξε, καθώς αναφέρει το τραγούδι.
Δεν πρόλαβε καλά- καλά να τελειώσει, οπότε τρούπωσε μέσα η Φωτούλα και της είπε γεμάτη βιασύνη και φόβο:
-Πάμε Λάμπρω πλακώσανε τα θεριά, πάμε- πάμε να φύγουμε.
Βγήκαν έξω από το ναΐδριο και εξαφανίσθηκαν μέσα στο πυκνό της Κάπελης. Για την ώρα κατάφεραν και γλίτωσαν. Παρ’ όλες τις εκτεταμένες προσπάθειες που έκαναν οι Τούρκοι και έψαξαν ερμητικά το δάσος, τελικά δεν κατάφεραν να τις ανακαλύψουν. Όταν οι δυο γυναίκες αντιλήφθηκαν, ότι αποχώρησαν οι στρατιώτες, πάντα με προφυλάξεις πήρανε τον δρόμο για να ξαναγυρίσουν στον τόπο τους.
Έπειτα από μια ολοήμερη ταλαιπωρία και μεγάλη εξάντληση, περπατώντας πάντα μέσα στους λόγγους και με μεγάλες προφυλάξεις, επέστρεψαν σώες στα χωριά τους.
Η λαϊκή μούσα την περιπέτεια και το κυνηγητό της Λάμπρως από τους Τούρκους την έκανε τραγούδι, που σώζεται και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
Σαράντα δυο Τουρκόπουλα τη Λάμπρω κυνηγάνε
κ’ η Λάμπρω από το φόβο της στον Άη Γιώργη τρέχει.
- Άγιε μ’ Αγιώργη, γλύτωμε απ’ των Τουρκών τα χέρια,
να φέρω λίτρες το κερί κι οκάδες το λιβάνι
και στα βουβαλοτόμαρα να κουβαλώ το λάδι.

8). ΛΙΜΑΖ- ΑΓΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Γύρω στα 1812, δηλαδή λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821, στην Μοστενίτσα (σημ. Ορεινή), ζούσε και διαφέντευε τον τόπο ένας Τούρκος Αγάς, ο Ελμάζ- Αγάς ή Λιμάζ- Αγάς, ο οποίος ήταν παιδί του Λαλαίου Τουρκαλβανού και τσιφλικά Χούζου Αγά. Ήταν νεαρός, ψηλός, μελαχρινός, πανέξυπνος και πολύ ξακουστός για την υπερηφάνεια και την περισσή ομορφιά του.
Είχε μεγάλο τσιφλίκι, αποτελούμενο από πάρα πολλά κτήματα, αποθήκες και αρκετά μαγαζιά στα Τριπόταμα. Είχε ακόμη μεγάλα κοπάδια γιδοπρόβατα, αγελάδια και αρκετά υποζύγια. Στη Μοστενίτσα είχε κατασκευάσει ένα ισχυρό πύργο με πολυτελές ανάκτορο, τζαμί και μεγάλες αποθήκες.
Στην περιοχή της κωμόπολης του Λειβαρτζίου και στο Σέμπτι μεγαλοκτηματίας και άρχοντας του τόπου, ήταν ο Χριστόδουλος Παπαδόπουλος, τρανός με δύναμη και κύρος, την εποχή εκείνη. Εκεί γνωρίστηκε ο Λιμάζης με τον Παπαδόπουλο και ανάπτυξαν φιλικές σχέσεις. Ο Παπαδόπουλος ήταν παντρεμένος με την Μαρούλα, Σισινοπούλα από την Γαστούνη και απέκτησαν μια κόρη, την όμορφη και ενάρετη Ελένη, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν: «Νεράιδα του Λειβαρτζίου».
Κάποτε ο κυρ- Χριστόδουλος, προσκάλεσε τον Λιμάζαγα στο πανηγύρι του χωριού του, που γίνεται ανήμερα της Πεντηκοστής να τον φιλοξενήσει στο αρχοντικό του, όπως συνηθιζόταν και να γλεντήσουν μαζί. Εκεί ο Λιμάζης συνάντησε και γνώρισε την ξακουστή Ελένη. Από την πρώτη στιγμή που την είδε, θαμπώθηκε από την ομορφιά από την εξυπνάδα της και την αγάπησε παράφορα.
Από τότε, κάθε ημέρα, μετέβαινε στο Λειβάρτζι και με τον ταμπουρά του, με το γλυκό τραγούδι και οι μαργιόλικες ματιές του, του πανέμορφου Λιμάζη, αποτελούσαν την ερωτική του αρματωσιά, που είχε σαν στόχο την καρδιά της Ωραίας Ελένης του Λειβαρτζίου. Η Ελένη, μπροστά στον ερωτικό πειρασμό δεν βρήκε δύναμη ν’ αντισταθεί.
Η ομορφιά, τα πλούτη και η λεβεντιά του Λιμάζαγα, θόλωσαν το νου της και δεν την άφησαν αμέτοχη σ’ αυτή την ερωτική πρόκληση που άγγιξε τα πάθη της. Τον αγάπησε και αυτή μ’ όλη την δύναμη της ψυχής της και έτσι τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε στο σπίτι του αδερφού του πατέρα της του Γιάννη Παπαδόπουλου, να γνέσει με την θεία της την Γιαννιού την Ανιώ, (γυναίκα του Γιάννη Παπαδόπουλου).
Κάθε βράδυ η Ελένη, λάξευε τον δρόμο προς το σπίτι της θειας της και κρυφά με χίλιες προφυλάξεις συναντούσε τον αγαπητικό της, τον Λιμάζη σε κάποιο στενό.
Όμως παρ’ όλες τις προφυλάξεις που ελάμβαναν, ο παράνομος δεσμός δεν έμεινε κρυφός και γρήγορα στο χωριό οι κουβέντες έδιναν και έπαιρναν.
Οι Λειβαρτζινοί, θεώρησαν μεγάλη ντροπή και προσβολή για το χωριό τους, τον έρωτα που είχε μια Ρωμιά μ’ ένα Τούρκο. Ήταν κάτι το αφύσικο για την εποχή εκείνη και δεν έπαιρνε συγχώρεση, ιδίως για τον άρχοντά τους τον Χριστόδουλο. Ο Λιμάζης αντιλήφθηκε όλο το σούσουρο που γίνονταν, όμως δεν πτοούταν ουδόλως. Τότε κάποιοι δικοί του, τον συμβούλευσαν να σταματήσει τις ερωτοτροπίες με την Ελένη και του διεμύνησαν ότι δεν πρέπει να εξακολουθεί να μεταβαίνει στο Λειβάρτζι, επειδή δεν γνώριζαν πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα, διότι οι κάτοικοι του χωριού έκτοτε δεν έβλεπαν τον Λιμάζη με καλό μάτι.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο σ’ αυτόν τον έρωτα, όπως προαναφέραμε, ήταν η θρησκεία, που ορθωνόταν σαν ένα μεγάλο τείχος μεταξύ των και εμπόδιζε κάθε κοινωνική δραστηριότητα μεταξύ των αλλοθρήσκων. Επίσης ο κατακτητής και δυνάστης Τούρκος, σύμφωνα με τα ήθη των Ελλήνων, δεν μπορούσε να παντρευτεί μια Ρωμιά. Το ίδιο συνέβαινε και με την Ελένη, όπου ήταν Χριστιανή, πως μπορούσε να παντρευτεί έναν αλλόθρησκο.
Ο Λιμάζης αντιλαμβανόμενος ότι κινδύνευσε να χάσει την αγαπημένη του, κάποιο βράδυ με μερικούς έμπιστούς του, κατέβηκε στο Λειβάρτζι και άρπαξε την Ελένη με την θέλησή της (δηλ. κλέφτηκαν) και την έφερε καβάλα στ’ άλογό του αγκαλιά στον πύργο του στην Μοστενίτσα. Για μερικές ημέρες της είπε να παραμένει μέσα στον πύργο και να μην βγαίνει καθόλου έξω, για ν’ αποφευχθούν τυχόν επεισόδια από ανθρώπους του πατέρα της.
Τα κάλλη της Ελένης θάμπωσαν τους Μοστενιτσάνους, που παρομοίωσαν το ζεύγος, «Ως ο Πάρις με την Ωραία Ελένη». Κι έτσι το ερωτικό ειδύλλιο του Λιμάζ Αγά και της Ωραίας Ελένης του Λειβαρτζίου, τελείωσε μετά το δικαστήριο που έγινε στα Τριπόταμα, ό που ο κατής της Τρίπουλης Τουσούμ Αγάς εξέδωσε την απόφαση όπου αγαπιώνται να παντρεύονται και να παίρνει ακόμη και Τούρκος την Ρωμιά. Χιλιοτραγουδήθηκε η περιπέτεια των δύο ερωτευμένων και διαδόθηκε ως θρύλος στο Μοριά και ακόμη παρά πέρα.

9). ΤΟΥ ΑΛΗ ΦΑΡΜΑΚΗ
Ο Αλή Φαρμάκης ήταν Τουρκαλβανός από του Λάλα, προσωπικός φίλος και αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη με μια φιλία που σφράγιζε τις δύο οικογένειες επί γενιές. Γύρω στο 1800 επέλεξε το Μοναστηράκι της Γορτυνίας για έδρα του, λόγω του ότι ήταν χτισμένο σε λόφο και δέσποζε των γύρω οικισμών. Όταν ανέλαβε ως αγάς τη διοίκηση της περιοχής, έχτισε στο πάνω μέρος του χωριού ισχυρότατο πύργο. Λέγεται ότι για να γίνουν πιο ισχυρά τα τείχη του πύργου, μέσα στη λάσπη που χρησιμοποιούσαν έριχναν και χιλιάδες ασπράδια αυγών, τα οποία έφερναν οι ραγιάδες. Έτσι, ο πύργος έγινε τέλειος και πολύ ισχυρός. Μετά την Απελευθέρωση ο πύργος γκρεμίστηκε. Σήμερα σώζονται μερικά τείχη και ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται πόσο γερός ήταν.
Κατά το έτος 1808, λόγω απειθαρχίας του Αλή Φαρμάκη προς τον Σουλτάνο, ο τελευταίος έστειλε τον Βελή Πασά, γιο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, να τον καθυποτάξει. Ο Αλή Φαρμάκης συγκέντρωσε πολεμιστές για να αντιμετωπίσει τον Βελή. Ανάμεσά τους πολεμούσε και ο Κολοκοτρώνης με άλλα δεκαεφτά παλληκάρια του, εκ των οποίων και ο Νικηταράς.
Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα έδωσαν μάχη στην περιοχή όπου σήμερα είναι το χωριό Βελημάχι, στην οποία ο Βελής χρησιμοποίησε κανόνια. Βλέποντας όμως ότι τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά για να γκρεμιστούν από τους κανονιοβολισμούς, προέβη στο εξής τέχνασμα: άρχισε να σκάβει λαγούμια (υπόγειες στοές), οι οποίες θα έφθαναν μέχρι τα θεμέλια του πύργου, με σκοπό να βάλει κάτω από τον πύργο βαρέλια με μπαρούτι για να τον ανατινάξει.
Ωστόσο ένα βράδυ με φεγγάρι που είχαν ανέβει στην ταράτσα του πύργου, ο Κολοκοτρώνης διέκρινε τα βουνά με το φρεσκοσκαμμένο χώμα, αντιλήφθηκε το σχέδιο του εχθρού και άρχισε να σκάβει λαγούμι από τον πύργο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν ο Βελής τελείωσε τις στοές, προτού βάλει φωτιά στο μπαρούτι, κάλεσε τον Αλή Φαρμάκη να παραδοθεί.
Ο Αλή Φαρμάκης απάντησε αρνητικά και οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή ν’ ανατινάξουν τον πύργο.
Ο πύργος δεν έπαθε τίποτε με την έκρηξη της πυρίτιδας, επειδή τα αέρια εκτονώθηκαν προς το λαγούμι που είχαν ανοίξει οι πολιορκούμενοι και έτσι η πολιορκία συνεχίστηκε για έξι μήνες περίπου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όμως, για να μην συνεχίζεται η αιματοχυσία, μεσολάβησαν οι συγγενείς του Αλή Φαρμάκη από του Λάλα και τον έπεισαν να παραδοθεί.
Ο Αλή δέχθηκε να συνθηκολογήσει, υπό τον όρο ότι ο αδελφοποιτός του και τα παλληκάρια του θα έφευγαν ασφαλείς στη Ζάκυνθο.

(ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ)
Τρία πουλάκια κάθονται μες στο Μοναστηράκι,
βρόντα το, βρ’ Αλή Φαρμάκη!
Το ’να τηράει την Ποταμιά, τ’ άλλο κατά του Λάλα,
βρόντα το, καημέν’ Αλμάγα!
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογά και λέει:
- Πού είστε, Κολοκοτρωναίοι;
Ήρθαν τα τόπια στο Ρουφιά, τα στήσανε στο Λάλα,
βρόντα το, καημένε Αλμάγα!
Έβγα, βρ’ Αλή, προσκύνησε, έβγα να προσκυνήσεις
και τα χέρια να φιλήσεις!
- Μήγαρις είμαι νιόνυφη να βγω να προσκυνήσω
και τα χέρια να φιλήσω;
Έχω συντρόφους διαλεχτούς και τον Κολοκοτρώνη,
Γιώργο, Κωσταντή κι Αντώνη.

