ΚΛΗΔΩΝΑΣ- ΡΙΖΙΚΑΡΙΑ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Γιορτές Εμφανίσεις: 162746

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΑΝΝΙΟΥ (ΚΛΗΔΩΝΑΣ)

Λαογραφική μελέτη και συλλογή Ηλίας Τουτούνης

  Πολλά χρόνια τώρα, παρακολουθώντας, κατά καιρούς, διάφορες  πολιτιστικές εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται από Λαογραφικούς και Εκπολιτιστικούς Συλλόγους, και έχουν ως αντικείμενο δράσης αναβιώσεις εθίμων και δρώμενα βασισμένα στην ντόπια παράδοση, καθημερινά διαπιστώνω και θλίβομαι γι’ αυτό, εντοπίζοντας την πλήρη άγνοια, την προχειρότητα, την έλλειψη εμπειρίας και γνώσης, την μερική ή ολική μετάλλαξη ή τον κατακερματισμό της αρχικής μορφής, το συνονθύλευμα, και την προσθαφαίρεση στοιχείων, για να δημιουργήσουν εντυπωσιασμό και να εισπράξουν τ’ ανάλογα χειροκροτήματα και επευφημίες, από θεατές που έχουν πλήρη άγνοια περί αυτών των δρώμενων.

  Σε πολλές εκδηλώσεις, όπως αποκριάτικες, αναβιώσεις εθίμων και γάμων και στις πιο πρόσφατες εκδηλώσεις που γίνονται 23-24 Ιουνίου (Θεριστή) και κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννου, που εντατικά παρακολουθώ ανά την Ελλάδα και αναλύω, δυστυχώς εντοπίζω τεράστια λάθη και ελλείψεις που χρήζουν κάποιας διαμαρτυρίας, προς αποφυγή τέτοιων σοβαρών παραλείψεων και διαφόρων άλλων παρερμηνειών, που μεταλλάσουν το παραδοσιακό δρώμενο και τείνουν να το δυτικοποιήσουν!

  Όσον αφορά τα Διονυσιακά δρώμενα του Κλήδωνα, έχουν μεταλλαχθεί σε χριστιανικά με διαφορετικές ονομασίες όπως Λαμπαδιάρη, Αγιάννη τον Ριγανά, Ριζικάρη, Ριζίκια κ.ά. που πραγματοποιούνται στις 24 Ιουνίου, όπου εκείνη την ημέρα, η  Εκκλησία μας τιμά και εορτάζει το Γενέθλιο του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Στην πραγματικότητα όμως γίνονταν γιορτές για την έναρξη του Θερινού Ηλιοστασίου στο βόρειο ημισφαίριο, όπου ο Ήλιος  βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του στον ουρανό και η ημέρα έχει την μεγαλύτερη διάρκεια του έτους. Το καλοκαίρι από αστρονομική άποψη ξεκινάει την Κυριακή 21 Ιουνίου το απόγευμα -συγκεκριμένα στις 19:39 ώρα Ελλάδος- οπότε συμβαίνει το θερινό ηλιοστάσιο.

ΛΑΪΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΕΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ

  Στον τόπο μας, κάθε χρόνο μέχρι την δεκαετία του ’70 περίπου, πριν η ξενόφερτη επιδρομή και η κουλτούρα, καταστρέψουν ανεπανόρθωτα και μολέψουν αγιάτρευτα την ψυχή του λαού μας και τα ιδανικά του Έθνους μας, τα χωριά, τα σοκάκια και οι γειτονιές, κάθε εποχή που πραγματοποιούσαν διάφορα πολιτιστικά δρώμενα, έπαιρναν ένα πλούσιο Διονυσιακό εθιμοτυπικό, λατρευτικό και γιορταστικό χαρακτήρα.

  Οι ανάπαυλες των μεγάλων εορτών με βακχικά ξεφαντώματα, ποιητικά, θεατρικά και χορευτικά ξεστρατίσματα και αρκετές γαστρονομικές απολαύσεις (ψητά και βραστά κρέατα, ξεροτήγανα, μελομακάρονα, γλυκά, πίττες, τσίπουρο, κρασί κ.λπ.) διέκοπταν προσωρινά την μονότονη καθημερινότητα της σκληρής, αλλά γλυκιάς ζωής του χωριού.

Ανάκατες, με τη Χριστιανική λατρευτικότητα, οι παγανιστικές ενθυμήσεις, αποτελούν το γραφικό διάκοσμο, που μέσα τους ξεδιπλώνονται η πίστη και τα κατάλοιπα των πανάρχαιων γιορτών και εθίμων. Οι διάφοροι συμβολισμοί, ευχές ή πράξεις που ξεχάστηκαν οι ρίζες τους, εξακολουθούν να επιζούν στις μνήμες των ανθρώπων του τόπου μας, στρεβλές από τη μακρόχρονη διαφορετική μεταχείριση, κάποτε σαν παιγνίδι κι άλλοτε σαν πίστη. Ήταν μια ευκαιρία, ένα ξεκούρασμα και μια μικρή φυγή από την καθημερινότητα. Μια από αυτές τις πανάρχαιες γιορτές ήταν και τα Ριζικάρια.

ΡΙΖΙΚΑΡΙΑ

  Τα ριζικάρια ή ο κλήδονας, είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, σύμφωνα με την οποία αποκαλύπτεται, στις ανύπανδρες κοπέλες, η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, «κλήδων» ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ’ επέκταση το άκουσμα σιωνισμού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία.

  Η παραδοσιακή διαδικασία των ριζικαριών αποτελείται από εννέα μέρη, άρχοντος από την διαδικασία λήψης νερού, μεταφοράς, εναπόθεσης ριζικιών, απόκρυψη, χορός της φωτιάς, άνοιγμα μαστραπά, απονομή ριζικιών με τ’ ανάλογα δίστιχα τραγουδάκια και τέλος τ’ αποτελέσματα της τελετουργικής διαδικασίας και η επιβεβαίωση της προσδοκίας της κάθε αστριζόμενης.

  Ας βάλουμε τα ριζικάρια μας, αφήνοντας κάθε μια την καλή της μοίρα να της φανερώσει, το πριγκιπόπουλο του κρυφού παρθενικού πόθου ή τον ίσκιο μιας ξωτικής κοριτσίστικης οπτασίας, που όλες και όλοι μας ονειρευτήκαμε κάποτε στα νεανικά μας χρόνια.

«Κοιμάμαι αστρί, κοιμάμαι αυγή, κοιμάμαι νιο φεγγάρι,

έλα και ονείρεψέ μου τον, το νιο που θα ’ρθει με πάρει».

  Την παραμονή του Αϊ-Γιαννιού[1], στις 23 του Ιούνη, κατά τ’ απομεσήμερο, άρχιζε η τελετουργική προετοιμασία του Κλήδονα. Όσα ανύπαντρα κορίτσια ήθελαν να ριζικαριστούν, όχι παραπάνω από εννιά, μαζεύονται στην πλατεία ή στο αλώνι του χωριού, όπου ανάθεταν σε κάποιο νεαρό παιδί της συντροφιάς, που έπρεπε να το λένε Γιάννη, που να είναι πρωτογέννητο και να έχει στη ζωή και τους δυο γονείς, να πάρει ένα αγγείο νερού στάμνα για να μεταβεί μαζί τους στο πηγάδι ή στην πηγή[2], για να το γεμίσει με το «αμίλητο νερό».

  Πριν ξεκινήσουν μια παρέα από την πλατεία του χωριού έλεγε το ακόλουθο τραγουδάκι:

Πολλά κορίτσια κίνησαν στη βρύση- βρύση πάνε,

να  πάρουν αμίλητο νερό, στον Κλήδονα να πάνε.

Αϊ-Γιάννη  Κληδονάρη μου, Αγιάννη Ριγανά μου!

Της μοίρας μας μια χάρη δείξε μας, αύριο να το ιδούμε,

ποιος τάχατις μας αγαπά και ποιον θα παντρευτούμε!

