ΠΡΟΣΤΥΧΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙ

Frontpage Εμφανίσεις: 44872

Αβράμη- Αβράμη η πούτσα σου ένα δράμι!

Άγιος και κώλος μαρτυρούν, μα ο άγιος αγιάζει κι ο κώλος ζοχαδιάζει.

Άδεια είχε το μουνί και μάζωνε αγγούρια.

Άδεια που ’χει το μουνί και παίζει τις αμάδες.

Αλάργα από πλώρη καραβιού και μουλαριού τον κώλο.

Αλάργα από στραβού ραβδί κι από κουτσού γαμήσι.

Αλάτισε τον κώλο σου και μετά ρώτα τι βρωμάει.

Άλλοι τρων τ’ αυγά με το πιπέρι, κι άλλοι κρατούν τ’ αρχίδια με το χέρι.

Άλλοι ψυχομαχάνε και άλλοι ψωλοβαράνε.

Άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει.

Άλλος κώλος φαίνεται κι άλλος μαγειρεύεται.

Άλλος το ’χει και το κατουρεί κι άλλος δεν το ‘χει και το λαχταρεί.

Άλλος ψυχομαχάει κι άλλος γκαυλομαχάει.

Αλλού τρώει κι' αλλού χέζει!

Αμ’ πότε σε ξεβράκωσα και δεν ήσουνα χεσμένος;

Άμα σε βάλει κάτω, όπως θε θα σε γαμήσει.

Άμα σε γαμήσει κανένας, να ’ναι και μάστορας.

Αν δε σε κλάσει ο μάστορης δε γίνεσαι τεχνίτης.

Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί το ‘χει τραβήξει.

Αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρια δεν τρως.

Αν είχ’ αρχίδια η βάβω μας, την έλεγαν παππούλη.

Αν είχε η θεια μας αρχίδια, την ελέγαν μπάρμπα.

Αν ήταν το βιολί ψωλή, θα το παίζανε πολλοί.

Αν κατουρείς στην πόρτα μου, σου χέζω στη γωνιά σου.

Αν σε γαμήσει ο κατής, πού θα πας για να κριθείς;

Αν σου βαστάει ο κώλος...

Ανάθεμα τις τρίχες που φράζουν το μουνί!

Ανάθεμά το μουνί τόσα κακά που σέρνει.

Άπ’ όταν η γριά γαμήθηκε, εσφιχτομανταλώθη.

Απ’ τον κώλο μου βγήκες και κολύμπι θες να μου μάθεις;

Από ’να μουνί κι από ’να αρχίδι.

Από βραδίς γέρο γάμησε, και το πρωί παλούκια ξελάμνισε!

Από τα μάτια σου στον κώλο σου δεν μπορείς να μάθεις την αλήθεια.

Από της μυλωνούς τον κώλο ορθογραφία γυρεύεις.

Από φωνή, μουνί και από μουνί, φωνάρα.

Αρχίδια Μοιραλεϊκα και το μουνί της Χάϊδως!

Άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια.

Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή.

Άσπρο κώλο που ’χει η νύφη, να ’χαμε κι εμείς οι γύφτοι.

Άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στο πέρασμα του ποταμού θα φανεί.

Βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα.

Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.

Βιαστικό γαμήσι βγάζει τρελλό παιδί.

Βιαστικός γάμος της νύφης, πουτσοχάμπερα.

Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ’ αυτί μας.

Βρέξ’ τον κώλο σου να φας μπαρμπούνι.

Βρήκε ο γύφτος λάδι, αλείφει και τα αρχίδια του.

Γάμα με να σε γαμώ να περνούμε τον καιρό.

Γαμάει και δέρνει.

Γαμεί γαϊδούρα στην ανηφόρα.

Γαμεί η χελώνα το λαγό, όταν ο αετός είναι από πάνω.

Γαμήσου μουνί μου, να ιδής την προκοπή σου.

Γαμιέσαι, κόρη μ’, χαίρεσαι, στη γέννα θα τα πούμε.

Γάτος γαμεί, και γάτος σκούζει.

Γέλασε η κατσίκα που φάνηκε της προβατίνας ο κώλος.

Γέρου χάιδεμα και νιου γαμήσι.

