Τα τσοκάνια των κοπαδιών

Γονική Κατηγορία: Ασχολίες Κατοίκων Η κτηνοτροφία Εμφανίσεις: 23899

ΤΑ ΤΣΟΚΑΝΙΑ

Κύριο μέλημα κάθε τσοπάνη, πέραν από την συντήρηση και υγιεινή του ζωικού κεφαλαίου που διέθετε, προσπαθούσε να έχει τα στανοτόπια, να εξασφαλίζει την τροφή, τα κατασκευάσει τα καλύβια και να έχει εξοπλισθεί με τα απαραίτητα εργαλεία για το άρμεγμα τον κούρο και την τυροκομία. Ταυτόχρονα, έπρεπε να έχει εξοπλίσει με τα κατάλληλα ηχητικά εργαλεία για την ακουστική ασφάλεια, την ορχήστρα του κοπαδιού, τον εντοπισμό, και να έχει την άμεση γνώση για τις δραστηριότητες του κοπαδιού. Τοιουτοτρόπως, εξόπλιζε τα ζώα του με τσοκάνια (τροκάνια) και κουδούνια.

Ο κάθε τσοπάνης από το βάρεμα (κτύπο) των τσοκανιών, καταλάβαινε εάν το κοπάδι εκείνη την ώρα του βοσκούσε, αν αναχάραζε, αν περπατούσε, αν έτρεχε, αν κυνηγιόταν, αν έπινε νερό, αν ξύνονται, αν τα τρώγανε μύγες, αν κτυπιόνταν μεταξύ τους, εάν έχει πέσει μέσα λύκος ή σκυλιά, αν βοσκούσαν, επίσης τον βοηθούσαν στο έργο του όπως στο σάλαγο, στο σκάρο, στη στρούγκα, στο στάλο, τον διευκολύνουν να τα βρει, όταν έχουν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή έχουν μείνει πίσω ή έχουν χαθεί, κ.λπ.

 

Επίσης μ’ αυτή την ακουστική ικανότητα, που είχε, ανάλογα με τα τσοκάνια που κρεμούσε και στα υποζύγια, βόδια και σκυλιά, γνώριζε με ακρίβεια όλες τις κινήσεις των ζώων του είτε ήσαν κοπάδι είτε μεμονωμένα. Ακόμη από την ακουστική εμπειρία που είχε αποκτήσει, γνώριζε επ’ ακριβώς ακόμη και τον ήχο κάποιου ξένου τσοκανιού, που τυχόν κτυπούσε στο κοπάδι του.  

Το σχήμα, το μέγεθος, ο ήχος, ο καλλωπισμός των τσοκανιών και, αρκετές άλλες λεπτομέρειες, που κάθε τσοπάνης επιδιώκει να διαλέξει τα κουδούνια, με ιδιαίτερη προσοχή, του δίνουν τη δυνατότητα να ξεχωρίσει και να προμηθευθεί τα κουδούνια της αρεσκείας του. Κουδούνια υπάρχουν πάρα πολλά και αυτά έχουν πάρει τις ονομασίες τους ανάλογα με το μέγεθος, τον τόπο και τον τύπο κατασκευής τους.

 

 Κουδούνες, λέγονται τα πολύ μεγάλα κουδούνια τα οποία ο τσοπάνης κρεμάει στα γκεσέμια του, μπίπες ή μπουζούκες λέγονται επίσης τα μεγάλα τσοκάνια, φτιαγμένα από χαλκοποτισμένη λαμαρίνα. Αυτά τα κουδούνια βάρους 2,5 έως 3,5 κιλών βγάζουν ένα παράξενο χαρακτηριστικό ήχο μπίπ- μπίπ- μπίπ και συνήθως τα κρεμάει στα πιο διαλεχτά και κορμερά γκεσέμια του. Κλαπακιόρα, ονομάζεται το κουδούνι με το πολύ βαρύ ήχο, μεσοκούδουνα, τα μέτρια σε μέγεθος, κριαροκούδουνα, κουδούνια που κρεμάει συνήθως στα κριάρια, γαλαροκούδουνα, ιδίως μόνο για τα γαλάρια πρόβατα, λαγαροκούδουνα με

 

