Μια τυχαία διάσωση αντάρτη στο Σινούζι

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 8694

Θα ’τανε αρχές, κάνε μέσα Φλεβάρη, o μπάρμπα-Λιάς, ο Ντανίκας, από το χωριό Σινούζι, φόρτωσε τον γαϊαράκο του με δυο σακιά φουσκιά και κατηφόρισε να πάει να τα σκορπίσει στ’ αμπελάκι του κάτου στα Μπουρλούμια. Μόλις έφτασε στ’ αμπέλι τα ξεφόρτωσε και σιγά-σιγά τα σκόρπισε, στ’ πιο αδύνατα κλήματα. Μόλις τέλειωσε, ακούμπησε μπροστά σε μια μεγάλη πέτρα (βράχο), στο προσήλιο και έστριβε τσιγάρο, με καπνό και φύλλο από πούσι. Έριξε χαμηλά την σκούφια του, για να μην τον στραβώνει ο Φλεβαριάτικος ήλιος και ακούμπησε την πλάτη του στην ριζιμιά πέτρα να ξεκουραστεί και χάζευε τηρώντας την απέναντι μεριά προς την Ράχη. Σε κάποια στιγμή πετάχτηκε λες και τον τσίμπησε κάποια σφήκα, σηκώθηκε όρθιος  και κέντρισε το βλέμμα του απέναντι στην Αγιά Τριάδα κατά το Νταρέϊκο. Εκεί είδε πολύ στρατό να έχει ακροβολιστεί και ν’ ανεβαίνουν προς την Ράχη. Τι στο διάβολο να συμβαίνει αναρωτήθηκε από μόνος του. Τόσος στρατός στο καταράχι, τι να γυρεύουνε.

Καθώς ήτανε αφηρημένος, στην θέα του στρατού άκουσε πίσω του πάτημα και πετάχτηκε σαν να τρόμαξε. Και τι να ιδεί;  Έναν άνθρωπο καμιά τριαπενταριά χρονών στα κακά του χάλια, αδύνατος, άπλυτος, άξουρος, άκουρος, βρωμιάρης, με κουρελιασμένα σκουτιά και τα αρβύλια του κι αυτά ήσαντε φυτίλια.

 

-Όπα μπάρμπα! του λέγει. Όπα μην τρομάζεις δεν θέλω το κακό σου.

-Ποιος είσαι του λόγου σου, ρε παιδάκι μου και είσαι έτσι;

-Τι να σου ειπώ ρε μπάρμπα, αντάρτης είμαι, αντάρτης κυνηγημένος, άνθρωπος είμαι, άνθρωπος όπως και εσύ.

-Καλά πως βρέθηκες εδώ;

-Εδώ, μας έχει πάρει από κοντά το πισάγναρο η Ενάτη και δεν έχουμε τρούπα να κρυφτούμε.

-Έ, καλά, κι από μένανε τι θέλεις;

-Να με κρύψεις μπάρμπα, να με κρύψεις, μπας και γλιτώσω το τομάρι μου και θα σου το ξεπληρώσω μια φορά, στ’ ορκίζουμαι στο νιάκαρο, που έχει η γυναίκα μου στην αγκαλιά της.

-Άκου! Του λέει ο μπάρμπα- Λιάς. Εδώ πιο πάνου στον γκρεμό είναι μια σπηλιά και μέσα έχουνε σκάψει και έχουνε φωλιάσει τώρα και πολλά χρόνια οι αλπούδες, το έχουνε καμωμένο, ούλο τρούπα και κακό. Τήρα πως θα τρουπώσεις μέσα κι άμα την γλιτώσεις, γλίτωσες.

-Δεν μου λες μπάρμπα, να σε ρωτήσω κάτι;

-Τι;

-Μωρέ εσύ με ποιους είσαι, με δαύτους ή με τους αντάρτες;

-Τι να σου ειπώ ρε παιδάκι μου, έχει κανά δυο χρόνια τώρα που μου ντύσανε και εμένα ένα παιδί, τον Αντρίκο μου, χωροφύλακα. Τώρα που βρίσκεται δεν ξέρω, κάποιος μου είπε ότι ήτανε στο Γεράκι της Σπάρτης, άλλοι στον Φενεό, αν ζει ή αν είναι θαμμένο πουθενά δεν ξέρω. Έχω μεγάλη στεναχώρια με δαύτο.

Ο αντάρτης ξαφνικά τραβάει ένα πιστόλι, που είχε στην ζώνη του, το στρέφει προς τον γέρο και τον απειλεί λέγοντας:

Και που με στέλνεις γέρο, στην τρούπα και μετά να τους στείλεις τα δαιμόνια να με κάψουνε ζωντανό, ή να με βγάλουνε σαν το κουνάβι.

Βγάλε τώρα και γλήγορα τα πατούμενά σου, βγάλ’ την καπότα σου, δώσε μου τον καπνό, το τσακμάκι, το τράστο με το φαί και το μποτσονάκι με το νερό να τα πάρω και να ξεκουμπιστώ από τον τόπο σας.

Που πήγες να με στείλεις ρε κερατά, θα σου τινάξω τα μυαλά στον αέρα. Ρε τι πήγα να πάθω με τον κολόγερο.

Άκου! παιδί με κουμπί και εγώ ήρθα για να με γλιτώσεις από δαύτους; Έπρεπε να είχα το παιδί σου μπροστά μου, θα το έκανα φέτες, να ιδείς ποιος είμαι εγώ. Και τώρα χάσου από τα μάτια μου μην σε θάψω εδεπά.

Με βιαστικές κινήσεις, αρπάζει τα πράγματα του γέρου και φεύγει σαν κυνηγημένος, όχι προς την σπηλιά, αλλά προς την ανάποδη μεριά και χάθηκε προς τα Καλουπάκια. Ο γέρος τα έχασε και δεν έβγαλε τσιμουδιά. Έκατσε κάμποσο να συνέλθει και μετά καθώς ήτανε σκοτισμένος και στεναχωρημένος για τα λόγια που άκουσε και για τα πράγματα που του πήρε ο αντάρτης, καβάλησε στον γάιδαρο και πήγε στο χωριό. Εκεί δεν μαρτύρησε τίποτα σε κανέναν, φοβότανε μην γυρίσει ο αντάρτης και τον σκοτώσει.

Τ’ απόγιομα, πίσω από του Λουκά προς το Καραίικο γινότανε Θεού χαλασμός. Το τουφεκίδι κι ο σκοτωμός δεν είχανε κειώσιμο. Όπως μάθανε πιάστηκαν οι αντάρτες με την Ενάτη Μεραρχία. Την άλλη μέρα το απόγιομα πέρασε η Ενάτη από το χωριό τι να ιδείς, κρεμασμένα με ένα σύρμα, κομμένα άξουρα και άκουρα κεφάλια ανταρτών και ένα ζευγάρι γυναικεία βυζιά, λέγενε ότι ήσαντε της Γιωργίας της καπετάννισας, τα κρεμάσανε στου Παπά- Νίκου Τσιγγούνη το χαγιάτι και πέρναγε ο κόσμος να τα ιδεί. Έβλεπες πέντε- έξι κεφάλια με χρυσά δόντιαμ κομμένια σύριζα στον λαιμό και πλυμένα από τα αίματα, το τι είχε γίνει κανείς δεν γνώριζε. Η Ενάτη ακροβολίστηκε και ψάξανε ούλο τον τόπο, σπιθαμή προς σπιθαμή, μην τσακώσουνε κανένα λιποτάκτη αντάρτη, αλλά μάταια. Περάσανε κάμποσες ημέρες ακόμη και όταν ησυχάσανε τα πράματα, ο μπάρμπα- Λιάς έσαξε πάλι με τον γαϊδαράκο του για το Μπουρλούμι.

Αφού έκανε κάτι κουτσοδουλίτσες, έκοψε λίγα ξύλα να τα φορτώσει στον γάιδαρο για το σπίτι. Μόλις φόρτωνε τον γάιδαρο, να σου πάλι ο αντάρτης που είχε ξανάρθει. Ο μπάρμπα - Λιάς μόλις τον είδε τα έχασε, δεν ήξερε τι να ειπεί.

- Γέρο μου, να που σμίξαμε και πάλι, σαν τα πουλάκια!

Ο γέρος τον κοίταγε άφωνος.

-Καλά του λέει, που τρύπωσες και την γλίτωσες, ρε βλογημένε;

-Στου βοδιού το κέρατο γέρο, στου βοδιού το κέρατο, άκουσες. Εκεί που μ’ έστειλες.

-Για στάκα, για στάκα. Εσύ ρε λεβεντιά, από ότι κατάλαβα, φοβήθηκες και έτρεμες σαν το ψάρι στην αμμουδιά, μόλις σου είπα για το παιδί μου τον χωροφύλακα.

-Γέρο μπήκα μέσα στην σπηλιά που μ’ έστειλες, κι ούλα αυτά σου τα έκανα για να πιστέψεις ότι φοβήθηκα και έφυγα, προς τα κάτου αλλά γύρισα κρυφά.

-Ρε παιδάκι μου, εγώ έμαθα ότι η Ενάτη ήρθε στην Σπηλιά και είπα ευτυχώς που δεν μ’ άκουσε ο ανθρωπάκος γιατί θα το είχα το κρίμα στον λαιμό μου.

-Γέρο είναι μεγάλη ιστορία, αλλά κατάλαβα ότι δεν είσαι σαν αυτούς και θα σου το μολογήσω. Πριν τρουπώσω μέσα στην σπηλιά, πήρα ένα κλαρί και χώθηκα μέσα σούρνωντας με τον κώλο. Μετά σκούπιζα τα αχνάρια μου και με τα δάκτυλα μου, να έτσι (κι του έδειξε τα πέντε δάκτυλα του χεριού του ενωμένα), πάταγα πολλές φορές στο στεγνό χώμα της σπηλιάς τα δάκτυλα συνέχεια να φαίνεται ότι περνοδιαβαίνανε μέσα μόνο αλεπούδες. Σιγά- σιγά τρύπωσα μέσα, στριμώχθηκα λίγο, με φάγανε και οι ψύλλοι, αλλά τα κατάφερα και τρύπωσα βαθειά και μετά χώθηκα πίσω από μια στρόκλα, από τις πολλές που έχει η σπηλιά. Την άλλη μέρα, άκουσα φασαρία και τις κουβέντες από τον στρατό, που ερχότανε στην σπηλιά. Αφού δεν είδανε ανθρώπινα αχνάρια, ρίξανε μια ριπή στις τρούπες, αλλά που να με βρούνε εμένα οι σφαίρες εκεί που είχα τρυπώσει. Μετά οι στρατιώτες φύγανε, γιατί άκουσα ένα που έλεγε: «Δεν βλέπω τίποτα, μόνο αλεπούδες έχει εδώ μέσα, πάμε να φύγουμε».

Την άλλη ημέρα την νύκτα, βγήκα έπιασα νερό και έφαγα το κολατσιό σου, έκανα και κάμποσα τσιγαριλίκια.

-Καλά του λέει, τα παπούτσια γιατί μου τα πήρες και με φοβέριζες ότι θα με σκοτώσεις;

- Ρε γέρο, ήθελα να πιστέψεις ότι θα έφευγα φοβούμενος μη με μαρτυρήσεις. Μόλις μου είπες για την σπηλιά με τις αλεπούδες, έβαλα στον νου μου το σχέδιο με τα πατήματα. Πάρε το μποτσονάκι, την καπότα, το τσακμάκι, το τράστο και τα παπούτσια σου και σε ευχαριστώ πολύ, για ούλα ευτούνα που έκανες για μένα, θα το έχω τρανή υποχρέωση σ’ ούλη την ζωή μου.

-Μα δεν έκανα τίποτα. Του απαντάει ο γέρος.

-Άστα γέρο, έκανες πολλά, δίχωτις να το καταλάβεις. Δεν μου λες μην πέσανε τίποτα μαντάτα για την μάχη, που έγινε προχθές εκείνη την μεριά;

Το και το του λέει ο γέρος. Του είπε για αυτά που γίνανε και ότι άκουσε και ότι είδε. Ο αντάρτης χαιρέτησε τον γέρο, τον φίλησε και εξαφανίσθηκε πάλι από εκεί που ήρθε. Ο γέρος έκανε τον σταυρό του και αφού φόρτωσε τον γάιδαρο με ξύλα, έφυγε για το σπίτι του.

(Αφήγηση Γιάννης Αποστολόπουλος, (Τσαρμπόγιαννης) Άγναντα Καλοκαίρι 1986

Εκτύπωση