Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

ΓΙΕΝΗ-ΤΖΑΜΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΜΠΟΡΟΖΩΟΠΑΝΗΓΥΡΗ ΤΗΣ ΠΗΝΕΙΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα- λαογράφου

Το Γιενή-Τζαμί[1], κατά την τουρκοκρατία, ήταν η τοποθεσία που υπήρχε ένα μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί), ίσως το μοναδικό στο κέντρο της Πηνείας και συγκεκριμένα στην Κάτω Λουκάβιτσα[2] (σημ. Ωραία) του Δήμου Ήλιδας. Κατά τα χρόνια της β’ τουρκοκρατίας, στον περίβολο χώρο του τεμένους και στην ευρύτερη περιοχή αυτού, αναπτύχθηκε μια μεγάλη εμποροζωοπανήγυρη τεράστιας εμβέλειας, όπου κάθε χρόνο κατά την ημερομηνία της διεξαγωγής της, προσέλκυε πλήθος πανηγυριστών, κυρίως από την περιοχή της Πηνείας, της βόρειας Ορεινής Ηλείας της Τριταίας, της Βουπρασίας, του Ηλειακού κάμπου, της Αχαΐας της Αρκαδίας, της Μεσσηνίας και των Φραγκοκρατουμένων Ιονίων νήσων. Η φήμη των περιζήτητων πηνειώτικων γιοργαλίδικων[3] αλόγων, και μοναδικών στο είδος τους, των οποίων η αγορά και η πώληση επικεντρωνόταν μόνον κατά την διάρκεια της εμποροζωοπανήγυρης στο Γιενή-Τζαμί, το κατέστησε γνωστό μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.

 Όπως είναι γνωστόν χρόνο με τον χρόνο, η διεξαγωγή του παζαριού, ξεπέρασε τα όρια του πασαλικιού του Μοριά, της Ρούμελης και σχεδόν απ’ όλη την Ελλάδα κατέφθαναν πωλητές, αγοραστές και τσαμπάσηδες, για να εμπορευθούν ν’ ανταλλάξουν (τράμπα) και ν’ αποκτήσουν τα περίφημα πηνειώτικα άλογα. Εξ’ αιτίας του πανηγυριού, η ντόπια και ιδιόμορφη φυλή του πηνειώτικου αλόγου, δρασκέλισε τα όρια της Πηνείας και έφθασε στα πέρατα της Ελλάδας, όπου, χάρις στα μοναδικά χαρίσματα ή προσόντα που διέθεταν όπως ήταν μικρόσωμα, ανθεκτικά, ευλύγιστα και καταπληκτικά γιοργαλίδικα, διασταυρώθηκαν με άλλες φυλές αλόγων και προέκυψαν νέες φυλές παρόμοιες με το πηνειώτικο γιοργαλίδικο.

Γι’ αυτό τον λόγο, το Γιενή-Τζαμί της Πηνείας, κατά τα χρόνια της β΄ τουρκοκρατίας, όπως προανέφερα, από τις 23 Αυγούστου, μέχρι τις 2 του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο, μεταμορφωνόταν σε μια πολιτεία αποτελούμενη από ένα παράξενο πολύχρωμο, πολυάνθρωπο και πολυθόρυβο συνονθύλευμα ανθρώπων, ζώων και πρόχειρων κατασκευών, χωρίς νόμο και τάξη. Ολόκληρη η περιοχή γέμιζε στην κυριολεξία από κόσμο. Τσιγγάνοι, μεταπράτες, ζωέμποροι, τσαμπάσηδες, αγοραστές, πωλητές, απλοί παρατηρητές χουζούρευαν, γνωστοί και άγνωστοι, απλοί άνθρωποι, παζάρευαν, διαπληκτίζονταν, αντάλλαζαν, αγόραζαν ή πουλούσαν μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από διαφορετικούς ήχους. Αυτό γινόταν όλη μέρα.Το βράδυ μόλις έπεφτε το σκοτάδι τα ξεχνούσαν, τα παραμέριζαν όλα αυτά και άρχιζε το γλέντι. 

Παλαιότερα διαρκούσε έξι έως εννέα μέρες και τώρα τελευταία μια έως τρεις. Είχε ιδιαίτερη φυσιογνωμία και ήταν το γραφικότερο, διότι γινόταν έξω από κατοικημένο χώρο. Τα όριά του ήταν σχεδόν ακαθόριστα. Η συμμετοχή των εμπόρων και η προσέλευση των πανηγυριστών, καθόριζε κάθε φορά την ακτίνα του πανηγυριού. Νοτιοανατολικά έφθανε μέχρι τις παρυφές του πευκοδάσους όπου ήταν το παλιό χωριό (σημ. τοποθεσία Παλιοχώρι) και βόρεια συνόρευε με το πυκνότατο δρυοδάσος που υπήρχε τότε. Ενώ οι αρκετές αστείρευτες πηγές, όπως η Τζαμόβρυση, η Βρύση του Καπινιά, το ρέμα της Μπούκας και άλλες μικρότερες πηγές, ρέματα και πηγάδια που υπήρχαν στην περιοχή, συνέβαλαν σημαντικά κατά την διεξαγωγή του πανηγυριού, διότι η ζέστη, το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, ήταν αφόρητη και η χρήση του πόσιμου νερού, απαραίτητη για τους παρευρισκόμενους και για τα ζώα τους που κατανάλωναν τεράστιες ποσότητες νερού.

Σε ολόκληρη την πανηγυρίστρα δέσποζαν οι πρόχειρες δραγάτες από κλαδιά για σκιά, οι ξύλινες παράγκες των πραματευτάδων[4], τα τσαντίρια των τσιγγάνων, οι τρουποκαλύβες[5] των μακρινών επισκεπτών, οι κλαδόστρουγκες των τσοπάνηδων και οι εμπορικοί πάγκοι, με ψησταριές από σκορτσόνια, για να κάθεται και να σερβίρεται ο κόσμος. Έτσι το πανηγύρι και οι πανηγυριστές απλώνονταν σε ανοιχτό χώρο, σε μια εκτεταμένη και ολόφωτη κοιλάδα, που μαυρολόγαγε από τους ανθρώπους, και τα πολυάριθμα ζωντανά, που πηγαινοέρχονταν πέρα – δώθε σαν τα μυρμήγκια.

Η βουή από τις φωνές εμπόρων, που διαλαλούσαν έντονα και ασταμάτητα την πραμάτειά τους, τα βελάσματα των αιγοπροβάτων, τα χλιμιντρίσματα και τα γκαρίσματα των υποζυγίων, τα μουγκρητά των βοοειδών, τα βελάσματα των γιδοπροβάτων, τα γαυγίσματα των σκύλων[6], τα κακαρίσματα των πουλερικών, τα γκουτζουνίσματα των χοιρινών, η διαπεραστική μουσική του ξεροτάβουλου και της πίπιζας, ο συρφετός του κουρνιαχτού από τα ποδοπατήματα των ανθρώπων και των ζώων και η έντονη μυρωδιά των ζώων των φαγητών και του ιδρώτα κάτω από τον καυτερό ήλιο του Αυγούστου, δημιουργούσε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα που μεταμόρφωνε, αυτό το μοναδικό ειδυλλιακό τοπίο, σε μια διαφορετική πολύχρωμη, πολύβουη, άκομψη, περίεργη, συνονθυλευμένη και μοναδική σκηνή, που την συναντούσες μόνον στα εμποροζωοπανήγυρα.

Τα μετρημένα στα δάκτυλα χάνια, της γύρω περιοχής, κι αυτά βογκούσαν από τον πολύ κόσμο, τους προεστούς, τους σπαχήδες, τους μπέηδες, και τους αγάδες, ενώ οι κλεφτο-καπεταναίοι που πάνοπλοι έρχονταν στο πανηγύρι, προτιμούσαν την φιλοξενία των Χριστιανών και ντόπιων κατοίκων, και τις περισσότερες φορές έκαναν ειδικά γιατάκια μέσα στο πυκνό του δάσους και σ’ επιλεγμένες ασφαλείς μεριές (τοποθεσίες).

Η προετοιμασία του πανηγυριού, άρχιζε από πολλές ημέρες πριν.Κατ’ αρχήν έκαναν την εμφάνισή τους οι γύφτοι, όπου και έστηναν τις σκηνές τους, αρκετές μέρες πριν και περίμεναν το πανηγύρι. Η συμμετοχή τους στα εμποροζωοπανήγυρα με τα γλέντια τους, τα μαλώματά τους, τη ζητιανιά τους, τις μικροκλοπές[7] αλλά και με τον τρόπο που διαπραγματεύονταν την πώληση ή την αγορά των ζώων έδινε μια ξεχωριστή πρωτόγονη εικόνα.

Μετά δειλά- δειλά κατέφθαναν οι τσαμπάσηδες, διακονιαραίοι, μπακιρτζήδες, χαλκιάδες, φανοποιοί, καλαθάδες, τσοκανάδες, τσαρουχάδες, τσαγκάρηδες, αμπατζήδες, βαρελάδες, γανωματήδες, καρεκλάδες, σαμαρτζήδες, τερζήδες, φαναρτζήδες, τομαράδες, καμπίσιοι μανάβηδες, γυρολόγοι, πραματευτάδες, κομπογιαννίτες, έμποροι διαφόρων ειδών και ψιλικατζήδες, για να πουλήσουν την πραμάτειά τους που την έφερναν φορτωμένη τα ζώα μέσα σε κασόνια, καλάθες και σε χράμια, σε πετσιά (δερμάτινα ασκιά από χοντρά ή από αλογομούλαρα και βόδια) και διάφοροι άλλοι επαγγελματίες τεχνίτες και επιδιορθωτές πωλούσαν, επιδιόρθωναν και κατασκεύαζαν διάφορα χρήσιμα οικιακά, επαγγελματικά, γεωργικά και κτηνοτροφικά εργαλεία.

Στην πρώτη σειρά γύρω από τον αυλοίο χώρο του τζαμιού, σαν μόστρα του παζαριού εκτίθονταν όλα τα βιομηχανικά και ξενόφερτα καλούδια (εμπορεύματα) που έκαναν την εμφάνιση στις μπαράκες των εμπόρων και προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση στους Πηνειώτες και στους ντόπιους τούρκους, όπως παπούτσια και φέσια Μισιριώτικα και από το Τούνεζι, τραγιάσκες Αντραβιδέικες, ζωστήρες, είδη οικιακής χρήσης, είδη καλλωπισμού, όπως αρώματα, μπριγιόλ, μοσκοσάπουνα από την Βενετιά, καθρέπτες, τσατσάρες, καρφίτσες, ασημικά, τσιμπιδάκια, ξουράφια, από τα Γιάννενα, είδη ραπτικής μεταξωτές κλωστές, σκουτιά, μαλιφατούρες, καφτάνια και αλατζάδες για τ’ αντεριά, άσπρα και φουστανέλες, κλωνές για μιτάρια, ντράδες για παλτά από τη Φραγκιά, μεταξωτά μαντήλια για τις αρχοντοπούλες και μαύρα μπαμπακερά για τις φτωχές, στόφες και φέλπες για νυφικά, μπρισίμια και γαϊτάνια για τα σαρίκια και τα σιγκούνια, κουμπιά και ζάμπες, από το Μισίρι. Έφερναν ακόμα κάθε είδους φέσια για πλούσιους και φτωχούς, Τούρκους και Έλληνες, σαρίκια για τους μπέηδες, τους αγάδες, και τους μπουλουκμπασήδες, τουρμπάνια για τους χοτζάδες, ιμάμηδες και μουεζίνηδες, σαλβάρια και γιασμάκια για τις χανούμισσες και ζουνάρια άσπρα, κόκκινα και ριγωτά και πολλά άλλα προϊόντα, που ήσαν άγνωστα αλλά και δυσεύρετα στην Πηνεία. Ακόμη έβρισκες κατάσαρκα (σώβρακα φανέλες), τζουράπια ή σκαλτσούνια, σκάλτσες, σκαλτσοδέτες, βρακοζώνια, πουκάμισα, πιτούρια, καζάκες, γιλέκα, κοντόρασα, τράγιες κόζινες καπότες, ζωνάρια, σκουφιά, τεχρίλια, τουζουλούκια, μεϊντανογέλεκα, μεσίνες, φέρμελες, τσεμπέρια, ταλαγάνια, ντουμάνια ή σιαμψειριά, μισοφόρια, βελέσια, φουστάνια, μπόλκες, γιουρντιά, ποδιές, μπελερίνες, φακιόλια, μπούστους, τούλια, κοντογούνια, παπάζια, ντουσέκια κ.λπ.

Σιμά τους οι χρυσικοί, σε άλλη μεριά, αράδιαζαν τα τζοβαΐρια, τα χρυσαφικά τους και τα ασημικά τους, καδένες και μαργαριτάρια, γιορτάνια από φλουριά, Βενετσάνικα ή Τούρκικα, για το φέσι και το στήθος των γυναικών ή από Αυστριακά ντουμπλόνια για το λαιμό της νύφης, σκουλαρίκια μαλαματένια ή φλωροκαπνισμένα, διάφορα δαχτυλίδια και βραχιόλια με διαμάντια και μπριγιάντια, με τοπάζια ρουμπίνια και ζαφείρια. Διάφορα μπιχλιμπίδια, όπως μπιλιτζίκια μαλαματένια κι’ ασημένια λογιών-λογιών με πλάκες κι άλλα με πέτρες ή από αλυσίδες, ασημένια κουμπιά για τα τσικέτα των γυναικών, ασημένιες αλυσίδες για τις αρχόντισσες, που τις έδεναν μπροστά από επάνω ως κάτω, ζώνες συρματένιες, ασημένιες ή φλωροκαπνισμένες, μπροστά με μεγάλους τοκάδες. Ακόμα, είχαν του κόσμου τ’ ασημικά για τους άρχοντες και τους καπεταναίους, ασημένια σταυρωτά τσαπράζια, παλάσκες ασημένιες για τα βόλια και το μπαρούτι, αλυσίδες με σουγιάδες ασημένιους, καλαμάρια ασημένια με την πέννα μέσα, που έμπαιναν στο σελάχι, μαχαίρια και γιαταγάνια ασημοκεντημένα, πάλες και πιστόλες και χίλια δύο άλλα στολίδια για άνδρες, γυναίκες και κορίτσια. Είχαν ακόμα εικονίσματα ασημένια, κομποσχοίνια, χέρια και πόδια ασημένια και άλλα πολλά κέρινα και ρετσινάτα άκρα και ομοιώματα για τάματα, για τους θρήσκειους και τους πονεμένους.

