ΛΥΤΑΡΙ ή ΛΥΤΑΡΑΚΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 82112

Γράφει, ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Πολλές φορές στην καθημερινότητα και κατά τις διαχρονικές λαογραφικές και ιστορικές καταγραφές που έχουμε πραγματοποιήσει, όσοι ήθελαν ή θέλουν ν’ αναφερθούν για κάποιο μικρό και ψιλό σχοινί ή σχοινάκι το αναφέρουν ως λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι.

Αυτή η ονομασία λυτάρι ή λιτάρι ή και λυταράκι δυστυχώς δεν πρέπει να προσδιορίζει, κανένα σχοινάκι μικρού μεγέθους. Η ονομασία έχει προσδιοριστεί λανθασμένη και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και ν’ αναμεταδίδεται ως έχει.

Λυτάρι, λυταράκι ή απολυτάρι λέγεται το οικόσιτο ζώο το οποίο, έχει ξεφύγει της προσοχής του ιδιοκτήτη, ή έχει ξεκόψει από το κοπάδι ή έχει λυθεί από το σχοινί που το έδεναν για να βοσκήσει στην ύπαιθρο. Η λέξη προέρχεται από το λύσιμο, λυτό, αυτό που δεν είναι δεμένο, αυτό που λύθηκε, το ελεύθερο, το μη περιορισμένο.

Επίσης στο ορθογραφικό λεξικό "Πρωΐας" το λυτάρι αναφέρεται ως «σχοινίον, λωρίον, δι’ ού δένονται οι κύνες και τα ζώα».

Στους νεότερους χρόνους, αμέσως μετά την απελευθέρωση του πρώτου τμήματος της ελληνικής γης, πάρθηκαν νομοθετικά μέτρα που αφορούσαν την Αγροφυλακή γενικά. Με το νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1833 «περί συστάσεως των Δήμων» και το διάταγμα της 31 – 12 – 1836 «περί Δημοτικής Αστυνομίας» η αστυνομία τόσο η τοπική όσο και η αγρονομική ανατέθηκε στους Δήμους. Αυτή «ενεργείται παρά των Δημάρχων εν ονόματι και κατά διαταγήν της κυβερνητικής αρχής του κράτους». Στην εποχή αυτή ανήκει και το διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836 «περί προφυλάξεως των δενδροφυτειών” το οποίο αποτελεί και τον πρώτο βασικό νόμο «περί αγροφυλάκων». Έτσι πριν συσταθεί η Αγροφυλακή, αγροφύλακα διόριζε το τοπικό συμβούλιο για ένα χρόνο και το ίδιο το συμβούλιο, εκδίκαζε κάθε διαφορά που δεν μπορούσε να λυθεί μεταξύ των διαδίκων.

Αυτά τα λυτά ζώα όταν τα εντόπιζε ο αγροφύλακας του χωριού, μετά από καταγγελία ή μαρτυρία ή κατά την περιπολία του, τα έπιανε.

Το σχοινάκι, τρία μέτρα περίπου, ήταν το απαραίτητο εξάρτημα του αγροφύλακα που το είχε περάσει γύρω- γύρω από την μέση του και το κουβαλούσε επάνω του όταν ήταν σε υπηρεσία.

Μόλις το ζώο προκαλούσε κάποια αγροτική ζημιά, δηλαδή να μπει σε περιβόλι, να φάει μικρά δένδρα να μπει σε κάποιο αμπέλι κ.ά., τότε έπιανε το ζώο, το έδενε με το μικρό σχοινί από τον λαιμό, ή από τα κέρατα (τσέπια), ή και από κάποιο πόδι και τραβώντας το σιγά – σιγά ή και με την βοήθεια κάποιου άλλου το μετέφερε στον ιδιοκτήτη του, ή στο κέντρο του χωριού για ν’ αναγνωρισθεί.

Ο αγροφύλακας δεν το παράδιδε κατευθείαν στον ιδιοκτήτη, το κρατούσε έως ότου να εκτιμηθεί πρώτα η ζημιά, να συμφωνήσει ο ζημιωθείς με τον ιδιοκτήτη του ζώου και ν’ αποδοθεί το αντίτιμο, ή να προβούν μεταξύ τους σε κάποια συμφωνία. Ακόμη θα μπορούσε ο ζημιωθείς να μην ζητούσε καμιά αποζημίωση και έτσι το ζώο παραδιδόταν άνευ όρων στον ιδιοκτήτη.

Ο αγροφύλακας όταν συλλάμβανε το ζώο ήταν υποχρεωμένος τουλάχιστον να το ποτίσει νερό. Αν περνούσε μια ημέρα και δεν παρουσιαζόταν ιδιοκτήτης και το ζώο έπρεπε να φάει, τότε το τάιζε και την ταγή θα την χρέωνε στον ιδιοκτήτη του ζώου.

Όσο το ζώο παρέμενε στα χέρια του αγροφύλακα ήταν δεμένο με το εν λόγο σχοινάκι. Αν το σχοινάκι το κατέστρεφε το ζώο, ο ιδιοκτήτης του ζώου έπρεπε να το αντικαταστήσει στον αγροφύλακα.

Αν ο ιδιοκτήτης δεν αναγνώριζε το ζώο ή την ζημιά, τότε το ζώο παρεκρατείτο από τον αγροφύλακα και κατόπιν το έβγαζαν σε λοταρία. Με τα χρήματα που εισέπρατταν από την λοταρία πλήρωναν την ζημιά. Αν δεν υπήρχε ενδιαφέρον για λοταρία, τότε προέβαιναν σε πώληση και από τα χρήματα που εισέπραττε ο αγροφύλακας, έδιδε το ανάλογο της ζημιάς στον ζημιωμένο και αν υπήρχε υπόλοιπο το απέδιδε στον ιδιοκτήτη του ζώου.

Οι ιδιοκτήτες των ζώων που προέβησαν σε αγρονομικές παραβάσεις - ζημιές στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός μικρών εξαιρέσεων, αναγνώριζαν την ζημιά και τα ζώα και τα κανόνιζαν μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει συνέχεια.

Κατά την ταπεινή μας άποψη (και εδώ θα μπορούσαν να βοηθήσουν οι γλωσσολόγοι), η λέξη αλήτης ίσως να έχει κάποια σχέση με το λυτάρι. Αναφερόταν κυρίως σε αυτόν που περιπλανιέται χωρίς να έχει μόνιμη κατοικία. Παράγεται από τα αρχαίο ρήμα ἀλῶμαι που σήμαινε περιφέρομαι, περιπλανιέμαι και τη χρησιμοποιούσαν στα αρχαία ελληνικά για να αναφερθούν σε εξόριστους ή ζητιάνους.

Αντίθετα, η λέξη αλιτήριος, αναφέρεται ειδικότερα στη συμπεριφορά κάποιου. Προέρχεται από το ρήμα αλιταίνω που σήμαινε βλάπτω, αδικώ.

Λιτάρι ή λυτάρι εντοπίζουμε κατά την κατασκευή σακιών ή πανιών με μαλλί ή σπάρτο, ή και λινάρι. Πιο παλιά είχαν ένα ειδικό μηχανισμό από ξυλοκατασκευή που έπλεκαν τα σακιά και τα πανιά. Οι γυναίκες κλώστριες περνούσαν το νήμα λιτάρι ή λυτάρι στο γύρο και στη συνέχεια σε τρεις μικρούς κυλίνδρους που συνδέονταν με το γύρο με ψιλές χορδές, που μετέδιδαν την κίνηση των κυλίνδρων στο γύρο. Στη συνέχεια έδεναν τα νήματα που προέρχονταν από κάθε κύλινδρο γύρω από τη μέση τους και περπατούσαν προς τα πίσω, σιγά- σιγά απομακρυνόμενες από το γύρο. Με αυτό τον τρόπο τραβούσαν τα νήματα ώστε να γυρίζει ο γύρος και να τροφοδοτεί το μηχανισμό με νήμα από το λιτάρι, ενώ παράλληλα έπλεκαν τα νήματα που προέρχονταν από κάθε κύλινδρο σε ένα ενιαίο τρίκλωνο νήμα.

Πηγές:

https://traditional-professions.aegean.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=53:2015-01-17-15-50-19&catid=9&lang=el-GR&Itemid=104

https://blogs.sch.gr/mtsaousid/2022/03/17/palia-paradosiaka-epaggelmata-poy-chathikan/

Εκτύπωση