  Το παιδί, έπρεπε να το συνοδεύουν οι κοπέλες που επιθυμούν να ριζικαριστούν. Οι κοπέλες του εθίμου, πάντα έπρεπε να είναι μονός αριθμός, και μαζί με τον Γιάννη να συμπληρώνεται ζυγός, έτσι ώστε η χάρη του Αϊ-Γιάννη να τα φανερώσει ζυγά και καλά. Πριν ξεκινήσει η διαδικασία του ριζικαρίσματος μια από τις κοπέλες συνήθως η μεγαλύτερη στα χρόνια χρηζόταν ως αρχηγός και την έλεγαν πρωτοριζικάρισσα. Κατά την διαδρομή, ο Γιάννης, προπορευόταν μαζί με την πρωτοριζικάρισσα κρατώντας με το αριστερό του χέρι από το αριστερό χερούλι την στάμνα και η πρωτοριζικάρισσα με το δεξί από το δεξί χερούλι και ακολουθούσαν όλες οι κοπέλες με τα αριστερό τους χέρι ν’ ακουμπάει στον δεξί ώμο της προπορευόμενης και σχημάτιζαν ένα κύκλο που κατέληγε στον δεξιό ώμο του Γιάννη και στο άλλο χερούλι της στάμνας[3]. Το ονόμαζαν «αμίλητο νερό[4]» διότι το παιδί και η συνοδεία του έπρεπε να ολοκληρώσουν την αποστολή αυτή, τηρώντας απόλυτη σιωπή, έστω κι αν συναντήσουν κάποιο στο δρόμο ή δεχθούν φραστική επίθεση από άνδρες με σκοπό να σπάσουν την απόλυτη σιωπή[5]. Έτσι γεννήθηκε απ’ αυτήν την εθιμική πράξη και η δημώδης φράση «Ήπιε τ’ αμίλητο νερό», που λέγεται για κάποιον που μένει αμίλητος.

  Για αν επιτύχει το «άστρισμα[6]», έπρεπε να μην βγει καμιά φωνή από τον νεροκουβαλητή και από την συνοδεία του. Για το λόγο αυτό στην πομπή ακολουθούσαν κοπέλες που μπορούσαν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό σε παν ενδεχόμενο. Αν κατάφερναν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό στα πονηρά πειράγματα και τις έξυπνες παραπειστικές ερωτήσεις να γυρίσουν σιωπηλές, επιτύγχαναν την καλή αρχή. Αλλιώς επέστρεφαν πάλι πίσω και προσπαθούσαν πάλι απ’ την αρχή. Μετά από αποτυχία η διαδικασία επαναλαμβανόταν ακόμη δυο φορές. Αν και στις επόμενες δύο αποτύγχαναν τότε το ριζικάρισμα τελείωνε εκεί. Αν πετύχαιναν τον σκοπό τους επέστρεφαν στην πλατεία εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει για το αμίλητο νερό.

  Επιστρέφοντας στην πλατεία, όπου θα τελούταν το ριζικάρι, μετάγγιζαν το νερό μέσα σ’ ένα μαστραπά[7] πήλινο ως επί το πλείστον, στον οποίο η κάθε κοπέλα μέσα στον μαστραπά έριχνε, ένα μικρό προσωπικό αντικείμενο, κρυφό από τις άλλες κοπέλες[8], καλογνώριστο όπως σκουλαρίκι, καρφίτσα, κουμπί, χάντρα, δακτυλίδι, σταυρό, πετράδι, περίτεχνο κοκαλάκι μαλλιών, λιόκρινο, κοκαλάκι νυχτερίδας, κ.λπ. Σε περίπτωση που κάποια ήταν φτωχή, και δεν είχε κάποιο προσωπικό αντικείμενο, μπορούσε να ρίξει μέσα, ένα φρούτο της εποχής όπως βερίκοκο, κεράσι, αχλάδι[9] κ.λπ. πάνω στα οποία η καθεμία είχε χαράξει το μονόγραμμά της, ώστε να είναι αναγνωρίσιμο, όταν το βγάλουν από τη στάμνα. Καμιά δεν επιτρεπόταν να βάλει παραπάνω από ένα ριζίκι για τον εαυτόν της ή για κάθε δική της.

  Την ώρα που έριχναν τα αντικείμενα (ριζίκια) οι κοπέλες, απομακρύνονταν και συνάμα απομάκρυναν και τον Γιάννη για να μην βλέπουν τι ρίχνει η κάθε μια μέσα και ιδίως ο Γιάννης, διότι κατά την αναδίφηση και εξαγωγή του αντικειμένου με το χέρι του, να είναι άγνωστα και όχι προκατειλημμένη η πράξη του. Αφού έβαζαν όσες επιθυμούσαν τα ριζικάρια τους, σκέπαζαν το στόμιο του μαστραπά, μ’ ένα κόκκινο ύφασμα ή μαντήλι και το έδεναν από τον λαιμό του μαστραπά μ’ ένα μαύρο κορδόνι. Στην συνέχεια το σταύρωναν τον μαστραπά τρεις φορές και τοποθετούσαν ένα μεγάλο κλειδί, συνήθως από αυλόπορτα σπιτιού πάνω στο σκεπασμένο στόμιο και τοιουτοτρόπως κλείδωναν συμβολικά τον Κλήδονα. Την στιγμή που το σκέπαζαν και το κλείδωναν έλεγαν:

«Κλειδώνουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού τη χάρη,

κι όποια ’χει καλό ριζικό να δώσει να τον πάρει».

Το τοποθετούσαν κυρίως σε επιλεγμένο κρυφό χώρο, για να μην το ανακαλύψουν οι άνδρες. Συνήθως ξεγελούσαν τους άνδρες, με διάφορα τερτίπια[10], ώστε να το τοποθετήσουν σε κρυφό μέρος αλλά ξέφωτο να το βλέπουν τ’ άστρα και το φεγγάρι όλη την νύκτα για ν’ αστριστεί.

  Και όταν ήδη εναπόθεταν τον μαστραπά πριν αποχωρήσουν έλεγαν το αντίστοιχο δίστιχο:

Τον μαστραπά αστρίζουμε και τ’ Αϊ-Γιαννιού η χάρη

να φανερώσει αύριο τον καλοριζικάρη».

  Προτιμούσαν για ασφάλεια να το τοποθετούν σε κεραμοσκεπές, ταράτσες ή σε βεράντες. Εκεί, παρέμενε όλη τη νύχτα, υπό το φως των άστρων, για ν’ «αστριστεί». Οι κοπέλες έπειτα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Λέγεται ότι τη νύχτα αυτή θα έβλεπαν στα όνειρα τους το μελλοντικό τους σύζυγο. Για να επιτύχει το άστρισμα, από την ώρα που κλείδωναν τον μαστραπά με το αμίλητο νερό, δεν έπρεπε να πιούν νερό ούτε να πλυθούν και ούτε να έλθουν σε οποιαδήποτε επαφή με νερό, μέχρι να βγει ο ήλιος την επόμενη ημέρα.

  Πριν απομακρυνθούν όριζαν ένα φύλακα, όπου το προσέχει μην πάνε τα αγόρια ή οι άνδρες και το μαγαρίσουν[11]. Ύστερα από τούτη τη διαδικασία, ο Κλήδονας ήταν έτοιμος ν’ αποκαλύψει τα μυστικά του μηνύματα.

  Πάντοτε κατά την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Αγίου Ιωάννη, εκτός από την τέλεση του κλήδονα, οι κάτοικοι του χωριού άναβαν και τροφοδοτούσαν τεράστιες φωτιές, από τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια, κληματόβεργες, φρύγανα και λιανοκλάδια τις λεγόμενες «μπουμπούνες[12]». Μια μεγάλη φωτιά[13] στήνονταν στην πλατεία του χωριού ή σ’ ένα μέρος ανοιχτό, ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές άναβαν σ’ όλες τις γειτονιές, προσπαθώντας ο κάθε ένας ν’ ανάψει την μεγαλύτερη φωτιά, πάνω από τις οποίες πήδαγαν όλοι οι κάτοικοι[14] του χωριού. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν τρεις φορές, θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί. Εν τω μεταξύ, όταν πηδούσαν πάνω από τη φωτιά, φώναζαν δυνατά:

«Πηδάω τη φωτιά τ’ Αγιάννη, καμιά αρρώστια να μην με πιάνει».

ή

«Του Αγιάννη η φωτιά, ας μου χαρίσει την υγειά».

ή

«Πηδάω του Αγιάννη την φωτιά, να βρω για πάντα γιατρειά».

  Τα τραγούδια και οι χοροί κρατούσαν μέχρι αργά τη νύχτα[15]. Το πέρασμα από την μαγική φωτιά[16], έχει σκοπό την κάθαρση, όπως ακριβώς πίστευαν όλοι οι αρχαίοι λαοί, καίγοντας τις παλιές έγνοιες και παίρνοντας δύναμη, υγεία, τύχη και κάποτε αθανασία.