Στη σειρά παρακάτω, οι μαραγκοί Μπεντεναίοι, Κλεινδιώτες, Κουμαναίοι, Καρακασιμιώτες και Αντρονιώτες αράδιαζαν την πραμάτεια τους με καδιά, βερδούρες, καρδάρες, σκάφες, κοπάνια, κασέλες, μπαούλα, φορτσέρια, κομούς (σερβάντες), σαμαρνίτσες, βαγένια, βαρέλια, βαρελάκια για νερό, βουτσέλες, βουτσελάκια, τσότρες, κλειδοπινάκια, ξυλοκάνατα, ξυλοκούταλα, σφραγίδες, αγκλίτσες, λαγούσες, ρόκες, πλαστήρια ξυλόφτυαρα φούρνου, αδράχτια, ξυλόχτενα, αντιά, σαΐτες, πατήστρες, καρούλια, αργαλειούς και σφοντύλια, διάστρες ανέμες, σοφράδες, τραπέζια, σκαφίδια, πινακωτές, καρέκλες, πάγκους, αλέτρια, κωλοκούμπια, κουλούρες (βεζές ή ζεύλες) κ.ά.

Ειδικός χώρος ήτανε στη Λάκκα του Μουρτούκη και για τους σαμαράδες, με κάθε λογής σαμάρια και λαιμαριές. Αυτή η κατηγορία των σαμαροποιών, έκαναν χρυσές δουλειές, με πλήθος από πλατανίσια σαμάρια έτοιμα σ’ όλα τα μεγέθη γι’ άλογα, γαϊδούρια και μουλάρια καλλιτεχνικά με σταυρούς και κίτρινα καρ­φιά για στολίδι, σέλες από βιδέλο ή χοιρινό δέρμα για τους μερακλήδες καβαλάρηδες, σαμαροσάνιδα (μπροστέλια και πισινέλια), κολιτσάκια, σαμαρόπανα, ψαθιά, μπαλντίμια, σκάλες, καπιστράνες, χαλινάρια, τριχιές και γκέμια με μπρισιμένιες φούντες και χάντρες παρδαλές για τους μπέηδες, τους σπαχήδες και τους αρματολούς, χαλινούς, ζυγιά μπρούντζινα και σιδερένια κ.λπ..

       Πιο πέρα οι σιδεράδες, κυρίως γύφτοι από την Γαστούνη, την Αρκαδιά (Κυπαρισσία) και την Πάτρα είχαν τσεκούρια, ξινάρια, κλαδευτήρες, φτυάρια, τσιγκέλια, αλύσους, γιουλντανέδες, βατοκόπες, υνιά για τα ξυλάλετρα, λελέκια, ψαλίδια, δρεπάνια, κόσες, τσουγκράνες, σκεπάρνια, σφυριά, βελόνια, βαριές, μασιές, πυροστιές, τσιμπήδες, σιδερόβεργες για τα παράθυρα και μεγάλες κλειδαριές για τις πόρτες, δέστρες, σιδερομάνταλα και ρεζέδες, καρφιά, κλάπες, δόκανα και παγίδες για τα ζουλάπια, λύκους, αλεπούδες, τσακάλια κ.ά., στρωτήρες, μύλους για καφέ, γουδιά, καρφιά, κλάπες, δοκάνια, καλιγοσφύρια, μπλεξάδες, σκάλες  και κολιτσάκια για τα σαμάρια, πέταλα για άλογα και γαϊδουρομούλαρα, μάσκες για τα υποζύγια και καρφιά για το καλίγωμα.

Πιο δίπλα Πυργαίοι και Γαστουναίοι φαναρτζήδες με τις νιφτήρες για τους πλούσιους, καβουρντιστήρια του καφέ, πριόβολους, λυχνάρια, τσιμπλήδες, καταβρεχτήρια, γάστρες, σούγλους, λάτες, χωνιά, φούρλες, μπρίκια, κλούβες για φαγητά, αργιολόγια, κρισάρες κ.λπ. και παρέκει χαλκωματάδες κουβαλούσαν στις φασκιές τους που ήσαν βοδινές ή γουρουνίσιες, χαλκώματα γάστρες, μπρίκια, τεντζερέδες, τσουκάλια, σαγάνια, κουτάλες, νταβάδες, ταψιά, μπακράτσες, τέσες, μπογάνες, κεψέδες, καραβάνες, σουρωτήρια, χαβάνια, τηγάνια, σινιά, λεγγέρια, κακαβιά, μπρούντζινα θυμιατά, μαγκάλια μπρούντζινα και σιδερένια.

Ακόμη και οι καμιναραίοι είχαν στήσει τις δικές τους μπαράκες με τα πήλινα, ακροκέραμα για τους νοικοκυραίους, πιθάρια, βίκια, κεσεδάκια, λυχναράκια, ποτήρια κανάτια, βάζα, πήλινα τεψιά, πιάτα, πιατέλες, φλιτζάνια, σκουτέλες, λεκάνες, γλάστρες, μπότσες, ανθοδοχεία και κάθε λογής από διάφορα πήλινα είδη οικιακής και ευρείας χρήσης.

Οι Καπελίσιες και οι ορεινές γυναίκες κουβαλούσαν στα υποζύγια ή ζαλιά χρωματιστές βελέντζες, κιλίμια, σαγίσματα, ντόπια σκουτιά όπως αλατζάδες, λαζουρωτά, ράσινα ή τσόχινα, φλοκάτες μπαντανίες, αντρομίδες, πάντες, μπερντέδες, παραγωνόσκουτα, μαξιλάρες, προσκεφαλάδες, ματαράτσια, τράστα ή ταγάρια, δισάκια, σακιά, τάπητα, κουβέρτες, τέντες, υφαντές, πολύχρωμες μπάντες, προσκέφαλα, δίμητα, τρίκλωνα, χράμια[8] (σαμαροσκούτια), κατασάρκα (εσώρουχα), φανέλες, λιάρες κάπες από τραγόμαλλο, μαύρα ταλαγάνια, σκουφιά, χολέβια, φλασκωτές σάρικες, σιγκούνια, μάλλινα τσουράπια, ανδρικά και γυναικεία με τις κόκκινες και μπιρμπιλές πούλιες στον αστράγαλο, σχοινιά, τριχιές, λυτάρια κ.λπ.

Οι τσοκανάδες από την Άρτα και τα Σάλωνα και από το Λιδωρίκι και από την Ζάκυνθο, ακόμη και Γιαννιώτες κατέφθαναν με τα υποζύγια φορτωμένα με πετσιά φτιαγμένα από βουβαλοτόμαρα γιομάτα με μπίπες, γουργούρες, πλακοκούδουνα, λιβαδοκούδουνα, γαλαροκούδουνα, στρογγυλοκούδουνα, βραχνοκούδουνα, καμπανέλες, κύπρια, λέρια, μπουζούκες, σκλαβέρια, τροκάνια, τσοκάνια, τουρκοτσόκανα και χαρχάλες, άπλωναν στην σειρά την πραμάτεια τους ή τα κρεμούσαν σκαλωτά σε κυπαρισσένιες τέμπλες ή σε κρεμανταλάδες κατά μέγεθος και κατά κατηγορία.

Οι Πατρινοί έμποροι αγόραζαν μαλλιά και αρνοπόκια, κολόκουρα και τραγόμαλλα, πούπουλα από χήνες για στρώματα και μαξιλάρια, και πωλούσαν κλωνές, λινάρια και χτένια για τον αργαλειό και με κάθε λογής πετσιά όπως καπιστράνες, σέλες, μπαλντίμια, ζωστήρες, χανάκες, τιράντες, χαϊμαλιά για τα υποζύγια, δερμάτινες βεζές κ.λπ.

Οι τομαράδες μάζευαν κάθε λογής τομάρια από μοσχάρια, γιδοπρόβατα, λαγοτόμαρα, κουναβοτόμαρα, νυφιτσοτόμαρα και αλποτόμαρα που τα προόριζαν για την μακρινή Φραγκιά για επεξεργασία. Όσα ήσαντε καλοδαρμένα είχαν μεγαλύτερη αξία από τα τρούπια και τα κομμένα.