Για να γίνεις ηγούμενος, πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος.

Για να σφίξουν οι κώλοι.

Για την ορφανή την ξένη, έχει ο θεός ψωλή κρυμμένη.

Γκαστρωμένο μουνί, ξεροψημένο αρνί.

Γλυκά τρως, πικρά κλάνεις.

Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.

Γοργά-γοργά ας τον θάψουμε να μη σκωθεί η ψωλή του.

Γούμενος καθούμενος, τ’ αρχίδια του άδευε και χάϊδευε!

Δεν είδε παπά κώλο.

Δεν ηύρες ακόμα τον μαλλιαρόκωλό σου. (δεν βρήκες αυτόν που θα σε βάλει στη θέση σου).

Δεν κατούρησα στο πηγάδι.

Δεν μας φτάνει η χολή μας, καυλώνει και η ψωλή μας.

Δεν μπορείς εσύ να κλάσεις, και κουλούρες θες να πλάσεις;

Δόξα να 'χεις τρυγητή μου που 'δα τρίχα στο μουνί μου.

Δουλειά δεν έχει ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του.

Δουλειά δεν έχει ο διάβολος, τα αρχίδια του θα τρίβει.

Εβατεύονταν η γίδα και τον τράγο τσούζει ο κώλος.

Έγινε της πουτάνας το κάγκελο.

Εγώ καλά καθόμουνα, τι μου ‘ρθε για να χέσω, να τσακιστεί το πατερό, να γκρεμιστώ να πέσω.

Εγώ με τον παρά μου, γαμώ και την κυρά μου.

Εδώ γαμούν αρσενικούς και συ γυρεύεις νύφη.

Εδώ ο κόσμος χάνεται και το μουνί χτενίζεται.

Είδα και παραείδα, ποντικού ψωλή δεν είδα.

Είδε κι η αλεπού τρίχα στο μουνί της.

Είδες παπά στον ύπνο σου; Κώλο γυρεύει.

Είδες χιόνι στο βουνί, βάλε χέρι στο μουνί.

Είν’ το μουνί και γλυτών’ ο κώλος.   (επί των σωζομένων, ένεκα ισχυράς προστασίας).

Είπε ο χέστης του κλανιάρη, βάρδα απ’ εδώ ρε ξεκωλιάρη.

Είχαμ’ ένα σωρό σκατά, μας ήρθε κι ένα στράστο ακόμα.

Είχαμε ψωλές σακιά, μας ήρθαν κι απ’ τα χωριά.

Έκαμε τον κώλο του ντουφέκι και βροντάει και δεν στέκει.

Έκανε η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.

Εκατό ξυλιές στον ξένο κώλο λίγες είναι.

Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το καυλί σου.

Έλα μουνί στον τόπο σου και ρέστα μη γυρεύεις.

Ελληνικές παροιμίες και παροιμιακές φράσεις με άσεμνο και αθυρόστομο περιεχόμενο.

Έμεινε με την ψωλή στο χέρι.

Έμεινε με τον πούτσο στο χέρι.

Ένα βρακί δυο κώλους δε χωρεί.

Έπεσε στο λάκκο με τα κωλοδάκτυλα.

Έπιασε τον παπά απ’ τ’ αρχίδια.

Έτσι το χουνε στην Ζούρτσα να μην πέφτει κάτου Πούτσα!

Έχει κωλογαμημένη αντίληψη!

Έχει μάτια και στον κώλο.

Ζει στα άνθη και ψοφά στα κωλόπανα.

Ζούπα-ζούπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει.

Η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο.

Η γλώσσα της ρουφιάνας και το μουνί της πουτάνας δεν θέλουν παραθάρια!

Η κότα όταν έρθει το αβγό στον κώλο της ψάχνει για φωλιά.

Η κουρούνα όπου κι αν πάει, τον κώλο της μαζί της τον κουβαλάει.

Η λίρα, και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι.

Η μαϊμού είδε τον κώλο της και τρόμαξε.

Η μαλακία πάει σύννεφο.

Η μάνα του του δίν’ βυζί, και η γυναίκα του μουνί.

Ή μικρή μικρή γαμήσου ή μεγάλη κωλοστήσου.

