Μια φορά ένας παπάς, ο παπά - Θύμιος, είχε πολύτεκνη οικογένεια και για να τα βγάζει πέρα, είχε και κάνα τριάρι γουρούνες μάνες (χοιρομητέρες) για να γεννάνε μικρά γουρουνόπλα, να τα πουλάει και να μαζεύει παράδες.
Η δουλειά καλά πήγαινε και ο παπάς πότε τα πούλαγε μικρά, πότε γινόσαντε και κοτζάμ ανασμίδια και τα πούλαγε ακριβότερα, αλλά και για σφαγή. Την δουλειά του παπά, τηνε ζήλεψε και ένας συγχωριανός του, ο Νικολός που ήτανε μεγάλος κατεργάρης και κουτοπόνηρο μουσούδι.
Μια και δυο σηκώνεται πάει στον παπά και του γύρεψε να αγοράσει την μια από τις γουρούνες του.
Ο παπάς και αυτός που ήτανε διαβόλου σκαλτσούνι, ανώτερος από δαύτονε, βρήκε την ευκαιρία να του πουλήσει την μια παλιογουρούνα που είχε, έτσι να την ξεφορτωθεί, από πάνου του, γιατί αφού γέρασε, δεν έκανε πολλά γουρνόπλα και ούτε μπορούσε να τα βγάζει και να τα αναθρέψει. Αφού έγινε το προξενιό και τα βρήκανε, ο παπάς πήρε τους παράδες στο χέρι και ο άλλος ο κατεργαράκος ο Νικολός πήρε την γουρούνα δεμένη από την λαιμαριά τραβώντας και πίσω σαλαχώντας την η γυναίκα του την πήγανε στο κουμάσι του λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, στην άκρη του λόγγου.