Οι Αρκαδιώτες έφερναν κατράμι για μαντζούνια και για τα νύχια των ζωντανών, στειλιάρια για τσεκούρια, σκεπάρνια και τσάπες, διχάλες για τα δεμάτια, ξυλόσφυρα, ξυλόφτυαρια για το λίχνισμα, μαγκούρες και ραβδιά για τις αγκλίτσες και τις βουκέντρες.Εμπορεύονταν και λογιών λογιών σουγιάδες της τσέπης μαυρομάνικους, από κέρατο τράγου ή κριαριού, μαχαίρια για τις νοικοκυρές και για τους χασάπηδες και κάθε είδους μαχαίρια και χαντζάρια, μεγάλα και μι­κρά, γιαταγάνια με ασημοκεντημένη λαβή, πάλες και πιστόλες, με θηκάρια σφενταμιού και δεσίματα συρματένια. Είχαν ακόμα και ντουφέκια και τρομπόνια της εποχής, όλα για τους κλέφτες και τους αρματολούς.

Σε μια άλλη άκρη ήσαν και οι μπακάληδες με ζάχαρη, άτριφτο καφέ, σόδα, αλάτι χοντρό, ρετσίνι, πιπέρι, ξινό, γαρύφαλλο, ποτάσα, βιτριόλι, κ.λπ., ωσάν μονοπώλιο μιας και όλα αυτά ήσαν δυσεύρετα και περιζήτητα κυρίως στην Πηνεία.

Οι γυρολόγοιπραματευτάδες δεν είχανε μπαράκες αλλά περιφέρονταν φορτωμένοι ή με το ζώο ότι μπορούσε να φανταστεί κανείς όπως υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, κλωστές, εσώρουχα, κουμπιά, λάστιχο για σώβρακα και για καλτσοδέτες, κουβαρίστρες, τσατσάρες, χτένια, φυσικές βαφές κ.ά. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως σε είδος. 

Οι καλαθόγυφτοι δεν απόλειπαν από το πανηγύρι πού πουλούσαν κα­λάθια και καλαθάκια, από καλάμια, λυγαριές, σκίντα και ιτιές, κάθε λογής πανέρια και κανίστρες, κόφες και κοφίνια για τον τρύγο μαλάθες για το ψωμί, τρανόκοφες για τα σιτηρά, σταροκόφινα, για τα σκουτιά κ.λπ.

Πιο πέρα, λίγο πιο κάτου, στη Τζαμόβρυση, στη Λάκκα του Μουρτούκη απλώνονταν το Άτ Παζάρ, (αλογοπάζαρο). Εκεί το μάτι του ανθρώπου έβλεπε κάθε λογής μουλάρια καπελίσια από τα Τριπόταμα με στρογγυλά και γυαλιστερά καπούλια, δυάρικα και τριάρικα, λαμνάτα λιάρα βόδια από τον κάμπο της Γαστούνης, γελάδες Αϊλέικες, άλογα βαρβάτα γιοργαλίδικα από τη Πηνεία και Αράβικα και μεγαλόσωμα από την Ανδραβίδα, Κυπραίϊκα γαϊδούρια, ακόμη και χιλιάδες σφαχτά (γιδοπρόβατα) για έχα και για σφαγή. Τα καπελίσια μαύρα γουρνόπουλα (καραμούτζες) μαζί με τις γουρούνες προορίζονταν για πάχυνση ακόμη χιλιάδες πουλερικά (κοτόπουλα χηνιά, παπιά, φαραόνια και γαλιά).

Μέσα στο Άτ Παζάρ στριφογύριζαν οι τσαμπάσηδες (μεταπράτες), με σπιρούνια στα κορδέλια τους, με τον καμουτσέ στην μασχάλη, και το στριφτό τσιγάρο, φτιαγμένο από πούσι, να κρέμεται κολλημένο στα χείλια τους, γυρόφερναν το Άτ Παζάρ και «ψείριζαν», το κάθε ζωντανό, για να το αγοράσουν να το πουλήσουν ή να κάνουν τράμπα (ανταλλαγή). Αγόραζαν σε χαμηλές τιμές γέρικα άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, και αγελάδια, τα τάγιζαν ένα - δύο μήνες, τα κούρευαν, τους λιμάριζαν τα δόντια, τα στόλιζαν με μπιχλιμπίδια (τα μποσάτιζαν όπως έλεγαν) και τα πούλαγαν για νέα και ακριβότερα ή τα έκαναν τράμπα με παλιοσαράβαλα και έπαιρναν και «απανοτίμι», λέγοντας την φράση: «Τράμπα και χαΐρι».

Στο πάνω μέρος της Λάκκας στηνόταν η πιλαλίστρα (ιππόδρομος). Εκεί έπαιρναν μέρος στην αρχή τα γιοργαλίδικα πηνειώτικα και μετά τα υπόλοιπα άλογα. Στην πιλαλίστρα, είχαν την ευκαιρία οι πανηγυριώτες να θαυμάσουν και να διαλέξουν τα ζωντανά της αρεσκείας των. Τα βαρβάτα άτια με τις κεντητές και μπιχλιμπιδένιες σέλλες, με πέτσινα λαδάτα χαλινάρια και μπιρμπιλά χαϊμαλιά με τις χάντρες τους, τις περιποιημένες, ομορφοκουρεμένες και πλεγμένες χαίτες και ουρές, καμάρωναν παρατεταγμένα, έτοιμα να δώσουν τον αγώνα της πιλάλας (τρέξιμο).

Πιο πέρα τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, παρατεταγμένα κι’ αυτά, δεμένα από κλαδιά στην άκρη του λόγγου, περίμεναν τον αγοραστή τους ν’ αλλάξουν αφεντικό τόπο και συνήθειες. Αυτά ποτέ δεν τα πήγαιναν στην πιλαλίστρα για τρέξιμο και για επίδειξη διότι ήσαν ζώα που τα χρησιμοποιούσαν περισσότερο για φόρτωμα και για τ’ ανώμαλα μονοπάτια.

Κάτω από τα δασιά και θεόρατα πεύκα, κοντά στη Τζαμόβρυση, σταλίζανε διαλεκτά τρανόκορμα και τρανοκέρατα, κριάρια πάντοτε φερμένα από την Ανατολή και από το Λεβίδι, για επιβήτορες στα κοπάδια των αφεντάδων και των τσοπαναραίων της περιοχής. Επίσης Αργίτικα τραγιά κόρμπα και λιάρα με τις τεράστιες μπίπες και τριπλοκούδουνα, σταλίζανε σαν αφεντάδες, κάτου από τις πεύκες περιμένοντας κι αυτά την σειρά τους να μεταπωληθούν και να γνωρίσουν τα καινούρια αφεντικά τους. Εκεί οι μερακλήδες τσοπάνηδες, λημεριάζανε γύρω από αυτούς δοκιμάζοντας τα κρατούσαν μ’ ευλάβεια, τα χτυπούσαν κοντά στο αυτί και χαμηλά στα πόδια, για ν’ ακούσουν καλύτερα τον ήχο, για να τα ταιριάσουν μ’ εκείνα, που είχαν στα κοπάδια τους.

Πέραν από όλες τις δραστηριότητες που ανέφερα, από ένα εμποροζωοπανήγυρο τόσης μεγάλης εμβέλειας δεν απόλειπε και το σκλαβοπάζαρο. Εκεί ως επί το πλείστον γινόταν υιοθετήσεις ή αγοραπωλησίες ανθρώπων κυρίως παιδιών[9], κοριτσιών, γυναικών και αιχμαλώτων.