καθαρό ήχο, μικροκούδουνα ή αρνοκούδουνα αυτά που είναι μικρά σε μέγεθος και τα κρεμούσανε κυρίως στ’ αρνιά. Κουδουνέλες ή καμπανέλες λέγονται τα μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια. Μερικά από αυτά, τα μεγαλύτερα, έχουν στο εσωτερικό τους ένα ή δύο μικρότερα κρεμασμένα το ένα μέσα στο άλλο. Διπλά κουδούνια, διπλοκούδουνα δίχειλα ή και τρίχειλα, το ένα μέσα στ' άλλο.Τα λιβαδοκούδουνα ή λιβαδίσια αυτά είναι μικρά και μεγάλα, τα εξηντάρια κουδούνια, τα εβδομηντάρια, δηλαδή των εξήντα κι εβδομήντα λεπτών και σπανίως τα ογδοντάρια. Τα χοντροκούδουνα, ή βαρέλες κουδούνια με χοντρή φωνή, τα στρογγυλοκούδουνα, έχουν σχήμα στρογγυλό, Τα πλακοκούδουνα, ή πλακούδες, με πλακέ σχήμα. Τα ψιλοκούδουνα, με ψιλή φωνή, οι γουργούρες[1] ή τα γουργούρια, μικρά κουδουνάκια που τα λέει και αρνοτσόκανα η αρνοκούδουνα, αυτά επίσης λέγονται και χλιβεράκια. Εκτός απ' αυτά έχει και τα βραχνοκούδουνα ή βραχνιά, δηλαδή μεγάλα κουδούνια με βραχνή και βροντερή φωνή.

Η γιδοκοπή έχει διαφορετικά τσοκάνια. Οι γιδοβοσκοί αντιμετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα να ελέγξουν τα κοπάδια τους, διότι αυτά σκαλώνουν επάνω στ’ απόκρημνα εδάφη τσακίζουν τα πόδια τους φυλάγοντας τα γίδια, τους κατσικοδιαβόλους, όπως τα λένε, τους έχουν τα βροντάρια, τις τράκες, τα κύπρια και τα τσοκάνια. Ειδικά τα τσοκάνια που φορούν τα γίδια τ' αποκαλούν γιδοτσόκανα κι έχουν ένα κοφτό και χοντρό χτύπο που τα ξεχωρίζει απ' τα γελαδοτσόκανα η βοϊδοτσόκανα, γουρουνοκούδουνα, τ’ αλογοτσόκανα, τα γαϊδουροκούδουνα, τα ιδιόμορφα κουδουνάκια[2] και καμπανέλες σκύλων και τα μουλαροκούδουνα.

Κάθε γιδοκοπή φέρνει ένα η δύο το πολύ τσοκάνια, Ένα τραγοτσόκανο μεγάλο που το σέρνει ένα γκεσεμότραγο κι' ένα πιο μικρό, που το κουβαλάει στο λαιμό της και μια στειρόγιδα η στερφόγιδα ή μαρμάρα.

Κυπροκούδουνα, λέγονται τα μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια. Τα κύπρια, ο γιδοβοσκός, πρέπει να τα προσέχει πιο πολύ απ' τα τσοκάνια γιατί αυτά αποτελούν τα καλύτερα όργανα της ολικής συναυλίας του κοπαδιού του και τα χωρίζει σε κυρίως τρεις κατηγορίες: Στα λαγγοκύπρια, μικρά κύπρια, στα μεσοκύπρια, πιο μεγάλα και στα καμπανοκύπρια η στα κεσεμοκύπρια, κύπρια μεγάλα που κρεμάει στα πιο τρανά γκεσέμια του, στα καμαρωτά και στα υπερήφανα τραγιά του.

Το γιδοκόπαδο όταν είναι κουρδισμένο καλά με κύπρια, που να σκαλώνουν οι φωνές τους, είναι μια καλλίφωνη και δυσεύρετη και παράξενη μουσική πανδαισία, που συναντάει κανένας μονάχα στους λόγγους στα κουφολόγγια, στις λαγκαδιές, στα βουνά και στις περίφημες βλαχοστάνες. Τους χειμερινούς μήνες, οι τσοπάνηδες συνήθιζαν να βγάζουν τα κυπροκούδουνα, ιδίως κάτω στα χειμαδιά. Αφήναν μονάχα λιγοστά βροντερά για να μαζεύεται το κοπάδι και να τ' ακούει ο τσοπάνης.

