"Μάνα μη με καταριέσαι" (Το τραγούδι του Κουμανιώτη)

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Δημοτικά Τραγούδια Εμφανίσεις: 52978

 Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος Οκτώβρης 2020

Η ιστορία του τραγουδιού.

Γύρω στο 1933 στο Σκιαδά Αχαΐας ένας δικός μας, ο Κώστας Κουμανιώτης βρήκε την αδελφή του σε σεξουαλικές περιπτύξεις με τον καλύτερο φίλο του.

Φίλο αδελφικό μας αναφέρει στην αφήγησή του ο μπάρμπα Βασίλης Πανούτσος την Κυριακή, ‎6 ‎Σεπτεμβρίου ‎2009 στο σπίτι του στο Αντρώνι.

Τους σκότωσε ο Κουμανιώτης και τους δύο, αλλά με τρεις μπιστολιές την αδελφή του και ύστερα όπως είναι φυσικό κατέληξε στην φυλακή. O μεγάλος του καημός όμως δεν ήταν "της φυλακής τα σίδερα" αλλά η πληγωμένη μάνα του που χτυπιόταν, έκλεγε και καταριόταν για την απώλεια της τσούπα της.

Τους στοίχους που περιγράφουν όλο το ιστορικό με τα πραγματικά γεγονότα, τους έγραψε ο Κουμανιώτης στην φυλακή, κατά την διάρκεια της προφυλάκισής του όπου και έγιναν τραγούδι σε δίσκο γραμμοφώνου με τον τίτλο: "Μάνα μη με καταριέσαι"!

Με την έναρξη της δίκης στο κακουργιοδικείο, οι δικαστές επέτρεψαν στην υπεράσπιση να ανεβάσει στην έδρα το γραμμόφωνο για να παίξει το τραγούδι του κατηγορούμενου. Όταν οι δικαστές άκουσαν το τραγούδι, τους «άγγιξε» και στην συνέχεια τον αθώωσαν παμψηφεί. Ήταν διαφορετικές οι τότε συνθήκες και τα εγκλήματα περί τιμής έπεφταν συνήθως στα μαλακά.

Όπως μας αφηγείται ο μπάρμπα Βασίλης στο βίντεο, το τραγούδι αυτό το γνώριζε μόνον ο μπάρμπας μου ο Νίκος Παπαντώνης στο Αντρώνι που το τραγούδαγε κιόλας πολύ καλά: https://www.youtube.com/watch?v=dE_3TyG1fQo&t=217s

Για την ιστορία ο τραγούδι "Μάνα μη με καταριέσαι" μαζί με το τραγούδι “Ο σερέτης” αποτελεί τον πρώτο δίσκο του Γιώργου Κάβουρα, το 1935.

[Δίσκος Parlophone B-21846 / GO-2334]

Το τραγούδι όπως είπαμε και παραπάνω το έγραψε ο Κώστας Κουμανιώτης και φωνογραφήθηκε το 1935.. Η σύνθεση είναι του Κώστα Σκαρβέλη και το ερμήνευσε ο Γιώργος Κάβουρας.

Του Κουμανιώτη (Τραγούδι)

Μην κλαις και χύνεις δάκρυα μην σκιέσαι και χτυπιέσαι
Μανούλα μου δεν φταίω εγώ και μη μου καταριέσαι.

Η αδερφή μου θέλησε για να μας εξευτελίσει
γι' αυτό γλυκιά μανούλα μου δεν έπρεπε να ζήσει.

Ήταν κακούργα κι άτιμη, ψεύτρα και γελούσε
και μες στο σπίτι μάζευε το μάγκα και γλεντούσε.

Όταν την είδα μάνα μου μαράθηκα σα φύλλο
αγκαλιασμένη ήτανε μ' αδελφικό μου φίλο.

Έχασα τις αισθήσεις μου φύγαν τα λογικά μου
Σαν μεθυσμένος έγινα δεν έβλεπα μπροστά μου.

Τρεις μπιστολιές της έριξα, ήταν κακιά η ώρα
Με περιμένει μάνα μου της φυλακής η πόρτα.

Την βάρεσα μες στην καρδιά κακιά ήταν η ώρα
γι' αυτό γλυκιά μανούλα μου φεύγω σε ξένη χώρα.

Έλα μανούλα μου γλυκιά να σ’ αποχαιρετήσω
Θεός το ξέρει μάνα μου αν θα ξαναγυρίσω

Εκτύπωση