Ο αριθμός τρία είναι ιερός και χρησιμοποιείται συχνά σε εξαγνιστικές και αποτροπιαστικές περιστάσεις, οι επωδές- ευχές που απαγγέλλονται, έχουν στενή σχέση με την ανάλογη αρχαιοελληνική εξορκιστική φράση «έφυγον κακόν, εύρον άμεινον», ενώ υπάρχει ένας στενός επηρεασμός από ημερολογιακές εισοδηματικές και ηλιοτροπικές αλλαγές- περιόδους.

  Εκτός όμως την ευχάριστη γιορταστική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί, δεν ξεχνιέται ο κυριότερος τελεστικός σκοπός του Κλήδονα, που είναι οι λογής- λογής προβλέψεις για τα μελλούμενα, με πρωταρχικό πάντα ρώτημα: «Ποιος θα είναι και πότε θα έρθει ο  σύντροφος που περιμένουμε».

Ξεκλείδωμα μαστραπά και εξαγωγή ριζικιών

  Την άλλη ημέρα, δηλαδή ανήμερα του Αϊ-Γιαννιού,  και προτού βγει ο ήλιος -ώστε να μην εξουδετερωθεί η μαγική επιρροή των άστρων-, το παιδί που είχε πιάσει το αμίλητο νερό συνοδεία με τα ανύπαντρα κορίτσια πήγαιναν στον κρυψώνα το έπαιρναν και με ιερή ευλάβεια το μετέφεραν στην πλατεία του χωριού. Σημειωτέον, ότι από την ώρα που θα βγει ο ήλιος, παύει κάθε αναζήτησή του από τους άνδρες, για να το μαγαρίσουν.

  Κατά το λιόγερμα (μόλις γύριζε η ημέρα), μαζευόταν όλη η συντροφιά στην πλατεία, όπου είχε μεταφερθεί προσεχτικά κι ο Κλήδονας. Τον ξεσκέπαζαν πάλι τελετουργικά και ξεκλειδωνόταν, ενώ γύρω του, σχηματίζανε ένα μεγάλο κύκλο. Συναθροίζονταν πάλι υποχρεωτικά όλες οι κοπέλες που είχαν συμμετάσχει στην διαδικασία του αστρίσματος. Αυτήν τη φορά όμως στην ομήγυρη μπορούσαν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δύο φύλων, καλεσμένοι με σκοπό για να παίξουν το ρόλο μαρτύρων της μαντικής διαδικασίας.

  Εκείνη την στιγμή το λόγο είχανε οι καλλίφωνοι της παρέας. Το τραγούδι ήταν το ορχηστρικό μέρος στην όλη πράξη του ξεφαντώματος του  κάθε κληδονικού, που με ήρεμες κινήσεις, ανάσυρε από την στάμνα ο ριζικαριστής. Τα δίστιχα που λέγονταν καθώς και ο μουσικός τονισμός τους ήταν αποκλειστικά φτιαγμένα για τούτη την ώρα. Ο ρυθμός τους ήταν αργόσυρτος, απαλός, μελοποιημένος κατάλληλα για να υποδαυλίζει τη λαχτάρα της αναμονής και της προσδοκίας. Αυτά μπορούμε να τα χωρίσουμε σε τρεις κατηγορίες: Τα μαντικά, τα επαινετικά ή της αγάπης, και τα πειρακτικά  ή κοροϊδευτικά.

  Πριν αρχίσει η διαδικασία της εξαγωγής τραγουδούσαν όλες οι κοπέλες το εξής δίστιχο:

Σήμερα είναι τ’ Αγιαννιού, τρανή γιορτή του χρόνου,

που κάθονται οι κοπελιές και ρίχνουν τους κληδόνους.

  Πρώτα με το κλειδί “ξεκλειδώνουν” τον Κλήδονα σταυρώνοντας τον μαστραπά τρεις φορές επάνω στο κόκκινο δεμένο πανί και εύχονται στην υγειά των συγχωριανών, με την ευχή: «Και του χρόνου βρε παιδιά να έχουμε ούλοι υγειά!» 

Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει ο χαριτωμένος,

όπου τα κάστρα πολεμά και βγαίνε κερδεμένος.

***

Ανοίξετε τον κλήδονα να βγει η χαριτωμένη,

του χρόνου σαν και σήμερα να είναι παντρεμένη.

  Την εξαγωγή των ριζικιών από τον μαστραπά την πραγματοποιούσε ο Γιάννης, καθισμένος στο κέντρο της συντροφιάς, ο οποίος με αργές κινήσεις, άνοιγε τον κλήδονα. Ταυτόχρονα η πρωτοριζικάρισσα (δηλαδή αυτή που ήταν αρχηγός της παρέας) έσμιγε υψωμένα τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της κρατώντας τους αντίχειρες μακριά τον έναν από τον άλλον, ψέλλιζε μια μυστηριώδη ακαταλαβίστικη τετρασύλλαβη φράση:

-Θραμέλουν νταχαμλούν, σλεχλαντάμ αλκανταχασκούμ) και ταυτόχρονα σιγά- σιγά κατεβάζοντας τα χέρια της μέχρι το αφάλι της, έσμιγε τους αντίχειρες και μόλις τελείωνε, έπαιρνε το κόκκινο πανί και με αυτό έδενε τα μάτια του Γιάννη, λέγοντας μαζί με τον Γιάννη:

«Ανοίγουμε τον κλήδονα με τ’ Αγιαννιού την χάρη,

και όποια έχει καλό ριζικό σήμερα να το πάρει».

ή
Ανοίγουμε τον κλήδονα με τα Άη Γιαννιού τη χάρη.
Κι όποια έχει μήλο κόκκινο, ας έρθει να το πάρει.

  Ανασύροντας ένα - ένα από μέσα από τον μαστραπά τα ριζίκια τα γνώριζαν και το έδιναν σε αυτήν που ανήκε, αφιερώνοντας ένα δίστιχο και στο τέλος της εύχονταν όλοι και όλες:

-«Να είσαι και του χρόνου καλά και να είσαι όμορφη και χαρούμενη».

  Ξεκινώντας την ανάσυρση των ριζικιών, ο Γιάννης, έβαζε το χέρι του μέσα στον μαστραπά, για να βγάλει το πρώτο αντικείμενο. Καθώς εισχωρούσε το χέρι μέσα στον μαστραπά και πριν πιάσει το κάποιο ριζίκι (αντικείμενο), έλεγε και το αντίστοιχο δίστιχο:

Της πρώτης της καλότυχης καλά θα πάνε ούλα.

Γαμπρός πάει γυρεύοντας λεβέντης με σακούλα.

Ταυτόχρονα καθυστερούσε τόσο χρόνο, όσο για να ειπεί κάποιος από την ομήγυρη ένα δίστιχο.

Πως μοιάζεις με την μέλισσα, κόρη μου, συλλογίσου,

γι’ άλλους έχεις το μέλι σου, για μένα το κεντρί σου.

Όποιας έβγαινε το ριζίκι, έπρεπε να πει το δικό της δίστιχο.

Μετά το πρώτο ριζικάρι συνέχεια δίδεται για το δεύτερο και ο Γιάννης έλεγε και το αντίστοιχο δίστιχο όπως προηγουμένως:

Της δεύτερης της μέλλεται, χαρά να ιδεί μεγάλη,

μες στη χρονιά που τρέχουμε, μα σάμπως και την άλλη.

Ταυτόχρονα καθυστερούσε τόσο χρόνο, όσο για να ειπεί κάποιος από την ομήγυρη ένα δίστιχο.

Κατσίκι, ψωροκάτσικο, τυρί σκουληκιασμένο,

θέλεις κ’ εσύ να παντρευτείς, μωρέ κασιδιασμένο;

Μετά το δεύτερο ριζικάρι συνέχεια δίδεται για το τρίτο και ο Γιάννης έλεγε πάλι και το αντίστοιχο δίστιχο όπως προηγουμένως:

Της τρίτης, της τριτόκαλης ένα καλό χαμπέρι,

σάμπως χαρά της μέλλεται, γάμος και συμπέθεροι.

Ταυτόχρονα καθυστερούσε τόσο χρόνο, όσο για να ειπεί κάποιος από την ομήγυρη κάποιο δίστιχο.

Ανοίξετε τον Κλήδονα να βγεί χρυσή βελόνα,
του χρόνου σαν και σήμερα να βάλεις αρραβώνα.

Και συνεχίζοντας να βγάζει ένα- ένα τα ριζίκια έλεγαν και κάποιο δίστιχο:

Της τέταρτης της όμορφης αυτή που περιμένει,

του χρόνου σαν και σήμερα να είναι παντρεμένη.