Τα ζωντανά συνήθως αχάμναιναν με την κακοκαιρία, και δεν χρειάζονταν να 'χουν στο σβέρκο τσοκάνια, κουδούνια και κύπρια, τα οποία βαραίνουν το ζωντανό. Ο καλός τσοπάνης τα θέλει να τα 'χει την άνοιξη και το καλοκαίρι πάνω στα ψηλά βουνά και στους λόγγους για ν' αχολογούν τα διάσελα και τα λαγκάδια.

Ένα από τα μεγαλύτερα και ίσως τα σοβαρότερα προβλήματα, που αντιμετώπιζαν οι ζωοκλέφτες, ήταν τα τσοκάνια. Τα τσοκάνια λειτουργούσαν και σαν ένα ειδικό σύστημα συναγερμού, για το κοπάδι, σε περίπτωση απόπειρας ζωοκλοπής. Μάλιστα χρησιμοποιούσαν προβατόμαλλο ή διάφορα μικρά κλαδιά ή και χόρτα τα οποία τα τοποθετούσαν στο εσωτερικό του τσοκανιού και τοιουτοτρόπως δεν ακούγονταν. Όμως όσα κοπάδια, είχαν τα κουδούνια (μονά-διπλά-τριπλά) στα οποία οι ζωοκλέφτες δεν μπορούσαν να τα βουλώσουν μ’ αυτό τον τρόπο, και γι αυτό τον λόγο απέφευγαν συστηματικά να μπαίνουν στην διαδικασία της ζωοκλοπής του κοπαδιού. Τις εποχές που άκμαζε η ζωοκλοπή, οι τσοπάνηδες διέμεναν δίπλα στο κοπάδι και με το παραμικρό ανακάτεμα των ζώων που αντιλαμβανόταν, συνάμα και το γαύγισμα των σκύλων, προστάτευαν κατάλληλα τα κοπάδια τους.

Αρκετές φορές τα τσοκάνια, ιδίως στα χειμαδιά δημιουργούσαν προβλήματα στους ίδιους τους τσοπάνηδες, όσον αφορά μόνο και μόνο την νυκτοβοσκή, ή ξάκρισμα, ή κλεφτοβόσκισμα, ή ξενοβόσκισμα, ή κλεφτοξάκρισμα ή και ξενοξάκρισμα όπως αναφέρεται στην ορολογία των τσοπάνηδων. Δηλαδή όταν ήθελαν να βοσκήσουν το κοπάδι σε ξένα λιβάδια, έβγαζαν τα τσοκάνια ή τα βούλωναν για να μην ακούγονται από τους ιδιοκτήτες των λιβαδιών, όση ώρα κρατούσε η ξενοβοσκή.

Τοιουτοτρόπως σχεδόν σ’ όλα τα κοπάδια του κάμπου, οι τσοπάνηδες απέφευγαν να κρεμάνε τσοκάνια στα ζώα τους. Αν κάποιος είναι μερακλής με τα τσοκάνια φορούσε σε δυο- τρία ζωντανά, τα οποία σε περίπτωση κλεφτοβοσκίσματος τα βούλωνε και αυτά μέχρι να τελειώσει η βοσκή στο εν λόγω λιβάδι.

              Η τέχνη του κουδουνοποιού, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα Σάλωνα (σημ. Άμφισσα) και έγινε το σήμα κατατεθέν της πόλης από τον 19ο αιώνα. «Η μάνα των κουδουνιών είναι τα Σάλωνα με τα πολλά εργαστήρια. Οι Σαλωνίτες προμήθευαν όλη τη Ρούμελη, με τα κουδούνια που κατασκευάζονταν απ’ τα χέρια τους», έγραφε το 1930, ο λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος στα «Ποιμενικά της Ρούμελης». Τα παλιά χρόνια οι κουδονοποιοί ήταν γνωστοί ως κουδουνάρηδες ή λεράδες. «Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία μέχρι και τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο ανέδειξε την τέχνη τους, καθώς το κουδούνι ήταν το πιο απαραίτητο εξάρτημα του κοπαδιού».

