Λέξεις που χάνονται (Α-Ι)

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Γλωσσάρι Εμφανίσεις: 11152

Γλωσσάρι - Λεξικό

Στο γλωσσάρι προσπαθούμε να θυμηθούμε και να καταγράψουμε τις λέξεις που έφτιαξαν και χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι του τόπου μας, προκειμένου να εκφράζουν τις σκέψεις τους, τα αισθήματά τους, τα πειράγματά τους και γενικά ό,τι τους ήταν απαραίτητο στην επικοινωνία τους.

Οι περισσότερες λέξεις που περιγράφουμε δε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους κατοίκους της Ορεινής Ηλείας, αλλά για εμάς θεωρούνται μοναδικές.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας παρακαλέσω, όποιος θυμάται κάποια λέξη που δεν αναφέρεται να τη σημειώσει, ώστε να συμπληρωθεί το λεξικό μας.

Α Β Γ Δ Ε Ζ H Θ Ι Κ
Λ Μ
Ν Ξ
O
Π Ρ
Σ
Τ Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω


Αα

Αβανιά = δυσκολία, στεναχώρια, η συκοφαντία

Αβάρεγος = αχτύπητος

Αβασκαντούρι = βότανο για το ξεμάτιασμα, αμάτιαστο

Αβέρτα = πολύ

Αβέρτικος = απλόχερος Α

Αβγαταίνω=. προσθέτω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω. Λέγεται και αβγατίζω.

Άγαρμπος = χωρίς τρόπους άνθρωπος, ο χοντροκομένος

Άγανα,(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες των σταχιών

Αγγιά (τα) = Τα δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).

Αγγείο (το) = δοχείο, σκεύος.

Αγγελοφέρνω = ψιχοραγώ

Αγιογδύτης (ο) = εκμεταλλευτής

Αγλέορας - Αγκλέορας = φυτό  (Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό δηλητήριο) έφαγα τον αγκλέορα = έφαγα πολύ

Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο

Αγκωνάρι, (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος

Αγκωνή, (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμιού», λέγεται και Αγκωνάρι.

Αγκρουμάζομαι = ακούω προσεχτικά - κρυφακούω

Αγκουσέβουμαι, αγκούσα = σκάω – στεναχωριέμαι-ζεσταίνομαι-έχω δυσφορία

Αγνάντιο = απέναντι

Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος

Αγουρίδα, η = το άγουρο ξινό σταφύλι

Αγουριέμαι = το σκυλί αγουριέται = σκούζω - κλαίω δυνατά, από το ρήμα ωρύομαι

Αγριάδα η = αγριόχορτο, θυμός Αγρικώ = ακούω, καταλαβαίνω

Αγύριγος = αγύριστος - να πας στον αγύριστο (διάβολος)

Αδειά,η = διαθέσιμος χρόνος -ευκαιρία - δεν έχω άδειά

Αδειάζω = αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο

Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια

Αδράχτι = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα

Αερικό, το = Το φάντασμα, η νεράιδα

Αζάπικος = απείθαρχος - ανυπότακτος - απείθαρχο παιδί Ακόνι, το = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων

Ακλαδούρα = άκλαδο, ακλάδευτο, εγκαταλελειμμένο αμπέλι

Ακαμάτης, ο = ο τεμπέλης

Ακούτρουφας = Το κεφάλι

Ακουμπέτι = τέλος πάντων, επί τέλους, παρα ταύτα, "αμέτι μου- ακουμπέτι"

Αλαλάγγιαχτος = ευαίσθητος- υπερήφανος

Αλαλιά = ησυχία – νέκρα

Αλάλιασα = τρέλανα

Αλαξιά = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή

Αλάργα = μακριά

Αλαφιασμένος, η,ο = τρομαγμένος

Αλαφροΐσκιωτος,η,ο = αυτος που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα

Άλειμμα = το γουρνάλειμμα ή αλοιφή, χοιρινό λίπος στην λαήνα.

Αλεσιά, (η) = μέτρηση αλεσμένης ποσότητα σταριού στο μύλο. «θέλει μια αλεσιά ψωμί στην καθισιά του»

Αλέτρι = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης, το άροτρο

Αλισίβα ,η = βρασμένη στάχτη με το υποκίτρινο νερό για το πλύσιμο των ρούχων, το ζεστό πόσιμο νερό

Αλειτούργητος = ο άθρησκος - δεν τον βρίσκεις ποτέ

Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε

Αλισβερίσι = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία,

Αλογόπετρα (η) = γαλαζόπετρα - θειικός χαλκός

Αλογοσούρτης = ο αλογοκλέφτης

Αλούκουτος, ο = απροσάρμοστος 

Αλουνού = άλλου

Αλύχτημα, το = το γαύγισμα

Αλωνάρης, αλωνιστής, (ο) = ο Ιούλιος

Αλώνι =1.το κυκλικό μέρος σε καταράχι, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.

Αλπού = η αλεπού

Αλπουγάνισμα = άσκοπη περιπλάνηση - όπως η αλεπού που τριγυρνά

Αματτυά, η = χοιρινό λουκάνικο από χονδρό έντερο

Αμελέτητα = τα απόκρυφα μέρη, οι όρχεις

Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα

Αμή, αμί = ναι

Αμπολάω = αμολάω,αφήνω 

Αμόλα = άστον - μην τον υπολογίζεις- δεν είναι στα καλά του

Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο

Άμπακας = πάρα πολύ, πολύ φαγητό, υπερβολικό

Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για το σιτάρι

Αμπάριζα, (η) = παιδικό παιχνίδι

Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες

Αμποδάω- αμποδεύω = εμποδίζω- κάνω κουτρούλια σε χωράφι που δεν πρέπει να βοσκηθεί,  αμπόδηκε = δεν άφησε

Άμπουλας= μεγάλη πηγή-αυλάκι Αναγούλα, η = τάση για εμετό

Αναβροχιά = ανομβρία

Ανακαψίλα (η) = η καούρα

Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω

Ανακάρα = κουράγιο

Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω με χασμουριτό

Ανάλατο (το) = 1) το βασιλικό λίπος, η μπόλια, το μέσα ξίγκι του γουρουνιού που είχε ιαματικές ιδιότητες, 2) επίθ. κάτι που δεν είναι αλατισμένο, 3) σαχλός, ανούσιος άνθρωπος, 4) τα ανάλατα αστεία, ανάλατες ιστορίες, άνοστα πράματα, δίχως καμιά ουσία.

