ΑΦΑΝΕΣ, ΣΑΡΩΜΑΤΙΕΣ ή ΣΑΡΩΜΑΤΙΝΕΣ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 63436

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Κάθε χρονιά κάπου μετά του Αγιαννιού του Ριγανά, που τον λένε και «Σαρωματά» ή «Σαρωματιάρη», οι σαρωματάδες πηγαίνανε, σε μεριές που φυτρώνανε τα φρύγανα ακανθώδη φυτά, οι γνωστές αφάνες, να τις κόψουν με αξίνες να τις μαζέψουν για να κατασκευάσουν τις περίφημες «Σαρωματιές» ή «Αφάνες», ή και «Σαρωματίνες». Συνήθως μετά του Αγιαννιού, γνώριζαν ότι το φυτό αφάνα είχε ήδη ξεραθεί και ξυλοποιηθεί και ήταν κατάλληλη για την κατασκευή της σκούπας.

Λίγα λόγια για την αφάνα. Η αφάνα είναι το Σαρκοποτήριο το ακανθώδες, και λέγεται Αστοιβίδα, Sarcopoterium spinosum. Το φύλλο της αφάνας είναι δικοτυλήδονο, και ανήκει στην οικογένεια των αγριοτριαντάφυλλων, Rosaceae, το γένος του είναι Sarcopoterium και το είδος spinosum. H Αφάνα, ή το σαρκοποτήριο, είναι πολυετές φυτό φρύγανο.

Το φυτό αυτό φύεται και σε μεγάλο υψόμετρο και σε μικρό γενικά στη κεντρική και νότια νησιωτική χώρα Προτιμά να αναπτύσσεται στις παρυφές των δασών, και λόφων, όπως και στα παρατημένα αγροκτήματα και πεζούλες.

Αποτελείται από μια συστάδα ξυλώδη κορμών, που στο άνω μέρος υπάρχει ένας ξυλώδης λεπτός σχηματισμός που καταλήγει σε αγκάθι μικρό. Κάθε γωνιακός σχηματισμός έχει γύρω στα δέκα πράσινα σκληρά φυλλαράκια. Τα λουλούδια του βγαίνουν σαν κεφάλια, ταξιανθίες με διάμετρο περίπου τρία εκατοστά, στα οποία υπάρχουν και θηλυκά και αρσενικά. Ανθίζει από τον Φεβρουάριο έως και Απρίλιο.

Ο καρπός του είναι κοκκινωπός και έχει μάζα. Το καλοκαίρι το φρύγανο αυτό αρχίζει και ξηραίνεται, για να αντέξει τις υψηλές θερμοκρασίες κάτι σαν καλοκαιρινή νάρκη. Ο καρπός του ξηραίνεται και είναι έτοιμος σιγά - σιγά να διασκορπιστεί σε φρέσκο έδαφος το φθινόπωρο για να βγουν οι νέοι θάμνοι στους φρυγανότοπους. Ένας μύθος λέει για τους καρπούς της αφάνας ότι όταν ήταν ξυπόλητη η Αφροδίτη και προστάτευε τον Άδωνη από τον θυμό του Άρη, πάτησε τον θάμνο αφάνα, και το αίμα που έπεσε από την Αφροδίτη χρωμάτισε τα άνθη με κόκκινο.

Η ΑΦΑΝΑ

Οι σαρωματάδες αφού γνώριζαν την τοποθεσία που φύονται οι αφάνες ή και κατσαφάνες, πήγαιναν εκεί μ’ ένα υποζύγιο με μια αξίνα και ένα κλαδευτήρι. Διάλεγαν αυτές που ήσαν μεμονωμένες και ήσαν αναπτυγμένες στον ήλιο και ομοιόμορφες στρογγυλές ως ένας μικροσκοπικός τρούλος, αι τις έλεγαν χτενισμένες, ενώ αυτές που φύονταν, κάτω από σκιά ήσαν χωρίς ολοκληρωμένο σχήμα και τις ονόμαζαν αχτένιγες και ανήλιαστες, επειδή αυτές που ήσαν κάτω από σκιά ήσαν δεύτερης κατηγορίας και πιο ευάλωτες, δηλαδή δεν είχαν ψηθεί αρκετά. Τις καλές αφάνες τις πατούσαν με το ένα πόδι προς το μέρος που στέκονταν και με το ξινάρι τις έκοβαν σύριζα και μετά το κόψιμο τις πατούσαν να μικρύνει ο όγκο τους, για να μπορέσουν να τις μεταφέρουν στο σπίτι τους. Τοιουτοτρόπως τις έβαζαν την μία επάνω στην άλλη και ανέβαιναν επάνω και τις πατούσαν όλες μαζί έπειτα άπλωναν κάτω ένα σχοινί και τις τοποθετούσαν πάλι με σειρά και τάξη την μία επάνω στην άλλη και τις ξανά πατούσαν και όταν τις πίεζαν αρκετά τότε τις έδεναν με το σχοινί με θηλιά και τις έσφιγγαν να μην έχουν μπαλαούρο. Τέλος τις φόρτωναν στο υποζύγιο και τις μετέφεραν στο τόπο που θα κατασκεύαζαν τις σκούπες. Μόλις έφθαναν εκεί τις ξεφόρτωναν και τις αφάνες πλάκωναν με σειρά την μία επάνω στην άλλη με βάρος κυρίως πέτρες ή χοντρά και βαριά ξύλα.