Το κουδούνι κύρια χρησιμότητά του ήταν και είναι ο εντοπισμός του κοπαδιού και δευτερεύουσα η καλλίφωνη κτηνοτροφική συναυλία. «Τα ζώα που οδηγούσαν το κοπάδι φορούσαν μεγάλα κουδούνια και με τον ήχο τους ο βοσκός γνώριζε ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται». Στην Κρήτη μαρτυρείται χρήση του κουδουνιού για… σωφρονιστικούς λόγους! «Το σκλαβέρι, μέγας κώδων, τίθεται εις τον τράχηλον των ατακτότερων ζώων προς σωφρονισμόν», καταγράφει το 1890, ερευνητής του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.

Για να κρεμάσουν οι τσοπάνηδες τα κουδούνια στα ζώα τους χρησιμοποιούσαν ειδικές κατασκευές που ονομάζονταν στεφάνια, κουλούρες, βεζές, γιδοστέφανα ή γιδοζυγοί. Κι υπάρχουν τριών ειδών γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ' ένα κλειδί, τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ' αναποδοστέφανα που κλειδώνουν ανάποδα. Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Η γιδοκουλούρα[3] πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπειρου ξυλοπελεκητή. Πάνω σ’ αυτό ο παραδοσιακός τεχνίτης σκαλίζει κι εκφράζει με ποικίλα σκαλιστά κεντήματα, τον ψυχικό του κόσμο που τα κατασκευάζει μ' ιδιαίτερη προσοχή τέχνη και χάρη.

Οι τεχνίτες που τα κατασκεύαζαν, έπρεπε να επιτύχουν μεγάλη εφαρμογή, γιατί διαφορετικά, πλήγιαζαν

τα γίδια στο λαιμό και τα σακάτευαν. Τις κουλούρες τις κατασκεύαζαν με ξύλα από μουριά, γάβρο, σκίντο, κουτσουπιά, αγριλιά, αγκλαβουτσά, μελιό, κυδωνιά, κορμό κληματαριάς κ.λπ., επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσινα (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύπρια. Συνήθως έκοβαν ένα μακρύ ίσιο ξύλο, χωρίς κόμπους, στην συνέχεια το πελεκάγανε καλά το στενεύανε κάνοντάς το, μια στενόμακρη λουρίδα κι ύστερα το γύριζαν[4] και του έδιναν το σχήμα του λαιμού του πρόβατου ή οποιουδήποτε ζώου, δηλαδή κάπως κυκλικό.

Έπειτα περνούσαν το βαστάκι του κουδουνιού στην τετράγωνη τρύπα που έφτιαχναν στο κάτω μέρος του στεφανιού, στην συνέχεια περνούσαν μια λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο βαστάκι και γύριζαν τα δύο της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά για να πιάσουν σφιχτά. Έβαζαν κι' ένα κομμάτι από πετσί (δέρμα) ανάμεσα σ' αυτά τα δύο (βαστάκι και λαμαρίνα) να μην τρίβονται κι έπειτα το περνούσανε στο λαιμό του πρόβατου, της προβατίνας ή του κριαριού, το έδεναν και το ζώο ήταν έτοιμο με το κουρντισμένο τσοκάνι του.

Εκτός από τα γιδοστέφανα, χρησιμοποιούσαν και πέτσινα λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα κυπριά. Άλλο εξάρτημα ήταν η κλάπα (δηλ. κομμάτι λαμαρίνας). Την έβαζαν, για μην κρεμάει ο κύπρος, λόγω του βάρους του, κι έτσι να ελαφρύνει κάπως το ζώο που το έφερε στον λαιμό του.

 