Αναμαλλιάρα- αναμαλλιασμένος= με αχτένιστα μαλλιά (αναστατωμένη)

Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία- ανωμαλία-αταξία

Ανανοήθηκα = μισοξύπνησα

Αναπαή (η) = ξεγνοιασιά

Αναμουτεύω = αναζωογονούμαι-γερεύω

Αναπιάνω= ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού, του τραχανά,κλπ

Ανασμίδι= μικρό γουρουνόπουλο

Αναφαγιά= πείνα, ασιτία

Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω

Ανάρια,τα =αραιά

Ανάρμεγος, (η,ο)= το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί.

Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο»

Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή

Αναφουφουλιάζω = ανασηκώνω, «αναφουφούλιασα το μαξιλάρι»= έξασα το μαλλί

Αναχαράζω = μηρικάζω, λέγεται για κατσίκες

Ανάχρεια =  εργαλεία

Αναχρικά (τα) = τα απαραίτητα πράγματα του σπιτιού (κουζινικά), φυλαγμένα για ώρα ανάγκης

Ανεβατή = η μπομπότα

Ανεβατό = προζυμένιο ψωμί από στάρι

Ανέμη = συσκευή για το τύλιγμα και ξετύλιγμα του νήματος  και ανεμοδούρα

Ανεμίδι = συσκευή που με την περιστροφή του τροχού της επιτρέπει το ξετύλιγμα του νήματος από την ανέμη και μετά το ξανατύλιγμα στα μασούρια

Ανεμοτουρλάου= ανακατεύω, Ανεμοτούρλησα = ανακάτωσα

Ανημπόρια= η αρρώστια

Ανερώτηγα = χωρίς άδεια

Αντάμα =μαζί Αντάρα = καταχνιά, καπνός

Αντάρα, (η) = κακοκαιρία, ταραχή, ομίχλη

Αντί, το = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), αντιά = βγαίνει από την λέξη εντείνω = τραβώ, απλώνω και τανύω = τανώ (τεντώνω)

Ανυφάντρα, (η) = η υφάντρα

Αντίδερο = αντίδωρο

Αντίκρυ = απέναντι

Αντούβιανος = ο χοντράνθρωπος- απρόσεκτος

Αντρίλα= η μυρωδιά που βγαίνει από το σώμα του άντρα

Αντρομίδα = χοντρό υφαντό κλινοσκέπασμα- μάλλινο σκέπασμα

Ανώρας= νωρίς πρωί- πρωί

Αξάι = αλεστικό δικαίωμα

Άπα = περίπατος για μωρά

Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα,

Απάγκιο, το = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος

Απαντάω = συναντάω κάποιον

Απανιγώμι, (το) = πάνω από το φορτίο(φόρτωμα)

Απαυτώνω = κάνω σεξουαλική πράξη

Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω

Απέ (επίρ.) = και λοιπόν (απέ τι έγινε)

Απέκει = κατόπιν

Απέριορα = πέρα από τα όρια- μεσάνυχτα

Απέρναγος = απέραστος

Απήδουλος = μεγάλο πήδημα, απηδοφράχτα  = αυτή που πηδάει τους φράχτες για πονηρό σκοπό

Απίδι=το αχλάδι, απηδιά

Απίκο (επίρ.) = πάνω στην ώρα, στέκομαι απίκο: σε ένα σημείο - ακίνητος - για πολλή ώρα, απίκο είναι ένα είδος καλαμιού ψαρέματος χωρίς μηχανισμό 

Απλάδι = υφαντό στρωσίδι και κλινοσκέπασμα από πρόβιο μαλλί

Απιθώνω = αποθέτω- σιγουρεύω- ακουμπώ

Απλώστρα,(η) = το εξάρτημα του αργαλειού που κρατάει το αντί

Απλοχεριά, (η) = όσο χωράει μια παλάμη

Απλώνω = κλέβω- παίρνω (δεν απλώνω χέρι)

Απογίνομαι = κατάντια- καταντάω- τα κακά μου χάλια

Αποκιώνω = αποτελειώνω

Αποκόβω = απογαλακτίζω.

Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά

Απόλυσε =  φύτρωσε

Αποξιάρης = απότομος- ωριάρης

Αποπαίρνω = μαλώνω, επιπλήττω - ξεραίνομαι λίγο- μισοπαγώνω

Αποπαίδι = το αποκληρωμένο

Απόρριξε = απόβαλλε (για ζώα)

Απορριξίμι = γεννιέται πριν την ώρα του (νεκρό)- αδύνατος «η γίδα απόρριξε»- πρόωρο- ατελές

Απόσκιο,το = ανήλιαγα, ανήλιος τόπος, το απόγευμα

Αποσούρνω = σαρώνω πρόχειρα

Αποσπερού, (επίρ.)= απόβραδο

Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα

Απότρυγα = μετά τον τρύγο

Απού = από- απουκάτω- απουκά (αποκάτω)

Αποχτώ = αποχτώ, γενώ παιδί

Αράδα = σειρά

Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε

Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος»

Αργάζω = επεξεργάζομαι- χτυπάω κάποιον «θα σε αργάσω», θα σε χτυπήσω

Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.

Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό»

Αργιεύω = αραιώνω

Άρεντος = αράντιστος

Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού

Αρλούμπα, η = κουταμάρα, ανοησία

Αρίδι (το) = το δράπανο που τρυπάει το ξύλο με το χέρι «η ζήλεια τον πάει αρίδι» (του τρώει την ψυχή)

Αργιολόι, αριολόι = το δριμόνι- το κόσκινο- όταν το δέντρο έχει λίγους καρπούς

Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος

Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού

Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου, αρμολόισμα, βρισιά για το σπίτι «το αρμολόι σου)

Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π.

