ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΙΑ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Παραδόσεις Εμφανίσεις: 148449

Λαογραφική συλλογή – καταγραφή Τουτούνης Ηλίας
Οι καλικάτζαροι, είναι μια Ελληνική μυθοπλασία και δοξασία δαιμόνιων, που εμφανίζονται κάθε χρόνο, κατά το Δωδεκαήμερο δηλαδή από τις 25 Δεκέμβρη έως 6 Γενάρη.
Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία αυτές τις μέρες, όπου τα νερά είναι αβάφτιστα, οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη, με απώτερο σκοπό να πλησιάσουν τους ανθρώπους, να διασκεδάσουν και να τους πειράξουν με διάφορα καμώματα.
Οι καλικάτζαροι, πλην του Δωδεκαήμερου, τον υπόλοιπο χρόνο μένουν στα έγκατα της γης και πριονίζουν το δένδρο που κρατά τη γη. Βγαίνουν δε στην επιφάνεια κοντά στο τέλος της εργασίας τους, από το φόβο μήπως τελικά, η ετοιμόρροπη γη τους, πλακώσει και για να γιορτάσουν πρόσκαιρα τη νίκη τους. Όταν δε κατεβαίνουν βρίσκουν το δένδρο θρεμμένο πάλι και ακέραιο και ξαναρχίζουν το πριόνισμα. Το δένδρο των Χριστουγέννων συμβολίζει αυτή ακριβώς την ακεραιότητα και τη Θεϊκή δύναμη και προστασία με την παρουσία του Χριστού.