Τότε από την ομήγυρη ακουγόταν το κάτωθι δίστιχο:

Βγαίνει το μήλο τ’ άρχοντα, του πιο καλού λεβέντη,
του πρώτου μας παλικαριού στο λούσο και στο γλέντι.
 

Και συνεχίζοντας να βγάζει ένα- ένα τα ριζίκια έλεγαν και κάποιο δίστιχο:

Της πέμπτης το ριζικό είναι σαν φεγγαράκι,

μεσ’ το σκοτάδι ψάχνεται να γίνει ζευγαράκι. 

Και συνεχίζοντας να βγάζει ακόμη ένα ριζίκι έλεγαν και κάποιο δίστιχο:

Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η κότα να διαβάζει,
τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι.
 

Της έκτης της πεντάμορφης τρανό ριζίκι βγάνω

κι αν βρει άντρα να παντρευτεί απόψε θα πεθάνω.

Της έβδομης το ριζικό είναι χαρά μεγάλη

η πρώτη που θα παντρευτεί άντρα με σαμάρι 

Της όγδοης η τύχη της και το ριζίκι αντάμα

ποτέ της να μην πικραθεί και μη γευτεί το κλάμα. 

Της ένατης και κιώσαμε και έχω και το θάρρος

να παντρευτεί όποιον αγαπά, κι εγώ πάω κουμπάρος.

Και συνεχίζοντας να βγάζει ακόμη ένα ριζίκι έλεγαν και κάποιο δίστιχο:

Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η κότα να διαβάζει,
τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι.

  Και αργά- αργά ανασύρει ένα-ένα από το αγγείο τα αντικείμενα, που αντιστοιχούν στο «ριζικό» κάθε κοπέλας. Μια ομάδα χωριανών εκτός των κοριτσιών που ριζικαρίζονταν ταυτόχρονα απάγγελναν διάφορα δίστιχα, που ήσαν επαινετικά, κολακευτικά, αισιόδοξα, σατιρικά, κωμικά, καυστικής ειρωνείας και πρόστυχα, που θυμίζουν στοιχεία της διονυσιακής λατρείας, και θεωρούντο ως χρησμός σχετικά με το πρόσωπο στο όνομα του οποίου μελετήθηκε το ριζικάρι που βγήκε. Το δίστιχο που αντιστοιχούσε στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας, θεωρείτο ότι προμηνύει το μέλλον της και σχολιαζόταν από τους υπόλοιπους, που πρότειναν τη δική τους ερμηνεία και τα ανάλογα σχόλια σε σχέση με την ενδιαφερόμενη.

  Το περιεχόμενο των δίστιχων, περιστρεφόταν σχεδόν πάντοτε στο ζήτημα της τύχης, αν δηλαδή θα παντρευτεί νωρίς, αν την αγαπούν ή την μισούν ή αν την περιπαίζουν κ.λπ.

Μωρή ψηλή, μωρή λιγνή, μωρή καγκελοφρύδα,

τι τ’ αψηφάς το φίλημα, τι τ’ αψηφάς το μάτι;

***

Καλαμωτή ξεζώνωτη και σφήκα ρετζελάρια,

θέλεις κ’ εσύ να παντρευτείς, μωρή παλιοτσερλιάρα;

***

Πως μοιάζεις με την μέλισσα, κόρη μου, συλλογίσου,

γι’ άλλους έχεις το μέλι σου, για μένα το κεντρί σου.

***

Κατσίκι, ψωροκάτσικο, τυρί σκουληκιασμένο,

θέλεις κ’ εσύ να παντρευτείς, μωρέ κασιδιασμένο;

***
Ούλοι στραβή σε λένε πια, μα εσύ αλληθωρίζεις. 
Το βόδι απ
ʼ το γάιδαρο, ποτέ δεν το ξεχωρίζεις.

***

Σα φουρτουνιάσει η θάλασσα, και βγούνε τα χταπόδια, 
τότε και εσύ θα παντρευτείς με τα στραβά σου πόδια.

***
Δεν μπορεί την τύχη σου κανείς να την αλλάξει,

κι όποιος με σένα μπερδευτεί, Θεός να τον φυλάξει!

***
Κάθισε ’κει πού κάθεσαι, μη θες ν’ αλλάξεις θέση,

γιατί ή ψηλή ή μύτη σου γρήγορα θα σου πέσει. 
***
 Άρχοντα ονειρεύεσαι μ’ αρχόντισσα δεν είσαι!

Μ’ αυτούς που πρώτα έζησες μ’ αυτούς και πάλι ζήσε! 
***
Έχω τραγούδια να σας πω έναν κουβά γιομάτο

και ξεπατώθηκε ο κουβάς και ’πέσαν όλα κάτω.

***

Της μαύρης κότας τα φτερά στη γη να τιναχτούνε

και στης κακιάς γειτόνισσας τα μάτια να της βγούνε.

***

Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει,

τότε κι εσύ θα παντρευτείς, να κάνει ο κόσμος χάζι.

***

Σαν βάλει ο σφάρδακλας βρακί κι η χελώνα μπούστο

τότε κι εσύ θα παντρευτείς, να κάνει ο κόσμος γούστο.
***
             Σα μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει, 
            τότε και συ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι.

*** 
Ένα καΐκι έρχεται με τ’ άσπρο του πανάκι,

κι από καρσί γνωρίζεσαι πως είσαι πουτανάκι.
***
Έχεις δυο μάτια σαν αυγά, δυο κώλους σα βαρέλια 
κι όταν σε βλέπω από κοντά ξεραίνουμε στα γέλια. 
***
Εσύ θαρρείς πως είσαι πια καμιά μηλιά με τ’ άνθη 
μα είσαι η φουρναρότρουπα που βάζουνε τη στάχτη. 
***
Εσύ θαρρείς πως είσαι το πρώτο τεφαρίκι 
μα είσαι το σφουγγαρόπανο που πλένουν το καθίκι.

***
Είσαι χοντρή και άσκημη έχεις και καμπουρίτσα

ψεύτρα και κουτοπόνηρη είσαι και μια μουσίτσα.

***

Ποια να σε πάρει εσένανε που δεν έχεις μια χάρη,

πρέπει τη νύχτα να σε δει βράδυ χωρίς φεγγάρι.

***

Μαύρη σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη 
     και καρακάξα του γιαλού, κανένας δεν σε θέλει.

*** 
        Έχεις φωνή γαϊδουρινή και γουρουνιού ομορφάδα 
     κι όποιος γυρίσει και σε δει, του έρχεται ζαλάδα. 
*** 
Αρκούδα κακομούτσουνη με μαλλιαρά ποδάρια,

δεν ντρέπεσαι να περπατείς μπροστά στα παλικάρια;

***

Άσπρη σκάλτσα φόρεσες και βγήκες ν’ αγαπήσεις,

κανείς δε σε χρειάστηκε φουσκιά να κουβαλήσεις.

***             
                 Μωρή στραβή πινακωτή, με τα στραβά ψωμιά σου, 
     ανάσκελα να κείτεσαι, δεν έρχομαι κοντά σου.

***   
Μωρή σαρδέλα βρωμερή, σουπιά τηγανισμένη, 
που κάθεσαι κι αναγελάς πέρδικα πλουμισμένη. 
                              ***                             
     Σα βγάλει ο βάτραχος μαλλιά και η χελώνα γένια, 
     τότε θα παντρευτείς κι εσύ, να βγεις από την έγνοια.

***

Να μη θαρρείς πως σ’ αγαπώ κι ήλθα να τραγουδήσω, 
     ο γάιδαρός μου δίψασε, κι ήλθα να τον ποτίσω. 
                      ***                          
     Να μην πολυπαινεύεσαι, σα ξέρω τη γενιά σου, 
     πόσες χιλιάδες κόνιδες έχ’ η βρακοθηλιά σου.

***                    
     Σαν τέτοια- τέτοια λάχανα, σαν τέτοια ραπανάκια, 
     σαν τέτοια βρωμοχόρταρα γιομάτα τα σοκάκια.

***                  

Για δες του παλιοφάναρου, που δε βλέπει να φέξει, 
     που δε βλέπει τα μούτρα του, μόν’ θέλ’ να κοροϊδέψει. 
            ***             
     Είσαι κουτσή, είσαι στραβή, γαϊδούρα μαδημένη, 
     καμιά στην ομορφάδα σου με σένανε δεν βγαίνει.

***            
     Αν έχεις κόρη όμορφη, βάλτηνε στο ζιμπίλι 
     και κρέμασέ την ψηλά, να μη στη φάν’ οι ψύλλοι. 
                 ***                    
     Λάθος σας επαινέσανε το δικό σας σπίτι 
     και σήκωσες τόσο ψηλά τη μακριά σου μύτη. 