Αρμαθιά, η = ομοειδή πράγματα περασμένα σε σύρμα, μια αρμαθιά κλειδιά

Αρμακάς, ο =στοίβα, σωρός Αρνόκουρα, τα = μαλλιά των αρνιών

Άρμεμα= ο διαχωρισμός στο μούστο από τα τσέγκουρα

Άρμη=  άλμη, το  αλατισμένο γάλα για τη συντήρηση του τυριού 

Αρμούτσος= τραχανάς με άρμη

Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή η κατσικάδα για τα γίδια

Αρνόκουρα, τα = μαλλιά από την κουρά των αρνιών

Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)

Άρπα κόλλα= πρόχειρα- βιαστικά Αρπαχτά= βιαστικά και πρόχειρα

Αρταίνω = νοστιμίζω 

Αρτένουμε =τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία

Άρτζ(σ)ι – μπούρτζ(σ)ι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζ(σ)ι – μπούρτζ(σ)ι και λουλάς», από το αρμενικό αρτζιβούριον = νηστεία τις απόκριες

Ασαλά(χ)ητος = αυτός που δεν παίρνει από λόγια

Ασίκης = λεβέντης, γενναίος ασκέρι, το =ομάδα ανθρώπων, οικογένεια

Ασκί,το = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο 

Ασουλούποτος, η, ο = ατημέλητος ,ασουλούπωτος

Αστράχα ή αστρέχα= το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής

Αστροφεγγιά, η = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.  

Αστρίτης (ο) =η αρσενική οχιά

Αυγατάω = αυξάνω

Άτα = λέξη μωρών για περίπατο

Άταρος = ο αδύνατος «άταρο αυγό» (χωρίς τσόφλι)

Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται

Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω

Αυτώνω, απαυτώνομαι = πραγματοποιώ σεξουαλική πράξη

Αφαιρεμένο (το) =Από το «αφηρημένος»,  βλάκας , άχρηστος

Αφαλαρίδα, η = θάμνος με αγκάθια

Αφάλι= χωράφι με καλό και καρποφόρο χώμα

Αφήρι = κοφτερό μαχαίρι- ολοκαίνουριο

Αφόρεγο =  καινούργιο

Αφόρμισε = ερεθίστηκε η πληγή

Άφραγγος, (ο) = χωρίς χρήματα

Αφνιάζομαι = ξαφνιάζομαι

Άφτρα (η) = σπυράκια στη γλώσσα

Άφτουρος, (ο) = δεν επαρκεί, δεν φτάνει

Αφώτιγο = πολύ πρωί πριν χαράξει

Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος

Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα

Άχερο, (το) = το άχυρο

Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος

Αχαμνά = απόκρυφα μέρη, γεννητικά όργανα

Αχουγιάζω = μαλώνω- φωνάζω δυνατά, αγριεύω

Αχούρι, το = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι

Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά

Άχτι, (το) = το γινάτι


Β
 

Βαγένι = το κρασοβάρελο, μεγάλο ξύλινο βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάϊζα = η τσούπα, η κοπέλα

Βάγια = η δάφνη
Βακέτα = δέρμα κατεργασμένο-περιποιημένη γυναίκα
Βάκρα = προβατίνα με μαύρο πρόσωπο.

Βαλαντώνω = στεναχωριέμαι, παιδεύω, παιδεύομαι

Βαλμάς = αυτός που γυρίζει τα άλογα στο αλώνι.
Βάλμα - βαλμά = το παιχνίδι που παίζεται σε κύκλο - κυνηγητό με λουρίδα

Βαράω = χτυπώ

Βαρβατεύω = ευρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό.

Βαρβατσέλι, (το) =  το βαρβάτο, ατίθασο αρσενικό με ερωτικές ορμές

Βαρβατσέλα (η) = βαρβατίλα , η μυρουδιά των αρσενικών κατά την ερωτική περίοδο.

Βάρδα = 1)απομακρύνσου, φύγε, 2) φουρνέλο

Βαρδάρι == το ξύλο του μύλου που ακουμπούσε κροταλίζοντας στην μυλόπετρα για την τροφοδοσία

Βάρδουλο = το δερμάτινο κορδόνι που τοποθετείται μεταξύ σόλας και δέρματος παπουτσιού.
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρέλι = ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, παχύτερο στην μέση για μεταφορά νερού από την βρύση.
Βαρεμένος = χτυπημένος από τα ξωτικά, δαιμονικά, ο βλάκας.
Βαρκό, το = βαρικό, βάλτος βούρκος, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει.

Βαρικό, βαρκό, (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό

Βασταγό, το = τα μεγάλο ζώο, γαϊδούρι, βασταγούρι.

Βαρυγομώ = βαρυγκωμώ, βαρύ+γνωμώ.

Βατοκόπι, (το) = κλαδευτήρι με μεγάλο ξύλο (στειλιάρι)

Βατοκρυμμένος = 1)ο κρυμμένος στα βάτα, 2) ο ακοινώνητος
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της αριάς , βελανιδιάς.

Bαλαντώνω = παιδεύω, καταπονώ, στεναχωρώ, . στενοχωριέμαι, αρρωσταίνω από έρωτα.

Βάρδουλο = το δερμάτινο κορδόνι που τοποθετείται μεταξύ σόλας και δέρματος παπουτσιού.
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρέλι = ξύλινο κυλινδρικό δοχείο, παχύτερο στην μέση για μεταφορά νερού από την βρύση.
Βαρεμένος = χτυπημένος από τα ξωτικά, δαιμονικά, ο βλάκας.
Βαρκό, το = βαρικό, βάλτος βούρκος, ακαλλιέργητο χωράφι γεμάτο νερό που βουλιάζει.
Βεδούρα, (η) = ξύλινο δοχείο που χρησιμοποιούν οι βοσκοί, «μου ξίνισε η βεδούρα»
Βελέσι = πλεχτό γυναικείο ρούχο από πρόβιο μαλλί.
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο

Βερέμης = ο ασθενικός άνθρωπος,  καχεκτικός

Βελάζω = φωνάζω δυνατά.

