ΛΙΜΑΖ ΑΓΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ

Γονική Κατηγορία: Μελέτες, Πνευματικά Ανέκδοτες ιστορίες Εμφανίσεις: 10023

Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Το τραγούδι της Ελένης έχει την δική του ιστορία που μοιάζει σαν μύθος:

     Γύρω στα 1812, δηλαδή λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821, στην Μοστενίτσα (σημερινή Ορεινή της Ηλείας) ζούσε ένας Τούρκος αγάς, ο Ελμάζ- αγάς ή Λιμάζ- αγάς ή Λιμάζης που ήταν παιδί του Λαλαίου Τουρκαρβανίτη και τσιφλικά Χούζου.

Είχε μεγάλο τσιφλίκι, ανάκτορα, πολλά κτήματα στα Τριπόταμα και πύργο δυνατό στη Μοστενίτσα (η παράδοση αναφέρει ότι ο πύργος του ήταν δυνατός, γιατί είχε καταναλώσει αρκετές χιλιάδες αυγά ρίχνοντας στο μίγμα των αδρανών υλικών, όπου καθώς αναφέρεται γινόταν «σίδερο» καθώς τον έχτιζε ώστε να μην γκρεμίζεται εύκολα), με τζαμί και μεγάλες αποθήκες. Το τσιφλίκι απλωνόταν στα γύρω χωριά όπου είχε κτήματα και μαγαζιά στα Τριπόταμα. Επίσης ήταν ο άμεσος μεσάζων του εμπορίου του καπνού από την γύρω περιοχή προς τους κατοίκους της Ηλείας και ιδίως των Λαλαίων Τούρκων, οι οποίοι προμηθεύονταν καπνά από αυτή την περιοχή διότι ήσαν τα καλλίτερα και τα πιο μυρωδάτα. Ήταν νεαρός, ψηλός, μελαχρινός, πανέξυπνος και πολύ ξακουστός για την υπερηφάνεια και την περισσή ομορφιά του.

   

Στην περιοχή του Λειβαρτζίου και στο μαχαλά του Σεμπτίου μεγαλοκτηματίας και άρχοντας του τόπου ήταν ο Χριστόδουλος Παπαδόπουλος, τρανός με δύναμη και κύρος την εποχή εκείνη. Τα κτήματά του έφθαναν μέχρι τα Τριπόταμα και συνόρευαν με αυτά του Λιμάζαγα. Εκεί γνωρίστηκε ο Λιμάζης με τον Παπαδόπουλο και ανάπτυξαν φιλικές σχέσεις. Ο Παπαδόπουλος ήταν παντρεμένος με μια Σισινοπούλα από την Γαστούνη, την Μαρούλα. Απέκτησαν μια κόρη, την όμορφη και ενάρετη Ελένη, που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν: «νεράιδα του Λειβαρτζίου».

 

    Προσκάλεσε κάποτε ο κυρ- Χριστόδουλος τον Λιμάζαγα στο πανηγύρι του χωριού του που γίνεται ανήμερα της Πεντηκοστής να τον φιλοξενήσει στο αρχοντικό του όπως συνηθιζόταν και να γλεντήσουν μαζί. Εκεί ο αγάς γνώρισε την Ελένη, από την πρώτη στιγμή που την είδε θαμπώθηκε από την ομορφιά από την εξυπνάδα της και την αγάπησε παράφορα.

    Από τότε κάθε ημέρα πήγαινε στο Λειβάρτζι και με τον ταμπουρά του, με το γλυκό τραγούδι και οι μαργιόλικες ματιές του, αποτελούσαν την ερωτική του αρματωσιά, που είχε σαν στόχο την καρδιά της Ωραίας Ελένης του Λειβαρτζίου. Η Ελένη δεν βρήκε δύναμη ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Η λεβεντιά του Λιμάζαγα της θόλωσε το νου και τον αγάπησε μ’ όλη της την ψυχή. Η Ελένη δεν μπορούσε κι αυτή να αντισταθεί, συγκινήθηκε από το πάθος του κι ανταποκρίθηκε στο έρωτά του. Τον αγάπησε και αυτή μ’ όλη την δύναμη της ψυχής της. Έτσι τα βράδια έβγαινε από το σπίτι της με το πρόσχημα ότι θα πήγαινε στο σπίτι του αδερφού του πατέρα της του Γιάννη Παπαδόπουλου, να γνέσει με την θεία της την Γιαννιού (γυναίκα του Γιάννη Παπαδόπουλου), αλλά στον δρόμο το βράδυ συναντιόνταν κρυφά με τον αγαπητικό της τον Λιμάζη.

Όμως ο δεσμός παρ’ όλες τα προφυλάξεις που έπαιρναν μαθεύτηκε γρήγορα στο χωριό και οι κουβέντες έδιναν και έπαιρναν. Οι Λειβαρτζινοί το θεώρησαν μεγάλη ντροπή και προσβολή για το χωριό τους για τον έρωτα που είχε μια Ρωμιά μ’ ένα Τούρκο, ήταν κάτι αφύσικο για την εποχή εκείνη και δεν έπαιρνε συγχώρεση και ιδίως για τον άρχοντά τους τον Χριστόδουλο. Ο Λιμάζης αντιλήφθηκε όλο το σούσουρο που γίνονταν και κάποιοι δικοί του τον συμβούλευσαν να μην ξανά πάει στο Λειβάρτζι γιατί δεν ήξεραν πως θα εξελιχθούν τα πράγματα μιας διότι οι κάτοικοι του χωριού δεν έβλεπαν έκτοτε τον Λιμάζη με καλό μάτι.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο σ’ αυτόν τον έρωτα όπως αναφέραμε ήταν η θρησκεία που ορθωνόταν μεταξύ των και εμπόδιζε κάθε κοινωνική δραστηριότητα μεταξύ των αλλοθρήσκων. Επίσης ο κατακτητής και δυνάστης Τούρκος δεν μπορούσε να παντρευτεί μια Ρωμιά. Έτσι κάποιο βράδυ ο Λιμάζης με μια παρέα από την φρουρά του κατέβηκε στο Λειβάρτζι και άρπαξε την Ελένη με την θέλησή της (κλέφτηκαν) και την έφερε καβάλα στ’ άλογό του αγκαλιά στον πύργο του στην Μοστενίτσα. Για μερικές ημέρες της είπε να κάθεται μέσα στον πύργο και να μην βγαίνει καθόλου έξω για ν’ αποφευχθούν τυχόν επεισόδια με ανθρώπους του πατέρα της.

ΔΙΚΗ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΙ ΛΙMΑΖ - ΑΓΑ

   Ο κυρ- Χριστόδουλος χάλασε τον κόσμο μπροστά σε τούτη την συμφορά που τον βρήκε και μεταχειρίστηκε όλα τα δυνατά μέσα για να την πάρει πίσω, όμως ήταν αδύνατον να συναντήσει την Ελένη και να την συζητήσει, ο Λιμάζης του παράγγελνε ότι τον ακολούθησε με την θέλησή της και όχι δια της βίας. Που να το χωνέψει όμως ο Χριστόδουλος.

Τότε κατέφυγε στον κατή στα Τριπόταμα για τα καθέκαστα.

Τις διαφορές όμως του Λιμάζαγα και του Χριστόδουλου Παπαδόπουλου δεν μπορούσε να τις λύσει ο τοπικός κατής και ο Χριστόδουλος προσέφυγε στον πασά της Τριπολιτσάς επειδή ήταν και φίλοι, του εξέθεσε το πρόβλημα που προέκυψε, κατηγορώντας τον Λιμάζη για ακούσια απαγωγή της κόρης του. Ο πασάς τότε απέστειλε τον Τουσούμ αγά, κατή (δικαστή) και τον μπουσαμπίρη (ανακριτή) της Τριπολιτσάς να εκδικάσουν την υπόθεση και να λύσουν τις διαφορές.

Όταν έφθασε ο κατής με τον μπουσαμπίρη στα Τριπόταμα είδαν ότι τα πνεύματα ήσαν τεταμένα και υπήρχε φόβος επεισοδίων μεταξύ των αντιδικούντων. Τότε σκέφθηκαν για ν’ αποφύγουν τα επεισόδια έπρεπε να κάνουν τις ανακρίσεις και το δικαστήριο σε χώρο ουδέτερο. Η Μοστενίτσα ήταν της επαρχίας (καζά) της Γαστούνης και στην περιοχή υπερείχε ο Λιμάζης, στον δε καζά των Καλαβρύτων επίσης ο κυρ- Χριστόδουλος ήταν αφέντης του τόπου και είχε μεγάλη επιρροή και ήταν αδύνατον να έρθουν από την πλευρά του Λιμάζαγα. Τότε κάλεσαν τους αντιδικούντες στον καζά της Αρκαδίας, όπου θεωρείτο ουδέτερο μέρος δίχως επιρροές και δίχως να μπορούν να εξασκούν εξουσία κανένας από τους αντιδικούντες. (Οι καζάδες είχαν τα όρια όπως έχουν ακόμη και σήμερα οι τρεις νομοί με όριο ο καθένας το ανάλογο ποτάμι).

Επειδή ήταν καλοκαίρι και σε κανένα σπίτι δεν χωρούσαν, οι δικαστές, οι αντίδικοι, οι οπλοφόροι, οι μάρτυρες αλλά και ο λαός που θα παρακολουθούσε, το δικαστήριο αποφασίστηκε να γίνει στον ίσκιο ενός μεγάλου πλατάνου που δέσποζε στην άκρη του χωριού και δίπλα από μια μεγάλη βρύση (ονομαστός ακόμη και σήμερα ο Πλάτανος του Παυσανία).

Τους κάλεσαν λοιπόν στην μεριά της Αρκαδίας, μας το τονίζει και το τραγούδι «Στης Αρκαδιάς τον πλάτανο….»

Ζήτησαν και από τις δυο πλευρές να μην οπλοφορούν στο δικαστήριο. Είχε όμως ο κατής μια μεγάλη ομάδα Τούρκων οπλοφόρων για την ασφάλεια του δικαστηρίου και για τυχόν επεισόδια μεταξύ των.

Στο κέντρο και δίπλα από την βρύση όπου ήταν τα πέτρινα πεζούλια οι γυναίκες του χωριού έστρωσαν, κουβέρτες, τάπητες και σαγίσματα, επίσης σερβίρισαν γλυκά και καφέ. Οι μάρτυρες και οι εμπλεκόμενοι στο δικαστήριο κάθισαν ανακούρκουδα (σταυροπόδι μπροστά στο σοφρά, τουρκικό έθιμο) και απέναντι. Στην αριστερή πλευρά κάθισε ο Χριστόδουλος Παπαδόπουλος με δυο τρεις γέροντες από το Λειβάρτζι και με την γυναίκα του. Στην δεξιά πλευρά κάθισε ο Λιμάζαγας, στην μέση τρεις Τούρκοι γέροντες και δίπλα από τους γέροντες η Ελένη, με ένα μαντήλι στο πρόσωπο και καθόταν σκυμμένη και αμίλητη.

Πίσω τους αναπτύχθηκε η φρουρά του δικαστηρίου, ώστε να ελέγχει όλο το μέρος όπου θα γινόταν το δικαστήριο.

Όταν έφθασε ο κατής με τον μπουσαμπίρη και με τους συμβούλους τους, όλοι οι καθήμενοι σηκώθηκαν και προσκύνησαν εκφράζοντας την τιμή προς το δικαστήριο.

Μόλις κάθισε ο κατής ο τσιμπουκτσής του άναψε το τσιμπούκι, τράβηξε μια ρουφηξιά και εφόσον χτύπησε τα χέρια του τρεις φορές παλαμάκια έκανε την έναρξη του δικαστηρίου.

Ένας γέροντας από την παρέα του Χριστόδουλου περιληπτικά εξέθεσε όλα τα γεγονότα και υπέρ του Χριστόδουλου.

Ο μπουσαμπίρης τότε κάλεσε τον Χριστόδουλο και του είπε τι ξέρει και τι έχει να ειπεί.

Ο Παπαδόπουλος είπε ότι ο Λιμάζης άρπαξε δια της βίας την Ελένη από συγγενικό του σπίτι στο Λειβάρτζι και την μετέφερε δεμένη στην Μοστενίτσα εκεί που είναι η έδρα του αλλά και ο πύργος του.

Ο κατής τον ρώτησε αν γνώριζε για τυχόν ειδύλλιο μεταξύ της κόρης του και του Λιμάζαγα και ο Χριστόδουλος απάντησε αρνητικά.

Τον ρώτησε αν είχαν γνωριμία ή φιλία. Του είπε ότι ήσαν φίλοι και πως μάλιστα πηγαινοερχόντουσαν στα κονάκια τους και πολλές φορές συνέτρωγαν και γλεντούσαν μαζί.

Τον ρώτησε ακόμη αν η κόρη του είχε δώσει κάποια αφορμή στο χωριό ή είχε εκτεθεί προς τον Λιμάζαγα, αυτός πάλι απάντησε αρνητικά.

Μάλιστα είπε στα τραπεζώματα δεν πήγαινε την Ελένη ούτε στο σαλόνι του σπιτιού του που βρίσκονταν οι καλεσμένοι ώστε να μην δώσει αφορμή.

Ο μπουσαμπίρης ζήτησε από την Μαρούλα την γυναίκα του Χριστόδουλου, αν ήξερε για το ειδύλλιο, και αυτή απάντησε αρνητικά. Την ρώτησε επίσης αν είχε καταλάβει κάτι από την συμπεριφορά της Ελένης τον τελευταίο καιρό και πάλι η Μαρούλα απάντησε ότι δεν είχε αλλάξει καθόλου η συμπεριφορά της.

Μετά από τον Χριστόδουλο και την Μαρούλα ο κατής ζήτησε από τον Λιμάζαγα τι έχει ν’ απολογηθεί για αυτά που τον κατηγορούν.

Ο Λιμάζης αφού έλαβε τον λόγο αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες λέγοντας ότι όσα λέει ο Χριστόδουλος είναι ψέματα και ότι έχει στενοχωρηθεί πάρα πολύ, όχι γιατί έκανε απαγωγή η κόρη του, αλλά γιατί αγάπησε ένα Τούρκο και του έφυγε χωρίς την συγκατάθεσή του.

Ο κατής τον ρώτησε αν την έκλεψε δια της βίας ή τον ακολούθησε. Αυτός απάντησε ότι τον ακολούθησε, μάλιστα είχε και δυο μάρτυρες από την προσωπική του φρουρά. Το δικαστήριο δεν τους αγνόησε, για ευνόητους λόγους.

Έπειτα τον ρώτησε αν η Ελένη ζήτησε μετά από αυτό να επιστρέψει στον πατέρα της και είπε πως όχι ποτέ δεν του ζήτησε να γυρίσει πίσω.

Πάλι ο δικαστής τον ρώτησε αν ο Χριστόδουλος είχε ασκήσει βία στην κόρη του εφόσον ήξερε για αυτόν τον έρωτα. Και πάλι απάντησε ότι δεν ξέρει τίποτα διότι η Ελένη δεν του είχε αναφέρει τίποτα.

Μετά ο μπουσαμπίρης ζήτησε από τους Λειβαρτζινούς εάν κάποιος είχε καταλάβει για την ερωτική σχέση των δυο νέων.

Όλοι τότε απάντησαν με ένα ξερό όχι.

Ο κατής τότε κάλεσε τη Ελένη που καθόταν δίπλα από τους Τούρκους γέροντες και έκλαιγε ασταμάτητα. Η Ελένη σηκώθηκε προσκύνησε τον κατή και κάθισε πάνω στο σκαμνί της ανάκρισης πάντοτε σκυμμένη.

Την ρώτησε γιατί κλαίει.

Αυτή απάντησε ότι ντρέπεται για τα όσα γίνονται σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, και επειδή αυτή είναι το μήλο της έριδος.

Της είπε να σταματήσει να κλαίει και να του απαντάει στις ερωτήσεις χωρίς να βιάζεται και χωρίς να φοβάται κανέναν ούτε τον Λιμάζαγα, ούτε τον πατέρα της, ακόμη ούτε και τον ίδιο τον κατή.

Η Ελένη έγνεψε θετικά κουνώντας το κεφάλι της χωρίς να πει λέξη.

Τότε ο κατής την ρώτησε αν αγαπάει τον πατέρα της και την μητέρα της. Αυτή είπε ότι τους αγαπάει πολύ και είναι στεναχωρημένη για όλα αυτά.

Πάλι ο κατής την ρώτησε αν ο Λιμάζης άσκησε βία επάνω της

Η Ελένη απάντησε πως ποτέ δεν της άσκησε βία ο Λιμάζης.

Επίσης την ρώτησε αν ο Λιμάζης έχει απειλήσει ποτέ τον πατέρα της για αυτή την υπόθεση, πάλι η Ελένη απάντησε αρνητικά κλαίγοντας.

Τότε ο κατής της είπε να ηρεμήσει διέταξε να της προσφέρουν νερό ή ότι άλλο θα ήθελε.

Η Ελένη αρνήθηκε.

Πάλι η Ελένη ρωτήθηκε από τον μπουσαμπίρη, αν τυχόν και επιστρέψει στο Λιβάρτζι, φοβάται τον πατέρα της, μήπως την μαλώσει.

Η Ελένη τους είπε ότι δεν φοβάται τον πατέρα της και ότι οι γονείς της την αγαπούν υπερβολικά και ότι και αυτή αγαπάει τους γονείς της.

Τότε της είπε ότι θα της κάνει μια ερώτηση ακόμη και θα τελειώσουν.

Η Ελένη έγνεψε πάλι θετικά

Της λέει ο κατής, αν ασκήθηκε βία, ή με την θέλησή της ακολούθησε τον Λιμάζαγα.

Τότε η Ελένη απάντησε «Άντρα χρεώσταγα, άντρα πήρα!», δηλαδή ένας άντρας μου ανήκει και εμένα και εγώ αυτόν πήρα.

Όλο το δικαστήριο έμεινε άφωνο, σιγή ιχθύος, για μερικά δευτερόλεπτα μόνο ο θρήνος του Χριστόδουλου και της Μαρούλας ακούγονταν και τα βαριά βογκητά σαν να έκλαιγαν τον χαμό οικείου προσώπου των.

Ο κατής και ο μπουσαμπίρης σηκώθηκαν όρθιοι και ο κατής είπε ότι η παραπέρα διαδικασία θα ήταν περιττή, εφόσον υπάρχει έρωτας και όχι βία.

Και κλείνοντας λέγει την φράση που ακόμη σήμερα ακούγεται στην περιοχή μας: «Οι αγαπώμενοι να παίρνονται, έστω και Τούρκος με Ρωμιά, ή Ρωμιός με Τούρκα».

Ο κατής και ο μπουσαμπίρης χαιρέτησαν όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση εφόσον ευχήθηκαν «καλή ζωή» στον Λιμάζη και την Ελένη, και συμβούλευσαν αυτόν και τον Χριστόδουλο να αποσυρθούν ο καθένας στον τόπο του χωρίς διενέξεις. Υπόγραψαν τα χαρτιά τους, έδωσαν γραπτή βεβαίωση στον Λιμάζη και αποχώρησαν προς την Τριπολιτσά, χαρούμενοι εφόσον έπραξαν το καθήκον τους στο ακέραιο, χωρίς περιπέτειες.

 (ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΤΑ ΤΡΙΠΟΤΑΜΑ)

Στη μέση στα Τριπό- νόταμα, στην ά- μωρέ στην άκρη στο γιοφύρι,

Τουσούμ αγάς, Τουσούμ αγάς καθότανε, η Κάϊντω μου,

Τουσούμ αγάς καθό- νοτανε και κρέ- μωρέ και κρένει και δικάζει.

Κρενεί τη δό- κρενεί τη δόλια τη Λενιώ, η Κάϊντω μου,

κρενεί τη δόλια τη Λενιώ, δικά- μωρέ δικάζει τον Λιμάζη.