Άλλη μια εργασία ήτανε το σφύρισμα ή κούρντισμα του τσοκανιού. Μετά την αγορά του κάθε τσοκανιού, ο καθένας συνήθως σφύριζε τα τσοκάνια του, ανάλογα με τα ακούσματα, που είχαν τα υπόλοιπα τσοκάνια του κοπαδιού του. Το σφύρισμα ήταν μια επίπονη και κοπιαστική εργασία, που έπρεπε ο εκάστοτε σφυρηλάτης, να γνωρίζει πολλά μυστικά, για να δώσει στο κάθε τσοκάνι τον επιθυμητό ήχο. Αρκετές φορές με την πάροδο του χρόνου τα τσοκάνια φθείρονταν, δηλαδή, το χείλος του τσοκανιού αδυνάτιζε από το γλωσσίδι ή βαρίδι και αλλοιωνόταν ο ήχος. Τότε λιμάριζαν ή έκοβαν το αδυνατισμένο μέρος και έδιναν ένα διαφορετικό ήχο από τον πρώτο του. Άλλη φθορά ήταν το τρύπημα του τσοκανιού, όπου το πήγαιναν στους τσοκανάδες και έκλειναν τις τρύπες με κασσίτερο. Μερικές φορές, οι τσοπάνηδες αναλάμβαναν μόνοι τους να τα σφυρίσουν και να επαναφέρουν τον επιθυμητό ήχο. Οι ήχοι των, διαφοροποιούνταν από κοπάδι σε κοπάδι και τοιουτοτρόπως ο κάθε τσοπάνης, αφουγκράζοντας μόνο τα τσοκάνια, γνώριζε αν ήταν το δικό του κοπάδι και αρκετές φορές, γνώριζε αν κάποιο ξένο τσοκάνι χτυπούσε ανάμεσα στο κοπάδι του.

             

 

 

 

 

 

Ερύμανθος- κοπάδι γίδια με κουδούνια –Παπακανέλλου

Παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις:

-Στην καλή προβατίνα κρεμάνε τα κουδούνια.

-Κάθε πράμα και το τσοκάνι του.

-Κουδουνίσανε τ’ αυτιά μου.

-Κατά τα τσοκάνια κι ο τσοπάνης.

-Έπεσε το βαρίδι, σώπασε το τσοκάνι.

-Του φτωχού τσοπάνη τα κουδούνια του φταίνε.

-Του κρεμάσανε κουδούνια.

- Κι αν’ έχασε τα προβατάκια του, του μείνανε τα τσοκανάκια του.

-Κάθε κουδούνι τη φωνή του κι όλα μια βουή.

-Κανείς δεν ακούει τα κουδουνάκια του.

-Λίγο να κουνηθούν τα κουδουνάκια θα βροντήσουν.

-Στη ζημιάρα προβατίνα κρεμάνε το κουδούνι.

-Ο ίδιος τα κουδουνάκια του δεν τα ακούει

-Όπου βαρούνε τα κουδούνια είναι και το κοπάδι.

-Κουδούνια δίχωτις στάνη, κοπάδι δίχωτις τσοπάνη.

-Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς απ’ τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα γκεσέμια.

-Του πήραν τα κοπάδια και του έμειναν τα τσοκάνια.

-Χίλια κουδούνια, ένα κοπάδι.

- Απ’ τα κουδούνια πιάνεται ο τσοπάνης.

 

 

Μια Ηλειώτικη παροιμιώδη φράση:

Βγήκ’ ο κυρ– τσόκανος, απήδηκε ο δόκανος.

Μια φορά στο χωριό Σκληρού της Ανδρίτσαινας, κάποιος είχε πάθος να βγαίνει τη νύχτα και να κλέβει ότι έβρισκε μπροστά του και ότι του «γυάλιζε», καθώς λέμε, στο μάτι. Τον είχαν συλλάβει αρκετές φορές και τον χτυπούσαν αλύπητα, αλλά αυτός δεν έκοβε το «χούκι» (συνήθεια). Κάθε τόσο χρησιμοποιούσε διάφορα τεχνάσματα, ώστε να μη γίνεται αντιληπτός, από τους ιδιοκτήτες της περιοχής, που παραφύλαγαν και τον έπιαναν τις περισσότερες φορές. Μια φορά, φόρεσε μια προβιά (δέρμα από πρόβατο), πήρε και κρέμασε και ένα τσοκάνι στο λαιμό του και περπατούσε στα τέσσερα, προσποιούμενος το πρόβατο, για να περάσει από κάποιο στενό, που νόμιζε ότι το παραφύλαγαν.

Όμως, ένας από τους παθόντες, γνωρίζοντας τις βουλές του, είχε στήσει ένα λυκοδόκανο για να τον πιάσει. Ο κλέφτης προχωρώντας στα τέσσερα, ακούμπησε στο δόκανο και αυτό εκτινάχθηκε και του έπιασε τα δυο του χέρια. Από τον υπερβολικό πόνο και τις φωνές, ακούστηκε στο χωριό και αμέσως κατέφθασαν οι χωριανοί να δουν τι συμβαίνει. Εκεί τον βρήκαν σε κακά χάλια, με τον ένα καρπό του χεριού του σπασμένο και αμέσως τον μετέφεραν στο χωριό. Όπως ήταν ντυμένος με την προβιά, τους μολόγησε το πάθημά του και τότε κάποιος, είπε αυτή τη φράση: «Βγήκ’ ο κυρ– τσόκανος, απήδηκε ο δόκανος».

Τη φράση την έλεγαν σ’ όποιον πιανόταν να κλέβει στα πράσα δηλαδή επ’ αυτοφώρω.

             

 

Λεξιλόγιο:

Κλωτσοκούδουνο, = το κουδούνι του οποίου έχει αλλοιωθεί η ακουστότητά του.

Κουφοτσόκανο, το = το τσοκάνι που δεν έχει βαρίδι.

Γυφτοκούδουνο, το = κουδούνια μικρής αξίας, τα κατασκεύαζαν κυρίως γύφτοι σιδεράδες.

Τουρκοτσόκανο, = τσοκάνι ευτελούς αξίας.

 

Επώνυμα:

Καμπανίδης, Καμπανέλλης, Καμπάνης, Καμπάνας, Καμπανάκης, Καμπάνης, Καμπανάρης, Κουδούνας, Κουδούνης, Κουδουνέλης, Κουδουνίδης,Τσοκανάς, Τσοκάνης, Τσοκανίδης, Τσοκανόπουλος, Τσοκανάκης,


[1] Σε κούρεμα αιγοπροβάτων που παρευρέθηκα σε χωριό της Τριταίας το 1984, παρέα από πότες όταν μέθυσαν άφησαν τα ποτήρια και έπιναν κρασί χρησιμοποιώντας για ποτήρια γουργούρες.

[2] Τα κουδουνάκια των σκύλων, τα χρησιμοποιεί ο κάθε κυνηγός, για να γνωρίζει που βρίσκεται ο σκύλος του, κατά την ώρα που κυνηγάει θηράματα. Επίσης τα κουδουνάκια των σκύλων, τα χρησιμοποιούσαν και οι χωρικοί για τα κοτόπουλα. Κρεμούσαν, μικρά κουδουνάκια σκύλων σε κοκόρια, όταν είχαν κοτέτσια στα κτήματα. Μ’ αυτό τον τρόπο ξεγελούσαν τις αλεπούδες. Αυτές, όταν άκουγαν από μακριά το κουδούνι που φορούσε ο κόκορας, νόμιζαν ότι εκεί περιφέρεται κάποιος σκύλος και συνήθως απέφευγαν να πλησιάσουν στο κοτέτσι.

[3] Σήμερα, η κουλούρα έχει σχεδόν αντικατασταθεί με διάφορα συνθετικά, πλαστικά και σε ορισμένες περιπτώσεις με καδένες, ενώ έχω συναντήσει και κοπάδι με κουλούρες φτιαγμένες από λάστιχα αυτοκινήτων, αλλά και από λουριά μηχανικών τροχαλιών, που ίσως έχουν μεγαλύτερες αντοχές.

[4] Το γύρισμα της κουλούρας, επιτυγχάνονταν με την βοήθεια της φωτιάς. Κύριο μέλημα του κατασκευαστή για να επιτύχει, έπρεπε το ξύλο οπωσδήποτε να είναι χλωρό. Για να μαλακώσει το ξύλο και να μην σπάσει κατά την διαδικασία του λυγίσματος, το ζέσταινε στην φωτιά και στην συνέχεια όταν μαλάκωνε, με ιδιαίτερη τεχνική το λύγιζε και του έδινε το κατάλληλο σχήμα και μετά το έδενε για αρκετές ημέρες μέχρι να σταθεροποιηθεί σ’ αυτό το σχήμα που του έδωσε ο κατασκευαστής του. Επίσης αρκετοί τεχνίτες είχαν φτιάξει ειδικά ξύλινα καλούπια και προσάρμοζαν τις κουλούρες εντός αυτών μέχρι να πάρουν το τελικό τους σχήμα. Ακόμη αρκετοί τις έδεναν σε κορμούς δένδρων ανάλογα με την περιφέρεια του λαιμού των ζώων που προοριζόταν.

Εκτύπωση