Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Νικολάκης Σουλεϊμάνης

Σκάλιζα απόψε τα αρχεία μου να βρω το σόι μιας τσουπούλας που ζει στην Αυστράλια (ψάχνει βαθιά τις ρίζες της), έπεσα πάνω στον κλαριντζή Σουλεϊμάνη.
Γνωρίζατε, ότι το πρώτο κλαρίνο που είχε μπει στην Ηλεία ήλθε στο Αντρώνι. Το κλαρίνο αυτό το είχε πάρει ένας Αντρωναίος από τον Σουλεϊμάνη, μεγάλο λαϊκό οργανοπαίχτη, δάσκαλο μεγάλων μαθητών και δασκάλων κλαριτζήδων.
Το όνομά του Νικολάκης Σουλεϊμάνης (1848 – 1921) .
Οι γονείς του, Αρβανίτες μωαμεθανοί από το Λεσκοβίκι της Αλβανίας, εγκαταστάθηκαν στο Αλμυρό του Βόλου, όπου ο πατέρας του, ο Αλής εργαζόταν ως σιδηρουργός.
Ο Σουλεϊμάν βαφτίστηκε στην Λαμία το 1864. Τον βάφτισαν δύο. Ο ένας λεγόταν Αγέλαστος, του έδωσε το όνομα Νικόλαος και ο άλλος το επίθετο Γεωργίου.
Επειδή όμως όλος ο κόσμος τον γνώριζε με το Τούρκικό του όνομα, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ το Γεωργίου, αλλά έμεινε γνωστός ως Νικολάκης Σουλεϊμάνης.
Διαβάζουμε ότι «Ο Σουλεϊμάνης ήταν άνθρωπος κιμπάρης, του άρεσε η καλή ζωή, το ακριβό ντύσιμο, τα δακτυλίδια και οι βαριές καδένες. Ήταν αρχοντάνθρωπος».
Σύμφωνα με μαρτυρία του Χαράλαμπου Μαργέλη, μαθητή του και επίσης μεγάλου κλαριτζή: «Το κλαρίνο του Σουλεϊμάνη έσταζε μέλι!».
Σήμερα το μεγαλύτερο παίνεμα που μπορεί κάποιος να κάνει σε ένα κλαριτζή είναι να του φωνάζει «Γειά σου Σουλεϊμάνη!».
Το κλαρίνο του Σουλεϊμάνη βρίσκεται σήμερα στα χέρια ενός φίλου συμπατριώτη που για ευνόητους λόγους δεν θα κάνω αναφορά στο όνομά του.

Νίκος Μπελογιάννης: Στο μπόι των ονείρων

Γράφει: η Πουλχερία Γεωργιοπούλου

Με αφορμή τα 70 χρόνια από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη η Θεατρική Ομάδα 2510 παρουσιάζει το έργο: «ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ: ΣΤΟ ΜΠΟΪ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ» του Ανδρέα Ζαφείρη.

Η παράσταση επικεντρώνεται στα πραγματικά γεγονότα της ιστορίας του Νίκου Μπελογιάννη, στη σχέση του με την Έλλη Παππά, τη σύλληψη και την εκτέλεση του.

Οι συντελεστές της παράστασης στέκονται με αξιοπρέπεια και τιμιότητα απέναντι στο Μπελογιάννη και την ιστορία του, το διαχρονικό αρχέτυπο του ήρωα που βαδίζει χαμογελώντας στο θάνατο ενώ ζει ένα μεγάλο έρωτα και έχει γίνει πρόσφατα πατέρας.

Το έργο εκτυλίσσεται από τη στιγμή που συλλαμβάνουν τον Νίκο Μπελογιάννη και την σύντροφο του, Έλλη Παππά. Μέσα από ξεχωριστά κελιά, ένα ζευγάρι που δεν μπορεί να συναντηθεί ποτέ, πάρα μόνο στις δίκες και σε κλεφτές συναντήσεις στους διαδρόμους της φυλακής , προσπαθεί να επικοινωνήσει μέσα από χαρτάκια, σύντομα διαλείμματα, χαραμάδες ευτυχίας.

ΝΤΡΙΒΑΛΑ, ΣΤΟΥΜΠΟΛΙΘΙ!

Καταγραφή – επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Μέχρι την δεκαετία του ’60 το αλάτι, που κυκλοφορούσε στο μονοπώλιο 1*, όπως παράγονταν από τις αλυκές, ήταν σε χοντρή μορφή σαν χαλίκια μεσαίου μεγέθους, από σπαστήρα αδρανών υλικών. Για να τρίψουν το χοντράλατο ή την αλατόπετρα, χρησιμοποιούσαν κυρίως την ντριβέλα ή ντριβάλα.

