H λεηλασία των εθνικών μας θησαυρών

Γονική Κατηγορία: Διάφορα Μας ενδιαφέρει; Εμφανίσεις: 6575

Με αφορμή την πρόσφατη ληστεία στο Παλαιό Μουσείο (Μουσείο Ολυμπιακών Αγώνων) της Αρχαίας Ολυμπίας, θέλω να κάνω μια μικρή ιστορική αναδρομή, όπου κατά καιρούς διάφοροι αρχαιολάτρες και αρχαιοκάπηλοι λεηλάτησαν τους Εθνικούς μας θησαυρούς, εκμεταλλευόμενοι τις διάφορες συγκυρίες.

Οι ύπουλες αρπαγές των αρχαιοτήτων μας, υπήρξαν από την αυγή της Αναγέννησης, ως την μεγάλη Επανάσταση του 1821 και έκτοτε συνεχίζεται ακόμη μέχρι και σήμερα, υπό των οδηγιών, την προστασία και το βλέμμα διαφόρων συλλεκτών, οίκων, ακόμη και Μουσείων ανά τον πλανήτη.

Κατά την Αναγέννηση, η στροφή προς το κλασσικό πνεύμα καλλιέργησε την αρχαιοφιλία, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν σωρεία ληστρικών επιδρομών με σκοπό την σύληση των αρχαίων μνημείων και την συγκέντρωση κάθε λογής έργου τέχνης, νομισμάτων, χειρογράφων και διαφόρων κοσμημάτων. Τότε μια κολλητική συλλεκτική μανία κατέλαβε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές αυλές και τους πλουτοκράτες των αναπτυσσόμενων βασιλείων και κρατιδίων. Υπήρχε βέβαια και μια μεγάλη φιλοδοξία αρκετών λογίων της εποχής και διαφόρων αρχαιολόγων, να διασώσουν τα μνημεία του αρχαίου πνεύματος, όσα απόμειναν από την καταστροφική μανία του φανατισμού των πρώτων χριστιανικών αιώνων, από τους διάφορους πολέμους από τις εισβολές απολίτιστων λαών και τελευταία από την τουρκοκρατία. Όμως η πλειοψηφία των ερευνητών κλασσικών μνημείων, κατά την περίοδο που ακολούθησε με την πτώση της Πόλης το 1453, μέχρι την απελευθέρωση του 1821, ήσαν στυγνοί αρχαιοκάπηλοι και καταστροφείς των μοναδικών μνημείων.

Πρώτοι οι Καρχηδόνιοι, είχαν απογυμνώσει τις ελληνικές αποικίες της Σικελίας, από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς, κατά την διάρκεια των επιδρομών τους. Έπειτα σειρά ανέλαβαν οι Ρωμαίοι. Με την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ., ακολούθησε η συστηματική και ατελείωτη λεηλασία έργων τέχνης. Τα γλυπτά, το ένα μετά το άλλο, μεταφέρονταν στην Ρώμη για να διακοσμήσουν τα παλάτια, τις οδούς και τους ναούς της Αρχαίας Ρώμης. Ο Πολύβιος ο φίλος των Ρωμαίων, στιγματίζει εκείνη την ατιμωτική και βάρβαρη λαφυραγωγία: «Οι άξιες πολιτείες δεν κοσμούνται από τα ξένα καλλιτεχνήματα, αλλά από την Αρετή των κατοίκων της», έγραφε ο μεγαλοπολίτης ιστορικός. Η ανεξέλεγκτη αρπαγή των ελληνικών μνημείων κράτησε περίπου δύο αιώνες. Οι δημόσιοι χώροι και οι κατοικίες των πλούσιων Ρωμαίων ήσαν κατάμεστες από ελληνικά γλυπτά.