Η πουτάνα απ’ τη χαρά της, διαλαλεί την πουτανιά της.

Η πουτάνα κάνει τόσα κι έχει και μεγάλη γλώσσα.

Η πουτάνα όταν γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: κόφτρα, ράφτρα, μάντισσα, μαμή και ψευδογιάτρισσα.

Η πουτάνα σα γεράσει, πέντε τέχνες θε να πιάσει: μάγισσα, μαμή, μεσίτρα, φκιασιδού ή χαρτορίχτρα.

Η πουτάνα σαν γεράσει, καλόγρια γίνεται!

Η πουτάνα το ξεφτίλισμα για πανηγύρι το ’χει.

Η προσταγή σου φιρμάνι κι ο κώλος σου ντουμάνι.

Η ψωλή δεν είναι βρύση, άφησέ την να γεμίσει να φχαριστηθεί γαμήσι.

Η ψωλομαζώχτρα είναι κι ανακατώστρα!

Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός.

Θα μας κλάσεις τ’ αρχίδια.

Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί, μα η χαρά δεν την αφήνει.

Θέλει μουνί, και ναν’ και ξουρισμένο

Θέλει να κλάνει με ξένο κώλο.

Θες μουνί, το θες και στο πιάτο.

Θύμωσε ο Αγάς κι έκοψε τ’ αρχίδια του.

Και την πούτσα στο μουνί, και την ψυχή στον παράδεισο.

Κάλλιο να βαστώ σκατά, παρά παιδί, στην αγκαλιά.

Καλογερικό γαμήσι βουβαλινό όργωμα.

Καλογριά στο μοναστήρι, το μουνί της εργαστήρι.

Καλύτερα να είσαι η καύλα ενός γέρου παρά η σκλάβα ενός νέου.

Καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.

Κατά τα σκατά και το φτυάρι.

Κατουράει την πέτρα και γίνεται ασβέστης. (επί σφριγώσης νεανίδος)

Κεχαγιάς στ’ αρχίδια μου.

Κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν φράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι.

Κι ο ωραιότερος κώλος, πορδές κλάνει.

Κλέφτης τον κλέφτη δεν γελά, πουτάνα την πουτάνα.

Κόκκορος ελάλησε, σήκω, γέρο, γάμησε.

Κομμένη ψωλή, μασημένα λόγια.    (επί ελλείψεως επιχειρημάτων)

Κουμπάρα δω, κουμπάρα κει, κουμπάρα, λύσε το βρακί.

Κουρασμένο μουνί γαμιέται, κουρασμένος πούτσος δε γαμεί.

Κράζει η πουτάνα την παρθένα.

Κρουφά κρουφά κατούρισε κι α δε θωρείς θωρού σε.

Κώλο είδες; Καρτέρα και τα σκατά του.

Κώλο μυρίζεσαι; Σκατά λιγουρεύεσαι.

Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν.

Κώλος αφορμιάρης πορδές γεμάτος.

Κώλος είναι και φαίνεται και μη σας κακοφαίνεται.

Κώλος και βρακί.

Κώλος κλαμένος, γιατρός χεσμένος.

Κώλος κουνάμενος, πούτσος τρεμάμενος.

Κώλος κουνιστός, μούνος ανοιχτός.

Κώλος μαθημένος δεν ξεχνάει ο καημένος.

Κώλος που ‘μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει.

Κώλος χιονάτος, μούνος αφράτος.

Κώλος, πο ’μαθε να κλάνει, πάντα πρου θέλει να κάνει.

Λέν’ του καλόγερου, θες μουνί;

Λωλού κεφάλι δε γερνά μηδέ πουτάνας κώλος.

Μ’ ένα χέσιμο και δυο, δεν περνάμε τον καιρό.

Μαγκιά, κλανιά και κώλος φινιστρίνι.

Μάθαν πως γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

Μακριά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δέκα μέτρα.

Μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι.

Μαμ και νάνι, πούτσο και σεργιάνι.

Μας έπρηξες τ’ αρχίδια!

Μας πιάσανε τον κώλο.

Μάστορης είναι και της κατσίκας ο κώλος που φκιάνει κομπολόγια.

Μαύρο μουνί που σ’ έβγανε και κόκκινη ματσούκα!