Και βγάζει το- και βγάζει το φερμάνι του, η Κάϊντω μου,

και βγάζει το φερμάνι του, τι γρά- μωρέ τι γράφει το κοράνι.

Να παίρνει ο Του- να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά, η Κάϊντω μου,

να παίρνει ο Τούρκος τη Ρωμιά, Λιμά-, μωρέ Λιμάζης την Ελένη.

Τ’ ακούσε κι ο- τ’ ακούσε κι ο Χριστόδουλος, η Κάϊντω μου,

τ’ ακούσε κι ο Χριστό- νοδουλος και τη μωρέ και την καρδιά του σφίγγει.

Βάστα καημέ- βαστά καημένη μου καρδιά, η Κάϊντω μου.

βαστά καημένη μου καρδιά, να φτα- μωρέ να φτάσω στο Λιβάρτζι.

Να φτιάξω το- να φτιάξω το ασκέρι μου, η Κάϊντω μου

να φτιάξω το ασκέ- νερι μου, να πά μωρέ να πα στη Μοστενίτσα.

Να πάρω πί- να πάρω πίσω το Λενιώ, η Κάϊντω μου

να πάρω πίσω τo Λενιώ, τους πύ- μωρέ τους πύργους να χαλάσω.

Να πάρω και- να πάρω τον Λιμαζαγά, η Κάϊντω μου

να πάρω τον Λιμά- ναζαγά, σεΐ- μωρέ σεΐζη τ’ αλογού μου.

Να μου ποτί- να μου ποτίζει τ’ άλογα, η Κάϊντω μου,

να μου ποτίζει τ’ ανά- λογα να φκιά- μωρέ να φκιάνει τα παχνιά τους.

Και το κοντό- και το κοντό μεσήμερο, η Κάϊντω μου

και το κοντομεσήμερο για ξύ- μωρέ για ξύλα να παγαίνει.

Και να διπλό- και να διπλοζαλώνεται, η Κάϊντω μου,

και να διπλοζαλώνεται, ν’ ουλό μωρέ ν’ ουλό το μεσημέρι.

Κάϊντω = Παντρεμένη αδελφή του Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, που κατοικούσε στα Τριπόταμα.

Τοσούμ αγάς = Ο Τούρκος κατής (δικαστής) της Τρίπολης. Κλήθηκε στα Τριπόταμα, από τον Χριστόδουλο για να εκδικάσει την υπόθεση απαγωγής της κόρης του Ελένης.

(Συλλογή καταγραφή Τουτούνης Ηλίας, Αύγουστος 1976, στο Λιβάρτζι, το έλεγε ο Κωνσταντίνος Νταϊρές από το Λιβάρτζι Αχαΐας)

Η Μαρούλα τότε πλησίασε προς το μέρος της Ελένης την πήρε αγκαλιά και για αρκετή ώρα έκλαιγαν μάνα και κόρη, ψιθυρίζοντας η μια στο αυτί της άλλης.

Ο κυρ- Χριστόδουλος δεν θέλησε ούτε να χαιρετίσει, αλλά ούτε και να φιλήσει την κόρη του, καταλυπημένος επέστρεψε στο χωριό του, ενώ μετά από αυτό το επεισόδιο έχασε το κύρος και την δύναμή του στο Λειβάρτζι και επόμενος άρχοντας του Σεμπτίου αναδείχθηκε ο Ξηντάκης Τομαράς.

 Οι δε Λιμάζης και η Ελένη έφυγαν για την Μοστενίτσα, ο Λιμάζης πήγε κατευθείαν στο τζαμί της Μοστενίτσας για να προσκυνήσει η Ελένη. Όμως αυτή αν και παντρεύτηκε Τούρκο δεν άλλαξε την πίστη της μα ούτε και προσκύνησε σε τζαμί. Τα κάλλη της Ελένης θάμπωσαν τους Μοστενιτσάνους όπου παρομοίωσαν το ζεύγος «ως ο Πάρις με την Ωραία Ελένη». Κι έτσι τελείωσε το ειδύλλιο αυτό.