Τρεις χιλιάδες αγάλματα, ο επίσημος απολογισμός της λεηλασίας στην Ρόδο. Πεντακόσια μετέφερε ο Νέρωνας, μόνον από τους Δελφούς, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Ότι απόμεινε μετά από διάφορες εισβολές τους σεισμούς, την ερήμωση, τους φανατισμούς της νέας θρησκείας θρυμματισμένο, ερειπωμένο, καταχωνιασμένο από τους αιώνες το αφάνισαν οι «πολιτισμένοι λαοί της Ευρώπης». Είναι θλιβερή η διαπίστωση, έγραφε ο Σατωμβριάν, ότι οι πολιτισμένοι ευρωπαϊκοί λαοί, προξένησαν στα μνημεία των Αθηνών, περισσότερο κακό κατά την διάρκεια εκατόν πενήντα χρόνων, παρά όσα όλοι μαζί οι βάρβαροι κατά την διάρκεια αιώνων. Είναι σκληρό να σκεφθεί κάποιος, ότι ο Αλάριχος και ο Μωάμεθ ο Β΄, σεβάστηκαν τον ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ για να τον αφανίσουν ο Μοροζίνι με τους κανονιοβολισμούς του και ο Έλγιν, με την μεγάλη αρπαγή των ΕΛΓΙΝΙΩΝ ΜΑΡΜΑΡΩΝ, που ακόμη περιμένουμε να επιστραφούν στην πατρίδα που τα γέννησε.

 

Αλλά πριν από αυτούς, είχε περάσει η λαίλαπα των σταυροφόρων. Οι Φράγκοι τυχοδιώκτες της Δ΄ Σταυροφορίας, είχαν επιδοθεί στην λεηλασία όλων των μνημείων. Ο Νικήτας Χωνιάτης είδε με τα μάτια του τα εγκλήματα των αμόρφωτων και αγράμματων εισβολέων. Αυτοί οι «του καλού ανέραστοι βάρβαροι» έλειωσαν δώδεκα χάλκινα αγάλματα για να τα μεταβάλουν σε μονέδα.

 

Ο Παρθενώνας είχε διατηρηθεί άθικτος κατά την Βυζαντινή περίοδο, ακέραια είχαν παραμείνει τα αετώματα, οι μετώπες και οι ζωοφόροι. Ο αρχαίος ναός της Αθηνάς, από τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους είχε μετατραπεί σε ναό της Παναγίας. Έπειτα, ήλθαν οι σταυροφόροι και τον απογύμνωσαν από τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Κατέστρεψαν ακόμη και την βιβλιοθήκη του Ακομινάτου. Ακολούθησαν οι Καταλανοί, οι Γενοβέζοι και οι Βενετοί. Ο Γερμανός περιηγητής Ludolph Suchen, κληρικός από την Βεστφαλία, που ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα επί Καταλανών γράφει: «Ολόκληρη η πολιτεία της Γένοβας είναι χτισμένη από τα μάρμαρα και τους κίονες που έχουν μεταφερθεί από την Αθήνα» .

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, βεβαιώνουν ότι οι Τούρκοι, παρά την αμορφωσιά που διέθεταν, προστάτευαν υπερβολικά τα αρχαία ελληνικά μνημεία. Ο Γάλλος περιηγητής Villamont γράφει, ότι ενώ κατά την περίοδο του καλβινιστικού θρησκευτικού κινήματος στην Δύση, καταστρέφονταν τα έργα τέχνης, «ενώ οι Τούρκοι είχαν εκδηλώσει την αγανάκτησή τους». Δεν ενθουσιάζονταν να γκρεμίζουν εκκλησίες, αντίθετα φρόντιζαν να διατηρούν ανέπαφες για να τις μεταβάλλουν σε Τζαμιά.