Ο λαός, τους φαντάζεται με διάφορες μορφές κατά περιοχή με κοινό γνώρισμα την ασχήμια τους. Κακοφτιαγμένοι, κακομούτσουνοι και σιχαμένοι, όπου ο καθένας τους έχει κι από ένα διαφορετικό κουσούρι, άλλοι στραβοί, άλλοι κουτσοί, μονόματοι, καμπούρηδες, μονοπόδαροι, στραβοσιάγονοι, σταχτομούρηδες, κατουρλήδες, στραβομούρηδες, μαϊμουδοκέφαλοι, στραβοχέρηδες, ξεπλατισμένοι, ξετσακισμένοι ξεδοντιάρηδες και όλα τα παράξενα κουσούρια και σακατιλίκια του κόσμου τα βρίσκεις όλα πάνω τους.
Συνήθως φαντάζονται άλλοτε νάνοι, άλλοτε ψηλοί κι αδύνατοι, σκουρόχρωμοι, με μαλλιά ατημέλητα, μάτια κόκκινα, δόντια λύκου, δασύτριχοι, χέρια και νύχια πιθήκου, πόδια γαϊδάρου, τράγου, ή το ένα τράγου και το άλλο ανθρώπινο, αλλά και σαν μικροί σατανάδες άλλοτε γυμνοί και άλλοτε ρακένδυτοι με περίεργες φορεσιές με κωνικό σκούφο από γουρουνότριχες, με κέρατα στο κεφάλι, άλλοτε με παπούτσια, άλλοτε με τσαρούχια κι άλλοτε ξυπόλυτοι.
Κατά τόπους τους συναντάμε με διάφορα ονόματα όπως: Λυκοκάντζαρος, Καρκαντζόλος, Καλιοντζής, Κολοβελόνης, Βουρβούλακας, Σκαλούμπακας, Κολυμπάδης, Τριπλοπόδης, Ψιλοβελόνης, Μαντρακούκος, Ζυμαρομύτης, Τραγοπόδης, Σκαρλάφτης, Καλισπούδης, Φάφουτας, Μονόματος Γουρλομάτης, Πρισκομούρης κ.α. Αλλά και τα θηλυκά με γυναικεία ονόματα όπως: Καλικατζαρίνα, Τζόγια, Γοργού, Μέδουσα, Λάμια, Γελλού, Βερζεβού, Τρίμουρη, Καλικαντζού, Καρκάναινα, Κατζίραινα κ.α.
Ο λαός πιστεύει, πως καλικάντζαροι, γίνονται τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα τα Χριστούγεννα. Γιατί τότε σημαίνει πως η σύλληψή τους έγινε ανήμερα του Ευαγγελισμού, την ίδια μέρα με τη σύλληψη του Χριστού, πράγμα που για κάθε χριστιανό είναι αμάρτημα βαρύτατο. Για να εμποδίσουν ένα τέτοιο παιδί να γίνει καλικάντζαρος, το έδεναν απ’ το χέρι της μητέρας του με μια σκορδοπλεξούδα, βουρλόσχοινο, με μαυροκόζινο σχοινί ή με αθανατόσκοινο. Έτσι οι καλικάτζαροι δεν μπορούν να το πάρουν μαζί τους. Ή για να γλιτώσει του καίγανε τα νύχια των ποδιών, γιατί καλικάντζαρος χωρίς νύχια δεν υπάρχει.
Ακόμη κατά διάφορες ελληνικές δοξασίες, οι καλικάντζαροι ήταν άνθρωποι με κακιά μοίρα, οι οποίοι μεταβάλλονται σε δαιμόνια, ακόμη καλικάντζαροι γίνονται όσοι πέθαναν στο Δωδεκαήμερο ή αυτοκτόνησαν. Η τροφή τους κυρίως είναι ότι ακαθαρσία μπορεί να σκεφτεί ο άνθρωπος όπως: σκουλήκια, βάτραχοι, φίδια, ποντίκια, περιττώματα κ.ά. χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποστρέφονται τα εδέσματα του Δωδεκαήμερου, όπου γι’ να τα αποκτήσουν πάνε και τα μαγαρίζουν και έπειτα τα καταβροχθίζουν με την ησυχία τους.
Είναι πολύ ευκίνητοι ανεβαίνουν στα δένδρα πηδούν από στέγη σε στέγη, σπάζοντας κεραμίδια και προξενώντας μεγάλη φασαρία. Και όσα ρούχα τα βρουν απλωμένα, τα μαγαρίζουν και τα ποδοπατούν. Άμα βρουν ευκαιρία κατεβαίνουν από τις καμινάδες στα σπίτια και μαγαρίζουν τα πάντα. Και προκειμένου οι νοικοκυραίοι να αποφύγουν ένα τέτοιο συρφετό ρίχνουν στα κεραμίδια κομμάτια από χοιρινό.
Οι καλικάντζαροι έρχονται και εμφανίζονται τη παραμονή των Χριστουγέννων, το κάτω κόσμο, τον Άδη. Συνήθη μέρη που μένουν μετά τον ερχομό τους είναι οι μύλοι, τα γεφύρια, τα ποτάμια και τα τρίστρατα, πηγάδια, μεγάλα δένδρα, ερειπωμένα κτίρια, όπου παραμονεύουν μόνο κατά τη νύκτα και φεύγουν με το τρίτο λάλημα του πετεινού. Πλησιάζουν στα σπίτια και περιμένουν να σμίξει η μέρα με τη νύχτα για να μπουν μέσα. Είναι κακά και πονηρά όντα, μα δεν μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους, γι αυτό παλιά οι γιαγιάδες έκαιγαν στα τζάκια παλιοτσάρουχα και γουρουνίσιο λίπος. Η άσχημη μυρωδιά τους έκανε τους καλικάντζαρους να φεύγουν.
Για να εξευμενίσουν οι άνθρωποι τα πειρακτικά αυτά πλάσματα, άφηναν γλυκά σ’ ένα σημείο του σπιτιού ή προσπαθούσαν να τα κάνουν ακίνδυνα, με διάφορους τρόπους. Τοποθετούσαν ένα κόσκινο μπροστά από την πόρτα του σπιτιού, ώστε μέχρι να μετρήσει ο καλικάντζαρος από περιέργεια τις τρύπες, να λαλήσει ο πετεινός, οπότε αυτοί έτρεχαν να εξαφανιστούν.
Το αποτελεσματικότερο μέσο για να κρατηθούν μακριά οι καλικάντζαροι και κάθε άλλο δαιμόνιο θεωρήθηκε η φωτιά. Γι’ αυτό και όλο το Δωδεκαήμερο έμενε συνεχώς το τζάκι αναμμένο και μάλιστα με ξύλα αγκαθωτά για να έχει η φωτιά μεγαλύτερη δύναμη.
Μεταξύ τους είναι διχόγνωμοι, και δεν μπορούν να κάνουν μέχρι το τέλος καμιά δουλειά κι όλα τα αφήνουν στη μέση, γι’ αυτό δεν μπορούν να κάνουν κακό και στους ανθρώπους, αν και έχουν μεγάλη επιθυμία. Σε μερικά μέρη τα καλικατζαρόπουλα σύμφωνα και πάντα κατά την παράδοση, τα συνοδεύει η μάνα τους η Καλικατζαρίνα που τα ορμηνεύει τι να πειράξουν.
Γενικά πιστεύεται ότι οι καλικάντζαροι αδυνατούν να βλάψουν τους ανθρώπους αλλά μόνο να τους πειράξουν, ενοχλήσουν ή να τους φοβίσουν αφού θεωρούνται μωροί και ευκολόπιστοι.
Λέγεται ότι ανεβαίνουν στους ώμους των ανθρώπων που συναντούν τη νύκτα και προσπαθούν να τους πνίξουν αν δεν αποκριθούν σωστά σε ότι ερωτηθούν ή κατ’ άλλους τους παρασύρουν σε χορό που όμως τους καλούς χορευτές τους ανταμείβουν ή κατ’ άλλους παίρνουν τη μιλιά, σε όποιον μιλήσει κατά τη συνάντηση μαζί τους.
Τη παραμονή των Θεοφανίων, τους ζεματίζουν από το λάδι που παρασκευάζουν οι νοικοκυρές τηγανίτες δίπλες και λουκουμάδες. Όταν όμως συλλάβουν κανένα από τους καλικάντζαρους τον δένουν και τον υποχρεώνουν να μετρήσει τις τρύπες του κόσκινου!
Πασίγνωστη είναι η δοξασία, που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν κατέρχονται στη γη, κατά τον αγιασμό των οικιών που φωνάζουν σε τροχαίο ρυθμό:

Φεύγετε να φύγουμε
Γιατ’ έρχεται ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του.
και μας δείχνει τ’ άγια- τ’ άγια
και μας ρίχνει στα λαγκάδια.

Η τοπική παράδοση αναφέρει, ότι οι κάτοικοι τότε καίγανε τον καλικάτζαρο. Όμως ποιόν καλικάτζαρο; Απ’ ότι γνωρίζουμε και σύμφωνα πάντα με τις λαϊκές δοξασίες, στις 6 Γενάρη δηλαδή ανήμερα των Αγίων Θεοφανείων, ο παπάς εξόρκιζε τους καλικατζαραίους και αυτοί για να γλιτώσουν από τον διωγμό και τους εξορκισμούς των παπάδων, πριν ξημερώσει των Θεοφανείων, παρατούσαν τα πειράγματα και τις ασχολίες τους και έφευγαν τρέχοντας, να κατέβουν στον κάτω κόσμο, εκεί όπου είναι η κατοικία τους για τον υπόλοιπο χρόνο. Μόλις περνούσαν στον τόπο τους, ασφάλιζαν από μέσα τις πόρτες και από εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε κανείς να εισέλθει στο τόπο κατοικίας τους.
Όμως μερικοί που θεωρούνταν ως οι πιο ζημιάρηδες και πειραχτήρια, καθώς ήσαν απασχολημένοι στο να προξενήσουν διάφορες ζημιές στους ανθρώπους, προτού ξημερώσει δεν προλάμβαναν να κατεβούν στον Κάτω Κόσμο και ξέμεναν στην Γη.
Κατά την ημέρα κρύβονταν και όταν νύκτωνε έβγαιναν και πείραζαν τους ανθρώπους όπου τους, τρομοκρατούσαν, τους ρεζίλευαν, και τέλος τους προξενούσαν τεράστιες ζημιές και αυτό συνεχιζόταν μέχρι να έρθουν τα επόμενα Χριστούγεννα, που θα ανέβαιναν πάλι οι δικοί τους, από τον Κάτω Κόσμο και στρατεύονταν μαζί τους.
Και τοιουτοτρόπως οι άνθρωποι, την άλλη μέρα μετά τα Θεοφάνεια, δηλαδή του Αγιαννιού του Βαπτιστή, όσοι Καλικάτζαροι είχαν απομείνει, στην γη και τους είχε ιδεί το φως της ημέρας, ήσαν ακόμη ζαλισμένοι και μπερδεμένοι.
Τότε οι άνθρωποι, ξαμολιόσαντε στις κρυψώνες τους και όποιον έβρισκαν τον έπιαναν, τον έδεναν πισθάγκωνα και τον μετέφεραν στην πλατεία του χωριού και αφού άναβαν τεράστιες φωτιές τον έκαιγαν δημοσίως, σαν τιμωρία και για να συνετιστούν οι υπόλοιποι να μην παραμένουν επάνω στην γη μετά τις 6 Γενάρη.
Επειδή στον τόπο μας, οι καλικάντζαροι, φαντάζουν χορευταράδες, στήνουν τον γνωστό χορό των καλικάντζαρων, οι οποίοι οπουδήποτε μόνο κατά την νύκτα και άρπαζαν όποιον άνθρωπο έβρισκαν τον στροβίλιζαν στο χορό τους, μέχρι να πέσει λιπόθυμος και να γελάσουν με το πάθημά του.
Ο χορός που πραγματοποιείται μετά το κάψιμό του Καλικατζάρου δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος και συνήθης παραδοσιακός, αλλά ένας εκστασιαστικός, χωρίς ρυθμό και τάξη. Και πραγματοποιείται γύρω από την φωτιά για να προσελκύσουν, κάποιον άλλον καλικάτζαρο που ίσως και αυτός έχει ξεμείνει.

Εκτύπωση