Δόμνα Σαμίου – Η μεγάλη κυρία της δημοτικής μας παράδοσης

Γονική Κατηγορία: Μελέτες, Πνευματικά Βιογραφίες Εμφανίσεις: 9366

Η Δόμνα Σαμίου, η μεγαλύτερη ερευνήτρια του αυθεντικού ελληνικού παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού, δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Η φωνή της σίγησε για πάντα στις 10 Μαρτίου 2012. Η Δόμνα γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας. Οι γονείς της ήταν πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό κοντά στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας. H μητέρα της το 1922, παντρεμένη τότε κατά την Μικρασιατική καταστροφή, ακολούθησε τον σκληρό δρόμο της προσφυγιάς και έφθασε μόνη της στην Ελλάδα. Ενώ αντίθετα ο πατέρας της, εκείνη την ταραγμένη εποχή υπηρετούσε στρατιώτης, και μάλιστα εκείνη την περίοδο, είχε συλληφθεί αιχμάλωτος, από τα τουρκικά στρατεύματα. Αργότερα μετά από τέσσερα χρόνια, με την ανταλλαγή αιχμαλώτων που πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος του πολέμου, ελευθερώθηκε και ήρθε κι αυτός στην Καισαριανή για να συναντήσει την γυναίκα του.

Εκεί στην Καισαριανή η μικρή Δόμνα είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα, απ' τα οποία και πήγασε η μεγάλη αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική. Ήταν η μόνη Ελληνίδα τραγουδίστρια, που συνετέλεσε στη καταγραφή, διάσωση και διάδοση του ελληνικού παραδοσιακού τραγουδιού, όπως η ίδια ομολογεί σε συνέντευξή της.

 

Ας δούμε όμως πως η ίδια η Δόμνα, λιτά περιγράφει αυτή την ιδιαίτερη σχέση που είχε με τη μουσική: «Το αυτί μου εμένα από τότε, σαν παιδάκι που ήμουνα, έπαιρνε όλους τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία, δεν ήταν ψάλτης ο άνθρωπος, αλλά έψελνε και τραγουδούσε επίσης πολύ ωραία. Θυμάμαι όταν γύριζε από τη δουλειά του μ' έπαιρνε στα γόνατά του και με ταχτάριζε και μου έλεγε, ας πούμε:

Ταχτιρί πού πας μωρή,

στον τσοπάνο για τυρί,

και τυρί δε βρήκαμε,

τον τσοπάνο δείραμε...

Ή άλλα διάφορα, ας πούμε:

Το παιδί θέλει χορό,

τα βιολιά δεν είν' εδώ,

ποιος θα πάει να τα φέρει,

μ' ένα τάληρο στο χέρι...

Ήτανε και η εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος κοντά και κάθε Κυριακή πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου και παρακολουθούσα τη Θεία λειτουργία, βέβαια όχι από θρησκοληψία, αλλά γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μια συναυλία, ας πούμε. Σιγά- σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ' έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Άσπιλε, αμόλυντε..», που λένε στο τέλος των Χαιρετισμών, που στέκεται ένα παιδάκι μπρος στο Χριστό κι ένα άλλο στην Παναγία, όλο αυτό το κομμάτι το έλεγα απ' έξω».

Ως σημαντικότατο μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά, καλείται στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ) για να συνεργασθούν, όπου αργότερα το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Αυτή η θετική και καρποφόρα συνεργασία κρατάει δέκα επτά χρόνια και τερματίζεται το 1971, όπου παραιτείται από τη Ραδιοφωνία, λόγω σημαντικών παρεμβάσεων στο έργο της. Παράλληλα αναλαμβάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, σε θεατρικές εκπομπές και σε κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963, αρχίζει τις περιοδείες της στην επαρχία, για επιτόπιες καταγραφές με σκοπό την συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.

Το 1971, χρονιά ορόσημο για την μετέπειτα πορεία της, συνάπτει συνεργασία με τον Διονύση Σαββόπουλο συνερμηνεύοντας διάφορα παραδοσιακά τραγούδια επί σκηνής. Ήδη όμως από το 1960 κυκλοφορούν αρκετοί δίσκοι της σε Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία και Σουηδία, που ταυτόχρονα σηματοδοτούν την τεράστια απήχηση του έργου της στον κυρίως Ελληνισμό και στην Ελληνική Ομογένεια, ανά τον κόσμο. Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την δισκογραφική εταιρεία Columbia (Κολούμπια) και πραγματοποιεί αλλεπάλληλες εκδόσεις με την LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τους Φώτη Λαμπρινό και Ανδρέα Θωμόπουλο, οργώνει κυριολεκτικά την επαρχία και γυρίζει είκοσι επεισόδια της εκπομπής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης με ονομασία «Μουσικό οδοιπορικό». Το 1981 με δική της πρωτοβουλία ιδρύει τον «Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής - Δόμνα Σαμίου», με σκοπό τη διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και έκδοση δίσκων, με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, απέχοντας από τις οικονομικές απαιτήσεις της συμμετοχής των εμπορικών μουσικών εταιριών.

Εν τω μεταξύ, μακροχρόνια συνεργάζεται με πλήθος από καταξιωμένους, ερευνητές, μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, και εθνομουσικολόγους. Διδάσκει, ανακαλύπτει και αναδεικνύει ταλέντα από πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες. Ηχογραφεί, εξοικειώνεται με όλα τα τοπικά μουσικά ιδιώματα, επιμελείται εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές και κινηματογραφικές ταινίες.

Το 1979, ο σκηνοθέτης του Εθνικού Θεάτρου, Αλέξης Σολωμός, της ανέθεσε τη μουσική επιμέλεια για τους Όρνιθες του Αριστοφάνη που παρουσιάστηκαν πρώτα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου και στη συνέχεια στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού όπου εκεί σ' αυτό το Ωδείο αργότερα για τέσσερις συνεχείς χρονιές (1995-1998), τραγούδησε αρκετά παραδοσιακά τραγούδια.

Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. Σε μια συνέντευξη η ίδια δηλώνει ότι: «Πέρασε πλέον η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι».

Το 1993, ο Γιώργος Θεοδοσιάδης της ανέθεσε την επιμέλεια της "ζωντανής" μουσικής του Αγαπητικού της Βοσκοπούλας που ανέβασε το Εθνικό Θέατρο.

Μεγάλη αναγνώριση της αποδίδεται από το Μέγαρο Μουσικής, όπου δίδει συναυλίες με τα ωραιότατα Ακριτικά Τραγούδια μας (Μάιος 1995) και ελληνικά παραδοσιακά κάλαντα (Χριστούγεννα 1996).

Παράλληλα, από το 1994 ως το 2001, παραδίδει συνεχώς μαθήματα παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων.

Αρκετές ήταν οι πρωτοβουλίες και ανιδιοτελής η τεράστια προσφορά της για τη μουσική εκπαίδευση των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η προεργασία η έρευνα και η περίσσια θέληση και αγάπη της για το δημοτικό τραγούδι, θα την βοηθήσει να αποκτήσει ένα πλούσιο οπτικοακουστικό μουσικό υλικό, που αργότερα αποδεικνύεται σημαντικότατο, με απώτερο στόχο την καταγραφή, προώθηση και διαφύλαξη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής.

Ενάντια στην εμπορική εκμετάλλευση και εκλαΐκευση της δημοτικής παράδοσης, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και αρχίζει να παρουσιάζει επί σειρά ετών την πιο αυθεντική εκτέλεσή της. Έτσι πραγματοποιεί αμέτρητες συναυλίες, στις οποίες όχι μόνον τραγουδά η ίδια, αλλά και προωθεί και παρουσιάζει απλούς αυθεντικούς καλλιτέχνες και δημιουργούς του γνήσιου δημοτικού τραγουδιού.

Η εμπεριστατωμένη γνώση της πάνω στο αντικείμενο των εθίμων της δημοτικής παράδοσης του ελληνικού τραγουδιού, η πρωτοπορία, η πολύχρονη πείρα της και η ακρίβεια στην απόδοση των τοπικών λεκτικών ιδιομορφιών και του ύφους του τραγουδιού, της κάθε περιοχής, την καθιστούσαν μοναδική και αναντικατάστατη στον επιλεγμένο πλέον τομέα της.

Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών ανά την υφήλιο που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της που πραγματοποιήθηκε στη Σουηδία.

Στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι αλλεπάλληλες εμφανίσεις της σε συναυλίες, είναι αμέτρητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση τον Οκτώβριο του 1998, για τα 70 της χρόνια, προσφορά στα παραδοσιακά μουσικά δρώμενα της χώρας: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής», «Η γνωστή και άγνωστη Δόμνα».

Από το 1994 παραδίδει μαθήματα γνήσιου δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.

Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνεια της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις για την προσφορά και το έργο της. Το 2006 έλαβε το βραβείο Αρίων για την συνολική προσφορά της στη διάσωση του δημοτικού τραγουδιού, αλλά και το μετάλλιο που της απένειμε το 2005 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος.

«Στόχος μου, πάντα, είναι να σώσω και διαδώσω τα τραγούδια της λαϊκής μας παράδοσης», έλεγε. «Όσο για το κράτος; Είδες ποτέ να κάνει κάτι γι' αυτό;»

Τ' όνομά της ταυτίστηκε σημαντικά με την αυθεντική μουσική μας παράδοση, που σε πείσμα των καιρών αντιστέκεται, γοητεύει, μαγεύει, σαγηνεύει, συγκινεί, προσηλώνει το κοινό και αναδεικνύει την ομορφιά της δημοτικής μας μουσικής, «τα πατήματα του αυτιού» όπως έλεγε η ίδια συνεχώς. Ακούραστη σκαπανέας της παραδοσιακής μουσικής, ερμηνεύτρια καταξιωμένη, η Δόμνα Σαμίου, με γνώση, αγάπη, μεράκι και αξιοζήλευτη δύναμη, αφιέρωσε τη ζωή της για να καταγράψει, να διασώσει και να μεταδώσει τα πανέμορφα ακούσματα του τόπου μας, που χάθηκαν και χάνονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, στην λήθη του χρόνου και της λησμονιάς και να μας κάνει κοινωνούς της παράδοσης των πανέμορφων ηθών και εθίμων μας.

Η καταξιωμένη Δόμνα, δεν ήταν μια επιστήμονας λαογράφος, διότι ποτέ δεν διδάχθηκε την λαογραφία, αλλά το μεράκι κι η αγάπη της για το τραγούδι και η προσωπική προσφορά της και το έργο της, νομίζω ξεπέρασαν τους επαγγελματίες λαογράφους και σήμερα έχουμε την υποχρέωση να την κατατάξουμε στους κορυφαίους λαογράφους της πατρίδας μας. Το έργο της πρέπει να επεξεργασθεί από σοβαρούς επιστήμονες λαογράφους και να δοθεί στην δημοσιότητα. Νομίζω η Δόμνα ότι κρατούσε αρκετό πολύτιμο λαογραφικό υλικό στα συρτάρια της.

Η προσφορά και η φωνή της Δόμνας δεν σταμάτησε, στις 12 Μαρτίου 2012, ο χαμός της αναπτέρωσε το πεσμένο ηθικό των υπερήφανων Ελλήνων. Με την προσπάθεια και με το έργο της, μας έδωσε μια πραγματική ώθηση να ξαναθυμηθούμε την γνήσια δημοτική μας παράδοση και να συνεχίσουμε να κρατάμε τις Θερμοπύλες που σήμερα δέχονται ανελέητες επιθέσεις από τα οργανωμένα συμφέροντα και προσπαθούν να μας αλλαξοπιστήσουν και ν' αλλοιώσουν, ότι κρατήσαμε αιώνες τώρα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που την σκεπάζει. Η Πατρίδα δεν έχει το δικαίωμα να την ξεχάσει, πρέπει να της δώσει ότι της χρωστάει για την πολύχρονη προσφορά της!

Σε τηλεφωνικές συνομιλίες που είχα συνεχώς μαζί της πριν λίγα χρόνια, κατά καιρούς μου έδινε οδηγίες για την συγκέντρωση λαογραφικού υλικού. Και συγκεκριμένα μου ανέφερε, ότι κάτι καινούριο, αυθεντικό και το πρωτότυπο θα το βρεις όχι σε πανηγύρια, γιορτές και σε συναυλίες, αλλά σε απομακρυσμένους λαϊκούς ανθρώπους, που το έχουν εγκλωβίσει μέσα την ψυχή τους και περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία να εκφρασθούν.

Τελειώνοντας μια φορά την τηλεφωνική συνομιλία μας μου είπε: «Άκουσε Ηλία μου, στην μικρή τούφα κρύβεται ο τρανός λαγός».

Με την εμπειρία που έχω αποκτήσει, μετά από αρκετά χρόνια έρευνας και λαογραφίας, ανακάλυψα ότι, «όντως η μικρή τούφα κρύβει τον τρανό λαγό».

Εκτύπωση