Με ένα κώλο γερνάει κανείς, με μια γνώμη δεν γερνάει.

Με σάλιο και υπομονή, ο κώλος γίνεται μουνί.

Με τον λύχνο κατουρεί.

Μήτε στον διάβολο κερί, μήτε στον Τούρκο κώλο.

Μια τρίχα από τα αρχίδια μου!

Μικρόν κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις.

Μιλάν’ όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι.

Μουνί δίχως πούτσα, διαβάτης δίχως παπούτσια!

Μουνί καλλιγραφίας.

Μουνί καπέλο!

Μουνί Μουστενιτσιάνικο κι ας είναι γαμημένο!

Μουνί πεινασμένο, πούτσες οσμίζεται!

Μουνιά μουνιάσανε, τον πασά κρεμάσανε.

Μουνιά-μουνιά είχαν ριζικό, μουνιά-μουνιά είχαν μοίρα, και το δικό μου το μουνί το έφαγε η ψείρα.

Μπήκαν τα σκατά στο πιάτο κι ήρθανε τα πάνω κάτω.

Μωρέ τσούπες, μωρέ τσούπες έχει ο μούνος σας τουλούπες;

Μωρή πουτάνα αμυγδαλιά, που ανοίγεις τον Γενάρη, δεν καρτερείς την άνοιξη, ν’ ανοίξουμ’ ουλ’ αντάμα;

Μωρή πουτάνα θάλασσα που σε γαμάν τα ψάρια.

Να ’χα μοίρα, να ’χα τύχη, να ’χα ψώλο μία πήχη.

Ντέρτι που το ’χει η Μάρω που ‘ναι το μουνί της μαύρο.

Ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι.

Ξένος κώλος, ξένος πόνος.

Ξερά σκατά, μικρή ζημιά και λίγη βρώμα.

Ξερά σκατά, στον τοίχο δεν κολλάνε.

Ξέρει της γριάς ο κώλος τι ζητάει ο κόσμος όλος!

Ξέφτια δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης.

Ξέφυγε από τα ψηλά και έπεσεν εις τα σκατά.

Ο Βοριάς κι η Τραμουντάνα είπαν τη Νοτιά πουτάνα.

Ο γάτος όταν νιαουρίζει για γαμήσι τριγυρίζει.

Ο γέρος ή από πέσιμο ή από χέσιμο.

Ο Θεός να σε φυλάξει από τυφλού ξυλιά κι από κουτσού γαμήσι.

Ο καθένας το σκατό του, μηλοκύδωνο το έχει.

Ο κοντός, για φωνή – για ψωλή.

Ο κώλος είναι κόλαση και το μουνί πηγάδι, και όποιος κώλο δε γαμεί, στραβός πάει στου Άδη.

Ο κώλος μας ξεβράκωτος κι η σκούφια μας με φιόρα.

Ο κώλος μου κι ο κώλος σου σ' ένα σκαμνί δεν κάθονται.

Ο μουρλός άντρας και η πουτάνα γυναίκα δεν γερνάνε ποτέ.

Ο στρατός και το μουνί θέλουνε υπομονή.

Ο τεμπέλης ο μπακάλης τ’ αρχίδια του ζυγίζει.

Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.

Ο χορός και το γαμήσι είναι της γυναικός η φύση.

Όλα σου ξανάστροφα κι ο κώλος σου παράτρουπα.

Όλοι γαμούν και λειτουργούν κι εγώ αν σημάνω βλάφτει;

Όμοιος τον όμοιο γύρευε, πουτάνα την πουτάνα, κι ο κερατάς τον κερατά να περπατούν αντάμα.

Όμορφα σκατά τα βλίτα και τα κάνουνε και πίτα.

Όμορφέ μου και όμορφή μου, τι σκατά θα φάμε βράδυ;

Όξω φτεί και μέσα χέζει.

Όξω φτει, μέσα κατουρεί

Όποιος βρίσκει και γαμεί, αστοχιά του αν παντρευτεί.

Όποιος διαβάζει με τ’ αρχίδια γαμάει με τα μάτια.

Όποιος εμπιστεύεται τον κώλο του, χέζει και το βρακί του.

