ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΑΡΘΕΝΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗΣ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 14327

Άρθρο του Ηλία Τουτούνη συγγραφέα- λαογράφου

Επί Τουρκοκρατίας, η Οθωμανική διοίκηση για ευνόητους λόγους, ως δεσμώτης συνειδήσεων, κρατούσε και συντηρούσε τον υπόδουλο Ελληνικό λαό, εγκλωβισμένο και πλήρως απομονωμένο, από τις πολιτισμένες Ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι Έλληνες είχαν σαφή και καθορισμένα όρια, που στηρίζονταν στους ηθικούς συγγενικούς δεσμούς, στο oμόαιμo, στο ομόθρησκο, στο ομόγλωσσο και στο oμόεθνo, δηλαδή είχαν συναισθηματική ομοιογένεια και διαβιούσαν σ’ ένα πατροπαράδοτο παραδοσιακό περιβάλλον. Και από ότι διαφαίνεται, για να επιβιώσει το Ελληνικό Έθνος, συσπειρώθηκε κυρίως γύρω από την Ορθοδοξία, την ιστορία, την γλώσσα, την προφορική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά του και τοιουτοτρόπως κατάφερε και κρατήθηκε ριζωμένο στις εθνικές και οικογενειακές τoυ παραδόσεις και παρά τις ισχυρές πιέσεις, που δέχθηκε από την Οθωμανική διοίκηση κατόρθωσε, ναι μεν να διατηρήσει ακέραια την κοινωνική του υπόσταση, αλλά και να την μεταφέρει, σχεδόν αμόλυντη κι αναλλοίωτη, στις επόμενες γενιές που ακολουθούσαν.

Ιδιαιτέρως ευαίσθητοι και εύθικτοι, οι πρόγονοί μας, ήσαν στο λεπτότατο θέμα της τιμής και της απιστίας. Μεταξύ αυτών ο σεβασμός της παρθενιάς, της ανύπαντρης κοπέλας, και η ατιμία παντρεμένης γυναίκας, μ’ όλες τις παραμέτρους, σίγουρα, αποτελούσε μια ειδική περίπτωση παραβίασης αυτών των άγραφων κοινωνικών κανόνων, νόμων και οικογενειακών ηθών και παραδόσεων.

Εδώ όπως διαφαίνεται, δεν χωρούσε το λάθος και η ανατροπή, όπου δεν υπήρχε συγχώρεση, συμβιβασμός, ή κάποια ενδιάμεση λύση. Ντροπή και ανάθεμα, που δεν ξεπλένεται, αποτελούσε η παραστρατημένη κόρη ή σύζυγος για την οικογένεια, την φάρα, την γειτονιά, το χωριό αλλά και για ολόκληρο τον καζά (επαρχία).

Το ντρόπιασμα, ανεξαιρέτως, επέσυρε το μένος και την οργή των οικείων, και ταυτόχρονα την βαριά περιφρόνηση με τελική κατάληξη την διαπόμπευση εκ μέρους των συντοπιτών.

Την γυναίκα που έπεφτε σ’ αυτό το αμάρτημα, την προσφωνούσαν πουτάνα, τσούλα, πειραγμένη, ξετσιπωμένη, κουδουνισμένη, δακτυλοδεικτούμενη, μουτζουρωμένη, κολασμένη, ντροπιασμένη, ξεμαντάλωτη, ξεκλείδωτη, ξεΐγκλωτη, ξετσίπωτη, ξεσέλωτη, περπατιάρα, κολασμένη, γκιόσα, κάργια (εξ ου καργιόλα), απαυτωμένη, σκύλα, ρετσινωμένη,[1] κούρβα, φοράδα, ξεκωλιάρα, λέρα, ατιμασμένη, κουβεντιασμένη, κωλοκουνίστρα, μορόζα, παλιοθήλυκο, παρδαλή, πλανεμένη, σκρόφα, τσαλακωμένη, τραβηχτιάρα, πηδηχτιάρα, φαραώνα, φοράδα, ακουσμένη, βατεμένη, απολυμένη, φουρνιάρα, μολεμένη, τζαρτζαλιάρα, πουρναροπηδήχτρα πουτσαρπάχτρα κ.ά. Και όταν έβριζαν, στο χωριό καμιά τέτοια, της επέσυραν και μερικές φράσεις που υποδούλωναν το ασυγχώρητο αμάρτημα:

-Μωρή μάζεψε τα κουδούνια σου, που κρέμονται!

-Σου κρεμάσανε κουδούνια!

-Τήρα τη μουντζούρα σου!

-Που είναι τα φωτερά (μάτια) σου τα βγαλμένα;

- Σκύλα της ρούγας!

- Γίδα ορθονούρα!

- Φοράδα ξεΐγκλωτη!

Μια τέτοια αμαρτία, όπως προανέφερα, ήταν ασυγχώρητη και η μόνη λύση που είχε η περιπεσούσα σ’ αυτήν, ήταν να τα μαζέψει και ν’ αποχωρήσει άμεσα, από το χωριό και να εγκατασταθεί σε άλλο μακρινό μέρος, που να είναι άγνωστη, ώστε μην γνωρίζουν τις πομπές της. Σ’ ένα ενδεικτικό απόσπασμα από τη δημοτική μας ποίηση, γίνεται λόγος για την ατιμασμένη νύφη:

Ήρωας ενός δημοτικού μας τραγουδιού, είναι ο παπά- Γιώργης (σ’ άλλες παραλλαγές κάποιος παπά- Θύμιος ή παπά- Γιωργάκης ή γιος του παπά-Γιώργη κ.α.) Ποιος, όμως, ήταν ο παπά-Γιώργης, γιατί βγήκε κλέφτης στα βουνά και γιατί η εχθρότητά του, με τη Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, δεν είναι γνωστό. Ο Αραβαντινός όπως αναφέρει ότι: «…Υπήρξε εις εκ των αιμοχαρών και ανόσιων λήσταρχων, της εποχής του Αλή- Πασά, γύρω στα 1803…»

Σε κάποια παραλλαγή του τραγουδιού του, που δημοσιεύει ο ίδιος από την Ήπειρο, αιτία είναι η έλλειψη παρθενίας της γυναίκας, που παντρεύτηκε και η συνακόλουθη δολοφονία της:

«… Κι από μικρός παντρεύτηκε, μικρή γυναίκα πήρε,
γιατί είχε να γενή παπάς, να γένη κι’ οικονόμος.
Το βράδυν όπου πλάγιασε, την ηύρε φιλημένη
κ η μάννα της την εύρηκε στο στρώμα λιανισμένη
και τότε βγήκε αρματολός και τότε βγήκε κλέφτης…»

Σημειώνουμε εδώ ότι τέτοιες αναφορές έχουμε σε Μεσαιωνικά τραγούδια, Ακριτικά, αλλά και των νεοτέρων χρόνων:

«…Μικρός Γιώργης παντρεύεται, μικρή γυναίκα παίρνει.
Πρώτο βράδυ, που πλάγιασε τη βρήκε φιλημένη…»

Η παρθενιά, ήταν αξία όπως οι αξίες τoυ ωραίου, τoυ καλού, τoυ αγαθού και του διαχρονικού κοινωνικού σεβασμού. Για αυτό, μεγάλη ήταν η σημασία, την οποία απέδιδε, o λαός στην ηθικoκoινωνική υπόσταση, κάθε ανύπαντρης κοπέλας.

Συγκριτικά με την Παναγία Παρθένα, που εκπροσωπούσε και συνάμα ακτινοβολούσε την προσωπική αγνότητα, απολαμβάνουσα πλήρους εκτιμήσεως από την κοινωνία με τη θετική λάμψη της μορφής που της προσέδιδε η ηθικότητα και η παρθενιά.

Αντίθετα, η κοπέλα που είχε εκπαρθενευθεί πριν τον γάμο της, ήταν πάντα σε μειονεκτική θέση γιατί εκπροσωπούσε την αρνητική πλευρά της κοινωνίας. Η παρθενοφθορία δηλαδή το «ξεπαρθένεμα», προ τoυ γάμου, εκλαμβανόταν ως ανoυσιoυργός και βδελυρά πράξη και άρα ήταν αξιοκαταφρόνητη. Ήταν πραγματικά ηθικό και κοινωνικό στίγμα. Η κάθε νέα, έπρεπε τόσο η ίδια όσο και οι οικείοι της, να φροντίζει για τη διατήρηση της εκτίμησης εκ μέρους των άλλων και να προφυλάσσει την παρθενιά της «ως κόρην οφθαλμού», από τη δημιουργία διαφόρων διαδόσεων εις βάρος της. Κατά τις εθιμικές αντιλήψεις τoυ λαού, που έπαιρνε θέση στα ζητήματα της ελευθερίας της βούλησης, κάθε νέα μετά την εφηβεία ήταν απολύτως υπεύθυνη για τις πράξεις της, άρα είχε την ευθύνη για τη διαφύλαξη της παρθενίας της. Εφόσον η κόρη συγκατετέθη για τη φθορά της παρθενίας της, από ερωτροπισμό, δεν είχε καμία θετική προστασία από την τότε κοινωνία. Αν μάλιστα επιδείκνυε άσεμνη διαγωγή, την μαστίγωναν και τέλος την εξόριζαν από τον τόπο της. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω παροιμιώδης φράση:

 «O πεθαμός και η παντρειά είναι γραμμένες, οι ερωτοδουλειές και οι πoυτανιές δεν είναι γραμμένες», ακόμη έλεγαν γιατί η συκοφαντία δύσκολα εξαλείφεται σε ζητήματα αγνείας μιας κόρης: «Κάλλιο να βγει το μάτι σου παρά το όνομά σου».

Το όνειδος, της ξεπαρθενεμένης κόρης ήταν, όπως πίστευαν τότε, αναγκαίο γιατί η διατήρηση της παρθενίας μέχρι το γάμο θεωρείτο πολύτιμο αγαθό για τη νέα γυναίκα. Πίστευαν ότι η ακεραιότητα τoυ παρθενικού υμένα, αποτελούσε κόσμημα όχι μόνο της νέας αλλά και της μητέρας της, αλλά ήταν o ακρογωνιαίος λίθος της oικoγένειάς της ακόμη και της τοπικής κοινωνίας. Σε περίπτωση απώλειάς της, έχανε την κοινωνική της υπόληψη. Η μομφή, η περιφρόνηση και το όνειδος της ξεπαρθενεμένης, ήταν ακριβώς το σημείο της ηθικής τιμωρίας, που δεχόταν η παραβάτης και η οικογένειά της, αυτών των απαγορευμένων άγραφων και ηθικών διατάξεων. Η παρθενοφθορία, η οποία είχε πρoέλθει από τη θέληση της νέας, θεωρείτο ως o ηθικός θάνατος της. 

Η τεράστια και αναντικατάστατη βλάβη που πρoξενείτο, στα ανύπαντρα κορίτσια, διαφαίνεται από τους φόνους, τις εκδικήσεις και τις βεντέτες, πού γινόταν από τον πατέρα ή τον αδερφό της νέας, για να προστατέψουν με αυτοδικία την προσβληθείσα τιμή της κόρης και της οικογένειάς του, και τέλος η έσχατη κατάληξη αυτών σε αυτοεξορισμό, αυτοκτονίες ή τον μοναχισμό που επέλεγαν.

ΔΙΑΠΟΜΠΕΥΣΗ

O φόβος της διαπόμπευσης[2], τα χρόνια εκείνα, ήταν πάντα «επί ξύλου κρεμάμενος». Η διαπόμπευση κυριολεκτικά σήμαινε δημιουργία πομπής[3], παρέλαση με ατιμωτικό χαρακτήρα. Όποια κοπέλα συλλαμβανόταν, επ’ αυτοφώρω, να έχει γενετήσιες σχέσεις προ τoυ γάμου, προκειμένου να παραδειγματιστούν και οι άλλες νέες, όχι σπανίως, την φόνευε o πατέρας της ή και o αδερφός[4] της, συνήθως όμως την διαπόμπευαν[5] (εκτός αν πλήρωναν ένα σεβαστό ποσό) οι Προεστοί και οι Δημογέροντες, με σύσσωμη τη μικρή κοινωνία τoυ χωριού για παραδειγματισμό, όπως λέει το δημοτικό δίστιχο:

«Για να το μάθουν οι λυγερές άλλη να μη το κάνει, 
της Φρόσως τα καμώματα τoυ Κωνσταντή το χάλι».

Την κούρευαν, με ψαλίδι στην ρίζα των μαλλιών της και την ανέβαζαν σε ξεσαμάρωτο ευνουχισμένο[6] (μουνουχισμένο) γαϊδούρι, ανάποδα με το πρόσωπο να κοιτάζει προς τα πίσω, μουντζουρωμένο με κάρβουνο και χωρίς κεφαλομάντηλο. Το φτύσιμο ήταν απαραίτητο στοιχείο της διαπόμπευση λέγοντας: 

-«Φτoυ σου, φτoυ στα μούτρα σου!»

-«Λούστηκε την ντροπή, καλύτερα να ανοίξει η γη, μέσα για να μπει!».

Μουτζούρωναν παλάμες και δάκτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν. Τον έφτυναν, τον πετροβολούσαν, τον χτυπούσαν με ραβδιά και μαστίγια, τον έβριζαν, τον λοιδορούσαν.

Σκοπός της διαπόμπευσης ήταν η καταισχύνη και η ατίμωση της τιμωρημένης, που «ξεπαρθενεύτηκε» με τη θέλησή της. Η διαπόμπευση ή «πομπή» ήταν μια λαϊκή τιμωρία για τις παραβάσεις της ηθικής, στο θέμα της αγνείας, η οποία απέβλεπε στο να ντροπιάσει την διαπαρθενευθείσα κόρη. Πολλές νέες, επάνω στην απελπισία τους, αυτοκτονούσαν[7] με απαγχονισμό, με ματζούνια[8], ή γκρέμισμα από βράχους[9]. Υπάρχουν δε πολλά τοπωνύμια στην Ελλάδα από αυτοκτονίες εκπαρθενευμένων κοριτσιών που ατιμάσθηκαν. Λόγω της τότε υφιστάμενης αυστηρότητας των ηθών στην κοινωνία, η κάθε επικοινωνία των αγοριών με τα κορίτσια ήταν στενά περιορισμένη. Επειδή στο λαό, επικρατούσε η αντίληψη, ότι το νέο κορίτσι προ τoυ γάμου έπρεπε να είναι πάναγνο. Για την Ελληνίδα κόρη, σε πρώτη μοίρα, τότε ερχόταν η παρθενία και μετά οι κοινωνικές και τυχόν αισθηματικές σχέσεις. 

Κάποτε μια νεαρή που ήταν «ξετσιπωμένη», όπως λένε στην λαϊκή γλώσσα, κατά την ώρα της διαπόμπευσης αισθάνθηκε πάλι την επιθυμία να συνευρεθεί με άνδρα. Την στιγμή που η σκέψη της στριφογύριζε ποιον θα ψαρέψει, σκέφθηκε κάποιον που είχε στο μυαλό της και μετά από λίγο λέει στον εαυτόν της:

«Αχ! Καημένο πουλάκι μου! Με το μυαλό που έχω εγώ και με την καούρα που έχεις του λόγου σου, πάλι για τον γάιδαρο καβάλα είμαστε!»

Άλλο ένα πρόβλημα ανέκυπτε, όταν ο αγαπητικός πριν ακόμη προχωρήσει σε αρραβώνα ή γάμο, παρατούσε την διαπαρθενευθείσα κοπέλα. Ένα αντιπροσωπευτικό δημοτικό τραγούδι μας αναφέρει τον πόνο της απαρνημένης κοπέλας:

Εσείς περιβολάκια μου μπαξέδες ανθισμένοι

μην είδατε τον αρνητή τον ψεύτη της αγάπης,

με φίλησε με πρόδωσε μου πήρε την χαρά μου

όταν με φίλαγε έλεγε, αγάπη δεν σ’ αρνιέμαι.

Και τώρα μ’ απαράτησε, σαν καλαμιά στον κάμπο,

φυσάει Βοριάς στην καλαμιά κι ο κάμπος αραχνιάζει.

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις σχετικές με την διαπόμπευση και παρθενιά:

Αν ειπώ τόν πνο μου, λέω και την πομπή μου.

Αν πεθάνω από συνάχι, ή πανούκλα μούντζιες να ’χει.

Αυτός που κουβαλάς δικός σου είναι ο κώλος, εσύ δεν μπορείς να τον δεις, τον βλέπει ο κόσμος όλος.

Βγήκε η πομπή στο δρόμο και κορόιδευε τον κόσμο.

Γαμπρός και νύφη θελουνε, στην πομπή των συμπεθέρων

Δια πυρός και σιδήρου.

Έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου.

Έβγηκεν ασπροπρόσωπος.

Εγελούσανε μ΄εμένα κι έσκασα και εγω στα γέλια

Είδα τις πομπές σου.

Είναι άνθρωπος του σχοινιού και του παλουκιού.

Έκατσε η πομπή στις στράτες κι’ αναγέλα τους διαβάτες.

Η τιμή απ'τό σπίτι βγαίνει, και η πομπή απ' τό σπίτι βγαίνει.

Θα σου κόψω τα αυτιά.

Θα σου χέσω το γάιδαρο που με πόμπευσε.

Θα τα βγάλω όλα στη φορά.

Καβάλησε ανάποδα στο σαμάρι.

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Κάθησε ή πομπη στις στράτες , κι αναγέλα τους διαβάτες.

Και ατός τς πομπςκαι κενος της κάννας.

Και με τον άνδρα κάπαρη, και μέ τον φίλο κάπαρη.

Κάλλια κάπαρη με τιμή, πάρα κάπαρη μέ πομπή.

Κάλλιο της γης κατάλυμα, παρά του κόσμου γέλιο.

Κάλλιο του χάρου σκέπασμα παρά του κόσμου ονείδη.

Κι από πισω κι από μπρός!

Κι αυτός της πομπής, κι ό άλλος της γάνας.

Κι’ αυτός της πομπής, κι’ ο άλλος της γάνας.

Μάκρυναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.

Μέσα στο σπίτι αγκάθι και στην ρούγα τριαντάφυλλο.

Μούντζες να χεις για γαμπρός

Μούτρο για σιδέρωμα.

Ο κόσμος το ’χει τούμπανο (βούκινο) κι’ εμείς κρυφό καμάρι. 

Ο κοσμος τωχει βουκοινο, κι ημεις κρυφο μυστηριο

Όποιος κρυφά παντρεύεται, φανερά πομπεύεται.

Όρσε γαμπρέ κουφέτα

Ούλοι τους γαμήσανε και στου φτωχού ξημέρωσε.

Πάω να πω τον πόνο μου και λέω την πομπή μου.

Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος. 

Πήρε των ομματίων του.

Που πας κυρά πομπή; Εκεί που με γυρεύουν!

Σαν πάρει ρούχα δανεικά και ξένα δακτυλίδια, η νύφη, ας κουράζεται με δεκαοκτώ ψαλίδια.

Στα νιάτα τρανή πομπή, στα γέρατα τρανοί σταυροί!

Της κρεμάσανε κουδούνια.

Της πομπής τα κουδούνια.

Το έκανε βούκινο.

Τον αγουρον, τον έπόμπευαν, άπο μιας πομπής ούκ ήτον.

Τον εδικό μου κούρευαν, κι ήταν ντροπή δική μου. 

Του αφέντη την πομπή, κανείς δεν την θωρεί.

Του ζευγά οι πομπές, στ’ αλώνι θα φανούν. 

Του κουτρούλη ο γάμος.

Του σχοινιου και του παλουκιου, του γλυκου νερου, του πολεμου, του σπαθιου, του δρόμου κλπ.

Του φτωχού η πομπή, στο κούτελο και τ’ άρχοντα στο γόνα. 

Ψηλός άντρας σαν Άγγελος , κοντός μπομπή και γάνα.

Στις κλειστές και μονογαμικές κοινωνίες, η συζυγική πίστη και η παρθενία της γυναίκας, αποτελούσαν πάντοτε επιταγή γενικής παραδοχής. Ωστόσο, μόνο στο Βυζάντιο και κατά την Τουρκοκρατία, η διαπόμπευση καθιερώθηκε και γενικεύτηκε ως δημόσια επιπρόσθετη ποινή, άλλοτε με πρωτοβουλία των κυβερνώντων και άλλοτε ως πάνδημη τιμωρία, ως λαϊκή δηλαδή απονομή δικαιοσύνης.

ΑΠΑΡΘΕΝΗ

Η άποψη που προπολεμικά υπήρχε στον τόπο μας -και όχι μόνο- για τον έρωτα, ήταν ότι ο ερωτισμός, δεν μπορεί, παρά να έχει έναν και μόνο σύντροφο ως αντίκρισμα. Πίστευαν ότι «το άλλο μας μισό» στη ζωή, το κατέχει ένας και μοναδικός άνθρωπος κι απέρριπταν ως ανυπόστατα τυχόν καινούρια «άλλα μας μισά». Έτσι, το να ερωτευόταν κάποιος ή κάποια για δεύτερη φορά, συνιστούσε μεγάλη ηθική παρέκκλιση, χωρίς λόγια κι ελαφρυντικά.

Σύμφωνα με την παράδοση, τη δημοτική ποίηση και τα τραγούδια τους, οι άνθρωποι ερωτεύονταν, λάτρευαν τον ενθουσιασμό της αναζήτησης του άλλου, το πάθος και τη μαγεία, και μισούσαν την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την απομυθοποίηση. Ερωτεύονταν για να ζήσουν την αμοιβαιότητα, για να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους, για να βιώσουν την αγωνία και το απρόβλεπτο, για να κάνουν τη ζωή τους όμορφα πολύπλοκη. Ήξερε κανείς πως είναι ερωτευμένος, όταν δύο πράγματα τον συνέτριβαν. Η παρουσία του (της) και η απουσία του (της). Όμως τα πράγματα δεν κυλούσαν πάντα ευνοϊκά για τους ερωτευμένους νέους και νέες. 

Σπάνια μια γυναίκα αποτολμούσε να παντρευτεί αν ήταν ήδη διακορευμένη. Το έθιμο του να απλώνεται στη βεράντα το λευκό νυφικό σεντόνι με το αίμα της αγνότητας της, αποτελούσε δικλίδα ασφαλείας για το ότι η νύφη δεν ήταν «μαγαρισμένη» και αναχαιτιστικός παράγοντας στο να προβεί σε γάμο μια μη παρθένα. Όταν το σεντόνι έχει πάνω του νωπά τα ίχνη από την τιμή της νύφης. Η μάνα του γαμπρού, περήφανη για το γεγονός, χορεύει και επιδεικνύει το τρόπαιο.

Η Ορεινή Ηλεία, είχε αυστηρά και συντηρητικά και απαραβίαστα ήθη. Η τιμή της γυναίκας, πάντοτε έστεκε πολύ ψηλά. Η παρθενιά, πιο παλιά, θεωρούταν ως το πιο ηθικότερο και το πιο πολυτιμότερο αγαθό της γυναίκας. Τα κουτσομπολιά οργίαζαν και στα ερωτικά θέματα δύσκολα μπορούσε κανείς να κινηθεί, δίχως να γίνει αντιληπτός. Γι’ αυτό οι νέοι, ιδιαίτερα τα κορίτσια, φυλάγονταν πολύ, δεν σταματούσαν όμως, να επινοούν διάφορα πρωτότυπα τεχνάσματα, για να ξεγελούν τούς δικούς τους και να συναντιούνται με την αγαπημένη ή τον αγαπημένο τους. Για εκείνη που παραστράτησε ή συνελήφθη να παραστρατεί ερωτικά, λόγια κι ελαφρυντικά δεν υπήρχαν. Τα κορίτσια πρόσεχαν και φυλάγονταν αυστηρά. Εκτός από τις εργασίες στα χωράφια, μόνο σε μεγάλες γιορτές ή σε ευκαιρίες από τα γεγονότα της ζωής, επιτρεπόταν η έξοδος αυτών από το σπίτι και η συναναστροφή τους με νέους. 

«Το κορίτσι και το σπασμένο πόδι δεν βγαίνουν από το σπίτι.» Λέει μια πολύ χαρακτηριστική ρήση της Ηλειακής νοοτροπίας. Από τον φόβο τυχόν παραστρατήματος της κόρης, του μουτζουρώματος όπως έλεγαν, οι γονείς επεδίωκαν να παντρεύουν τα κορίτσια τους πολύ μικρά (από 14 έως 18 χρόνων) για να πέσουν στου αντρός των την πλάτη -κατά την ντόπια έκφρασή τους-, για να μη τους πέσουν σε καμία ντροπή.

Κορίτσι πέρα των είκοσι πέντε χρόνων, βασικά θεωρούνταν αποτυχημένο και γεροντοκόρη. Έκδηλη είναι η παροιμία: «Η κόρη, στα δέκα πέντε είναι μάλαμα, στα είκοσι διαμάντι, στα είκοσι πέντε γίνεται μπακίρι και σκουριάζει».

Μια από τις σοβαρότερες και ακανθώδεις, επιδιώξεις της οικογένειας, ήταν η σύντομη και καλή αποκατάσταση των κοριτσιών. Και τούτο γιατί ο απομονωτισμός και η έλλειψη επικοινωνίας μ’ άλλα μέρη, δημιουργούσαν πρόβλημα εξεύρεσης γαμπρού και άμεσο φόβο να ξεμείνει στο ράφι, να παραστρατήσει και τέλος το κορίτσι να ντροπιαστεί ή και να διασυρθεί χωρίς φταίξιμο αλλά λόγω αντιζηλιών.


[1] Ο όρος «ρετσινιά» προήλθε από ένα παραδοσιακό έμπλαστρο παρασκευασμένο από δέρμα ή ύφασμα πασαλειμμένο με ρετσίνι. Αυτό, δρούσε κάπως ως παυσίπονο, αλλά και ως αποτριχωτικό. Επειδή μετά το πέρας της θεραπείας ή της αποτρίχωσης, πολύ δύσκολα το αφαιρούσαν, έμεναν για πολύ καιρό τα ίχνη του, επάνω στο σώμα. Έτσι δημιουργήθηκε η έκφραση: «Του κόλλησαν την ρετσινιά», δηλαδή, τον στιγμάτισαν για τα καλά.

[2] Η διαπόμπευση κυριολεκτικά σημαίνει δημιουργία πομπής, παρέλαση με ατιμωτικό χαρακτήρα. Με απώτερο σκοπό το διασυρμό, την ταπείνωση,και εξευτελισμό της διαπομπευόμενης. Την τρομοκράτηση του κοινού ώστε να αποφύγει παρόμοιες πράξεις στο μέλλον.

[3] Στην Ηλεία σε περίπτωση μοιχείας από άνδρα, τον έβαζαν επάνω σ’ ένα γάιδαρο, τραβούσε ένας τον γάιδαρο και τον γύριζαν στο χωριό. Πολλοί ακολουθούσαν από πίσω και χτυπούσαν τενεκέδες. Για τις γυναίκες που έπεφταν σε ηθικό παράπτωμα-φουρκίστκε είναι ο ειδικός όρος που μεταχειρίζονταν στην περίπτωση αυτή - έκαναν πομπή, αλλά με τρόπο διαφορετικό. Την καλούσαν σ’ ένα κεντρικό μέρος του χωριού, τη μουτζούρωναν, την έφτυναν και δεν της επέτρεπαν να πηγαίνει στην εκκλησία.

[4] Στην Βόρεια ορεινή Ηλεία και συγκεκριμένα στον οικισμό Πανόπουλου, έχουμε ακραίο επεισόδιο που εκτυλίχθηκε τον προηγούμενο αιώνα. Ο αδερφός κάποιας κοπέλας, μετά από πληροφορίες ότι η αδελφή του συνευρίσκεται και ερωτοτροπεί με κάποιον φίλο της, όταν τους συνέλαβε κατά την ώρα της συνουσίας, τράβηξε το πιστόλι του και χωρίς οίκτο σκότωσε και τους δύο. Άλλη ακραία περίπτωση έχουμε σε παραπλήσιο χωριό, όταν ο άνδρας συνέλαβε την γυναίκα του με άλλον, για τιμωρία, της έκοψε τα στήθη και επάνω στις πληγές έριξε χονδρό αλάτι. Ακόμη σε κάποια άλλη περίπτωση, πάλι στην Πηνεία, πατέρας όταν έμαθε για τις ερωτικές περιπτύξεις της κόρης του, για παραδειγματισμό, την έγδυσε και την κρέμασε σε δένδρο με τριχιά από την μέση της.

[5] Η διαπόμπευση συνηθιζόταν με διάφορες παραλλαγές σ’ ολόκληρη την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Ο Δημήτρης Καμπούρογλου μας πληροφορεί: «Ότε γυνή τις συνελαμβάνετο μοιχευομένη ετίθετο μετά του μοιχού επί όνου, το πρόσωπον έχοντες εστραμμένον προς τα όπισθεν του κτήνους ούτινος εκράτουν την ουράν, επί της κεφαλής και του τραχήλου έφερον τα σπλάχνα ζώων (κοιλιαίς και άντερα) παρακολουθούμενοι δε υπό πάσης σχεδόν της πόλεως, των παίδων μάλιστα κραυγαζόντων είρος (γιούχα), και δια της πόλεως όλης πομπευόμενοι εφέροντο υπό την εκκλησίαν της Παναγίας της Χρυσοκαστριώτισσας εις την κορυφήν του Διονυσιακού θεάτρου, όπου εξετίθοντο επί 24 ώρας εις τας επισκέψεις και τα σκώμματα των πολιτών».

(Μνημεία της Ιστορίας των Αθηνών, τ. Α΄, σελ. 312-313, Εν Αθήναις 1889).

Ακόμη μια διαπόμπευση αφηγείται και ο Δ. Πασχάλης. «Ο κοτζαμπάσης της Άνδρου Λεονάρδος Λορέντζος Πολέμης πρόσταξε να τοποθετήσουν την μοιχαλίδα πάνω σε γάιδαρο και να την περιφέρουν στις ρούγες. Επικεφαλής της πομπής ήταν ένας ντελάλης με το βρακί της γυναίκας ψηλά σε κοντάρι».

(Δημητρίου Πασχάλη, Βοεβόδαι, Κοτζαμπάσηδες, κ.λπ. της νήσου Άνδρου, Επ. Έτ. Κυκλ. Μελ. Τόμος Δ΄, σελ. 338-339, 1964).

 

[6] Η διαπόμπευση πάντοτε για διαφόρους λόγους πραγματοποιούταν με ευνουχισμένο γαϊδούρι, διότι δεν ήθελαν την διαπομπευόμενη να την τοποθετήσουν σε θηληκό για να μην το μολέψει, αλλά ούτε σε αρσενικό, πάντα κατά την παράδοση, διότι είχαν το φόβο να μην συνουσιαστεί με τον γάϊδαρο.

[7] Η δημοτική μας μούσα, έχει αποθανατίσει με τον δικό της τρόπο την εκτέλεση ή την αυτοκτονία της γυναίκας, στην μυλόπετρα του νερόμυλου, που περιέπεσε σ’ αυτό το αμάρτημα:

«…Άλεθε μύλ’ μου, άλεθε της κούρβας το κεφάλι.

Κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πάσπαλη μαύρη.

Για να ’ρχονται οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι

Για να ’ρχονται κι οι γραμματικοί να παίρνουνε μελάνι».

Το άλεσμα του ανθρώπου, σε νερόμυλο βέβαια, ήταν διαφορετικό από εκείνο του σιταριού. Γινόταν με το πέταγμα της μελλοθάνατης στο επιμύλιο την ώρα που γύριζε. Η ταχύτητα και η φυγόκεντρος δύναμη, πρώτα την τραυματίζανε, της έσπαζαν χέρια, πόδια, κεφάλι και τέλος την έκαναν θρύψαλα. Για ν’ αποφεύγουν οι μυλωνάδες, κατά την άλεση ατυχήματα, από πτώση σ’ αυτό το μέρος, τοποθετούσαν ένα προστατευτικό καπάκι.

[8] Θανατηφόρα δηλητήρια παρασκευασμένα από φαρμακοτρίφτες, η από διάφορους κομπογιαννίτες. Συνήθως τα έφτιαχναν από το φυτό Μπελλαντόνα το όνομα σε αυτό το φυτό το έδωσε ο μεγάλος φυσιοδύφης Διοσκουρίδης. Είναι θαμνώδες σε ανοιχτό πράσινο χρώμα που προτιμά την άφθονη σκιά. Τα άνθη του είναι σε σχήμα καμπάνας για να μετατραπούν σε μεγάλους μαύρους γυαλιστερούς καρπούς σφαιρικού σχήματος, που περιέχουν πορφυρόχρωμο χυμό. Όλα τα μέρη του φυτού είναι εξαιρετικά τοξικά. Τα ξερά φύλλα περιέχουν ατροπίνη και σκοπαλαμίνη  που έχουν ναρκωτική και αντισπασμωδική δράση. Η Μπελαντόνα είναι ένα γοητευτικό και ταυτόχρονα ύπουλο δηλητηριώδες φυτό. Ο υψηλός βαθμός τοξικότητας της υπάρχει σε όλα τα μέρη του φυτού και ιδιαίτερα στους σπόρους, τις ρίζες και τα φύλλα. Είναι γνωστή εδώ και αιώνες σαν δηλητήριο, και χρησίμευε επίσης σαν πηγή παραγωγής μερικών φαρμάκων όπως η Υοσκιαμίνη, αλλά είναι πολύ επικίνδυνη στη χρήση εκτός αν χρησιμοποιείται από ειδικευμένους φυσικούς. Τα συμπτώματα δηλητηρίασης που προέρχεται από Μπελαντόνα είναι στεγνό και καυτό στόμα, ξαναμμένο δέρμα, ναυτία, σύγχυση και ντελίριο. Οι φαρμακοτρίφτες έπαιρναν τους καρπούς του φυτού και φύλλα και μίσχους του φυτού θανατικού και τους κοπάνιζαν μέσα σ’ ένα γουδί μέχρι να λειώσουν μετά τις αναμίγνυαν με κοπανισμένη σταφίδα και αφού ττις έπκαθαν σε καραμέλες (μαντζούνια) τις απποξήραιναν και τις διοχεύτευαν στο εμπόριο ως ισχυρώτατο δηλητήριο. Η αναμιξη της σταφίδας είχε σκοπό το μαντζούνι κατά την κατάποση να είναι γλυκό. 

[9] Στο οικισμό Αμπελάκια Αγνάντων Πηνείας, υπάρχει μια τοποθεσία της «Λεμονιάς ο Τράφος», όπου εκεί, όπως αναφέρεται, αυτοκτόνησε μια ανύπαντρη κοπέλα μετά το ξεπαρθένεμα.

Εκτύπωση