Η ΓΟΥΡΟΥΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΘΥΜΙΟΥ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 73652

Μια φορά ένας παπάς, ο παπά - Θύμιος, είχε πολύτεκνη οικογένεια και για να τα βγάζει πέρα, είχε και κάνα τριάρι γουρούνες μάνες (χοιρομητέρες) για να γεννάνε μικρά γουρουνόπλα, να τα πουλάει και να μαζεύει παράδες.

Η δουλειά καλά πήγαινε και ο παπάς πότε τα πούλαγε μικρά, πότε γινόσαντε και κοτζάμ ανασμίδια και τα πούλαγε ακριβότερα, αλλά και για σφαγή. Την δουλειά του παπά, τηνε ζήλεψε και ένας συγχωριανός του, ο Νικολός που ήτανε μεγάλος κατεργάρης και κουτοπόνηρο μουσούδι.

Μια και δυο σηκώνεται πάει στον παπά και του γύρεψε να αγοράσει την μια από τις γουρούνες του.

Ο παπάς και αυτός που ήτανε διαβόλου σκαλτσούνι, ανώτερος από δαύτονε, βρήκε την ευκαιρία να του πουλήσει την μια παλιογουρούνα που είχε, έτσι να την ξεφορτωθεί, από πάνου του, γιατί αφού γέρασε, δεν έκανε πολλά γουρνόπλα και ούτε μπορούσε να τα βγάζει και να τα αναθρέψει. Αφού έγινε το προξενιό και τα βρήκανε, ο παπάς πήρε τους παράδες στο χέρι και ο άλλος ο κατεργαράκος ο Νικολός πήρε την γουρούνα δεμένη από την λαιμαριά τραβώντας και πίσω σαλαχώντας την η γυναίκα του την πήγανε στο κουμάσι του λίγο πιο πέρα από το σπίτι του, στην άκρη του λόγγου.

Η γουρούνα ήτανε γκαστρωμένη την ίδια μέρα με μια άλλη που είχε ο παπάς και έτσι θα γεννάγανε την ίδια μέρα. Σαν έφτασε ημέρα για να γεννήσουνε οι γουρούνες, ο Νικολός την φύλαγε όξω από το κουμάσι να ιδεί πόσα γουρνόπλα θα γεννήσει η γουρούνα του. Εκείνη, τρομάρα της, έβγαλε μόνο δυο και ευτούνα ξερά (νεκρά). Μουρλάθηκε ο Νικολός, πάνε τσάμπα οι παράδες του, ο τραγόπαπας τον δούλεψε και του έδωκε την παλιογουρούνα που ήτανε για ψόφο. Τι να κάνει…, σκέφτηκε να πάει να ιδεί κρυφά την γουρούνα του παπά, να ιδεί αν γέννησε και πόσα γουρνόπουλα έκανε.

Σηκώνεται και πηγαίνει τρογύρω από το χωριό, για να μην τον ιδεί κανένα μάτι και έσαξε για του παπά τα κουμάσια. Μόλις έφτασε στο κουμάσι του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι, η γουρούνα του παπά είχε γεννήσει έντεκα ζωντανά γουρνόπλα. Δεν έχασε ευκαιρία, βουτάει και αρπάζει κάνα τεσσάρι από δαύτα, τα χώνει σε μια λινάτσα και από αλάργα -αλάργα πισωγύρισε στο δικό του κουμάσι και αφού τα άλειψε με το κυτάρι της δικιάς του γουρούνας της τα έριξε κοντά της να τα πάρει δικά της. Ευτούνα βυζάξανε και δίχωτις άλλο ο Νικολός ξαναγύρισε ξοπίσω και πήγε πάλενες στο κουμάσι του παπά για να κλέψει και τα υπόλοιπα γουρνόπλα και να τα ρίξει στην δικιά του γουρούνα.

Πήγε εκεί ξανά, βουτάει άλλα πέντε γουρνόπλα, όσα χώραγε η λινάτσα, τα έβαλε μέσα και πάλενες από αλάργα τα πήγε στο κουμάσι του. Πάλενες τα πασάλειψε με το κυττάρι όπως έκανε και τα άλλα και τα έριξε κοντά στην γουρούνα του. Εκείνη τα μύρισε, τα εμάζωξε και μετά τα βύζαξε, μαζί με τα υπόλοιπα.