Το 1626, φθάνει στην Αθήνα ο απεσταλμένος του Λουδοβίκου ΙΓ΄Louis Deshayes βαρόνος De Courmesnin. Ήταν ανιχνευτής αρχαιοτήτων. Ο χρόνος, γράφει, είχε προξενήσει λιγότερο κακό από όσο οι βαρβαρότητες των εθνών που τόσες φορές λεηλάτησαν την Αθήνα. «Ο Παρθενών είναι ακόμη όρθιος και άθικτος, έτσι που νομίζει κανείς πως χτίστηκε τώρα τελευταία».

Το 1685 ο Γάλλος πρεσβευτής στην Πόλη De Girardin, παίρνει εντολή από το Παρίσι, να οργανώσει δίκτυο συλλογής αρχαιοτήτων, διαβιβάζει ειδική εγκύκλιο σ' όλους τους προξένους της Γαλλίας στην Ανατολή.

Αλλά και η Αυστριακή Αυλή, σημειώνει αρκετές επιτυχίες στον ανταγωνισμό της αρχαιοκαπηλίας και αρχαιοθηρίας. Ο Φερδινάνδος (1503- 1564) είχε αναθέσει στον Ogier Chiselin de Busbecq, πρεσβευτή του στην Αυλή του Σουλεϊμάν, μεταξύ 1554 και 1562, την συγκέντρωση αρχαιοτήτων από τις ελληνικές περιοχές. Ο αρχαιόφιλος αυτός διπλωμάτης κατόρθωσε, έπειτα από επιτόπιες έρευνες ν' αποκτήσει ένα τεράστιο όγκο αρχαιολογικών θησαυρών και να τους προωθήσει στην Βιέννη. Ο ίδιος επιχειρεί τον απολογισμό των λαφύρων του: «Έφερα μεγάλη ποικιλία αρχαίων νομισμάτων. Τα σπουδαιότερα απ' αυτά θα παρουσιάσω στον αυθέντη μου. Έχω φορτώσει ολόκληρα αμάξια, ολόκληρα καράβια από αρχαιότητες και ελληνικά χειρόγραφα. Έστειλα στην Βενετιά δια θαλάσσης 240 ελληνικά βιβλία με προορισμό την Βιέννη, για να τοποθετηθούν στην Αυτοκρατορική βιβλιοθήκη. Δεν άφησα γωνιά που να μην την έψαξα για να μαζέψω ότι είχε απομείνει».

Η μόδα της συλλογής αρχαιοτήτων έφθασε στις αρχές του ΙΖ΄ αιώνα και στην Αγγλία. Βασιλιάδες και ευγενείς φιλοδοξούν να στολίσουν τους κήπους και τις αυλές των ανακτόρων τους με ελληνορωμαϊκά γλυπτά. Ο πρώτος Άγγλος που δημιούργησε συλλογή ελληνικών αρχαιοτήτων, ήταν αδελφός του Καρόλου του Ε΄, ο Ερρίκος, ο οποίος είχε στην κατοχή του μεγάλο αριθμό δακτυλιολίθων και νομισμάτων.

Μετά την θανή του Ερρίκου, ο Κάρολος, φιλοδοξώντας να εμπλουτίσει την συλλογή του και με γλυπτά, ανέθεσε στον Ναύαρχο Kenelen Digby που αρμένιζε στο Αιγαίο, να συγκεντρώσει αγάλματα. Έτσι δημιούργησε ένα πραγματικό αρχαιολογικό θησαυρό από αγάλματα, βωμούς, κιονόκρανα, βάρθρα και κίονες. Είχε δε στην κατοχή του, τον εκπληκτικό αριθμό των 1307 πινάκων μεγάλων ζωγράφων και 399 αρχαία γλυπτά αντικείμενα.

Άλλοι μεγαλύτεροι Άγγλοι συλλέκτες του ΙΣΤ΄ αιώνα ήταν ο Thomas Howard, κόμης του Arundel, στρατάρχης και πάμπλουτος γαιοκτήμονας και παντοδύναμος δούκας του Μπάκιγχαμ. Επίσης και ο πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη σερ Thomas Roe. Η επταετία της παραμονής του στην Πόλη, αποτελεί μια από τις πιο σκανδαλώδεις περιόδους της αρπαγής καλλιτεχνικών θησαυρών, της αρχαιοκαπηλίας και της καταστροφής κλασσικών έργων στον ελληνικό χώρο. Τουρκόφιλος, κυνικός και φιλοχρήματος εκμεταλλευόταν την διπλωματική του ιδιότητα οργανώνοντας επιχειρήσεις εξαγωγής αρχαιοτήτων στην Ευρώπη.

Το 1785 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη Choiseul Gouffier απέσπασε από τον σουλτάνο φιρμάνι με άδεια συλλογής αρχιτεκτονικών τμημάτων μνημείων και άλλων αρχαιοτήτων. Με το φιρμάνι στο χέρι και με την βοήθεια του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Faunel, o Gouffier φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Αλλά το τρόπαιο του Γάλλου πρεσβευτή εξόργισε τον Άγγλο συνάδελφό του, πρεσβευτή επίσης στην Κωνσταντινούπολη, λόρδο Έλγιν. Ο λόρδος κι αυτός με την σειρά του, ζήτησε και εκείνος φιρμάνι από τον σουλτάνο για να ολοκληρώσει την λεηλασία. Ο σουλτάνος αντιδρούσε στις αξιώσεις του λόρδου. Αλλά το 1801, όταν άρχισαν οι αγγλοτουρκικές διαπραγματεύσεις για το καθεστώς της Αιγύπτου, τα μνημεία της Ακρόπολης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διπλωματική συναλλαγή. Ο σουλτάνος, ενισχύοντας τις διαπραγματευτικές του δυνατότητες, υπέγραψε το φιρμάνι και ο Έλγιν, κατόρθωσε να υπερφαλαγγίσει τον Γάλλο πρεσβευτή, αποσπώντας και πριονίζοντας τα γλυπτά του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και του μνημείου του Θρασύλλου.

Αλλά εκτός από την οργανωμένη αρχαιοκαπηλία που έφθασε στο αποκορύφωμά της κατά τον ΙΖ΄ αιώνα, τα αρχαιοελληνικά μνημεία αφανίζονται και από τους μεμονωμένους επιδρομείς. Όλοι οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες και στρατιωτικοί από την εποχή του Μοροζίνι μέχρι και την Γερμανοϊταλική κατοχή κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, φιλοδοξούσαν ν' αποκομίσουν μερικά ενθύμια, κεφαλές αγαλμάτων, νομίσματα, κοσμήματα και αρχαία χειρόγραφα. Οι περιηγητές και οι αξιωματικοί των εχθρικών και κατοχικών δυνάμεων, επιθυμούσαν να τεκμηριώσουν τις εντυπώσεις και τον θαυμασμό τους για τα λείψανα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Τοιουτοτρόπως επί όλα αυτά τα χρόνια, κάθε αρχαιολογικός χώρος ήταν ελεύθερος προς κάθε αρχαιοκάπηλο να συλλέξει, να καταστρέψει και ν' αρπάξει, ότι του «γυάλιζε» και το μετέφερε, ή το μεταπωλούσε σε νεόπλουτους, σε συλλέκτες και σε διάφορους βασιλιάδες, δια να κοσμήσουν τα ανάκτορα και τις οικίες τους.

Διάφοροι φυσιοδίφες, ιστορικοί, λαογράφοι, γεωγράφοι ταξιδεύουν στην Ελλάδα για επιστημονικές έρευνες. Αλλά ο απώτερος σκοπός τους είναι η αναζήτηση αρχαίων νομισμάτων, αγαλμάτων, κ.λπ. Πρεσβευτές, πρόξενοι, περιηγητές, έμποροι, τυχοδιώκτες και επαγγελματίες αρχαιοκάπηλοι συναγωνίζονται για το κυνήγι των καλλιτεχνικών θησαυρών.