Όποιος νύχτα περιπατεί, ή κλέφτης είναι ή ξενογαμεί.

Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, στο τέλος κάποιο θα χωθεί στον κώλο του.

Όποιος σε κλάσει χέσε τον, μη βγει καλύτερός σου.

Όποιος σε πόρνη εμπιστευτεί, στον κώλο του ρεπάνι.

Όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει.

Όποιος τρώει σκατά, δεν τον κάνουνε παπά.

Όπου μούναρος σου τύχει, χώστηνε βαθιά μια πήχη.

Όπου υπάρχουν νταβατζήδες, υπάρχουν και πουτάνες.

Όσα βγάλαμε στα ξένα, στο μουνί και στην ταβέρνα.

Όσα ξέρει ένας κώλος, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.

Όσα σέρν’ η τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σκώνει.

Όταν κλάσει ο νοικοκύρης, θε να χέσει ο μουσαφίρης.

Όταν πάω να χέσω, τότε σε θυμούμαι.

Όταν χορτάσει ο Άδης ψυχές θα χορτάσει και το μουνί ψωλές!

Ότι βάνει ο στόμος, βγάνει κι ο κώλος.

Ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας.

Ούλοι γαμήσανε και στου φτωχού ξημέρωσε!

Ουρανός που θ’ αστράψει θα βρέξει και κώλος που θα κλάσει θα χέσει.

Ούτε εκκλησιά χωρίς καμπάνα, ούτε χωριό χωρίς πουτάνα.

Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι.

Πάρε κώλο-δώσε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο.

Πείσμωσε ο καλόγερος κι έκοψε τ’ αρχίδια του.

Περσινός πούστης, φετινός κωλομπαράς.

Πετάγεται σαν την πορδή.

Πετάγεται σαν την ψωλή από το βρακί.

Πήγα να πω τον πόνο μου και μου ‘πιασαν τον κώλο μου.

Πιες μουνί νερό, κι έχουμε καιρό.

Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και το γουρούν’ τ’ αρχίδια.

Πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα.

Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος τον πονεί.

Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια.

Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα τη πουτάνα, κι εκείνος που ’ναι κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα.

Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.

Πουτάνας κόρη πάρε, πουτάνας γιο μην πάρεις.

Πούτσες μπλε κι αρχίδια καπαμά.

Πρώτα στην παλαμίδα και μετά στην κωλοτρυπίδα!

Πώς να χέσω που πεινάω.

Σ’ αγαπώ, κυρά, να κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.

Σα δε ντραπείς να με κλάσης, εγώ δε θα ντραπώ να σε χέσω.

Σα γυρίσει ο καιρός, θα γαμήσει κι ο φτωχός!

Σαν κλαμένο μουνί.

Σαν περάσ’ η όρεξή σου, ρίξε στάχτη στο μουνί σου.

Σηκωθήκανε τ’ αγγούρια να γαμήσουν το μανάβη.

Σκατά στα μούτρα σου.

Σπίτι χωρίς μουνί κατσαρόλα χωρίς φαΐ.

Στ’ αρχίδια μας κι εμάς –Κωστής Παλαμάς.

Στάζει μέλι, η πούτσα του Βαγγέλη.

Στην ξαδέρφη και στην θεια μπαίνει πάντα πιο βαθιά.

Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάμει κρίση.

Στον πόρδο μη θαρρεύεσαι και χέσεις το βρακί σου.

Τ’ αρχίδια του Καράμπελα και το μουνί της Χάιδως.

Τα ’θελε και ο κωλαράκος της.

Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.

Τα ξένα μουνιά από χρυσό και τα δικά μας τσίγκους.

Τα ρούσα τα μουνιά μυρίζουνε σαν φουσκιά και το μαυριδερό σαν τον βασιλικό!

Την Καθαροδευτέρα παίρνει το μουνί αέρα.

Την πουτάνα και στο μπουκάλι να την κλείσεις, με τον φελλό θα το κάνει.

Της γυναίκας ο καημός, λούσα, πούτσα και χορός.

Της θείας σου ο πάτος γαρύφαλλα γεμάτος.

Της στραβής της ψωλής οι τρίχες της φταίνε.

Τις μεγάλες Αποκριές στέκονται οι ψωλές ορθές.