Η ντριβάλα αποτελούταν από δύο πέτρες. Η βασική ήταν μια μεγάλη πέτρινη πλάκα λεία στρογγυλή ή τετράγωνη ή και με ακανόνιστες διαστάσεις. Επάνω σ’ αυτή την πλάκα υπήρχε το στρουμπολίθι 2*, στουμπολίθι, κοκώνα, μπομπόλι ή και ντριβάλι. Αυτό ήταν μια στρογγυλή κυρίως ποταμόπετρα σφυρηλατημένη ή και φυσικής στρογγυλής μορφής σαν βόλι κανονιού. Επίσης για στρουμπολίθια χρησιμοποιούσαν και μεταλλικές ή πέτρινες μπάλες από κανόνια.

Επάνω στην πλάκα (βάση) τοποθετούσαν το αλάτι διάσπαρτο ή οτιδήποτε άλλο προϊόν ήθελαν να τρίψουν και κυλώντας το στρουμπολίθι με τα χέρια τους και πιέζοντάς αυτό, το έτριβαν. Τοποθετούσαν το ένα ή και τα δύο χέρια και κυλούσαν ρυθμικά το στρουμπολίθι αριστερά δεξιά, εμπρός πίσω ή και κυκλικά, επάνω στην επιφάνεια της πλάκας κοντά στο κέντρο της και περιφερειακά.

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ…!

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Ένα από τα πιο ωραία και διαδομένα δημοτικά τραγούδια που έχω ακούσει είναι και το “Ντιλμπέρι-ντιλμπεράκι”. Η λέξη ντιλμπέρι προέρχεται από την Περσική γλώσσα دختر خوشگل και υιοθετήθηκε από τους Οθωμανούς όπου το μετέφεραν στην Ελλάδα: Dilber ντιλμπέρι (το) είναι η καλλονή, το γοητευτικό, το όμορφο παιδί.  Οι Σαρακατσάνοι ντιλμπέρι, λένε τον νέο που έχει δύναμη λιονταριού, ακόμη το νέο κι όμορφο και ναζιάρικο κορίτσι, που κλέβει καρδιές. Επίσης Ντιλμπέρι είναι ένα είδος πουλιού που φέρει αυτή την ονομασία στην περιοχή του Έβρου.

ΝΤΙΛΜΠΕΡΙ – ΝΤΙΛΜΠΕΡΑΚΙ

Ο ρυθμός του τραγουδιού είναι στα (3/4).

Μωρέ για την καλή - καλή μας συντροφιά,
ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι θα ειπώ ένα τραγουδάκι.

Μωρέ κι αν δεν το ειπώ τόσο καλά,
να ’μαι συμπαθισμένος, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.

Μωρέ τι ’μαι κομμάτι ανήμπορος,
και λίγο λαβωμένος, πως το ’παθα ο καημένος.

Μωρέ μήνα σπαθί με λάβωσε,
μήν’ άρμα πολέμου, ντιλμπέρι - ντιλμπεράκι.

μαϊδέ σπαθί- σπαθί με λάβωσε.
μάϊδ’ άρμα του πολέμου, δεν το ’λπιζα ποτέ μου.

Μόν’ με λάβωσε, ντιλμπέρι- ντιλμπεράκι αμάν
με λάβωσε μωρέ μια λυγερή, με δίκοπο μαχαίρι.

Μωρέ και μου ’κοψε το χέρι.

«Πεντέ, μωρέ πεντέ μερούλες

σήμερα ντιλμπέρι μου ντιλμπέρι

την αγαπώ δεν είδα.

Εχθές μωρέ, εχθές, την είδα στο χορό…»

ΞΕΒΓΑΛΤΗΣ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ένα άγνωστο επάγγελμα που χάθηκε!

Η ορολογία προέρχεται από την λέξη ξεβγάζω ή ξεβγάνω (ρήμα μετβ.) αόρ: (έ) ξέβγαλα και (έ) ξέβγαινα, μετχ. Παθ. Παρακ. ξεβγαλμένος= ξεπλένω με άφθονο νερό τα πλυμένα ενδύματα προς τελική απαλλαγή αυτών από το σαπούνι, ή προπέμπω κάποιον, εξαποστέλλω, αλλιώς παραβγάζω.

Επίσης σημαίνει απαλλάσσομαι από κάποιον, τον βγάζω από την μέση (Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση, ν’ απαλλαγώ αυτής ανταποδίδοντας τα ίδια ή ίσα) και κατ’ επέκταση αφανίζω, θανατώνω «Θα με ξεβγάλεις με όσα μου κάνεις)», «Θα με πεθάνεις».