Το 1809 έλεγε ο Ψαλλίδας στον Hobhouse, που συνόδευε τον Λόρδο Βύρωνα, κατά το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα: «Εσείς οι Άγγλοι μας παίρνετε τα έργα των προγόνων μας. Φυλάξτε τα καλά. Εμείς οι Έλληνες θα 'ρθούμε μια μέρα να σας τα ξανά ζητήσουμε!»

Σήμερα πράχθηκε ακόμη ένα αποτρόπαιο έγκλημα που προσβάλει σε μεγάλο βαθμό, τον ελληνισμό και την ιστορία του. Κάποιοι δυστυχώς ανεγκέφαλοι, άφησαν εκτεθειμένη την εθνική μας κληρονομιά στις βλέψεις των αρχαιοκαπήλων και διαφόρων συλλεκτών, με σκοπό να γιομίσουν τις προθήκες τους.

Δεν νομίζω να ήταν δύσκολο, οι υπεύθυνοι να είχαν μεριμνήσει να τοποθετηθεί μια θύρα ασφαλείας, όπως αυτές των χρηματοπιστωτικών καταστημάτων, ίσως να είχε αποφευχθεί αυτή η εθνική ληστεία.

Τόσα και τόσα χρήματα κατασπατάλησε αλόγιστα το Ελληνικό δημόσιο, δεν μπορούσε να πάρει κάποια μέτρα στην κοιτίδα του Πολιτισμού και Αθλητισμού;

Ακόμη θέλω να επισημάνω ότι με την ευλογία του κράτους, ανθεί στον τόπο μας μια άλλη τεράστια καπηλεία. Τα ενεχυροδανειστήρια που ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, έτσι όπως ξεφύτρωναν τα χρηματιστηριακά γραφεία, έχουν στήσει ένα τρελό παιχνίδι στην πλάτη του στον φτωχού και δοκιμαζόμενου λαού και βρήκαν την κατάλληλη ευκαιρία ν' αρπάξουν όλα τα οικογενειακά κειμήλια μεγάλης συναισθηματικής αξίας που είναι φτιαγμένα από ευγενή μέταλλα. Ο αδύνατος και φτωχός λαός, τ' αφήνει σαν ενέχυρο για να εξοικονομήσει λίγα ευρώ και αυτά με την σειρά τους, παίρνουν τον δρόμο για ανακύκλωση και όσα είναι συλλεκτικά καταλήγουν και αυτά σε οίκους, μουσεία και ιδιωτικές συλλογές. Τα κειμήλια κάθε οικογένειας, είτε προσωπικά είτε ιστορικά κινδυνεύουν να αφανισθούν, από τους άρπαγες καιροσκόπους, της οικογενειακής, μπορεί και εθνικής κληρονομιάς μας. Ας το αντιληφθούν οι κυβερνώντες και άμεσα ας λάβουν τ' ανάλογα μέτρα, προτού εξαφανισθούν και τα τελευταία δείγματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, μιας και δεν μας έχουν απομείνει πολλά από αυτά που κατείχαν οι Έλληνες.

Βιβλιογραφία:

(-Ανδρεάδης Α. «Περί του πληθυσμού και του πλούτου της Κωνσταντινουπόλεως [επετ. Πανεπ., τόμος ΙΓ΄ 1918].

-Βρανούση Λ.Ι., «Αθανάσιος Ψαλλίδας, ο διδάσκαλος του Γένους, Ιωάννινα 1952.

-Μιχαλόπουλος Φάνης, «Αι Αθήναι της Τουρκοκρατίας [1500-1769], Αθήνα 1941.

-Σιμόπουλου Κυριάκου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα [333μ.Χ.- 1700], εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1999.

-Ludolph von Suchen: Description of the Holy Land and the way thither written in the year 1350 (London 1958).

ΤΟΥΤΟΥΝΗΣ ΗΛΙΑΣ

 
Εκτύπωση