Ανακατεμένοι σ’ αυτό το ανθρώπινο συνονθύλευμα ήσαν και οι αρματωμένοι κλέφτες, ληστές, ζωοκλέφτες, αλογοσούρτες, φαρμακοτρίφτες, γύφτοι, χαμάληδες, χασάπηδες, διακονιαραίοι, αρκουδιάρηδες, ταβουλαραίοι, προξενητάδες, τσαμπάσηδες, αγωγιάτες, γυρολόγοι, χαρτοπαίκτες, χαρτορίχτρες, χορεύτριες, μάγισσες, κομπογιαννίτες, τσαρλατάνοι, ανήθικες γυναίκες και κάθε είδους απατεώνες.

Και το τούρκικο ασκέρι από τζοχαντζαραίους, με τα περίτεχνα κόκκινα φέσια, τα σπαθιά περασμένα στην μέση τους με τις χρυσοποίκιλτες παλάσκες και με τους σισανέδες κρεμασμένους στους ώμους τους, συνήθως υπό τις διαταγές κάποιου μπουλούκμπαση ή τσαούση, σεργιανούσανε απάνου - κάτου επιδεικτικά στην πανηγυρίστρα εξασκώντας εξουσία και φροντίζοντας τάχατις για την ασφάλεια του χώρου και ταυτόχρονα παρακάμπτοντας το καθήκον τους αφού άρπαζαν, παίδευαν, ανακατευόταν στα τσιμπούσια και έτρωγαν, έπιναν τζάμπα και διασκέδαζαν, πάντοτε σε βάρος των Ρωμιών και των πανηγυριστών.

Δίπλα από το τσαρδάκι του τσαούση στέκονταν τέσσερα τσιράκια (υπάλληλοι) όργανα ελέγχου μέτρων και ζυγών, απαραίτητα για την καλή λειτουργία του παζαριού. Εκεί κοντά, σ’ έναν πάγκο, βρισκόταν ό «φορατζής» ή καλύτερα να πούμε ο ενοικιαστής του φόρου πωλουμένων ζώων το «βερκί» όπως το έλεγαν που σε κάθε πώληση εισέπραττε το δικαίωμα φόρου του υψηλής Πύλης και παρέδιδε στον αγοραστή μια απόδειξη το λεγόμενο στα τούρκικα τεσκερέ που ήταν και το πιστοποιητικό νόμιμης κατοχής του ζώου. Εννοείται ότι αυτή ή φορολογία αφορούσε τα μεγάλα ζώα, ενώ για τα αιγο­πρόβατα υπήρχε άλλη διαδικασία.

Ο Κανταρτζής ή ζυγολόγος είχε το «σκαγιανταρισμένο» καντάρι του στον ώμο του, και ένα κανταρόξυλο, για να ελέγχει με αυτό το σωστό ζύγιασμα κάθε εμπο­ρεύματος, που ό οποιοσδήποτε αγοραστής, πληρώνοντας τα «κανταριάτικα» θα διαπίστωνε το σωστό ζύγι της παλάντζας. Ένας άλλος ήταν και ο καρτατζής με το κάρτο του, πού ήταν ένα κυλινδρικό ξύλινο δοχείο, ελεγμένο από το Κρά­τος για τη χωρητικότητα μισού κοίλου έλεγχε τους πωλητές δημητριακών καρπών και οσπρίων. Το κοιλό που είχε δυο κάρτα, ήταν ή μονάδα χωρητικότητας και πωλήσεως για τα δημη­τριακά και μερικές φορές και για τα όσπρια. Το ένα κοιλό, δηλαδή τα δυο κάρτα, ζύγιζαν 24 οκάδες σιτάρι, ανάλογα με τη σκληρότητα του, 22 οκάδες καλαμπόκι ή όσπρια και γύρω στις 20 οκάδες κριθάρι ή βρώμη.

Ο καρτατζής με αυτόν τον τρόπο έλεγχε τη χωρητικότητα των προϊόντων που πωλούνταν, αν το ζητούσε ό αγοραστής, γιατί αυτός πλή­ρωνε και το σχετικό «καρτιάτικο». Γέμιζε ως τα χείλα το κάρτο του, το κουνούσε για να κατακαθίσει καλά το προϊόν και μετά με την «κόφτρα», μια ευθύγραμμη ξύλινη πήχη, το ίσιωνε από χείλος σε χείλος.

Τέλος υπήρχε και ο ενοικιαστής του «φόρου εκθέσεως» που υπαγόταν απευθείας στον Δεφτέρ Κεχαγιά (φοροτεχνικός υπάλληλος)[10] που ήταν ένα από τα σημαντικότερα έσοδα του τουρκικού κράτους από αυτές τις εμποροπανηγύρεις.

Τα τσανάκια των τούρκων, δεν ήσαν σιμά με των ραγιάδων, αλλά έπιαναν τις καλλίτερες μεριές και πάντοτε δίπλα στην πηγή. Κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, που ήσαντε γύρω από την Τζαμόβρυση και προς τον κάτω λάζο, οι αγάδες προτιμούσαν να παίρνουν το καϊφέ τους, τσόκ σεκερλή και καϊμακλή, καθισμένοι κατάχαμα ανακούρκουδα στις κλαδαριές, και στα πολύχρωμα τούρκικα κιλίμια φερμένα από την Ανατολία, όπου καφετζήδες Τούρκοι από την Γαστούνη και από το Λάλα με μεγάλη μαστοριά έψηναν και σερβίριζαν σ’ ούλο το σινάφι τους. Πιο πέρα στηνότανε και το μαγειρειό τους όπου στα τρανά και γανωμένα κακάβια άχνιζε και μοσχοβόλαγε το χοντρό βραστό.

Το κολατσιό και αργά το απόγευμα, που δρόσιζε οι αγάδες, με την συνοδεία τους και υπό την επίβλεψη του μπουλούκμπαση, έβγαιναν περίπατο στην πανηγυρίστρα για να επιθεωρήσουν να χουζουριάσουν και να ψωνίσουν πραμάτεια. Όταν έφθαναν στο Άτ Παζάρ διάλεγαν τα ομορφότερα και δυνατότερα άλογα που υπήρχαν και τ’ αγόραζαν προς ιδίαν χρήση, ή για τις ανάγκες του τουρκικού στρατού.

Το πανηγύρι αυτό, εκτός από τον εμπορικό του χαρακτήρα, λειτουργούσε και ως τόπος διασκέδασης, χουζουριού και ψυχαγωγίας. Έτρεχαν, προς αυτό, πολυπληθή ανθρώπινα καραβάνια, ολόκληρα χωριά, μικροί και μεγάλοι, φτωχοί και πλούσιοι. Οι μικροί πήγαιναν για να χαζέψουν, να κάνουν τις βόλτες τους. Οι μεγάλοι πήγαιναν για χουζούρι, για ψώνια, αλλά και για να διασκεδάσουν. Εκεί έτρωγαν κι έπιναν ή κουτσόπιναν παρέες- παρέες και γλένταγαν με τους τοπικούς λαϊκούς μουσικούς[11] οργανοπαίχτες, όπου επί το πλείστον ήσαν γύφτοι, οι οποίοι απρόσκλητοι έκαναν την εμφάνισή τους και βάραγαν συνήθως ξεροτάβουλο φτιαγμένο κυρίως από κατσικοτάμαρο και με τις σκαλιστές καραμούτζες και τους καλαμένιους τζουρλάδες, οπότε καιγόταν το πελεκούδι. Τα χορευτικά τραγούδια επί το πλείστον ακούγονταν χωρίς λόγια παρά μόνο με μουσική για διαφόρους λόγους[12].