ΤΑ ΣΑΡΩΜΑΤΟΞΥΛΑ

Οι σαρωματάδες πριν από καιρό είχαν προνοήσει και είχαν εξαπολυθεί στους λόγγους και όπου εντόπιζαν σαρωματόξυλα σκουπόξυλα κυρίως από άγρια δένδρα τα έκοβαν. Αυτά τα επιλεγόμενα ξύλα για τις σαρωματιές απαιτούταν να έχουν στο επάνω μέρος μια διχάλα και όλο μαζί να ομοιάζει σαν «Υ». Η διχάλα έπαιζε διπλό ρόλο και επιλεγόταν ώστε στην φούρκα της να στερεώνεται η αφάνα για να μην βγαίνει από αυτήν, αλλά και να μην περιστρέφεται γύρω από το ξύλο. Τα σαρωματόξυλα έπρεπε με την διχάλα να έχουν μήκος ένα μέτρο και τριάντα εκατοστά και πάχος όσο το ξύλο της μαγκούρας και λίγο ακόμη χονδρότερο.

Τα εντόπιζαν και τα έκοβαν πάντα, όταν είχε γέμιση φεγγαριού μετά την πέμπτη ημέρα του νέου φεγγαριού, για να μην σκωροφάνε. Αφού τα έκοβαν χλωρά τα περνούσαν από την φωτιά και τα ξεφλούδιζαν και μετά τα έδεναν πέντε - πέντε μεταξύ τους σφικτά και πολλές φορές για να μην στραβώσουν αλλά και όσα ήσαν στραβά να ισιώσουν.

Μερικοί σαρωματάδες όταν δεν έβρισκαν διχάλες έκοβαν κυπαρισσένια και αντί για διχάλα άνοιγαν μια τρύπα και περνούσαν ένα ξύλο σε σχήμα σταυρού «+», ή και κάρφωναν μια μεγάλη πρόγκα πάλι σε σχήμα σταυρού για να στερεώνεται η σκούπα και να μην περιστρέφεται., όμως αυτή η τεχνική ήταν προσωρινή διότι με την πολλή χρήση η πρόγκα ή το πρόσθετο ξύλο λασκάριζε και έβγαινε και η σκούπα αχρηστευότανε. Όμως η επιλογή του κυπαρισσιού, με την πρόγκα δεν ήταν τυχαία, διότι όπως γνωρίζουμε η πρόγκα που θα καρφωθεί σε κυπαρίσσι, πολύ δύσκολα «αμπολάει» (αποχωρίζεται).

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΩΜΑΤΙΑΣ

Για να κατασκευάσουν την σαρωματιά, χρειάζονταν τέσσερα υλικά την αφάνα, το σαρωματόξυλο, μια ευλύγιστη ξύλινη ψιλή βέργα και τέλος το δεματικό που ήταν σχοινί ή σύρμα. Αρχικά έδεναν επάνω στην διχάλα (Υ), μια χλωρή βέργα από σκίντο, λυγαριά, σμέρτο, ή από λουμάκι ελιάς, ιτιάς κ.ά. γερά με μια τούφα αφάνας πίσω από την ρίζα της, όση χωράνε τα δυο φουρκιά της διχάλας ενωμένα. Μετά την πατάγανε να πλακουτσωθεί και σε κάθε τσατάλι (πόδι) της διχάλας την έδεναν σφικτά και γερά. Μετά πάλι την πατούσανε να πλακουτσώσει και να φτενέψει. Και πάλι έβαζαν και άλλη στρώση από μπροστά και από την πίσω πλευρά και πάλι την πατούσαν να φτενέψει, μέχρι να φτάσουν στο επιθυμητό πάχος της αφάνας που θα απαρτίζει την σκούπα. Όταν τελείωνε το δέσιμο της αφάνας επάνω στην διχάλα, τότε μ’ ένα κλαδευτήρι, αφού την ακουμπούσαν σ’ ένα χοντρό ξύλο, την κούρευαν και την έφτιαχνα σαν την βεντάλια. Επίσης κούρευα και το πίσω μέρος της αφάνας για να είναι όμορφη η κατασκευή.

Μόλις τελείωνε και ο καλλωπισμός της τότε την έβαζαν για μια ώρα περίπου μέσα σε νερό να μουσκέψει για τα καλά. Μετά την έβαζαν επάνω σε σανίδια και την πλάκωναν να μ’ άλλες σανίδες και επάνω με βάρος από πέτρες, πλίθες, κούτσουρα κ.ά. Στην συνέχεια την άφηναν σε προσηλιακό μέρος να στεγνώσει και να ξεραθεί και να πάρει την τελική μορφή της, δηλαδή να ξεραθεί και να ξυλιάσει και να σκληρύνει. Την άφηναν για πέντε έξι ημέρες όπως ήταν πλακωμένη και μετά την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον ήλιο. Τέλος την περιποιούταν να φαίνεται όμορφη, έκοβαν κάθε περίσσιο κλωνάρι που περίσσευε και λάδωναν ή λίπαναν το ξύλο για να γυαλίζει και να συντηρηθεί.

Ο κάθε χειριστής της σκούπας κατά το σάρωμα δεν έπρεπε να την δουλεύει μόνο από την μια πλευρά, αλλά και από τις δύο για να μην μονοπαντιάζει ή φθειρόταν η αφάνα από την μια μεριά μόνο και αχρηστευόταν γρήγορα. Όταν την χρησιμοποιούσαν και από τις δύο πλευρές αντίστοιχα, δεν χάλαγε εύκολα και την χρησιμοποιούσαν μέχρι να φθαρεί τελείως. Με αυτές τις σκούπες, που ήταν σκληρές, σκούπιζαν αυλές, πλατείες, αλώνια, δρόμους, στάβλους, κοτέτσια, κ.ά.

Επίσης με την αφάνα καθάριζαν και τις καμινάδες των τζακιών. Έδεναν την αφάνα μ’ ένα σχοινί από το επάνω μέρος της καμινάδας και το έριχναν κάτω στο τζάκι. Στο μέσον του σχοινιού έδεναν μια αφάνα και μια τραβούσε ένας από το τζάκι και ένας άλλος από την καμινάδα, η αφάνα διαπερνώντας μέσα από το την καμινάδα καθάρισε τις καπνιές που είχαν επικολλήσει στο εσωτερικό της καμινάδας.

Στην Πηνεία και συγκεκριμένα στο χωριό μου τ’ Άγναντα κατασκεύαζαν σκούπες από το φυτό σπαρτιά. Το σπάρτο (Spartium junceum, Σπάρτιον το βουρλοειδές) είναι αγγειόσπερμο, δικοτυλήδονο φυτό, είναι θάμνος με καταγωγή από την περιοχή της Μεσογείου και φθάνει σε ύψος τα δύο μέτρα. Έχει μακριούς, λεπτούς, μυτερούς στην άκρη βλαστούς που είναι σχεδόν γυμνοί, χωρίς φύλλα. Έκοβαν κλαδιά σπαρτιάς και τα έδεναν επάνω στα σαρωματόξυλα με τον ίδιο τρόπο που έδεναν και την αφάνα. Μόνο που η σπαρτιά δεν ήθελε πλάκωμα να ισιώσει διότι οι βλαστοί της ήσαν λεπτοί μακριοί και γυμνοί σαν χοντρές βελόνες. Το μόνο που έκοβαν τις μύτες της σκούπας για να είναι κομψή, ομοιόμορφη και να έχει μεγαλύτερη διάμετρο για να σκουπίζει ευκολώτερα.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Παροιμίες για την σκούπα:

-Η γυναίκα η γάτα και η σκούπα είναι για το σπίτι!

-Η καλή νοικοκυρά, έχει την αφάνα παραμάσκαλα!

-Η παστρικοθοδώρα, πιάνει την αφάνα από μπονώρα!

-Κάθεται σε αφάνες!

-Καλή η σαρωματιά, αλλά παιδεύει την κυρά!

-Μήτε αυλή έχω, μήτε αφάνες αγοράζω!

-Όσο σκουπίζεις την γη, τόσο περισσότερο χώμα βγάνει!

-Όταν κοιμάται η κυρά ξεκουράζεται η σαρωματιά!

-Που πας ξυπόλυτος στις αφάνες;

-Σάρωμα και σκάφη… πάει η ζωή μου στράφι!

-Της έμεινε το σαρωματόξυλο αμανάτι!

Πωλητής σκούπας:

Ο πλανόδιος σκουπάς που πούλαγε σκούπες και αφάνες διαλαλούσε το εμπόρευμά του λέγοντας: Ο σαρωματααάς….!

-«Σκούπεεες και αφάνεεες… για δούλεεες, αρφανεεές και για σκλάβεεες!»

-«Πάρε κυρούλα μου μια σαρωματιααά, να σε ζηλεύει η γειτονιααά!»

-«Ακούστε κυράδες και αφεντάδεεες… κι η καλή μας η σουλτάνααα… σαρώνει με αφάνααα…!»

-«Αφάνεεες… αφάνεεες… για τις πεθερές σας, και τις συννυφάδεεες…!»

Κατάρες:

-Όσα κλωνιά έχει η σαρωματιά, τόσα να σε βρουν κακά!

-Σκαντζοχέρια να ’ναι στο στρώμα σου κι αφάνες στα μαξιλάρια σου και στην καταραμένη πόρτα σου παλιούρια να φυτρώσουνε!

Διάφορα:

-Όποιος έχει κατσαρά μαλλιά και είναι ακούρευτος τον ονομάζουνε «Αφάνα»

-Οι μανάδες όταν μάλωναν τα παιδιά τους έλεγαν: «Θα σε βουτήξω με το σαρωματόξυλο!»

-Τον πήρε με το σαρωματόξυλο!

-Η κυρά μου η παστρικιά, ούλη μέρα με πατσαβούρι και σαρωματιά αγκαλιά!

-Τα μικρά παιδιά έπαιρναν τις αφάνινες σκούπες και καβαλούσαν το σαρωματόξυλο και πίσω σούρνονταν η αφάνα, για να σηκώνουνε μπουχό!

Προλήψεις:

-Όταν έφευγαν από το σπίτι για να πάνε στον δρόμο, μέχρι να φθάσει στον προορισμό του, οι υπόλοιποι στο σπίτι δεν προληπτικά σκούπιζαν, διότι το είχανε σε κακό, ότι με το σκούπισμα διώξανε τον άνθρωπό τους και θα πάθει κακό. Μάλιστα αναφέρανε ότι ο άνθρωπός τους δεν είναι σαρίδι να τον σκουπίσουνε!

-Την σαρωματιά επειδή η δουλειά της ήτανε μόνο για την γη, δεν την βάνανε ποτέ ανάποδα, γιατί λέγανε ότι τάχα μουντζώνει τον Θεό.

-Άμα η σαρωματιά έπιανε μαλλιά στα νύχια της, τότενες την ξεμαλλιάζανε και τα μαλλιά τα πετάγανε στην φωτιά για να καούνε. Λέγανε ότι τα μαλλιά τα πετάγανε στην αυλή εκείνες οι κακές γυναίκες που κάνανε μάγια.

-Το καλό σαρωματόξυλο όταν έλιωνε η σκούπα δεν το πετάγανε γιατί το θεωρούσανε γούρικο. Και όταν φτιάχνανε καινούρια σκούπα το ξανά βάνανε για σκουπόξυλο.

-Η νοικοκυρά που ήθελε να διώξει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες από το σπίτι, ή την αυλή, έκανε τάχα ότι της χύθηκε αλάτι και αμέσως έπαιρνε την σαρωματιά να σαρώσει. Οι επισκέπτες ως εκ θαύματος αποχωρούσαν.

Οι σαρωματιές προικιό:

Σε χωριό της Πηνείας όταν κάποιος χήρος φτωχός και άμοιρος, που ήτανε καλός μάστορας στο να φτιάχνει σκούπες, όταν πάντρευε την τσούπα του, σαν δεν είχε τι να τις δώσει για προίκα, μαζί με τα λίγα σκουτιά και χαλκώματα τις έδωκε και πέντε σκούπες από αφάνα για να δείξει ότι κάτι τις έδωκε για προίκα. Οι συγχωριανοί του για να γελάσουνε, μόλις ήρθανε από το σόι του γαμπρού να παραλάβουνε τα προικιά, μαντηλώσανε τις σκούπες για να σατιρίσουνε την πρωτοτυπία συγχωριανού τους. Μάλιστα ένας εξ αυτών αυτοσχεδίασε και ένα σατυρικό τραγουδάκι:

Σήμερα ένας γάμος γίνεται σήμερα πανηγύρι

παντρεύετε η Λενιώ του δόλιου του Σωτήρη.

Προικιά της δίνουμε και δυο χιλιάδες γρόσια

και πέντε αφάνες μόρτικες μαζί με μία κλώσα.

Κι οι συμπεθέροι τηράγανε από την άλλη πάντα

εμάς που τις μαντηλώναμε, τους βάζαμε γραβάτα.

Κι ο γαμπρός σαν το ’μαθε πολύ του κακοφάνη

και η νόνα του, του ’λεγε μην πας για στεφάνι!

Εκτύπωση