  Γενικώς όλα αυτά τα έθιμα διεξάγονταν με πολύ χτυποκάρδι, για να φανούν σ’ αυτά οι οιωνοί και τα σημάδια με τις προσδοκίες των προγόνων μας.

Στους στενούς ορίζοντες ενός χωριού, όπου είναι απελπιστικά μικρός ο κύκλος για την αναζήτηση του κατάλληλου συζύγου, το πρόβλημα καταντά τυραννικό κι αναζητιέται επίμονα, κάποτε εκβιάζεται ποικιλότροπα, μια κάποια λύση. Με το ριζικάρισμα  δίνεται η ευκαιρία για μια μαντική οδηγία, που θα φέρει κυρίως τις νέες μακριά από το ασφυκτικό αδιέξοδο μιας μοναχικής ζωής.

Χρησιμοποιούν πολλούς τρόπους για να πετύχουν το σκοπό τους, παρόμοιους μ’ αυτούς που θα διαβάσετε παρακάτω.

1) Πηγαίνουνε και σπέρνουν σπόρους το βράδυ σ’ ένα σταυροδρόμι, λέγοντας μια ανάλογη μαγική φράση. Τη νύχτα, βλέπουν στ’ όνειρό τους να τη θερίζουνε μαζί με τον άντρα που θα παντρευτούν.

2) Πριν πέσουν να κοιμηθούν, κοσκινίζουν στάχτη κρατώντας πίσω από την πλάτη τους το κόσκινο δίχως να γυρίσουν το κεφάλι να κοιτάξουν. Το πρωί παρατηρούνε τα διάφορα σχήματα που φαίνονται πάνω στην στάχτη και τα εξηγούν ανάλογα. Αν δούνε κάτι σαν αλέτρι θα πάρουν γεωργό, σαν γράμμα γραμματικό, αν διακρίνουν ένα αποτύπωμα σκύλου κυνηγό κλπ.

3) Κάνουν μια πίτα αλμυρή και την τρώνε. Όποιος τους φέρει νερό να πιούν στον ύπνο τους, ετούτος θα γίνει και άντρας τους.

4) Πριν πλαγιάσουν οι κοπέλες, βάζουνε κάτω απ’ το προσκεφάλι τους τρία κουκιά. Ένα γερό, ένα ξεφλουδισμένο κι ένα ξεματισμένο. Το ξημέρωμα χώνουν το χέρι τους στα τυφλά κι’ αν πιάσουν το γερό κουκί είναι να πάρουν πλούσιο, αν πιάσουν το ξεφλουδισμένο φτωχό, κι αν τύχει το ξεματισμένο χηρεμένο.

5) Αφού ψιλοκοπανίσουν αλάτι, ραντίζουν ένα φύλλο συκιάς που το αφήνουν όλη τη νύχτα έξω στην αυλή. Αν ξεραθεί μέχρι το πρωί, πάει πέταξε τ’ όνειρο πως θα πάρουν όποιο αγαπούν. Αν όμως το συκόφυλλο εξακολουθεί να είναι φρέσκο και δροσερό, τότε σίγουρα θα υπάρξει ευτυχισμένη κατάληξη.

6) Σα σκοτεινιάσει, γιομίζουν ένα ποτήρι νερό, βάζοντας μέσα μια βέρα που τη έδεναν με μια τρίχα από τα μαλλιά τους και την κρατούσαν μετέωρη. Όσες φορές χτυπήσει στο γυαλί, τόσα χρόνια θα περάσουν για να παντρευτεί.

7)  Όταν έβγαινε και το τελευταίο ριζικάρι, όλες οι κοπέλες μπούκωναν το στόμα τους με νερό, από τον κλήδονα, και έβγαιναν στους δρόμους της γειτονιάς ή κρυφάκουγαν μέσα από το παράθυρο τους ή έβγαιναν στον κήπο του σπιτιού τους για να ακούσουν ανδρικό όνομα. Το πρώτο όνομα που θα άκουγαν, πίστευαν ότι έτσι θα έλεγαν τον άνδρα που θα παντρεύονταν. Δεν έλειπαν όμως και τα πονηρά. Ορισμένοι πονηροί, κρύβονταν κοντά στο δρόμο που θα περνούσε η κοπελιά με το μπουκωμένο στόμα με αμίλητο νερό και όταν την έβλεπαν να περνά φώναζαν ένα παράξενο όνομα .... Μια κοπελιά περνούσε από το σπίτι μιας γιαγιάς, άκουσε την εγγονή της να τη φωνάζει: Γιαγιά… γιαγιά... Η κοπελιά πικράθηκε πολύ γιατί πίστεψε πως θα μείνει γεροντοκόρη.

  Τέτοια και πολλά άλλα γίνονταν κάθε χρόνο την ημέρα του Αγιάννη του Κλήδονα. Η γιορτή όμως δεν τελείωνε εδώ. Οι κοπέλες που είχαν πάρει μέρος στον κλήδονα και τα ριζικάρια έπαιρναν ένα καθρέπτη κάλυπταν το κεφάλι τους με ένα κόκκινο πανί - μαντήλι και πήγαιναν σε ένα καζάνι γεμάτο νερό, έσκυβαν μέσα και με κατάλληλες κινήσεις του καθρέπτη έβαζαν τον ήλιο μέσα στο νερό και περίμεναν αρκετές ώρες για να ιδούν στον καθρέπτη το νέο που θα έπαιρναν σύζυγο.

  Πολλά - πάρα πολλά έφτιαχναν και έλεγαν στη γιορτή του Ριγανά και με όλα αυτά περνούσαν τις ημέρες τους οι πιο παλιοί άνθρωποι του χωριού. Όποιος ήταν τυχερός και έπαιρνε κάποια κοπέλα από αυτές που συμμετείχαν στη διαδικασία των ριζικαριών, έλεγε τα παρακάτω δίστιχα τραγουδάκια: 

Ο κλήδονας μαρτύρησε τι είχα στο μυαλό μου

και σήμερα σε έριξε στο δρόμο το δικό μου.

***

Ανοίξτε, κλείστε κλειδαριές, να βγουν τα ριζικά μου,

να βγει κ’ εμέ η αγάπη μου που έχω στην καρδιά μου.

***

Φουστανελλίτσα μου πλατιά με τα σαράντα φύλλα,

σαράντα σ’ αγαπήσανε μα ’γώ ’ρθα και σε πήρα.

***

Τον κλήδονά μου έριξα για να σε ριζικάρω

κι ο κλήδονας μου έδειξε άντρα να σε πάρω.

***

Καρδιά μου ήσουν λεύτερη, ποιος σου ’πε να ’γαπήσεις 
εκεί που ’σουν βασίλισσα, σκλάβα να καταντήσεις. 
***
Σ
ʼ άλλη καμιά δε μοιάζουνε τα μάτια τα δικά σου, 
και θέλω να τʼ αρνηθώ μα με τραβούν κοντά σου. 
***

Ανοίξετε τον Κλήδονα και στρώσετε λουλούδια,

πού θα περάσει ό Βασιλιάς με τη Βασιλοπούλα!

***
Μια π' άνοιξε ό Κλήδονας θα πω ένα τραγούδι

για χάρη σου, πολύχρωμο και διαλεχτό λουλούδι! 
***
-Στις ρεματιές μαζεύονται τη νύχτα οι νεράιδες,

και σήμερα στον Κλήδονα οι όμορφες κυράδες! 
***
Όσοι ’ρθανε στον Κλήδονα την τύχη τους να δούνε,

είν’ όλοι τους για να τούς κλαις, ας πάνε να χαθούνε. 
***

Είσαι για όλους μας καλή, άπ’ όλους παινεμένη.

Χαράς στο νιό πού θα μπερδευτεί με τέτοια τιμημένη.

***
Το κυπαρίσσι το ψηλό, το μεσιανό κλωνάρι,

το κοντογειτονόπουλο γυρεύει να σε πάρει.  
***

Μαυριδερή και νόστιμη κοντούλα και γεμάτη,

απ' όλες τις γειτόνισσες εσένα έχω στο μάτι.

***
Θα πάρεις άντρα όμορφο με αετίσιο μάτι,

το ριζικό του κλήδονα τον λέει......... ακαμάτη. 
***
Γαρύφαλλο τσαταλωτό στου βασιλιά το χέρι,

Τούρκοι - Ρωμιοί το μαρτυρούν πού ’σαι δικό μου ταίρι.

***

Μέσα εις το κλουβάκι σου να βάλω το πουλί μου

και να τ’ αφήκω εδεκεί σε όλη τη ζωή μου.