Γύρω από τις βρύσες και τις πηγές, και στα ρέματα, ο συρφετός ήταν ασταμάτητος. Οι βιολογικές ανάγκες για νερό των ανθρώπων και των ζώων ήταν υπερβολική, λόγω του πλήθους αλλά και της ζέστης. Οι αυτοσχέδιοι χωματόφουρνοι[13] στους σοφάδες της γλίνας, και οι γάστρες έψηναν κρέας[14] από καπελίσια γουρούνια[15], κι’ από αρνοκάτσικα και τα καζάνια με τα χοντρά, τα κεσέμια, τα μουνούχια, τα ζυγούρια, τις παλιοπροβατίνες και τις γερόγιδες αφρίζανε, όπου η πείνα, η μυρωδιά και η λιγούρα προσέλκυε κάθε πανηγυριστή. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι μερικοί Τούρκοι, τρούπωναν στις παρέες των ντόπιων για να γευτούν την νοστιμιά του χοιρινού κρέατος, παρά την απαγόρευση από το κοράνι, για αυτό οι πηνειώτες τους ονόμαζαν «γουρνομύτες».

Όποιος έμπαινε στην πανηγυρίστρα με ζώα για πούλημα, έπρεπε να πληρώσει. Πολλοί πανηγυριώτες άφηναν έξω από τα όρια του χώρου τα ζώα τους, για να μην πληρώσουν. Και ήταν αρκετοί αυτοί, αλλά κινδύνευαν να μείνουν απούλητα τα είδη τους. Έτσι γλίτωναν από τη μια μεριά, έχαναν από την άλλη.

Ο καθένας που τελείωνε τη δουλειά του, ξεπουλούσε και ψώνιζε, πήγαινε εκεί για να φάει συκώτι τράγιο στα κάρβουνα με χοντρό αλάτι ή νεφραμιά και να πιεί κόκκινο ή μαύρο κρασί, και φρούτα της εποχής[16] ενώ στην άλλη μεριά τα ταβούλια βαρήγανε ασταμάτητα. Κι όταν ερχόσαντε στο τσακίρ- κέφι, άρχιζε ο χορός που συνεχίζονταν όλη τη νύχτα.

Προς το τέλος της εβδομάδας που σχολούσε το Άτ Παζάρ, ο κόσμος όλος γλεντούσε όσο μπορούσε. Και τις χρονιές που είχαν ησυχία, και η γης έφερνε καλά γεννήματα, οι πραματευτάδες έκαμναν χρυσές δουλειές και όλος ο κόσμος έφευγε κατά ευχαριστημένος από την διασκέδαση και από τις πωλήσεις ή αγορές που πραγματοποιούσε.

Πολλές φορές τα μπουρίνια (δυνατά ανεμοβρόχια) και οι απότομες μπόρες δημιουργούσαν τεράστια και ανεξέλεγκτα προβλήματα σ’ όλους όσους συμμετείχαν στο εμποροζωοπανήγυρο. Η απότομη και απρόσμενη βροχή και ο αέρας, κατέστρεφαν τις τέντες σκόρπιζαν τον κόσμο, ο οποίος δεν ήξερε που να τρουπώσει, μέχρι να περάσει η μπόρα. Απέφευγαν να τρυπώνουν στο πυκνό του δάσους λόγω των κεραυνών και προσπαθούσαν μέσα στον συρφετό να κρυφθούν όπου έβρισκαν ανάλογα με το μέρος που παρευρίσκονταν εκείνη την στιγμή. Από μια παλιά μαρτυρία μου ανέφεραν ότι εκεί στην τεράστια καρυδιά του Ευσταθόπουλου Βασίλη του Στάθη (το 1811), λίγο πιο κάτω και βορειοδυτικά από το σημερινό κατάστημα των Αδελφών Ευσταθόπουλοι, στο Άτ- Παζάρ, κεραυνός σκότωσε 23 άτομα, που πήγαν κάτω από αυτή να γλιτώσουν την δυνατή και απρόσμενη μπόρα.

Η τεχνολογία και η βιομηχανοποίηση, όπως είναι γνωστόν, νίκησαν κατά κράτος σε όλο το εύρος την παράδοση τα ήθη και τα έθιμα και σταδιακά τα παραμέρισαν όλα και σιγά- σιγά την ισοπέδωσαν διαγράφοντας οριστικά κάθε ίχνος της, την ιστορίας και όλη την νοσταλγική ομορφιά τους και τα κατέστησαν μουσειακό είδος.

Λεξιλόγιο:

Ανακούρκουδα = κάθισμα οκλαδόν, σταυροπόδι.

Άτ Παζάρ = (τουρκ.) αλογοπάζαρο, ο χώρος της έκθεσης των υποζυγίων και κυρίως των αλόγων.

Γιοργάς, = Καλπασμός Φυλής Πηνειώτικων αλόγων, με ωραίο πλαγιοτροχασμό, κοινώς ραβάνι ή γιοργαλίδικο τρέξιμο.

Έχα, = (τοπική διάλεκτος) μεταφορικά ο προορισμός του ζώου για αναπαραγωγή.

Κωλοκούμπια, τα = τα σκαμνιά, καθίσματα

Πανηγυρίστρα, η = ο χώρος που διεξαγόταν το πανηγύρι.

Σκορτσόνι, το = σανίδια από το εξωτερικό του μέρος του κορμού που αφαιρούταν μέχρι να ευθυγραμμιστεί το ξύλο και να βγουν ευθύτομες και ομοιόμορφες σανίδες, πατερά, ή και καδρόνια.

Τζουρλάδες, οι = (τοπ. διάλεκτος) φλογέρες.

Τζοχαντζάρης, ο = Μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα. Είχαν φήμη ότι ήταν βάναυσοι και αδίστακτοι.

Τράμπα, η = η ανταλλαγή.

Τσαμπάσης, ο = προέρχεται από το Τουρκ. Campaz, ο ζωέμπορος, ο σχοινοβάτης, ο πανούργος.



[1]Κατά την παράδοση αναφέρεται ότι ένα ελληνόπουλο ο Γιάννος εργαζόταν στο σαράι του αγά της Λουκάβιτσας. Παιδί με θέληση και εξυπνάδα, είχε την αμέριστη εμπιστοσύνη του αγά, που τον αγαπούσε σαν παιδί του. Κάποτε ο Γιάννος ανακάλυψε την κρυψώνα, που είχε τα φλουριά ο αγάς. Βλέποντας τα αμέτρητα φλουριά του, του μπήκε η ιδέα να τα κλέψει, αλλά πώς να γινόταν αυτό, όταν κατά την έξοδο υπήρχε σωματικός έλεγχος και θα ήταν αδύνατη κάθε προσπάθεια κλοπής;