Βελάνι = το βελανίδι

Βελέντζα, (η) = μάλλινο υφαντό του αργαλειού

Βελέσι =  γεροντικό φουστάνι

Βεντέμα = στο φουλ  της δουλειά
Βέργα = λεπτός βλαστός, η λούρα του δασκάλου
Βεργάδι = 1) κατσίκι δυο χρονών , 2) γυναίκα ασουλούπωτη
Βεργολάζα (η) = 1) μεγάλο φίδι , 2) δεντρογαλιά

Βερέμης = άρρωστος, κιτρινιάρης, χτικιάρης, βερέμιασε από το τούρκικο: verem

Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι = κατσίκι μετά από ένα χρόνο ( ενός χρόνου) 

Βίγλα,  (η) = παρατηρητήριο σε κορυφή, σκοπιά.

Βίκα, (η) = η πήλινη στάμνα.

Βίκος, (ο) = φυτό (γρασίδι) και καρπός πολύ θρεπτικός για ζώα.

Βιλάρι = προετοιμασία αργαλειού - το νήμα του αργαλειού.

Βιλαέτι (το) = η επαρχία, διοικητική περιοχή
Βίπα (η) = χαλκοποτισμένο τσοκάνι - κουδούνι (για Γκεσέμι).
Βιρδίλα (η) = το πέος

Βίτσα, (η) = βέργα , μαστίγιο

Bιτσίνα, (η) = εμβόλιο
Βλάγκα, (η) = ξανθιά, ανοιχτόχρωμη γυναίκα (η δασκάλα).
Βλάγκος = όνομα αλόγου με τα ίδια χρώματα σε όλο το σώμα και διαφορετικά στο κούτελο.

Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος.
Βλαχαδερό = ο αγροίκος

Βλογάει (δε) =  δεν υπάρχει (τίποτε)
Βοϊδομούλαρο = πλατυμούτσουνο μουλάρι - βρισιά σε άνθρωπο - βλάκας.
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = κοιλιά φουσκωμένη - βατράχι μεγάλο.
Βουνό = μεγάλη πέτρα

Βούρ = εμπρός (άκλιτο)

Βουρλιάζω—ιασα, ιάστηκα, βουρλιασμένος = περνώ σε βούρλο ή κλωστή πολλά όμοια πράγματα, αρμαθιάζω.
Βούτα = 1) αρπαγή 2) το δοχείο των σιδεράδων για βαφή, ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα  3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο,  σκεύος για μεταφορά υγρών 2) « είναι βουτσί» στο μεθύσι

Βρακοζώνι, το = η ζώνη
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα
Βρίσκομαι = βοηθάω, μου βρέθηκε μου έκανε καλό.

Βρούντζος, (ο) = η χρυσόμυγα
Βρομίστρα (η) = το χοντροκομμένο άχερο της βρόμης. 


Γ

Γαϊδουράγκαθο το = ακανθώδεις θάμνος.

Γαϊδουρολάτης, ο = οδηγός του γαϊδουριού

Γαλάρια,  (τα)=Τα γεννημένα πρόβατα ή γίδια που κρατούν έχουν γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν

Γαλάρι= χώρος περιφραγμένος όπου αναπαύεται το κοπάδι.

Γανίλα (η) = Το αγάνωτο σκεύος

Γάστρα,  (η)= Σιδερένιο θολωτή κατασκευή(καπάκι) ανοιχτή κάτω που σκέπαζε το φαγητό στην γωνιά. Στη γάστρα ψήνονταν ολόκληρα αρνιά, φαγητά και μπομπότα 

Γδυτός = γυμνός

Γεμίδια – γιομίδια = άχρηστα κομμάτια ρούχα για γέμισμα.

Γενάρης,(ο) = ο Ιανουάριος

Γέννημα, το = το σιτάρι, παραγωγή των σιτηρών.

Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω

Γιαργούτι = το γιαούρτι

Γιδιά = ασκί από γιδοτόμαρο.

Γίδι = γιδοξούρι, ο γιδοφονιάς,  ο αγροίκος.

Γαϊδουριά (η) = κακή συμπεριφορά

Γαϊδουρομουστέλα = πράσινη σαύρα

Γαιδοχουρχούρα= μεγάλη σαύρα

Γιάρα = κοίταξε, δες

Γιεντέκι = ψηλός και άχαρος – στητός. Μεγάλο ευθύ ξύλο.

Γιούκος = σύνολο ρούχων που τοποθετούνται σε ορθογώνια στοίβα.

Γιόμα (το) = το μεσημέρι

Γιοματάρι = το πρώτο κρασί του βαγενιού

Γιουρούκι – γιουρούκος = ο άξεστος – ο βάρβαρος – ο μπουμπούνας.

Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί

Γιορντάνι (το) = περιδέριο με ακριβά νομίσματα

Γιούρτα (η) = αμάνικο γυναικείο πανωφόρι.

Γκάβαλο = η κοπριά του αλόγου – του γαϊδάρου.

Γκαβίζω =  αλληθωρίζω

Γκαλντερίμι (το) = το λιθόστρωτο δρομάκι

Γκαγκάνα = το μεγάλο κεφάλι.

Γκανιάζω = διψάω πολύ – κορυζιάζω

Γκαρδιακός, (ο) = 1ο ο καλός και αληθινός φίλος. 2ο Ο άρρωστος από καρδιά

Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).

Γκεσέμι = το μουνουχισμένο τραγί η κριάρι – οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τσοκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα = (η) μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο η άσπρη κοιλιά 2) η μεγαλωμένη και άκαρπη γυναίκα.

Γκιόσος = μαύρο μουλάρι

Γκλάβα,(η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του» 

Γκλαβουτσιά η αγκλαβουτσιά = είδος δέντρου.

