Μπαλής, ο τελευταίος τσαρουχάς του Αντρωνίου

Γονική Κατηγορία: Ασχολίες Κατοίκων Επαγγέλματα Εμφανίσεις: 7520

 

Ο μπαρμπα-Κωστας Ροδόπουλος, με το παρατσούκλι Μπαλής, γεννήθηκε στο Αντρώνι στις 4 Μαρτίου του 1926 και πέθανε το 2010 στη Νέα Υοόρκη. Ήταν από τους τελευταίους της γενιάς του, ιδιαίτερη προσωπικότητα, πανέξυπνος και προκομμένος. Με τα αστεία και το χαμόγελό του ήταν αγαπητός σε όλους τους συγχωριανούς μας. Παντρεύτηκε τη Βασιλική Μπαρδουνιώτη και έκαναν τέσσερα παιδιά. Τον Νίκο, τη Γιαννούλα, το Γιάννη και τον Παναγιώτη.

Ο Μπαλής 25 χρόνων με την αδελφή του, την  Αθανασία Ροδοπούλου- Συλάιδου έξω από το μαγαζί του στο χωριό. Πίσω η πλατεία και η παλουκαριά του Μπαναβόγιαννη.

Παράλληλα με τις αγροτικές δουλειές, το 1948 έμαθε την τέχνη του τσαρουχά (τσαγκάρη). Σε ένα μεγάλο δωμάτιο που είχε, πλησίον της πλατείας στο Αντρώνι, άνοιξε καφενείο και σε μία γωνία έβαλε τον πάγκο του τσαγκαράδικου. Όπως διηγήθηκε ο ίδιος «εκεί ήταν το στέκι των ανδρών, αφού οι γυναίκες δεν πήγαιναν στα καφενεία αλλά και των ανθρώπων που ερχόντουσαν για δουλειές από τα άλλα χωριά. Εκεί, ερχόσαντε όσοι δέχονταν τα καλαμπούρια και τις πλάκες μου» μιας και ο μπαρμπα-Κώστας ήταν μεγάλος χωρατατζής.

«Εκεί μέσα ακούστηκε, για πρώτη φορά στο χωριό, η μουσική από το γραμμόφωνο, που μου είχε στείλει ο μπάρμπας μου από την Αμερική. Μαζωχνόντουσαν οι γερόντισσες απ’έξω από το καφενείο να ακούσουν τη μουσική. Τους έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό το εργαλείο και αναρωτιόντουσαν από πού έβγαινε η φωνή. Το “στοιχειό του Μπαλή”, έλεγαν.  Ένα βράδυ που έπαιζε στο γραμμόφωνο το τραγούδι: ”πάρε με και μένα μπάρμπα στο κρασόπουλο που πας” κοιτάζω στο παράθυρο και βλέπω τις γριές, με τα μαντήλια διπλωμένα στο κεφάλι, να αγκρομάζονται  με περιέργεια τη μουσική και από το άλλο παράθυρο, απέναντι, βλέπω τον καλό μου γάιδαρο που κοιτούσε κι αυτός. Τον είχα μάθει και τον φίλευα κανένα λουκούμι κάθε τόσο. Οι πελάτες στο μαγαζί αναρωτιόντουσαν τι διάολο κοιτάζει ο γάιδαρος από το παράθυρο, που να ξέρουν ότι περίμενε κι’ αυτός, το φίλεμα.

 

 

Δεξιά ο Κώστας Ροδόπουλος (Μπαλής) στη μέση και αριστερά  τα αδέλφια του Αθανασία και Λύσανδρος στη Θεσσαλονίκη το 1985

Θυμάμαι το λουξ να κρέμεται στη μέση του καφενείου, η σόμπα να λαμπιρίζει, ο καπνός  απ’ τα τσιγάρα να κάνει σύννεφα στο ταβάνι και όλοι, γύρω από τη σόμπα μαζεμένοι, να λένε αστεία.  Φαντάζεσαι τι γινόταν όταν έβγαζαν όλοι τα τσαρούχια τους για να πυρώσουν τα πόδια τους στην φωτιά!  Γέμιζε το δωμάτιο ευωδία απλυσιάς. Δεν είχαν μάθει και στην πολυτέλεια, να πλένουν τα πόδια κάθε μέρα, μια φορά το μήνα και πολύ ήταν.

Ο Χρήστος του Χρυσικού (Νικολετόπουλου), όταν άκουγε πολύ αντάρα, πήγαινε καμιά φορά απ’ έξω και κοιτούσε μέσα από το παράθυρο. Την Παρθενία σου Μπαλή, μου λέει, τι γίνεται εκεί μέσα, μαγαζί  έχεις ή κωλοχανείο;»

Γύρω στα 1960 έφτιαξε, παράπλευρα από το τσαγκαράδικο, το μεγάλο, δίπατο και  πέτρινο σπίτι, στολίδι για το χωριό μας, που στέκει εκεί αγέρωχο, για να μας θυμίζει το μπαρμπα-Κώστα.

Το καφενείο και το τσαγκαράδικο το κράτησε 18 χρόνια, από το 1948 έως το 1966, και στα σαράντα του χρόνια πήρε το δρόμο της ξενιτιάς με την οικογένειά του για μια καλύτερη ζωή.

Τράβηξε για τη Νέα Υόρκη, στους συγγενείς του που βρίσκονταν εκεί, και αμέσως έπιασε δουλεία στο St.Regis Hotel, ως bartender. Τo ξενοδοχείο, που δούλεψε όλα του τα χρόνια, ήταν πέντε αστέρων, στο κέντρο της Νέας Υόρκης. Δούλευε πίσω από την μπάρα, ως μπάρμαν, φτιάχνοντας και σερβίροντας ποτά στους πελάτες. Είχε σερβίρει  μάλιστα πολλές διασημότητες και μεγάλους ηθοποιούς.

 

 

Ο Μπαλής πίσω αριστερά,  στην επέτειο των 25 χρόνων δουλειάς  στο St.Regis Hotel  της Νέας Υόρκης  

Τα πρώτα χρόνια νοσταλγούσε το χωριό και κατέβαινε ταχτικά, κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Θυμάμαι, στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, την πρώτη φορά που επέστρεψε στο Αντρώνι  φορτωμένος με δολάρια, κράτησε την ορχήστρα του χωριού ως το ξημέρωμα.

Πριν δύο χρόνια, περίπου, με δυσκολία απάντησε (λόγω του προβλήματος ομιλίας που είχε) σε μερικές ερωτήσεις γύρω από την τέχνη του τσαρουχά.

Ποιός σου έμαθε την τέχνη του τσαρουχά; Ο αείμνηστος και ευεργέτης του χωριού μας  Λύσανδρος Παναγόπουλος (ο Μπουλουγούρης).  Πήγαινα στο μαγαζί του και σιγά – σιγά έμαθα πώς να επεξεργάζομαι  το γαϊδουρόδερμα  και τις ρόδες αυτοκινήτου.

Γιατί διάλεξες αυτή την τέχνη; Δύσκολα χρόνια, μεγάλη φτώχεια. Έπρεπε να ασχοληθώ με κάτι, να βγάλω το ψωμί μου. Ο πατέρας μου έφυγε πολύ νέος, έφυγε και ο αδελφός μου με το αντάρτικο, τον σκότωσαν κατά λάθος.

Σε τί ηλικία ήσουν τότε και ποιά χρονιά ξεκίνησες; Ήμουν περίπου 23 χρόνων, το 1950.

Τα πρώτα τσαρούχια που έκανες; Ήταν από γαϊδουρόδερμα. Το κάθε τσαρούχι είχε  τέσσερα κομμάτια. Τα αλάτιζα, τα έραβα και τα έβαζα στα καλαπόδια. Είχα πολλά καλαπόδια.

Από πού ξεκίναγε το ράψιμο και τί κλωστή χρησιμοποιούσες;  Από τη μέσα πλευρά του τσαρουχιού ξεκίναγα το ράψιμο. Υλικά, κλωστή, σπάγκους αγόραζα από την Αμαλιάδα. Πριν τα χρησιμοποιήσω, τα περνούσα και τα άλειφα με κερί, για να είναι αδιάβροχα.

Είχαν μεγάλη αντοχή και πόσο καιρό κράταγαν;  Μέχρι δύο χρόνια. Γινόταν και επισκευή στο τσαρούχι, τους άλλαζα τις σόλες, τα τακούνια και ράψιμο, αν χρειαζόταν.

Όταν ξεραίνονταν, με τί τα μαλάκωναν; Λίπος από γουρούνι. Τις απόκριες, που σφάζαμε τα γουρούνια, κρατούσαμε λίπος για αυτή τη δουλειά.

Κινδύνευαν αυτοί που τα φόραγαν να τους φάνε τα πόδια τα πεινασμένα σκυλιά; Ξέρεις κανένα τέτοιο περιστατικό; (Χαμογέλασε). Τα σκυλιά, εκείνη την εποχή, πεινούσαν πολύ, μπορούσαν να φάνε ότι βρουν μπροστά τους.

Ποιοί άλλοι έφτιαχναν γουρνοτσάρουχα στο χωριό; Ο Μπουλουγούρης, ο Θανάσης ο Μίτσης και ο Τσελτής.

Πότε  ξεκίνησες να φτιάχνεις τσαρούχια από ρόδες αυτοκινήτου; Το 1952 άρχισα με τα γουρουνοτσάρουχα και τις ρόδες αυτοκινήτου.

Πώς επεξεργαζόσουν τις ρόδες; Μαζευόμαστε 5-6 παιδιά, συνήθως πηγαίναμε πίσω από το σχολείο, εκεί ήταν ένα δέντρο. Κόβαμε τη ρόδα στο ένα μέρος, τη μία άκρη την καρφώναμε στο δέντρο και αρχίζαμε να τραβάμε την ρόδα για να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε το από μέσα μέρος της ρόδας από το απόξω. Στο απομέσα μέρος ήταν τα λινά και στο απ’όξω τα τακούνια.  Από το πολύ τράβηγμα, καμιά φορά, έβγαιναν και οι πρόγκες από το δέντρο και μας πέταγε στην άλλη άκρη του δρόμου.

Τί είναι οι πάντες, τα κέντρα, τα φίντα και τα λινά. Οι πάντες είναι από ρόδα ΙΧ αυτοκινήτου, τα κέντρα από ρόδα φορτηγού, τα φίντα από μικρή ρόδα και τα λινά από μικρή ρόδα, λεπτοκαμωμένα (γιορτινά). 

Τί εργαλεία χρησιμοποιούσες για τα τσαρούχια; Σουγλί, βελόνα, φαλτσέτα, σφυρί και αμόνι.

Πώς τα έφτιαχνες;  Με το σουγλί έκανα την τρύπα, μετά περνούσα τη βελόνα με το σπάγκο που ήταν περασμένος με κερί για να μην περνάει το νερό μέσα. Δεν είχα ραπτική μηχανή για το ράψιμο, όλα γινόντουσαν με τα χέρια. Το τσαρούχι από ρόδα ήταν δύσκολο να δουλευτεί.

Τους έπαιρνες μέτρα ή έφτιαχνες διάφορα νούμερα; Έπαιρνα μέτρα πάνω σε χαρτί. Έβαζα το πόδι του πελάτη πάνω στο χαρτόνι και έπαιρνα τα μέτρα.

Πόσο εστοίχιζαν τότε; Στοίχιζαν μέχρι 40 δραχμές το ζευγάρι. 25 δραχμές οι πάντες και 40 δραχμές τα κέντρα.  Έκανα και επιδιορθώσεις με 10 δραχμές, 5 δραχμές, αναλόγως πόση δουλειά χρειαζόταν.  

Πόσο μεροκάματο έβγαζες; Μέχρι δύο ζευγάρια την ημέρα.

Πρόλαβες να κάνεις παπούτσια από δέρμα; Έφτιαξα αρκετά.

Αγόραζες και έτοιμο δέρμα; Όταν δεν έβρισκα, αγόραζα από την Αμαλιάδα.

Κράτησες κανένα εργαλείο από τη δουλειά ή «πέταξες μαύρη πέτρα»;  Δεν έχει μείνει τίποτα. Όλα πήγαν στο μπουντρούμι του Γαλάνη.

Το δεφτέρι του μπάρμπα Κώστα που φαίνονται οι οφειλές ανθρώπων από το Αντρώνι, Κακοτάρι , Καραγιούζι, Σινούζι, Κούμανι, αλλά και ξεχασμένα παρατσούκλια όπως, Κουρούτης, Ντουρκόγιαννης κ.λ.π  

 

 

Τελευταία έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του μπαρμπα-Κώστα, με τα βερεσέδια και τις παραγγελίες από το τσαγκαράδικο. Ξεφυλλίζοντας το χοντρό βιβλίο, συγκινήθηκα. Στο ντεφτέρι, όπως το έλεγε, φαίνονται οι παραγγελίες με τα ονόματα των συγχωριανών μας αλλά και από τα γύρω χωριά Κούμανι, Γιάρμενα, Κλινδιά, Κακοτάρι, Κερτίζα, Τσίπιανα, Βερβινή, Καρυά καθώς και από άλλα χωριά, μακρύτερα.

Από αυτά τα στοιχεία φαίνεται ότι το Αντρώνι, στα μέσα του περασμένου αιώνα, ήταν το μεγάλο κέντρο της περιοχής. Διέθετε πολλούς τεχνίτες, αφού είχε τότε τέσσερα τσαγκαράδικα.  Στο βιβλίο υπάρχουν πολλές παραγγελίες για τσαρούχια από γουρουνόδερμα  ή από λάστιχο αυτοκινήτου, κάτι που φανερώνει τη φτώχεια που επικρατούσε. Λόγω έλλειψης χρημάτων, η πληρωμή γινόταν με υλικά, όπως σιτάρι, αυγά, τυρί, κρέας, γιαούρτι ακόμη και με σφαχτά. Στο τεφτέρι φαίνεται η ανθρωπιά του μπαρμπα-Μπαλή, ο οποίος δάνειζε στους συγχωριανούς του χρήματα, χωρίς βέβαια να απαιτεί  κανένα τόκο. Βοήθησε πολλούς να φτιάξουν το σπίτι τους, να παντρέψουν ή να ξενιτέψουν τα παιδιά τους ενώ άλλους να θρέψουν τη φαμίλια τους.

Το βιβλίο αυτό, αν μου επιτρέψουν τα παιδιά του, θα κοσμήσει, μαζί με άλλα, τη βιβλιοθήκη ή το λαογραφικό μουσείο του χωριού μας. 

Ο μπαρμπα-Μπαλής εξακολουθούσε να κατεβαίνει  τακτικά στο χωριό, σχεδόν κάθε χρόνο μέχρι τα τελευταία του, αν και είχε πολλά προβλήματα με την υγεία του. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη, στις 8 του Ιούλη 2010.

Κώστας Παπαντωνόπουλος - Ιούλης μήνας 2010

 

0

...
γραμμένο απο P. Rodopoulou , Ιούλιος 17, 2010 

Ek merous ths oikogeneias, kai emena proswpika thelw na euxarisw ton k. Kwsta Papantonopoulo pou me ta grafomena tou apaline ton pono mas. 
Polita Rodopoulou 

 

Εμφανίσεις 21792
Αναθεωρημένο 25 Φορές
Δημιουργήθηκε Δευτέρα, 12 Ιούλιος 2010 23:16
Τροποποιήθηκε Τετάρτη, 14 Ιούλιος 2010 22:18
Εκτύπωση