***

Έπιασα το γατάκι σου κι είπα να το χαδέψω

και μου ’πες φύγε απ’ εδώ, κι εγώ δεν θα τ’ αντέξω. 
***
Φανάρι τσιμπλοφάναρο χωρίς αγέρα κινιέσαι,

χωρίς να σ’ αγαπά κανείς λύεσαι και καυχιέσαι. 
***
Τα λόγια σου μη τα σκορπάς σαν τα άχυρο στ’ αλώνι,

γιατί φυσά ο άνεμος και ποιος τα συμμαζώνει.

***

Τα μυστικά του Κλήδονα κρατώ καλά κρυμμένα,

μέσα στα βάθη της καρδιάς, που έβαλα για σένα.

***

Το μήλο σου απ’ τον Κλήδονα τ’ Αϊ-Γιαννιού τη μέρα,

το βγάλανε και μού είπανε πως θα φορέσεις βέρα.

***

Στον Κλήδονα παράγγειλα την αγαπώ να φέρει,

και το χατίρι μου έκανε άσπρο μου περιστέρι.

***

Φέρτε τ’ αμίλητο νερό, νεράιδες του Κληδόνου,

κι ας τάξουμε στη χάρη του να ’ρθουμε και του χρόνου.

***

Θα πιώ τ’ αμίλητο νερό του Κλήδονα απόψε,

κι από της καρδιάς μου τους ανθούς, όποιο θελήσεις κόψε.

***

Εγώ το κακορίζικο στον Κλήδονα πηγαίνω

να βρω το ταίρι που ζητώ, που χρόνια περιμένω.

***

Με τις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού είδα την ομορφιά σου,

κι’ είπα να πέσω να καώ μέσα στην αγκαλιά σου.

***

Ένα αστέρι τ ’Αϊ Γιαννιού μήνυμα θα σου φέρει,

το πόσο θέλω να γενώ παντοτινό σου ταίρι.

***

Σαν μπέης- μπέης έρχεσαι σαν μπέης κατεβαίνεις,

και σαν καλός πραματευτής μες τον οντά μου μπαίνεις.

***

Τι με ωφελούν οι όμορφες, τι με ωφελούν τα κάλλη,

της όρεξής μου τα κλειδιά να τα κρατούνε άλλοι.

***

Τ’ Αϊ Γιαννιού στον Κλήδονα που τις φωτιές πηδούνε,

οι κοπελιές ελπίζουνε καλό γαμπρό να βρούνε.

***

Ευγνωμονώ τον Κλήδονα που μου ’βρήκε το ταίρι

κι είμαστε εδώ μαζί χειμώνα καλοκαίρι.

***

Ανήμερα τ’ Αϊ Γιαννιού με καλομοίρας χέρι,

θε να γραφτεί αιώνια πως θα σε κάνω ταίρι

***

Κέρνα τ’ αμίλητο νερό που ’ναι στο κιούπι μέσα,

πίνω το μα δε γνωρίζω το ότι δεν έχει καμιά μπέσα.

***

Μου το ’πανε στο Κλήδονα πως θα με κάνεις ταίρι,

μα την αυγή που ξύπνησα σε πήρε το αγέρι.

***

Σας εύχομαι από καρδιάς του Κλήδονα τ’ αστέρι,

στιγμές πολλές στιγμές χαράς στο σπίτι σας να φέρει.

***

Ας πιεί τ’ αμίλητο νερό μα μένα μη μου δώσει,

για να της λέω σ’ αγαπώ μέχρι να ξημερώσει.

***

Τα ριζικάρια ρίχνουνε στον Κλήδονα με χάρη,

για να μου ειπούν με ποιόν θα γίνουνε ζευγάρι.

***

Μήλο ’βαλα στον κλήδονα για να το ριζικάρω,

Κι αν είναι κισμέτι μου μικρό μου θα σε πάρω.

***

Άσπρη ’σαι σαν το γιασεμί και σαν το σιμιγδάλι

κι όταν περνάς στη γειτονιά, όλους τους πιάνει ζάλη. 
***

Άσπρη ’σαι σαν το τζάκι μας και σαν το μαγειριό μας,

είσ’ όμορφη και νόστιμη, ωσάν το γάιδαρό μας. 
***

Βασίλισσά ’σαι, μάτια μου, έχεις και την κορώνα,

έχεις και την Παράδεισου στα χείλη και στο στόμα. 
        ***       
     Έχεις τα μάτια του λαγού, τα φρύδια της καμήλας,

έχεις και το κατωσάγονο της μυξοπροβατίνας.

***
     Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώσετε χράμια, 
     τι θα περάσει ο βασιλιάς με τα στραβά ποδάρια. 
         ***
     Έφτασε η ώρα κι η στιγμή κι ο κλήδονας ανοίγει, 
     και καθενός το ριζικό στα φανερά ξανοίγει. 
                 ***                  
     Ανοίξαμε τον κλήδονα κι απλώσαμε τις κάπες 
    και θα σου δώσουμ’ απ’ αυτό, να μην του φάν’ οι γάτες.  
***

Όταν σ’ γέννα η μάνα σου, χρυσή ’ταν η κοιλιά της

και σ’ έκανε ομορφότερη απ’ όλα τα παιδιά της.
***

Σαν το ψηλό καμπαναριό, που δεν το πιάνει σκόνη

έτσι ’ναι το κορμάκι σου καθημερινή και σκόλη.
***

Τ’ όμορφο το χεράκι σου να ’βαζα μαξιλάρι,

να ’χα μες την αγκάλη μου το αργυρό φεγγάρι.
***

Απ’ όλα του προσώπου σου, η μύτη σου μ’ αρέσει,

είναι σα γαβανόχερο και κρέμεται να πέσει.

***
     Τα μάτια σου είν’ το γλυκό, τα φρύδια σ’ κουταλάκια 
     και τ’ άλλο το υπόλοιπο δίσκος με ποτηράκια. 
***

Έχεις δυο μάτια σαν ελιές επάνω σε κλωνάρι, 
     τα φρύδια σου ζωγραφιστά σα μονομερνό φεγγάρι. 
       *** 
     Αγάπη μου ξινόρυζο και χαβιαρομανέστρα, 
     την Κυριακή ’σαι όμορφη και τη Δευτέρα χέστρα. 
  ***

Μελαχρινό και νόστιμο, μαύρη μου σοκολάτα, 
     εσύ ’σαι ήλιος τ’ ουρανού κι οι άλλες είναι τ’ άστρα. 
 ***       
     Όμορφη είσαι, μάτια μου, σαν του παπά το ράσο, 
     κι όταν σε δω από κοντά, κοντεύω να ξεράσω. 
***     
     Σαράντα να τα μοιραστούν τα όμορφά σου κάλλη, 
     όλες θα γίνουν όμορφες κι όμορφη θα ’σαι πάλι.

***
     Ρόδα και τριαντάφυλλα κι ανθοί του παραδείσου, 
     μάζεψε η μανούλα σου κι έπλασε το κορμί σου. 
***      
     Εσύ ’σαι μια βασίλισσα κι όλο τον κόσμο ορίζεις, 
     σα θέλεις παίρνεις τις ψυχές, σα θέλεις τις χαρίζεις. 
             ***                     
     Ως και το παπουτσάκι σου κι εκείνο έχει γνώση, 
     πέτρα την πέτρα περπατεί, την κάλτσα μη λερώσει. 
***

Όλα σου τα ’δωσε ο Θεός, όλα με το κοντύλι, 
     μάτια και φρύδια και μαλλιά και ζαχαρένια χείλη. 
         ***

Μελαχρινό τα μάτια σου όταν τα πάρεις βόλτα, 
     πολλές καρδιές μαραίνονται, μα η δική μου πρώτα. 
           ***          
     Έχεις μαλλιά σα σέλινα στις πλάτες σου ριγμένα, 
     και τα χτενίζουν άγγελοι με διαμαντένια χτένα. 
 ***           
     Για δες μαλλιά σγουρά ξανθά, πλεγμένα με την τάξη, 
     και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.                 
***
     Μωρή αρκούδα μαλλιαρή με τα στραβά ποδάρια, 
     π’ έκατσες κι’ αναγέλασες ούλα τα παλληκάρια. 
           ***                 
     Βασίλισσα των κοριτσιών θε να σε ονομάσω, 
     άλλη δε βρήκα στο ντουνιά ωσάν την εμορφιά σου.                        
***
     Μαύρα ’ναι τα ματάκια σου, ξανθά ’ναι τα μαλλιά σου, 
     σα μήλα ροδοκόκκινα είναι τα μάγουλά σου. 
           ***
     Έχεις δυο μάτια σαν αυγά, δυο κώλους σα βαρέλια, 
     όποιος γυρίσει να σι δει ξεραίνετε στα γέλια. 
               ***      
     Έμορφα που ’ν’ τα μάτια σου, έμορφα που κοιτάζουν, 
     σαράντα μίλια μακριά τον άνθρωπο τον σφάζουν. 
                   ***      
     Από την πόρτα σου περνώ και βήχω ξεροβήχω, 
     κι αν δε γυρίσεις να σε δω, σου κατουρώ τον τοίχο. 
           ***              
     Σαν περδικούλα περπατείς, σαν περιστέρι τρέχεις, 
     χαρά στην ομορφάδα σου, που ταίρι να μην έχεις. 
           ***

Άσπρη είσαι σαν το χιόνι, όμορφη όπως καμιά, 
     σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που ’ναι η Αγιά Σοφιά. 
           ***                      
     Άσπρο μου τριαντάφυλλο, της Παναγιάς μετόχι, 
     το καμαροφρυδάκι σου άλλη καμιά δεν το ’χει.
           ***             
     Σαν του πλατάνου το κλαρί, που γέρνει πάνω κάτω, 
     έτσι ’ναι το κορμάκι σου λιγνό και ντελικάτο. 
                        ***                         
     Ψηλό κυπαρισσάκι μου, καφασωτό πλεγμένο, 
     εσύ ’σαι μες στη γειτονιά λιγνό και χαϊδεμένο. 
            ***                                     
     Αρχοντοπούλα να ’σουνα, δεν θα ’χες τέτοια χάρη, 
     να σου ζυγίζουν το φιλί με το μαργαριτάρι. 
                    ***                               
     Η χήρα θέλει πάπλωμα κι η παντρεμένη στρώμα, 
     κι η λεύτερη κατάχαμα, που δεν τα ξέρει ακόμα. 
                                                ***                                    
     Λιγνό κυπαρισσάκι μου, σκύψε και βγάλε αέρα, 
     να κελαηδήσουν τα πουλιά, να ξημερώσει η μέρα. 
              ***

Σαν περιστέρι φτερουγάς, λαλείς σαν αηδόνι 
     και περπατάς καμαρωτά, σαν τ’ όμορφο παγώνι.
                            ***                                       
     Ανάμεσα στα φρύδια σου δίχτυ χρυσό πλεγμένο, 
     πάω να περάσω, μάτια μου, πιάστηκα το καημένο.

***                                 
     Έχεις δυο ματάκια μαύρα, του αγγέλου μοιάζουνε, 
     σα γυρίσουν και με δούνε, στην καρδιά με σφάζουνε. 
                                  ***                                
     Τα μάτια σου σφάζουν πασά, τα φρύδια σου βεζίρη, 
     τ’ αγγελικό σου το κορμί σφάζει καραβοκύρη. 
                                ***                            
     Μοναχογιέ της μάνας σου, χρυσής βαγιάς φύλλο, 
     εσύ ’σαι που πρωτάνοιξες χωρίς κλειδιά τον ήλιο. 
                                    ***                                    
     Μοιάζεις με την Αγιά Σοφιά και δεν υπάρχει άλλη, 
     που να μπορεί να παινεθεί σαν τα δικά σου κάλλη. 
                                        ***                                  
     Θα πάρεις άντρα όμορφο, με αετίσιο μάτι, 
     το ριζικό του κλήδονα τον λέει ακαμάτη! 
                                 ***                                 
     Είσαι μαστίχα χιώτικη, κανέλα μυρισμένη, 
     απ’ όλες μέσ’ στη γειτονιά εσύ ’σαι χαϊδεμένη.             
                                  ***                                  
     Όταν σ’ γέννα η μάνα σου, ο ήλιος κατέβη, 
     και σου ’δωσε την ομορφιά και πάλι πίσω ανέβη. 
                                        ***                                      
     Της μαύρης κότας τα φτερά στη γη να τιναχτούνε, 
     και της κακιάς γειτόνισσας τα μάτια της να βγούνε. 
           ***             
Βρε ακαμάτη, παλαβέ, με γουρουνίσιους τρόπους, 
τι θέλεις και μπερδεύεσαι μαζί με τους ανθρώπους;
           ***             
Μη μου πολυφημίζεσαι πως είσαι παλικάρι,  
γιατί ’σαι σαν το μέρμηγκα που κουβαλεί κριθάρι.

***                                        
     Ανοίξετε τον κλήδονα και στρώστε τα βελούδα, 
     για να περάσει ο βασιλιάς με τη βασιλοπούλα. 
           ***                          
     Ανοίξετε τον Κλήδονα, να βγει χαριτωμένος,
     να βγει ένας αγγούραρος θεριός θεριακωμένος.

***                        
     Κλήδονα, παλιοκλήδονα, να ’χα του ριζικό σου, 
     που σε τραγουδούν οι λεύτερες και πίνουν το νερό σου.

***

Μήλο ’βαλα στο Κλήδονα και βγήκε δαγκωμένο,

κι απάνω στη δαγκωματιά, είχε φιλί γραμμένο

***

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα ’ναι που σου μοιάζει,

που βγαίνει τα μεσάνυχτα κι όλα τα σκοτεινιάζει.

***

Τα μάτια σου είναι σαν ελιές απάνω στο κλωνάρι,

Τα φρύδια σου καμαρωτά σαν δύο μερών φεγγάρι.

***

Εγώ της μοίρας παράγγειλα, ψηλά να μ’ ανεβάσει,

κι εκείνη ξύλα μάζωνε φωτιά ν’ ανάψει να με κάψει.

***

  Οι περισσότεροι πάντως από τους χωρικούς μας, δυσπιστώντας μπρος σε τούτα τα μαντικά τερτίπια, σαν ο λόγος κι αναφέρονται ουτοπιστικές επιθυμίες, λένε ειρωνικά: «Αυτά τα λεν στον Κλήδονα».

  Άσχετα με τούτο, πιστεύουμε πως τούτη η όμορφη γιορταστική συνήθεια στη μορφή που επιζεί και περιγράψαμε παραπάνω αξίζει να διασωθεί, γιατί παρουσιάζει μια αξιόλογη πολύπλευρη πληρότητα για τη λαογραφική μας παράδοση.

  Συναντούμε σ’ αυτή το αμίλητο νερό, τα κληδονικά, τις εξαγνιστικές φωτιές κάθαρσης, ένα μεγάλο αριθμό κλασσικών σ’ όλο τον Ελλαδικό χώρο μαντικών περιπτώσεων. Ονειρομαντεία, σταχτομαντεία, κουκομαντεία, φυλλομαντεία, καθρεπτομαντεία, δακτυλομαντεία, φερομαντεία και σκιομαντεία. κ.ά. Αξίζει επίσης να τονιστούν τα ειδικά δίστιχα, αποτέλεσμα μιας πολύχρονης τέλεσης, καθώς και ο ξέχωρος μουσικός ρυθμός που τραγουδιούνται, το μαγικό στοιχείο που συναντούμε και πολλές άλλες ειδικότερες λεπτομέρειες που ολοκληρώνουν τον κύκλο μιας πανάρχαιας μαντικής γιορτής.

[1] Την παραμονή 23 Ιούνη, οι νοικοκυρές έβγαζαν στα μπαλκόνια τα μάλλινα και βαμβακερά, καλά τους ρούχα, για να τ’ αερίσουν, να τα δει το άστρο και στη συνέχεια να τα φυλάξουν ξανά στα σεντούκια με λεβάντα, φυτικό αντισκωρικό, για να μην κάνουν κιτρινίλες.

[2] Το πηγάδι ή η πηγή έπρεπε να βρίσκονται σε τρίστρατο, δηλαδή εκεί που είναι να υπάρχει διασταύρωση τουλάχιστον τριών δρόμων.

[3] Σε περίπτωση που κατά την διαδρομή προς την πηγή ο δρόμος, το μονοπάτι ή το καλντερίμι ήταν δύσβατο τότε ακουμπούσε  ή πιανόσαντε χέρι με χέρι ώστε να μην σπάσει η ανθρώπινη κινητή αλυσίδα και αποτραπεί η μαγευτική δράση του αστρίσματος.

[4] Ρητός όμως κι απαράβατος όρος είναι, σ’ όλη την διαδρομή, από τη στιγμή του ξεκινήματος μέχρι και την επιστροφή, να μη βγάλουνε μιλιά.