Γκλαφουνάω = αλυχτάω, ζητώ κάτι με κλάματα

Γλάρα (η) = νύστα

Γλέπω = βλέπω ( παράφραση)

Γλήγορα = γρήγορα( παράφραση)

Γλιέπω = βλέπω ( παράφραση)

Γλύνα (η) =μαλακό κοκκινωπό χώμα με άργιλο.

Γκάβαλα= τα κόπρανα του αλόγου - γαϊδάρου.

Γκιάω= αγγίζω, ακουμπάω την πληγή .

Γκλίτσα:  Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί. 

Γκορτσιά, γκοριτσιά  (η) = η  αγριαπηδιά, αγραπηδιά, αγριοαχλαδιά (δένδρο), καρποφορεί  μικρά και σληρά νόστιμα αχλάδια

Γκράς = 1ο  είδος όπλου 2ο  «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος  με τίποτα.3ο  Ο σταθερός και ευθύς χαραχτήρας

Γρασκελάω =  πηδάω, δρασκελάω

Γρέκι = το καλύβι του τσοπάνη.

Γκριτζιανάω = γρατζουνάω – γδάρσιμο από νύχια., (ηχοποίητη)

Γκριμπίθα = ξερό ξύλο από ξύλο βελανιδιάς.

Γκώνω=χορταίνω και δεν πάει άλλο. «θα με γκώσει», «μ’ έγκωσε».

Γλήγορα = ογλήγορα, γρήγορα.

Γνατώνω, γνάτι = πεισμώνω – πείσμα- θυμός

Γνέθω = μετατρέπω το μαλλί με την ρόκα σε νήμα

Γνέμα (το) = το νήμα

Γνεύω = κάνω νεύμα, έγνεψα = έκανα νεύμα

Γομάρι (το) =φορτίο

Γόνα (το)= γόνατο.

Γούβης (ο) = 1ο νυχτοπούλι.  2ο βρισιά

Γουδί = ξύλινο ή μπρούτζινο πλατύστομο σκεύος με μορφή αντεστραμμένου  κώδωνα για πολτοποίηση με το γουδοχέρι καρπών (μύγδαλα, καρύδια κ.λ.π.)

Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση

Γουδοχέρι = ξύλινος κόπανος για το χτύπημα τροφών στο γουδί

Γουλί = το κούρεμα μέχρι τη ρίζα

Γουλίνια = πανάκια που έδεναν στο λαιμό των μωρών για να μην λερώνονται

Γούπατο, το = βουλιάζει ο τόπος

Γουλόζος = ο λαίμαργος και καλοφαγάς

Γουργουλάω = μου ανακατώνονται τα έντερα από την πείνα. (Mε γουργουλάει η κοιλιά)

Γουργούρι = πεντακάθαρα

Γουρλώνω = ανοίγω διάπλατα τα μάτια, θυμώνω

Γουρμάζω – γουρμάω = 1) ωριμάζω 2) θα σε γουρμάσω στο ξύλο, θα σε χτυπήσω πολύ.

Γουρμοφάγος (ο) = ο ωριμοφάγος

Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο νερό

Γουρνοσκατσίλα, η = η κοπριά του γουρουνιού, μεγάλη βρομιά, βρισιά

Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού.

Γράνα (η) = 1ο η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια.2ο χαντάκι, αυλάκι

Γραπώνω= αρπάζω και κρατάω γερά. Βουτάω 

Γρέκι, το = το σπίτι του τσοπάνη

Γρίβα (η) = προβατίνα με άσπρο πρόσωπο.

Γρίβας = άλογο με σταχτί χρώμα.

Γρουμπούλι = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»

Γρούσπη = λάσπη

Γρυ = (άκλιτο) δεν θέλω να ακούσω τίποτα.

Γύρος = πλατιά διακοσμητική  ταινία υφαντή, ριχτή για το τζάκι, το κρεβάτι κλπ.

Γυφτόπιασμα = (μετ) = ο βρομιάρης – ο παλιάνθρωπος – κατώτερης τάξης.

Γωνιά, η = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.

 

 

Δ

Δαυλί = πίνω πολύ κρασί, μεθάω, «έγινα δαυλί»

Δασιά (τα) =πυκνά

Δεματικό (το) = τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα

Δεματιάζω =  δένω σε δεμάτια « άλλος θερίζει και άλλος δεματιάζει»

Δεμοσιά (η) = παράφραση του δημόσια, του δημόσιου δρόμου

Δέντρο = ή βελανιδιά, ή δρυς

Δεντρογαλιά (η)= είδος φιδιού που ανεβαίνει στα δέντρα

Δένω = γίνομαι παχύρευστος, έδεσε το γλυκό

Δέση = η δέση του μύλου, το σημείο που διοχετεύετε το νερό στο αυλάκι

Δεφτέρι ή τεφτέρι (το) = τετράδιο για σημείωση χρεών.

Διαβολεύω = γρουσουζεύω με αποτέλεσμα να πηγαίνουν όλα στραβά

Διάζω = φτιάχνω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση.

Διακονιάρης (ο) = ο ζητιάνος, διακονεύω: ζητιανεύω

Διάσελο,το = ξέφωτο στο ύψωμα, «βγήκα ψηλά στο διάσελο»

Διασουρίζω = γυρνώ από δω και από εκεί άσκοπα

Διάστρα, (η) = καλαμίσρα, σύνεργο υφαντικής, ισιάστρα.