Σκέφθηκε λοιπόν να καταπίνει ή να κρύβει το φλουρί μέσα στο στόμα του και έτσι κάθε μέρα έπαιρνε και από ένα. Συνεργό είχε τη μάννα του, που του είχε δώσει εντολή να κλέβει ένα, δύο, τρία ή ακόμη και περισσότερα νομίσματα. Μια μέρα που του ζήτησε να βήξει για να βγάλει τα νομίσματα, ο Γιάννος είχε κλέψει μόνο ένα, μα η μάννα του δεν το κατάλαβε και του ζητούσε να βήξει και άλλο, για να βγάλει κανένα νόμισμα ακόμη. Από την υπερπροσπάθεια παρά λίγο να πνίξει το παιδί στην επιμονή της για τα χρήματα. Ο αγάς άργησε να καταλάβει το τέχνασμα του Γιάννου. Κάποτε ανακάλυψε ότι του έλειπαν πάρα πολλά φλουριά. Παραφύλαξε και είδε τον Γιάννο, αλλά δεν του είπε τίποτε. Έστειλε έναν έμπιστό του να τον παρακολουθήσει, για να δει πού πάει ο Γιάννος τα φλουριά, ώστε να του πάρουν και τα υπόλοιπα.Ο Γιάννος το αντιλήφθηκε, γι’ αυτό έφυγε και κρύφτηκε στο δάσος. Ειδοποίησε τη μάννα του και μαζί έφυγαν μακριά από τη Λουκάβιτσα. Ο αγάς στεναχωρημένος για το πάθημά του από τον Γιάννο, θεώρησε μεγάλη πονηριά τον τρόπο που του έκλεβε τα φλουριά, έφτιασε ένα τζαμί, το ονομαζόμενο Γιενή-Τζαμί, και το αφιέρωσε στον Γιάννο, γιατί αν και έχασε αρκετό από το θησαυρό του, θεώρησε την πονηριά του Γιάννη το καλύτερο μάθημα, ώστε κάθε μέρα βλέποντας το τζαμί να θυμάται το πάθημά του και από εκεί και πέρα να μην έχει εμπιστοσύνη σε κανένα.

[2] Λουκάβιτσα (Σλαβική ονομασία). Η αρχική ονομασία ήταν Λάκα- βίτσα. Λάκα σημαίνει ανοικτό κοίλο έδαφος περιβαλλόμενο υπό δάσους, ή ανωμάλου εδάφους, αλλιώς ξάνοιγμα, λάζος, και βίτσα που στην Σλαβική γλώσσα σημαίνει προεξοχή, δηλαδή ύψωμα (λόφος). Σύνθετη λέξη από λόφος μέσα στην πεδιάδα. Αναφέρεται πάντοτε για την Απάνου Λουκάβιτσα (σημ. Κάμπος) που βρίσκεται σε λοφίσκο και γύρω-γύρω πεδινή έκταση. Συν το χρόνο η ονομασία Λακαμπίτσα ή Λακαβίτσα, μετατράπηκε σε Λουκάβιτσα. Η δε Κάτου Λουκάβιτσα (σημ. Ωραία), δημιουργήθηκε αργότερα επί τουρκοκρατίας από κατοίκους της Απάνου Λουκάβιτσας και συγκεκριμένα, από τσοπάνηδες που είχαν τα καλύβια τους στην εν λόγω περιοχή

[3] Φυλή Πηνειώτικων αλόγων με ωραίο,πλαγιοτροχασμό, κοινώς ραβάνι ή γιοργαλίδικο τρέξιμο (τα πόδια της μιας πλευράς κινούνται ταυτόχρονα και έπονται εκείνα της αντίθετης, όπως της καμήλας). O βηματισμός αυτός είναι πολύ ξεκούραστος για τον αναβάτη, τόσο άριστος, που λένε, όταν είσαι επάνω μπορείς να πιεις νερό χωρίς να χυθεί ούτε μία σταγόνα,πράγμα που τα κάνει περιζήτητα.Τ’ άλογα αυτά ονομάζονται γιοργαλίδικα, που από μικρά τα μαθαίνουν να καλπάζουν (γοργό βήμα) και γι’ αυτό τον λόγο τους δένουν με ειδικό τρόπο τα πόδια και τοιουτοτρόπως τ’ αναγκάζουν να συγχρονιστούν σ’ έναν νέο βηματισμό με μόνο σκοπό να μην ταρακουνούν τον αναβάτη τους. Ένας άλλος τρόπος για να μάθει γιοργά, όταν ήταν πουλάρι, του έδεναν στους αστραγάλους βαριούς κρίκους από αλυσίδες, για να μην μπορεί να σηκώσει ψηλά τα πόδια.

[4] Πραματευτάδες λέγονταν οι μετακινούμενοι έμποροι, οικιακών, εποχιακών ειδών, αρωματικών, ειδών, ένδυσης και υπόδησης κ.λπ.

[5] Πρόχειρες κατασκευές από κλαδιά δένδρων, εντός του δάσους ή στις παρυφές αυτού. Η κατασκευή αποτελούταν από τέσσερα ξύλινα δοκάρια από το ίδιο το δάσος στερεωμένα στο έδαφος και επί αυτών τοποθετούσαν κλαδιά για απόκρυψη, και σκέπασμα και για προφύλαξη από την νυκτερινό κρύο χρησιμοποιούταν από τους φερτούς πανηγυριστές και για το λημέριασμα της οικογένειας. Άλλος ένας τρόπος ήταν μέσα στο δάσος με χαμηλή βλάστηση, έκοβαν τα εσωτερικά κλαδιά και κατασκεύαζαν ένα είδος τρύπας εντός της βλάστησης.

[6] Οι ήμεροι και φιλικοί προς τον κόσμο σκύλοι, στις εμποροζωοπανήγυρεις ακόμη και στους οικισμούς, είχαν αναλάβει την υπηρεσία καθαριότητας του χώρου ως προς τα περιττώματα των ανθρώπων, μιας και δεν υπήρχαν τουαλέτες. Οι πανηγυριστές για τις σωματικές τους ανάγκες τρύπωναν μέσα στο πυκνό του δάσους και στις παρυφές που είχαν κατασκηνώσει είχαν και τους σκύλους τους οι οποίοι λόγω της πείνας αναλάμβαναν ιδίως κατά τις νυκτερινές ώρες την υπηρεσία καθαριότητας και τοιουτοτρόπως την άλλη ημέρα ο τόπος

[7] Ο ερχομός των τσιγγάνων στο χώρο του πανηγυριού σήμαινε και συναγερμός στα κτήματα, τις στάνες στα εξοχικά σπίτια και στα γύρω χωριά. Περίπου δέκα μέρες πριν το πανηγύρι έστηναν τα τσαντίρια τους και εξαπολύονταν στα κτήματα και έκλεβαν οπωροκηπευτικά, κοτερά, αρνιά, φρούτα και οτιδήποτε άλλο έβρισκαν στη διάβα τους που να τους είναι χρήσιμο.

[8] Όταν κάποιος πήγαινε με το άλογο το γαϊδούρι ή το μουλάρι σε κάποια εκδήλωση έπρεπε το σαμάρι να το καλύψει με μια καρπέτα. Αυτή η επικάλυψη του σαμαριού λεγόταν χράμι και αποσκοπούσε στην άνετη ίππευση, στην πρόληψη ώστε να παραμείνουν καθαρά τα ρούχα του αναβάτη από τυχόν βρωμιές του σαμαριού και σε ένδειξη ότι πηγαίνει σε κάποια εκδήλωση ή επίσημη δουλειά και όχι για εργασία στα κτήματα. Οι περισσότεροι είχαν άλλο σαμάρι για το πανηγύρι (γιορτινό) και άλλο για τις καθημερινές χρήσεις (δουλειάς). Αν κάποιος πήγαινε στο πανηγύρι, θα σέλωνε το άλογο ή την φοράδα και θα έβαζε τα ωραία και χαντρωτά χαϊμαλιά. Όλα αυτά ήταν πράματα που σχολιάζονταν εκείνη την εποχή ανάλογα με την περιποίηση του ζώου της μεταφοράς του. Σαν πήγαιναν στο πανηγύρι, σε δρόμο ή σε γάμο, ή κάποια άλλη κοινωνική εκδήλωση, έπρεπε να φαίνονται φιγουραρτζήδες, με κάθε επισημότητα