[5] Κατά αυτήν της διαδικασία, οι άνδρες, τις ακολουθούσαν επιδεικτικά από κοντά και με διάφορα τερτίπια προσπαθούσαν να τις ξαφνιάσουν, να τις κάνουν να γελάσουν, να τρομάξουν ή οτιδήποτε άλλο, για να επιτύχουν τον απώτερο σκοπό τους. Τις ακολουθούσαν μέχρι την πηγή ή το πηγάδι και έλεγαν διάφορα αστεία ώστε να γελάσουν, κρύβονταν στον δρόμο και τις τρόμαζαν, και σε γνωστή περίπτωση αναφέρεται ότι, κάποιος άνδρας, έπιασε και ένα φίδι ελαφίτη (δεντρογαλιά) και το πέταξε δίπλα στις κοπέλες, με σκοπό να τις τρομάξει και να βγάλουν έστω και μια φωνή ή στριγκλιά. Όπως προανέφερα δεν μιλούσαν από την στιγμή που κινούσε η πομπή μέχρι να πάνε να γεμίσουν να επιστρέψουν κα ρίξουν τα αντικείμενα (ριζικάρια) μέσα στο νερό και να το κλειδώσουν.

[6] Άστρισμα λέγεται η διαδικασία από την στιγμή που κλειδώνεται ο μαστραπάς, μέχρι την ώρα που θα ξεκλειδωθεί (ανοιχθεί).

[7] Ο μαστραπάς (κανάτα) είναι ένα επιτραπέζιο δοχείο υγρών μ’ ένα μέτριο άνοιγμα στο στόμιο, που θα χωρούσε να περάσει το χέρι μόνον μικρού παιδιού, μέχρι δώδεκα ετών περίπου. Κατασκευαζόταν από πηλό, ξύλο, μέταλλο ή και από γυαλί. Χρησιμοποιούταν κυρίως ως επιτραπέζιο δοχείο, για το σερβίρισμα νερού και κρασιού.

[8] Κατά την διαδικασία του εναπόθεσης των ριζίκιων, οι κοπέλες που συμμετείχαν στο άστρισμα έκαναν ένα κύκλο γύρω από τον μαστραπά με τις πλάτες γυρισμένες προς αυτόν σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο τείχος γύρω από αυτόν για να μην βλέπουν τι θα ρίξει μέσα στον μαστραπά η κάθε κοπέλα. Και τοιουτοτρόπως μια- μια αρχόμενης από την πρωτοριζικάρισσα γύριζε και έριχνε το ριζίκι και ακολουθούσε η επόμενη μέχρι να τελειώσουν όλες με την σειρά. Του Γιάννη, εκείνη την στιγμή που έριχναν τα ριζίκια του έδινε εντολή η πρωτοριζικάρισσα να πάει να φέρει ένα λουλούδι προτού τελειώσει η εναπόθεση. Η απόφαση για το ποιο λουλούδι θα έφερνε λαμβάνοταν από την πρωτοριζικάρισσα και ο Γιάννης έτρεχε να το βρει ούτος ώστε να μη ιδεί τι ρίχνει η κάθε μια στον μαστραπά.

[9] Πάνω στα φρούτα, για να ξεχωρίζουν εύκολα, χαράσσουν σχήματα ή γράμματα με μαχαίρι ή καρφώνουν γαρύφαλλα και μικρά σπυριά κυρίως από ρύζι για να ριζικαριστούν και αν δεν υπήρχε αυτό τοποθετούσαν σπόρους από σιτάρι ή κριθάρι.

[10] Πολλές φορές, είχαν γεμίσει ένα ή και δύο παρόμοιους  μαστραπάδες, με κρασί, ή με βρωμονέρι, τοποθετώντας μέσα χαλίκια, σάπια φρούτα, σαλιγκάρια, ακρίδες, κ.λπ. για να ξεγελάσουν τους άνδρες κατά την διαδικασία που το έκρυβαν. Αν οι άνδρες ανακάλυπταν ένα από αυτά, εκείνος ή εκείνοι που το έβρισκαν ήσαν υποχρεωμένοι να το πιούν. Το βρωμονέρι ήταν νερό πιασμένο από λιμνάζοντα νερά και όχι από τρεχούμενα, τα οποία είχαν μια μυρωδιά που λεγόταν βουρκουλίθρα ή βουρκουλίδα και ήταν απαίσιο και επικίνδυνο κατά την πόση, διότι περιείχε και κοψαντερίθρες. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις, κατά μαρτυρίες, μέσα έβαζαν και τυρόγαλο, γαϊδουροκάτουρο, η και αλατόνερο και τότε η ανακάλυψη του μαστραπά,  έβαζε σε περιπέτεια, τους άνδρες που έβρισκαν τους παραπλανητικούς μαστραπάδες με τα ριζίκια.

[11] Μαγάρα λεγόταν, όταν αποφάσιζαν να μην το κλέψουν, μην αλλάξουν νερό, μην το ανοίξουν και σε αρκετές περιπτώσεις οι άνδρες το έπαιρναν και απόθεταν ακαθαρσίες (περιττώματα) εντός αυτού, ή ακόμη μπορούσαν να ρίξουν εντός αυτού ένα βάτραχο, ένα μη δηλητηριώδες φίδι, χελωνάκι, ή και κάβουρα.

[12] Μπουμπούνα, Μπουμπουνίτσα, η = μεγάλη φωτιά. Μπουμπούσι, το = το σκαθάρι, το ζωύφιο, το στοιχειό. Μπουμπουτίζω, = ποτίζω αργά- αργά. Μπουμπουνίζω, = χτυπάω με τον κόπανο χόρτα, χορτοκοπανίζω, κτυπάω δυνατά. Μια τοπική φράση που ακούγεται μέχρι και σήμερα για κάποιον που άναψε φωτιά αναφέρει: «Την μπουμπούνιξε την φωτιά», Μπουμπουνητό = ο εκκωφαντικός ήχος (βρόντος) μετά την αστραπή (φυσικό φαινόμενο). Εξ’ ου και η φράση «Αστράφτει και βροντά».

[13] Αν κατά αυτή την νύκτα φυσούσε δυνατός άνεμος, δεν άναβαν φωτιές διότι ήσαν επικίνδυνες και θεωρούσαν ότι η επόμενη χρονιά θα ήταν δύσκολη για όλο το χωριό.

[14] Δεν απουσίαζαν και τα κορίτσια από το να πηδούν κι αυτά τις φωτιές. Περιορίζονταν όμως όταν οι φλόγες έπαυαν και η παχιά καρβουναριά  διαδεχόταν τις θεόρατες φλόγες, λόγω ότι τότε φορούσαν μόνο φουστάνια και δεν μπορούσαν να δρασκελίσουν τις μεγάλες φλόγες της.

[15] Από τις φωτιές που άναβαν και γινόταν όλη αυτή η γιορτή έδωσαν και το προσωνύμιο στη γιορτή «Αγιάννης ο Λαμπαδιάρης» Το πρωί ανήμερα του Αγιάννη, πριν ακόμη βγει (ανατείλει) ο ήλιος, όλες οι νοικοκυρές έτρεχαν στα χωράφια να μαζέψουν ένα ματσάκι ρίγανη. Αυτή, την κρεμούσαν σ’ ένα σημείο που να φαίνεται επάνω από την πόρτα ή το χαγιάτι, για να το βλέπει όποιος πήγαινε στο σπίτι, για να μην το βασκάνει, δηλαδή έδιωχνε την βασκανία. Πίστευαν επίσης πως η ρίγανη αυτή είχε και θεραπευτικές ιδιότητες σε διάφορα νοσήματα όπως πόνους στην κοιλιά, κρύωμα, πόνους στο αναπνευστικό κλπ. Η ρίγανη αυτή έμενε εκεί κρεμασμένη μέχρι τον επόμενο χρόνο του Αγίου Ιωάννη. Δεν την χρησιμοποιούσαν στα φαγητά, γιατί ήταν άψητη, δηλαδή δεν είχε βγάλει λουλούδι ούτε είχε καρπίσει, δηλαδή δεν είχε ωριμάσει.

[16] Μετά το σβήσιμο της φωτιάς έπαιρναν αρκετή στάχτη ο καθένας και την κοσκίνιζαν με αφόρετο αργιολόι (αχρησιμοποίητο κόσκινο σιτηρών) έξω από την πόρτα τους. Το πρωί που ξυπνούσαν κοιτούσανε τις γραμμές ή σχήματα  που είχε κάμει η κοσκινισμένη στάχτη κι από εκεί μαντεύονταν πολλά και διάφορα.

Εκτύπωση