Διάτανος (ο) = ο διάβολος, ο σατανάς «σύρε στο διάτανο»

Διβολίζω = οργώνω για δεύτερη φορά κάθετη προς την πρώτη, διβόλισμα

Δικριάνι = δίκρανον (δύο κεφάλια), γεωργική περόνη ξύλινη ή σιδερένια με 2  ή περισσότερα δόντια, εργαλείο σε σχήμα πιρουνιού για το λίχνισμα στο αλώνι, και το μάζεμα του σανού

Δικολάβος (ο) = δικηγόρος, διπλωμάτης στο δικαστήριο

Δίμιτος = με διπλό μιτάρι

Διμούτσουνος = διπρόσωπος

Διπλάρι = τα δίδυμα ζώα

Δίπλατα (τα) = ωμοπλάτη, πλευρά

Διαγκιά, δαγκιά = δαγκωνιά

Δισάκια =  υφαντοί ενωμένοι σάκοι πού κρεμούσαν στον ώμο για την σπορά με τα δύο χέρια

Διφόρια,τα =δέντα που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο

Διχάλα (η) = διχαλωτό ξύλο

Δόγα, δούγα (η) = η ταύλα του βαρελιού, βαρελοσανίδα

Δόλιος (α,ο) = δόλιος, ο φτωχός και αξιολύπητος άνθρωπος

Δοξαπατρί (το) = το μέτωπο, κατακούτελα

Δραγάτα (η) = πρόχειρη καλύβα από καλάμια ή κλαδιά, συνήθως πάνω σε δέντρο. Απ’ αυτήν φύλαγε ο δραγάτης τα αμπέλια

Δραγάτης (ο) = ο αμπελοφύλακας

Δραγουμάνος = ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό

Δραπέτ(σ)ι = (για το ξύδι) πολύ δυνατό

Δρεπάνι = εξάρτημα  (εργαλείο) θερισμού με κυρτή  μεγάλη λεπίδα

Δριμόκολα = στενάχωρα, πολύ δύσκολα, στριμόκολα

Δριμόνι (το) = μεγάλο κόσκινο για τον καθαρισμό του γεννήματος (σιταριού) στο αλώνι. Δριμονίζω = κοσκινίζω

Δρούγα (η) = το αδράχτι, η βέργα που τυλιγόταν η κλωστή από το γνέψιμο του μαλλιού

Δροτσίλα = εξάνθημα

Δρυμός (η,ο) = ο σκληρός, ο καυστικός

Δώθε = από εδώ. Αντίθετο: κείθε

 

Ε

Έγαξα,έγκαξα = δίψασα πολύ, κορύζιασα, κορίτζασα

Έρριζα = κοντά στη ρίζα

Έγκωμος = παχύς, δυσκίνητος, ευτραφής  

Εγκώνω = λιγώνω «έφαγα πολύ γλυκό και έγκωσα»

Εδεκεί = εκεί πέρα, ακριβώς εκεί, επιτόπου

Εδεφτού = εκεί ακριβώς

Εδεκείλια = εκεί πέρα ακριβώς

Εδωπάλια,εδωπά = εδώ ακριβώς

Έλαχε = έτυχε

Είμαι να = έχω σειρά, είσαι να…,θέλω να…

Είναιτος  = υπάρχει,ζει

Εμπατή, (η) = είσοδος

Ενατί = πολύ λίγο «Δός μου ενατί»

Έντος (-η-ο) και έντοσγια, έντηγια, έντογια = νάτος, νάτη, νάτο.

Εξετάζω = είμαι προληπτικός, «το εξετάζει δεν δανείζει»

Εξαποδώ (ο) = ο διάβολος

Εξηνταβελώνης,ο =  ο τσιγκούνης, ο σπαγκοραμμένος

Επρόγκιξα = τρόμαξα και έφυγα τρέχοντας

Ερμολόι =  χαμένο, έρημο «το ‘χασα το ερμολόι

Ψες, (εψές) = χθές βράδυ «εψές το βράδυ»

Επροχτές = προχθές

Έργατα = ξυλάχερα, ξύλινη κατασκευή από ραβδιά για την τοποθέτηση άχερων

Έργος = αυτό που αναλογεί στον καθένα να σκάψει, να θερίσει κ.λ.π

Έστησε =  μετά το μάρκαλο συνέλαβε

Έσουρε = ξεγλίστρησε

Ετότε, ετότενες = τότε

Ευτού = εδώ    

Ευτούνος-η-ο = αυτός-η-ο

Ευτουνού = αυτού εδώ

Εκεινού = αυτού εκεί

 

Ζ, ζ

Zα (τα) = τα ζώα

Zαβλακωμένος, ζαμπλάκωμένος = ο ζαλισμένος

Ζαβός = στραβός, στριμμένος, ανάποδος

Ζαβρακιασμένος = ο ζαρωμένος

Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί

Ζακόνι,(το) = συνήθεια, ελάττωμα

Ζάλα(η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους

Ζαλιά(η) = το φόρτωμα στην πλάτη

Ζαλώνω = φορτώνομαι

Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»

Ζαμπλαρίκος = ο  τσιγαρισμένος τραχανάς

Ζάπισμα(το) = το πάλεμα, το χτύπημα

Ζαπώνω = καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα, πιάνω

Ζεβζέκης (ο) = ο σκανταλιάρης

Ζεματάω = 1.(μεταφορικά) χτυπάω κάποιον «κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω», 2. βράζω καίω «το φαί  ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι

Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»

Ζεμπερέκι = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου, χερούλι, πόμολο

Ζερζέκι =  δύστροπος, πειραχτήρι

Ζερζεβούλης, (ο) = ένας από τους πανέξυπνος διαβόλους

Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν

Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός

Ζεύλα (η) = 1.γυριστό ξύλο σε σχήμα U που συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου, 2.δύστροπο ζώο

Ζευλώνω = ζεύω, παντρεύω   

Ζέχνω = 1) βρωμάω  2) τον βάζω με την βία στη δουλειά «τον ζέγνω στη δουλειά»

Ζυγώνω = πλησιάζω

Ζιούμπα, ζούμπα = η καμπούρα

Ζούδι (το) = το άγριο ζώο, ο ακοινώνητος

Ζουμπός = ο καμπούρης

Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) ο κουτοπόνηρος

Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω

Ζούπατος = βυθισμένος, βουλιαγμένος

Ζυάζω = ζυγιάζω, ζυγίζω

Ζυγούρι = αρνί δύο χρονών

Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πουλόβερ(πλεχτό)

Ζουλάπι,  (το)=  άγριο αρπαχτικό τσακάλι, λύκος ή αλεπού.

Ζουλάω = σπρώχνω

Ζουνάρ = η ζώνη

Ζούνι (το) = το γουρούνι

Ζούνα μου = μαύλισμα γουρουνιού

Ζουπάω = 1.ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά 2.χτυπάω ζούπια = χτυπημένα, μαυρισμένα

Ζυγάλετρα (τα) = τα εργαλεία του οργώματος

Ζυγιά, (η) = το ζεύγος, η δημοτική ορχήστρα

Ζυγούρι,  (το)=Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.

Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα

Ζυγώνω = πλησιάζω

Ζωνάρι = γκρεμός, στενή χαράδρα

Ζωντανά,  (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.

Ζωντόβολο =  ζώο, βρισιά

Zα (τα) = τα ζώα

Zαβλακωμένος, ζαμπλάκωμένος = ο ζαλισμένος

Ζαβός = στραβός, στριμμένος, ανάποδος

Ζαβρακιασμένος = ο ζαρωμένος

Ζαγάρι (το) = κυνηγετικό σκυλί

Ζακόνι,(το) = συνήθεια, ελάττωμα

Ζάλα(η) = το φορτίο από ξύλα στους ώμους

Ζαλιά(η) = το φόρτωμα στην πλάτη

Ζαλώνω = φορτώνομαι

Ζαμάνια = μεγάλη χρονική περίοδος «χρόνια και ζαμάνια…»

Ζαμπλαρίκος = ο  τσιγαρισμένος τραχανάς

Ζάπισμα(το) = το πάλεμα, το χτύπημα

Ζαπώνω = καταλαμβάνω κάτι αυθαίρετα, πιάνω

Ζεβζέκης (ο) = ο σκανταλιάρης

Ζεματάω = 1.(μεταφορικά) χτυπάω κάποιον «κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω», 2. βράζω καίω «το φαί  ζεματάει», είμαι ζεστός, υπερθερμαίνομαι

Ζεματιέμαι = υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος «η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα»

Ζεμπερέκι = εξωτερικός μηχανισμός ξυλόπορτας που σηκώνεται με το πάτημα του μεγάλου δάχτυλου, χερούλι, πόμολο

Ζερζέκι =  δύστροπος, πειραχτήρι

Ζερζεβούλης, (ο) = ένας από τους πανέξυπνος διαβόλους

Ζευγάρι (το) = το όργωμα, ζευγάρι ζώων που όργωναν

Ζευγολάτης (ο) = ο γεωργός

Ζεύλα (η) = 1.γυριστό ξύλο σε σχήμα U που συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου, 2.δύστροπο ζώο

Ζευλώνω = ζεύω, παντρεύω   

Ζέχνω = 1) βρωμάω  2) τον βάζω με την βία στη δουλειά «τον ζέγνω στη δουλειά»

Ζυγώνω = πλησιάζω

Ζιούμπα, ζούμπα = η καμπούρα

Ζούδι (το) = το άγριο ζώο, ο ακοινώνητος

Ζουμπός = ο καμπούρης

Ζουλάπι = 1) άγριο ζώο, το αγρίμι 2) ο κουτοπόνηρος

Ζουπακιάζω = ζουπάω, πιέζω, χτυπάω

Ζούπατος = βυθισμένος, βουλιαγμένος

Ζυάζω = ζυγιάζω, ζυγίζω

Ζυγούρι = αρνί δύο χρονών

Ζιλές ή ζηλές (ο) = το πουλόβερ(πλεχτό)

Ζουλάπι,  (το)=  άγριο αρπαχτικό τσακάλι, λύκος ή αλεπού.

Ζουλάω = σπρώχνω

Ζουνάρ = η ζώνη

Ζούνι (το) = το γουρούνι

Ζούνα μου = μαύλισμα γουρουνιού

Ζουπάω = 1.ζουλάω, πιέζω ασφυκτικά 2.χτυπάω ζούπια = χτυπημένα, μαυρισμένα

Ζυγάλετρα (τα) = τα εργαλεία του οργώματος

Ζυγιά, (η) = το ζεύγος, η δημοτική ορχήστρα

Ζυγούρι,  (το)=Πρόβατο που μόλις έχει περάσει το πρώτο έτος της ηλικίας του.

Ζυγός = Εγκάρσιο ξύλο για το αλέτρι, όπου ζεύονται τα ζώα

Ζυγώνω = πλησιάζω

Ζωνάρι = γκρεμός, στενή χαράδρα

Ζωντανά,  (τα) = Τα γιδοπρόβατα, τα πράματα.

Ζωντόβολο =  ζώο, βρισιά

 

H

Ήρα, (η) = ζιζάνιο που προσβάλλει τα δημητριακά

Hμεράδι (το) = είδος βελανιδιάς (ρουπάκι)

Ημιπληγία = εγκεφαλικό, παράλυση κατά το ήμισυ

Ήρθε – ήρθε = Ήρθε – ήρθε και έγινε το καλαμπόκι

Ήσκα = μύκητας από τα δέντρα εύφλεκτος που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα

Ηύρα = βρήκα

 

Θ

Θάμα (το) = θαύμα

Θαμπίζω = βλέπω λίγο

Θαμπό = αμυδρό

Θανατικό (το) = θανατηφόρα επιδημία

Θ(φ)ανατικός (ο) = φανατικός

Θαρρώ = voμίζω

Θεοβούνι = το μεγάλο λιθάρι, ή μεγάλη πέτρα

Θειακούλα (η) = η θειά, θείτσα

Θελά= ήθελα

Θέλημα (το) = εξυπηρέτηση άνευ αμοιβής

Θελός(η,ο) = θολός

Θεριακωμένος = δυνατός, υπερφυσικός

Θεριό (το) = το θηρίο

Θεριστής = ο Ιούνιος

Θερμαίνομαι = κρυώνω

Θέρμη (η) = ρίγος, πυρετό

Θεμωνιά, (η)= όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών. Θημών = σωρός

