Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος
Αφήγηση - μαρτυρία του Α.Δ., αντάρτη από χωριό της Ορεινής Ηλείας, που αναφέρει πως συνελήφθηκε το 1949.
Στην κορυφή του λόφου είχαμε βρει ένα γκρεμισμένο πέτρινο παλιοκάλυβο μέσα στα κατσοπρίνια. Οι τοίχοι του είχανε πέσει και ίσα- ίσα για ανάχωμα μπορούσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, για να μην μας τρουπήσει καμιά αδέσποτη. Περιμέναμε ότι θα δεχτούμε επίθεση. Είχαμε προνοήσει και μαζέψαμε ξερά κλαδιά και τα είχαμε κουβαλήσει δίπλα στο παλιοκάλυβο να πυρωνόμαστε την νύχτα. Το χάραμα όταν καταλάβαμε ότι φτάσανε οι κερατάδες, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την πιασά μας. Κρατήσαμε κάμποσο και μόλις αρχίσανε ν’ ανεβαίνουνε οι κερατάδες, ρίξαμε κάμποσα φυσίγγια στην φωτιά και αφού εγκαταλείψαμε το ύψωμα πέσαμε πίσω να περάσουμε στο πέρασμα να βγούμε κάτου στην ποταμιά και να σκαλώσουμε την από ’κεί μεριά.
Μόλις εκείνοι ζυγώσανε στο σείραχο, τότενες πυρώσανε τα φυσίγγια που είχαμε ρίξει στη φωτιά κι αρχίσανε να σκάνε η μια μετά την άλλη. Αυτοί νομίσανε ότι είμαστε εκεί στο καλύβι και το υπερασπιζόμαστε και έτσι κάνανε πίσω. Σε κάποια στιγμή κυκλώσανε το τούμπι και ρίνανε απάνου κατ’ απάν’, νομίζοντας ότι μας είχανε στο χέρι. Μόλις κιώσανε τα φυσίγγια της φωτιάς, κάνανε ντου και μείνανε μ’ ανοικτό το στόμα, άδειος ο τόπος, ούτε ένας τραυματίας ούτε σκοτωμένος, εμείς είχαμε γίνει άρατοι. Βλέπεις ευφτούνο το κόλπο μας έδωκε μεγάλο τράτο να λακίξουμε μακριά.