Την άλλη μέρα το πρωί ο παπάς πήγε να ιδεί την γουρούνα του, αν γέννησε και τι να ιδεί. Η καλύτερη του γουρούνα είχε γεννήσει, μόνο δυο γουρνόπλα και τα δύο στερνικά. Ετούτο δεν του καλάρεσε του παπά, η γουρούνα του να κάνει μόνο δυο γουρνόπλα; Τέλος πάντων με βαριά την καρδιά του, πήγε στο χωριό.

Στο έμπα του χωριού κατά τύχη απάντησε τον Νικολό και τον ρώτησε αν γέννησε η γουρούνα του και πόσα έκανε.

-Παππουλάκο μου, ν’ από εκεί έρχουμαι τώρανες, έκανε εννιά, τέσσερα στερνικά και πέντε σκιζοφύλλες, άσε που μου έκανε και δυο ξερά κοτζάμ κολοκυθόπλα, ξερά η αφιλότιμη, λες και μου το χρεώσταγε για τον σεφτέ της στο κουμάσι μου.

-Μααά… καλααά; λέει ο παπάς, η δικιά μου τριτόγεννη με δύο φορές από δώδεκα και τώρα δυο και ξερά, δεν μπορώ να το χωνέψω. Όχι τίποτα άλλο ρε Νικολό, εγώ στήνε πούλησα γιατί είναι στα τελευταία της, και σε έκανε νοικοκύρη με εννιά, δεν μπορώ να το καταπιώ.

-Τι να σου κάνω παπά μου φαίνεται ότι ο Θεούλης μας, λυπήθηκε εμένανε και καταράστηκε εσένανε. Τι νομίζεις, ότι επειδή είσαι παπάς δεν είδε την αδικία; Καλά να τα πάθεις και άλλη φορά να μην γελάσεις άλλονε φτωχόνε σαν του λόγου μου.

Ο παπάς δεν το χώνεψε μπίτι για μπίτι, ο διάβολος του τζίγκλιζε το μυαλό ότι κάτι δεν πάγαινε καλά, κάτι δεν του γιόμιζε την κούτρα του. Σηκώνεται και πάει στο κουμάσι του Νικόλα. Πριν κοντοζυγώσει βλέπει το σκυλί του Νικόλα να τρώει το κυττάρι της γεννημένης γουρούνας του Νικόλα.

Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, πάει στο χωριό και βρίσκει τον Σωτηράκη τον αγροφύλακα και του είπε, ότι έχει την υποψία, ότι ο Νικόλας του έκλεψε τα δικά του γουρνόπλα.

Ο αγροφύλακας του είπε να πάνε τα γουρνόπλα στην γουρούνα του και αν είναι δικά της θα τα μαζέψει και θα τα βυζάξει. Τότε πήγανε μαζί στο κουμάσι του παπά, πήρανε την γουρούνα τραβώντας και την πήγανε στο κουμάσι του Νικόλα.

Μόλις φτάσαμε κοντά η γουρούνα γκουτζούνιζε και αμέσως τα γουρνόπλα αφήκανε την γουρούνα του Νικόλα και πήγανε ούλα κοντά στην γουρούνα του παπά. Εκείνη τα μύρισε και τα άφηκε να βυζαίνουνε. Ύατερα από λίγο ο αγροφύλακας και ο παπάς πήρανε τραβώντας την γουρούνα και πίσω τα έντεκα γουρνοπλα της, πισωγύρισε στο κουμάσι του παπά. Ο Νικολός μόλις πήγε το γιόμα στο κουμάσι του βρήκε μόνο την γουρούνα και τα γουρνόπλα άφαντα, χαϊτά.

Κάνει πιο παρέκει και βλέπει τον παπά να φτάνει φουριάτος αντάμα με τον αγροφύλακα. Μόλις φτάσανε κοντά του και δεν βγάλανε κουβέντα, ευτούνος το κατάλαβε και του λέει:

-Παπά να πας στον Διάβολο και εσύ και η γουρούνα σου!

-Τι να σου κάνω Νικολό μου, να ξέρεις τα γουρούνια έχουνε ένα καλό, όπου κι αν τα πας, το βράδυ, θα γυρίσουνε πάλι πίσω στο κουμάσι τους! Όσο για την γουρούνα, τι να σου κάνω, εγώ ήξερα τι πούλαγα, ας άνοιγες και εσύ τα φωτερά σου, να ιδείς το τι αγόραζες, Άντε γεια σου τώρανες!

Κώστας Παπαντωνόπουλος Δεκέμβρης 2021

Εκτύπωση