[9] Μια οικογενειακή μου αναφορά, από το σόι της μητέρας μου, αναφέρεται ότι η μάνα της ονόματι Φροσύνη ήταν αγνώστου πατέρα και μητέρας. Στο πανηγύρι στο Γιενή- Τζαμί το 1894 μια κοπέλα μ’ ένα βρέφος στην αγκαλιά περιφερόταν σαν το αγρίμι στο πανηγύρι. Σε κάποια στιγμή εκεί κοντά στην Βρύση του Καπινιά βρήκε μια γυναίκα κάπου τριάντα  χρονών και την παρακάλεσε να της κρατήσει για λίγο το μωρό της για να χωθεί πίσω από ένα τεράστιο θαμνώδη σκίντο για την σωματική της ανάγκη. Η γυναίκα δέχθηκε να το κρατήσει μέχρι να τελειώσει την σωματική της ανάγκη και κράτησε το μωρό στην αγκαλιά της. Η μάνα του βρέφους χώθηκε πίσω από το σκίντο τάχατις να κάνει την ανάγκη της και σαν αστραπή χώθηκε στο πυκνό του δάσους και εξαφανίσθηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η γυναίκα αφού περάσανε μερικά λεπτά και αργούσε η μητέρα του βρέφους να φανεί φώναξε δυο- τρεις φορές μα δεν πήρε καμιά απάντηση, τότε πήγε πίσω από το σκίντο και έκπληκτη είδε ότι δεν υπήρχε πουθενά η μητέρα του βρέφους. Φώναξε  ξανά φώναξε αλλά τίποτα. Τότε πήρε όλο το πανηγύρι με το μωρό στην αγκαλιά και απεγνωσμένα έψαχνε την μάνα του βρέφους αλλά τίποτα μέχρι που νύχτωσε. Ήδη είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Χωρίς άλλο πήρε το βρέφος που ήτανε κοριτσάκι ίσως ασαράντιστο και το πήγε στο σπίτι της στου Μπουρντάνου (σημ. Βουλιαγμένη) Πηνείας και το μεγάλωσε σαν παιδί της και το πάντρεψε στο Σινούζι (Άγναντα) Πηνείας και πήρε άνδρα τον παππού μου Ηλία Δανίκα. Η οικογένεια που την ανάθρεψε και την πάντρεψε ήταν του Θανάση Πανόπουλου από την Βουλιαγμένη. Ο τρόπος που ακολούθησε η βιολογική μάνα του παιδιού για να μην ξαναγυρίσει ποτέ το παιδί και βρει τους βιολογικούς του γονείς, που ίσως ήταν νόθο, ήταν να το ξεφορτωθεί και το έδωσε σε κάποια άγνωστη. Αλλά και αυτή που το υιοθέτησε δεν ήξερε καν ποια ήταν η βιολογική του μητέρα, για να μην ξαναγυρίσει ποτέ το παιδί και βρει τους βιολογικούς του γονείς. Αυτή η τακτική επί το πλείστον μέχρι την δεκαετία του 1970 γινόταν κυρίως στα μοναστήρια κατά την εορτή του Αγίου, όπου τα άφηναν μπροστά από την εικόνα για να τα υιοθετήσει κάποιος που δεν είχε παιδιά.

[10] Δικαίωμα φορολόγησης είχε η Τουρκική εξουσία για την σφαγή των ζώων τα ονομαστά «σφαχτικά», ακόμη επικρατεί σήμερα η έκφραση όταν πληρώνει κάποιος υπερβολικά για κάποιο αντικείμενο «Μ’ έσφαξε στην τιμή». Φορολογία «ωνίων» πάνω στα γεωργικά προϊόντα που ήταν μια εξοντωτική άμεση φορολογία για τους Έλληνες αγρότες. Κάθε παραγωγή σιταριού, κριθαριού, σίκαλης, βρώμης, καλαμποκιού, λαχανικών, μπαμπακιού, μαλλιών, κατραμιού, βελανιδιού, ρετσινιού, καπνών, μεταξιού, παστών, ψαριών, δερμάτων, κρασιού, γάλακτος κ.λπ.

[11] Η πληρωμή των μουσικάντηδων ζυγιών, επί το πλείστον, ήταν η δωρεάν συμμετοχή τους στο γεύμα και στο ποτό. Ελάχιστες φορές πληρώνονταν από τους πανηγυριστές με παράδες. Τα τελευταία χρόνια, οι χορευτές πάνω στο κέφι, για να χορέψουν έδιναν παραγγελία του τραγουδιού και πετούσαν στο δάπεδο που χόρευαν ή επικολλούσαν με σάλιο χαρτονομίσματα στο κούτελο του κλαρινίστα ή του καραμουτζοπαίχτη κυρίως για εντυπωσιασμό των θαμώνων.

[12] Επειδή τα τραγούδια που ακούγονταν από στόμα σε στόμα, αναφέρονταν, επί το πλείστον, στους αγώνες των Ελλήνων κατά των Τούρκων, για να μην βρεθούν σε παρεξήγηση όταν παρευρίσκονταν και Τούρκοι, έπαιζαν μόνο οργανική μουσική.

[13]Στην ύπαιθρο ζύμωναν πάνω σ’ ένα απλωμένο γιδοτόμαρο (δέρμα κατσικίσιο) και έψηναν το ψωμί στη χόβολη. Επίσης έκτιζαν ή έσκαβαν σε πλαγερά σημεία μικρούς προσωρινούς φούρνους με γλίνα για τις ανάγκες του πανηγυριού

[14]Έπιναν κρασί με τη σειρά γύρω-γύρω και επανειλημμένα επί πολλή ώρα μετά το φαγητό. Οι Πηνειώτες συνήθιζαν πάντοτε να τρώνε πρόχειρα, εκτός από τις γιορτάδες. Οι εύποροι έτρωγαν μακαρόνια με τυρί τριμμένο. Κι’ από γλυκά, μπουρέκια, κουραμπιέδες, χαλβάδες και κανταΐφια. Οι σαλάτες ήταν άγνωστες καθώς και τα επιδόρπια. Το φαγητό τελείωνε πάντοτε με τσιμπούκι. Αφού έπλεναν το στόμα και τη μύτη και σαπουνίσουν τα μουστάκια τους, κάθονται σταυροπόδι σε μια άκρη του σοφά για να φουμάρουν και τοιουτοτρόπως ένοιωθαν πανευτυχείς. Οι Τούρκοι αλλά και οι Έλληνες έπιναν μποζά (παχύρευστο ηδύποτο που γινόταν από αλεσμένο κριθάρι ύστερα από ζύμωση) και σερμπέτια (από βατόμουρα, φράουλες, ροδάκινα, βανίλιες και βερίκοκα) που διαλύονταν στο νερό.

[15] Από τότε καθιερώθηκε το ψήσιμο στο φούρνο χοιρινών, που επικρατεί ως σήμερα. Ο λόγος του ψησίματος των γουρουνιών, ήταν για να μην προσκολλούν οι Τούρκοι στα τσιμπούσια, που έστηναν κατά παρέες, διότι οι Τούρκοι πιστοί στο κοράνι, δεν έτρωγαν χοιρινό κρέας. Υπήρχαν και εξαιρέσεις, αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο τους κρατούσαν εκτός του φαγητού, μιας και αυτοί ήσαν επί το πλείστον τζαμπατζήδες.

[16]Τα πιο συνηθισμένα φρούτα ήταν τα πεπόνια, καρπούζια και αγγούρια. Ιδιαίτερα αυτά τα τελευταία τους θερινούς μήνες αποτελούσαν μάννα εξ ουρανού για το λαό. Όλοι ροκάνιζαν αγγούρια το καλοκαίρι. Μερικές φορές τα έκοβαν κομματάκια και τα έριχναν μέσα στο γάλα.


Εκτύπωση   Email

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates