Ξέλαση ή εξ- έλαση

Frontpage Εμφανίσεις: 62827

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Η λέξη ξέλαση ή εξ - έλαση σημαίνει εξόρμηση και προέρχεται από το ρήμα εξ-ελαύνω που σημαίνει προχωρώ, εξορμώ, κινούμαι προς βοήθεια. Είναι η αλληλεγγύη η αμοιβαία στήριξη (ηθική και υλική) ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ή κοινότητας που κατά κάποιο τρόπο δοκιμάζονται. Η προσφορά ήταν ανιδιοτελής και στα πλαίσια της τοπικής κοινωνίας όποιος πρόσφερε τη βοήθειά του δεν περίμενε καμιά ανταπόδοση.

Στα ορεινά χωριά μας η ξέλαση, δεν ήταν απλά ένα έθιμο αλλά σχέση ζωής. Μαζεύονταν και πήγαιναν να βοηθήσουν κάποιον ανήμπορο συγχωριανό τους, ειδικά όταν κάποιος πάθαινε κάποια αβαρία και δεν ήταν σε θέση να εργαστεί είτε από γεράματα, αρρώστια, απώλεια συζύγου κλπ. Η ξέλαση και για κοινές δουλειές γειτονιάς, όπου όλοι οι γείτονες ή φίλοι, λειτουργούσαν με γνώμονα την αλληλεγγύη που κατέληγε στην ψυχαγωγία της παρέας ή της γειτονιάς όπου εκεί κυριαρχούσαν τα γέλια και καλαμπούρια, τα αριστοφανικά αστεία, το κουτσομπολιό και όλα αυτά τα απρόβλεπτα για να τριφτεί το αραποσίτι, να ετοιμαστούν τα προικιά, να λαναριστούν τα μαλλιά και να απλωθεί το στημόνι γιά να τυλιχτεί στο αντί κ.α.

Η βοήθεια δινόταν εκτός των άλλων και για διάφορες αγροτικές εργασίες, όπως καλλιέργειες φύτεμα αμπελιού, «θέρος, τρύγος, πόλεμος» όπως έλεγαν οι παλιοί. «Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη και ξέλαση ο γείτονας να κάνει πανηγύρι»!

Όλοι οι άντρες του χωριού ήταν παρόντες. Οι γυναίκες έμεναν ξωπίσω να φροντίσουν το σπιτικό τα παιδιά και τα ζωντανά τους. Πριν το γιόμα όμως εμφανίζονταν και αυτές με το κανίσκι* τους, που περιείχε κρασί και ότι είχαν στην φτώχεια τους. Το δόσιμο γινόταν ανυστερόβουλα, πρόσχαρα, πρόθυμα, χωρίς μεμψιμοιρία ή γογγυσμό. Έλεγαν, «πρώτα η βοήθεια του Θεού και μετά του γείτονα».

Η Ξέλαση, παρουσιάζεται με διάφορες λέξεις όπως το μεντάτι και το μιντάτι (Τζουμέρκα), δανεικούς, η δανεικαριά, το καερέτι (Τούρκικη λέξη από το «gayret») , οι σιργιαστάδες (στα πλωμαρίτικα Λέσβου), το αλλαξιμάρι (στην Αμοργιανή γλώσσα). Λέξεις γνωστές και άγνωστες γεμάτες ανθρωπιά και αλληλεγγύη.

Ζήσαμε και εμείς στο πετσί μας την εξέλαση όταν ένα απόγευμα του 1979, είχαμε κανονίσει με δυό τρεις συγχωριανούς μας να γκρεμίσουμε το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού για να το φτιάξουμε με μπετόν (τρομάρα μας). Όταν ήρθε η ώρα, με έκπληξη βλέπουμε να μαζεύονται σχεδόν όλοι οι νέοι άντρες του χωριού. Ήταν «οπλισμένοι» με όλα τα σύνεργα της δουλειάς, κάποιοι με γκασμάδες άλλοι με σκερπάνια, άλλοι με λοστάρια και προκοβγάλτες. Οργανώθηκαν μόνοι τους με τον κάθε έναν στο πόστο του όπου με γέλια τραγούδια και πειράγματα μεταξύ τους η δουλειά τελείωσε στο πίτσι φιτίλι. Παρότι είχαμε μαστόρους τον Φάνη Π. και τον Βασίλη Σ. το ίδιο έγινε και την μεθεπόμενη Κυριακή όταν θα έπεφταν τα μπετά. Απουσιάζαμε, δεν μπορούσαμε να κατέβουμε στο χωριό αλλά είχαμε κανονίσει να περάσουν καλά, ήταν τότε που απαγορευόταν η κυκλοφορία των Ι.Χ. τα Σαββατοκύριακα αλλά οι συγχωριανοί μου έκαναν αυτό που έπρεπε και εμείς σήμερα με υπερηφάνεια τους μνημονεύουμε.

Το παρακάτω ποίημα, αναφέρεται σε ξέλαση για το ξεφύλλισμα του καλαμποκιού.

Αποσπερού έχει ξέλαση στης Μήτραινας τ’ αλώνι.

Θα συναχτούνε τα παιδιά κι οι κοπελλιές οι ρούσσες

κι όλες οι γριές της γειτονιάς οι μαυρομαντηλούσες,

και το φεγγάρι πάσπαλη τριγύρω τους θ’ απλώνει…

 ....

Παίρνοντας κούκλες στο σορό τα φλίτσια ξεφλουδάνε

κι άλλες τους τρίβουν τον καρπό, σπειρί – σπειρί, και λένε

και παραμύθια ατέλειωτα, ενώ οι μικροί πηδάνε

κι ανακατεύουν τους σωρούς, παλεύουνε και κλαίνε.

 ,,,,

Κι όταν νυστάξει η συντροφιά, μεσουρανήσει η Πούλια,

κι αποσωθούν τα χωρατά, τα μάτια λαγαρίσουν,

θα παν για ύπνο οι γριές σιγά, θα πάρουν τα μικρούλια,

κι οι νιοί κι οι νιές θα μείνουνε τα φλίτσια να χωρίσουν…

(Από τη συλλογή του Παναγιώτη Μελτέμη «Τα χωριάτικα», 1957).

* «κανίσκι»: συνήθως ήταν ένα καλάθι με κρέας, λάδι, τυρί, κρασί κ.α. το οποίο ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για το τραπέζι γάμου κλπ.

Εκτύπωση