10). (ΚΑΛΙΤΣΟΠΟΥΛΑ Μ’ ΟΜΟΡΦΗ)
Κα-λιτσοπούλα μ’ όμορφη, και της Σοχιάς νεράιδα.
Αμάν! σαν την δική σου εμορφιά, ποτέ μου δεν ξανά ειδα.
Ό-ταν σε βλέπω να περνάς ψηλά στον Αγιώργη,
Αμάν, το ντέρτι που ’χω μέσα μου, τα σωθικά μου τρώγει.
Έ-βγα στο παραθύρι σου, δυο λόγια να σου κρίνω,
Αμάν, κι αν δεν σ’ αρέσει ο λόγος μου, καλόγερος θα γίνω.
Τα-χιά θα στείλω προξενιό, μ’ ενά παλιό μου φίλο,
αμάν, κι αν μ’ αρνηθεί, η άτιμη, σε παίρνω δεν σ’ αφήνω.

Τσάμικος:
Ο ρυθμός του είναι σαν το «Θέλω να σκίσω τα βουνά…»,
ή «Ο κάμπος επρασίνησε…»
Καλίτσα = η συνοικία της Αμαλιάδας που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της πόλης.
Σοχιά = χείμαρρος που διαρρέει την πόλη της Αμαλιάδας.
Άγιος Γεώργιος: Ιερός ναός στην συνοικία Καλίτσα.

Στην εκπομπή συμμετείχαν στο τραγούδι :
Ο Διαμαντής Ρουμελιώτης
Η Σταυρούλα Μαλλιοπούλου
Ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Ο Θοδωρής Σωτηρόπουλος
Ο Σπύρος Μοραΐτης
Ο Ανδρέας Λάβδας &
η Χορωδία του Δήμου Αμαλιάδας, σε διδασκαλία και διεύθυνση Γιώργου Σταματίου.
Συμμετείχαν επίσης :
Ο Εκπολιτιστικός και Φυσιολατρικός Σύλλογος Αγίου Ιωάννη Αμαλιάδος ''Η Αστρινιά'', σε διδασκαλία Νίκου Χρυσανθόπουλου,
Ο Λαογραφικός Πολιτιστικός Σύλλογος Αμαλιάδος ''Οι Ριζες'', σε διδασκαλία Αθηνάς Κωλέτση και Θοδωρή Χρυσανθακοπούλου,
Το Πελοποννησιακό Κέντρο Λαογραφικών Μελετών ''Πέλοπας'', σε διδασκαλία Κούλας Παναγιωτοπούλου,
Ο Πολιτιστικός Λαογραφικός και Μορφωτικός Σύλλογος ''Η Ελίσσα'', σε διδασκαλία Ανδρέα Μικελοπούλου,
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σαβαλίων ''Τα Σαβάλια'', σε διδασκαλία Γιάννη Ρέτση,
Ο Σύλλογος Φίλων Παραδοσιακού Δημοτικού Τραγουδιού του Νομού Ηλείας ''Ο Μοριάς'', σε διδασκαλία Γιώργου Ανδρικόπουλου και
Το Τμήμα Παραδοσιακών Χορών του Δήμου Ήλιδας, σε διδασκαλία Νίκου Χρυσανθόπουλου.

Έπαιξαν οι μουσικοί :
Κλαρίνο : Φώτης Τζανέτος
Φλογέρα : Ανδρέας Νιάρχος
Βιολί : Γρηγόρης Λάγγας
Λαούτο : Λύσσανδρος Παναγόπουλος
Τσίμπαλο : Κώστας Κοπανιτσάνος
Τουμπελέκι : Βασίλης Οικονόμου
Επίσης συμμετείχαν στην εκπομπή και οι μουσικοί:
Σάκης Καψοκοίλης & Βαγγέλης Κωτσάκης - κλαρίνο
Τάσος Ευαγγελόπουλος – βιολί,
Θοδωρής Σωτηρόπουλος – λαούτο.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ- ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΥΛΩΝΑΣ
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ
EXECUTIVE PRODUCER: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΚΑΒΙΑΣ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΒΑΣΙΛΗΣ Ι. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
Όλη η εκπομπή ΕΔΩ 

Εκτύπωση