Το ’να παιδί καλό παιδί και τ’ άλλο γαμώ τη μάνα του.

Το ’να του χέρι στα σκατά και τ’ άλλο στο καθίκι.

Το αχόρταγο μουνί κάθε μέρα τυροκομάει!

Το βαρβάτο άλογο και το μουνί στασιώ δεν έχουν!

Το βαρβάτο μουνί δεν στέκεται σε φτωχού αυλή!

Το γαμήσανε και ψόφησε.

Το γαμπρό ακόμα δεν τον είδαμε, τα’ αρχίδια του μεγάλα.

Το κάμαμε, Τσιριγώτικο μουνί;   (όταν από ένα κέρδος γυρεύουν πολλοί μερτικό)

Το μαχαίρι είν’ για τους εχθρούς σου κι η ψωλή για τους δικούς σου.

Το μερακλίδικο μουνί βουνά ξεθεμελιώνει, στερεύει λίμνες και γιαλούς και ποταμούς θολώνει.

Το μουνί δεν είναι αρνί να το κλείσεις στο μαντρί!

Το μουνί και το μπουκάλι μ’ έφεραν σ’ αυτό το χάλι.

Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.

Το μουνί και το χταπόδι με το χτύπημα απλώνει.

Το μουνί σέρνει καράβι.

Το μουνί σου κι ένα πράσο, τι μου δίνεις να στο πιάσω;

Το μουνί στολίζεται κι ο κώλος σπορίζεται!

Το μουστάκι είναι η μάσκα του πούστη.

Το ντέφι κι’ η Αποκριά είναι του πούστη η χαρά.

Το πολύ το τάκα-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα.

Το ράσο θέλει καλοπέραση κι η πουτανιά φτιασίδι.

Το συχνομπουκουνάτο κάνει το μουνί δροσάτο.

Το χωριό καιγότανε και η Μαριώ γαμιότανε.

Το χωριό καιγότανε και η πουτάνα λουζότανε.

Τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαραωνάει.

Τον Ιούλη κι οι γριές κάνουνε ξετσιπωσιές.

Τον κώλο βάζει o μάγειρας, σκατά θα μαγειρέψει.

Τον μήνα Μάη το μουνί φαραωνάει!

Τον πάει πίπα – κώλο.

Τον πιάσανε κωλοπιλάλες.

Του κώλου τα εννιάμερα, του πούτσου τα σαράντα.

Του μουνιού σου το γλωσσίδι μου ’ριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.

Τσολιάς στ’ αρχίδια μου.

Τύφλα να ’χει το γαμήσι, σαν πετύχει η μαλακία.

Τώρα που ’ρχεται το βράδυ θα σου κάνω το μουνί πηγάδι.

Φάε κώλε μου αλεύρια και μουνί μου βερεσέδια.

Φοβέριζε τη γυναίκα του κι έκοψε την ψωλή του.

Φοβέρισε τον κώλο σου, μην κλάσει στο παζάρι.

Φυλάξου από καινούριο αφεντικό κι από παλιά πουτάνα.

Φυλάξου από νιο πραματευτή και από παλιά πουτάνα.

Χασίς και γαμήσι και επιστροφή στην φύση!

Χάσκει ο κώλος να βγει η ψυχή του.

Χέζει ο κώλος του λεφτά, και κατουράει λάδι.

Χέσε θέατρο, κατούρα παράσταση.

Χέσε μες στη θάλασσα να μαζευτούν τα ψάρια.

Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε Ευζώνοι.

Χέσε μέσα.

Χέσε ψηλά κι αγνάντευε και χαμηλά κατούρα.

Χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει.

Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.

Χέστηκε ο Πολύδωρος που ’ναι στα πόδια γρήγορος.

Χήρας κώλο γάμησε, πουτάνας μην ζηλέψεις.

Χήρας κώλος που πονάει, άλλα πράματα ζητάει.

Ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι.

Ψωλή καυλωμένη θεό δεν ονομάζει.

Ψωλή μου, ραβδί μου!

Ψωμάκι δεν έχει η κοιλίτσα μας, μουνάκι θέλει η ψωλίτσα μας

Ψωμί, τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε.

Εκτύπωση