Θηκάρι = ξύλινη θήκη για ξίφος ή μαχαίρι     

Θηλυκώνω = κουμπώνω, θηλυκώνω το σακάκι 

Θηλιά= 1)σχοινί ή κορδόνι ή σύρμα ή άλλο παρόμοιο που σχηματίζει κυκλικό κόμπο του οποίου το άνοιγμα αυξομειώνεται; ο βρόχος (η κρεμάλα), 2) γυναικείο αιδοίο

Θηκιάζω = ταχτοποιώ, σπρώχνω, «θηκιάζω τα άχυρα στο σακί»

Θόλος =  εσωτερικό του τρούλου, του φούρνου

Θράκα = αναμμένα κάρβουνα

Θράσιος, (ο) = τελειωμένος, χαραμισμένος  

Θρέμμα, (το) = στοιχείο ιθαγένειας συνημμένο πάντοτε με το γέννημα «γέννημα θρέμμα από το τάδε...»

Θρουνίζουμαι =θρονίζομαι, καθημαι σε θρόνο. «Κοίταξε που πήγε και θρονίστικε» κάθισε σε θέση που δεν του ανήκε

Θρούμπι = 1) το θυμάρι 2) το πολύ κάψιμο, το ξέραμα του φυτού «ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι »

Θρύψαλα (τα) =  μικρά σπασμένα κομματάκια

Θυγατέρα (η) = η κόρη, η βάϊζα

Θυμητικό           = μνήμη εvθυμητικόv, θυμητικό, ισχυρή μνήμη

Θυμίαμα (η) = το θυμίαμα, το άρωμα (καπνός) του λιβανιού «δεν δίνει του διαβόλου του θυμίαμα» λέγεται για τον φιλάργυρο

Θυμιατό (το) =  μεταλλική κουδουνίστρα με αλυσίδες που στο κάτω μέρος καίγεται το λιβάνι,  Θυμιατήρι  «Τί έχει  και τι δεν έχει το θυμιατό θα του δείξει»  για το θάνατο

Θωρώ = θεωρώ, βλέπω

 

Ι

Ίγγλα = η δερμάτινη ζώνη που δένει και συγκρατεί το σαμάρι, «λύθηκε η ίγγλα, γύρισε το σαμάρι»

Ιδιανός, (ο) = ο ίδιος

Ιδώματα,(τα) = να ιδωθούν(χρησιμοποιούνται στα συνοικέσια)

Ινάτι,ιγνάτι (το) = πείσμα, καπρίτσιο

Ίσια = επίρρημα ποσοτικό = πολύ λίγο, μόλις «ίσα που πρόλαβε»

Ίσκα (η) =  εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς. Με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα δημιουργούντο σπίθες.

Ιτιά, (η ιτέα) = υδρόφιλο δέντρο κοντού αναστήματος.

Α Β Γ Δ Ε Ζ H Θ Ι Κ
Λ Μ
Ν Ξ
O
Π Ρ
Σ
Τ Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω

 

0
...
γραμμένο απο Rexacos , Μάιος 25, 2009 
Μπραβο εξαιρετικη δουλεια.
 
report abuse
vote down
vote up
Votes: +1
0
...
γραμμένο απο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΤΣΟΥΡΗΣ , Ιούλιος 01, 2009 
ΑΓΑΠΗΤΕ Κ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΕ, ΘΕΡΜΑ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ! 
ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΙΛΙΟΥ (WWW.ILION.GR) ΕΧΟΥΜΕ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΝΑ ΣΥΛΛΟΓΟ ΗΛΕΙΩΝ ΙΛΙΟΥ. ΕΥΕΛΠΙΣΤΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΓΟΝΙΜΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΖΙ ΣΑΣ & ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΣΚΟΠΕΥΟΥΜΕ ΝΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΥΜΕ ΤΜΗΜΑΤΙΚΑ ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΕΚΔΩΣΟΥΜΕ, ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΣ ΦΥΣΙΚΑ ΤΗΝ ΠΗΓΗ. 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ, 

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΠΑΤΣΟΥΡΗΣ, 
ΑΝΤΙΔΗΜΑΡΧΟΣ ΔΗΜΟΥ ΙΛΙΟΥ ( Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 
report abuse
vote down
vote up
Votes: +2
0
...
γραμμένο απο Δημήτρης Παπαϊωάννου , Φεβρουάριος 15, 2011 
Κ. Παπαντωνόπουλε, 
εξαίρετη η δουλειά σας, όχι μόνο με το γλωσσάρι αλλά και με όλο το site. Μιλάω ως ειδικός, λόγω του οτι είμαι φωτογράφος-ζωγράφος-γραφίστας. Μου αρέσει και η σχεδίαση και το πολύ πλούσιο υλικό της ιστοσελίδας του χωριού σας. Εύγε. Θα ήθελα να κάνω μια μικρή επισήμανση θεωρώντας οτι έχω κι εγώ σωστή την πληροφορία. Για το λήμμα "απίκο" πρόκειται. Οι πληροφορίες μου λοιπόν αναφέρουν οτι "απίκο" είναι ένα είδος καλαμιού ψαρέματος χωρίς μηχανισμό. Η πετονιά δένεται απ' ευθείας στο καλάμι και με την βοήθεια φελλού, το δόλωμα επιπλέει και έτσι γίνεται το ψάρεμα. Όταν λέμε "απίκο" εννοούμε οτι "στέκομαι σε ένα σημείο - ακίνητος - για πολλή ώρα", (μέχρι να πιάσω ψάρι!). Έτσι προέκυψε η έκφραση "στέκεται απίκο" επειδή μένει σταθερός στο ίδιο σημείο ψαρεύοντας. 
Ελπίζω να σας φάνηκα χρήσιμος. 
Με εκτίμηση και φιλικούς χαιρετισμούς 
Δημήτρης Παπαϊωάννου 
Καλλιτέχνης 
Αρχαία Ολυμπία
 
report abuse
vote down
vote up
Votes: +0

 

Εκτύπωση