   Χιλιοτραγουδήθηκε η περιπέτεια των δύο ερωτευμένων και διαδόθηκε ως θρύλος στο Μοριά και ακόμη παρά πέρα. Κατά την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης ο Ινταρές, καπετάνιος από το Λειβάρτζι, επιτέθηκε στην Μοστενίτσα, αφού ελευθέρωσε τα παιδιά του, που τα κρατούσε φυλακισμένα ο Λιμάζης, λεηλάτησε τους πύργους, το κονάκι και τις αποθήκες του και μετά τους έβαλε φωτιά.

   Η Ελένη με τον Λιμάζη είχαν απόκτησαν δύο παιδιά, η Ελένη ζήτησε από τον Λιμάζη και έδωσε Χριστιανικά ονόματα στα παιδιά της. Τον Χριστόδουλο και την Μαρία (Τούρκο- Μαρία όπως την έλεγαν).

   Ο Λιμάζης με την Ελένη και με τα παιδιά τους διέφυγαν προς το Λάλα και μετά την κατάληψη του από τους Έλληνες τον Ιούνιο του 1821 διέφυγαν προς την Πάτρα. Προ της απελευθερώσεως ο Λιμάζης πήγε στην Βέροια της Μακεδονίας όπου παντρεύτηκε άλλη γυναίκα διότι η Ελένη παρέμεινε στην Πάτρα όπου παντρεύτηκε κάποιον αστυνόμο. Η Μαρία ή κόρη της Ελένης έγινε μοναχή και ο Χριστόδουλος έμεινε ανύπαντρος για να μην μολύνει καθώς ισχυριζόταν το Γένος. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία εξασκώντας το επάγγελμα του ιεροράπτη στην Πάτρα. Από τον δεύτερο γάμο του ο Λιμάζης απόχτησε ακόμα δυο παιδιά, τον Μπελίζ Αλή Αχμέτ και τον Σεΐντ Αλή Αχμέτ όπου το έτος 1860 αυτά τα παιδιά πήγαν στο Λειβάρτζι ζητώντας την περιουσία των ξαναδερφών τους, εκεί όμως οι Λειβαρτζινοί τους έδιωξαν κακήν κακώς, λόγω του ότι ακόμη καλλιεργούσαν απέραντο μίσος για τον πατέρα τους τον Λιμάζη που είχε κλέψει την αρχόντισσα του χωριού τους Ελένη Χρ. Παπαδοπούλου.

Σήμερα το περίφημο και λαμπρό ανάκτορο και το τζαμί του Λιμάζαγα δεν υπάρχουν πια. Η φωτιά στην επανάσταση του 1821, η εγκατάλειψη και η φθορά του χρόνου εξαφάνισαν κάθε στοιχείο που μαρτυρούσε τα πλούτη και την μεγαλοπρέπεια του Τούρκου αγά της Μοστενίτσας. Μόνο μερικοί σκόρπιοι σωροί από λιθάρια παραμένουν αγέρωχα περιμένοντας απεγνωσμένα κάποιο καινούργιο χέρι να ξαναφτιάξει πύργους και εκκλησίες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

- «Λαογραφικά Καλαβρύτων», Πάνου Παπαρρηγόπουλου, Αθήνα 1979.

- «Ιστορία Λειβαρτζίου», Περικλή Δουδούμη, 1941.

- «Ιστορία Αρχαίας Ψωφίδος και Λειβαρτζίου», Αθ. Λέλου, 1953.

- «Παγκαλαβρυτινόν Βήμα», τεύχος 67, Ιούλιος~Αύγουστος ~Σεπτέμβριος 1990, Νίκου Αναστόπουλου.

- «Δημοτικά Τραγούδια Κλειτορολευκασίας Αχαΐας», Θεόδωρου Καρασούτα, Αθήνα 2003.

- Τεμάχια από διάφορα περιοδικά και εφημερίδες από παλιές μου συλλογές.

- Προσωπικές καταγραφές ιστορικών και τραγουδιών από την περιοχή.

 

Εμφανίσεις 2463
Αναθεωρημένο 12 Φορές
Δημιουργήθηκε Παρασκευή, 25 Δεκέμβριος 2009 01:52
Τροποποιήθηκε Παρασκευή, 02 Μάρτιος 2012 00:12

Εκτύπωση