Ακόμα σημαίνει παραπλανώ, παρασύρω, οδηγώ, θανατώνω, παρασύρω μια γυναίκα στην διαφθορά, οδηγώ ή καταστρέφω κάποιον ηθικά «Τον έχει για ξέβγαλμα», «Τον ξέβγαλε». «Κάτσε να σε ξεβγάλω να μην σε φάνε τα σκυλιά».

Ξεβγάλτης παραδοσιακά λεγόταν ο ντόπιος οδηγός, ή συνοδός ξένων ανθρώπων σε άγνωστα ντόπια φυσικά περάσματα κατά την προσέγγιση, ή απομάκρυνση από ελεγχόμενες ζώνες. Μέχρι και τον τερματισμό του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου, οι ξεβγάλτες ήσαν οι άνθρωποι που συνόδευαν, στον τόπο τους ξένους ανθρώπους, εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου.

Από την αρχαία εποχή, κατά τη τουρκοκρατία, και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα για να προσεγγίσει κάποιος ξένος, σ’ ένα χωριό κυρίως ορεινό, όπου λειτουργούσε κάπως ανεξάρτητα, ή σε κάποιο γιατάκι (λημέρι κλεφτών), έπρεπε να τον συνοδεύσει κάποιος ντόπιος ώστε να οδηγηθεί, ή ν’ απομακρυνθεί μ’ ασφάλεια. Όταν οι βίγλες (σκοπιές στα ψηλότερα σημεία της περιοχής) εντόπιζαν κάποια κίνηση, αμέσως ειδοποιούταν ο «Ξεβγάλτης» ώστε να πάει να τον προϋπαντήσει και να τον οδηγήσει στο χωριό, ή στον ανάλογο χώρο. Αν ο ξένος επισκέπτης ήθελε να προσεγγίσει κάποιο γιατάκι, πρώτα προανακρινόταν και μετά του έδενε τα μάτια ο Ξεβγάλτης και μετά από πολλούς κύκλους στο γιατάκι ή στον τόπο συνάντησης τον οδηγούσε, μπροστά στον καπετάνιο ή στον διαπραγματευτή. Μετά το πέρας ο Ξεβγάλτης τον έπαιρνε και τον οδηγούσε μέχρι το σημείο που τον παρέλαβε, όπου εκεί τον άφηνε ελεύθερο ν’ αποχωρήσει και την εποπτεία την αναλάμβαναν οι βιγλάτορες.

Οι ξένοι επισκέπτες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν τα μικρά χωριά και ιδίως τα απομακρυσμένα, απομακρυσμένα μοναχικά σπίτια, στανοτόπια, κ.λπ. για διαφόρους λόγους, όπως ότι τότε κυκλοφορούσαν τα σκυλιά ελεύθερα και επιτίθονταν στους αγνώστους, επομένως έπρεπε να τον συνοδεύει κάποιος που να τον γνωρίζουν τα σκυλιά, αυτό γινόταν και κατά την αποχώρηση, μέχρι να απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας∙ όταν κάποιος ήθελε να προσεγγίσει αντάρτικα λημέρια κατά τον τελευταίο εμφύλιο πόλεμο, δεν μπορούσε με τίποτα να έλθει σ’ επαφή αν δεν υπήρχε Ξεβγάλτης, διότι κινδύνευε να τουφεκισθεί ή να μαχαιρωθεί από ενέδρα, ανάλογα με την περίπτωση.

Θυμάμαι μια καταγραφή από μια μαρτυρία ενός παλιού αντάρτη που ήταν Ξεβγάλτης στην Βόρεια Ορεινή Ηλεία, που μου ανέφερε, την αποστολή, τους κινδύνους, την κουραστική και απρόβλεπτη εργασία του Ξεβγάλτη. «…του ζήτηξα να μου δώκει το μπιστόλι του, και αφού μου το έδωκε, του είπα και ξάπλωσε χάμου μπρούμυτα, τόνε έψαξα και μετά έδεσα τα μάτια μ’ ένα πανί (στραβόπανο το λέγαμε) που το είχαμε για τέτοιες δουλειές, ήτανε ένα μακρόστενο πανί πεντέ- έξι οργιές και το φέρναμε τρογύρω γύρω από το κεφάλι του κι έτσι του κλείναμε τα μάτια. Όταν του έκλεισα τα μάτια του είπα: «Τήρα μην δυνηθείς και βγάλεις το πανί γιατί σε εκτέλεσα επί τόπου χωρίς δεύτερη κουβέντα, αυτές είναι οι διαταγές μου». Δεν του δέναμε τα χέρια γιατί δεν μπόργιε να περπατήσει στο βουνό και με δεμένα τα χέρια μπόργιε να πέσει και να βαρέσει άσκημα. Του έδεσα μ’ ένα σκοινάκι το ένα χέρι και τον τράβαγα να έρχεται πισώστρατα. Μετά ώρες και ώρες τόνε γυρόφερνα τρογύρω από ένα τουμπάκι, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε, στον ίδιο τόπο, μέχρι να έρθουνε οι δικοί μου εκεί και τον ανακρίνουνε. Ευτούνος νόμισε ότι φτάσαμε απάνου στα λημέρια μας, αλλά που να το πονηρευτεί, ότι είμαστε στον ίδιο τόπο που απαντηθήκαμε…. και μετά που μας έδωκε τις πληροφορίες πάλενες το ίδιο επί ώρες τον ξαναγυρόφερνα τρογύρω γύρω μέχρι να ξανά του λύσω το πανί από τα μάτια και να τον αφήκω». Μόλις κιώσαμε του πήρα τις σφαίρες από το μπιστόλι του, του έδωκα τα χαρτιά του και την ταμπακέρα του και αφού έκαμα πιο παρέκει του είπα να λύσει τα μάτια του. Ευτούνος μόλις τα έλυσε επειδή είχε πολύ ήλιο έτριβε τα μάτια του για να συνηθίσει στο φως και μόλις συνήλθε μου είπε:

- Να μου έλειπε ρε κολέγα ετούτο που έκαμα, με την λιγούρα που πέρασα σιμά σου! Εγώ του είπα φύγε και μην γυρίσεις να τηράξεις ξοπίσω γιατί θα σε σκοτώσω, ύστερα από λίγο χάθηκε μέσα στα πουρνάρια και πλιο δεν τον ξαναείδα»!

Πιο παλιά στα χωριά την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων κατά την αποχώρηση για την ξενιτιά, για τον στρατό, για εξορία κ.ά. αυτούς που έφευγαν από το χωριό, κυρίως οι δικοί τους άνθρωποι, τους ξέβγαζαν (συνόδευαν) γι’ αρκετή ώρα από το χωριό, για να τους παρηγορήσουν, να τους απαλύνουν τον πόνο και να τους κρατήσουν το υψηλό το ηθικό του αποχωρισμού. Επίσης κατά τον απόπλου των καραβιών, από τα λιμάνια, εκεί τους ναυτικούς τους ξέβγαζαν οι δικοί τους άνθρωποι και ανέμεναν στο λιμάνι μετά τον απόπλου, μέχρι να χαθεί το πλοίο στον θαλάσσιο ορίζοντα.

Ξεβγάλτης ήταν και ο διαπραγματευτής μεταξύ αντιπάλων οικογενειών που από την μια πλευρά ένας εξ αυτών ήθελε συμβιβασμό, τότε χρησιμοποιούσε τον Ξεβγάλτη για να επιτύχει την προσέγγιση. Ο Ξεβγάλτης συνήθως ήταν ένα πρόσωπο σοβαρό τίμιο και έξυπνο, μετρημένος και συνήθως εγγράμματος πάντοτε κοινής αποδοχής και τον σέβονταν όλοι ανεξαιρέτως από την ώρα που αναλάμβανε τον ρόλο του Ξεβγάλτη.

Όταν κάποιος, ακόμη και σε περίπτωση βεντέτας, συνοδευόταν από Ξεβγάλτη, τότε υπήρχε ο άγραφος νόμος που δεν τον πείραζαν οι αντίπαλοί του, ότι κακό κι αν τους είχε προξενήσει, μέχρι και φόνο, βιασμό κ.λπ., σεβόμενοι πάντα τον θεσμό και την προσωπικότητα του Ξεβγάλτη.

Επομένως ανακαλύπτουμε ότι οποιοσδήποτε ότι κι αν είχε κάνει και συνοδευόταν από Ξεβγάλτη, τότε βρισκόταν στο απυρόβλητο και δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Μετά την απομάκρυνση του, από τον Ξεβγάλτη, ο άγραφος νόμος σταματούσε να ισχύει. Επίσης όταν ο Ξεβγάλτης ήταν σε αποστολή δεν τον άγγιζε κανείς, διότι όποιος του προξενούσε προβλήματα ή οτιδήποτε άλλο τότε είχε να κάνει με το σύνολο του χωριού.

Ξεβγάλτες λέγονταν και τα πληρωμένα εκτελεστικά όργανα σκοτεινών ανθρώπων όταν τους δινόταν εντολή να σκοτώσουν ή να συνετίσουν κάποιον μετά το πέρας έλεγαν: «Τον ξέβγαλα».

Σήμερα σαν «Ξεβγάλτες» μπορούμε να αναφέρουμε την ασπίδα των ομήρων που χρησιμοποιούν κακοποιοί ή τρομοκράτες κατά την έξοδό τους από τον τόπο του εγκλήματος.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates