Λαογραφική συλλογή, επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι κάτοικοι κάθε τόπου, για ν’ αναγείρουν κάποιο κτίριο, αποτάθηκαν και αξιοποίησαν τα ντόπια οικοδομικά υλικά. Ο λόγος ήταν η πολυδάπανη, η κοπιαστική και η αδύνατη μεταφορά των αναγκαίων οικοδομικών υλικών, λόγω του της αδυναμίας της μεταφοράς των λόγω του ανάγλυφου του εδάφους.
Στην ανέγερση των κτιρίων τους, κατά τόπους, λαμβάνονταν πάντα υπ’ όψιν κυρίως οι καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο, τα προσφερόμενα από την φύση υλικά κατασκευής, ακόμη και η αμυντική ή σεισμική θωράκιση που απαιτούσε η θέση του οικισμού. Στις ορεινές περιοχές χρησιμοποιούσαν κυρίως την πέτρα, ενώ στα ημιορεινά και πεδινά την πέτρα και το χώμα. Όπου δεν υπήρχε καθόλου πέτρα τότε αποτείνονταν μόνον και μόνον στο χώμα.
Όσον αφορά την στέγη των σπιτιών χρησιμοποιούσαν για πατερά ευθύκορμα ξύλα, όπως κυπαρίσσια δρυς, οξιές, την βάση της στέγης, ενώ καδρόνια για το δέσιμο και για το σανίδωμα της βάσης των κεραμιδιών σανίδες σκορτσόνια και καλάμια και κεραμίδια, από τα τοπικά κεραμιδοκάμινα. Στις ορεινές περιοχές, για την κατασκευή της σκεπής, αντί για κεραμίδια, χρησιμοποιούσαν πέτρες που προέρχονταν από βράχους όπου υπήρχαν οι σχιστόπλακες, οι οποίες αφθονούν στην ορεινή Ηλεία.
Μετά από χρόνια ή έπειτα από μεγάλη κακοκαιρία, η στέγη παρουσίαζε διάφορα προβλήματα και με την βροχή έσταζε νερά και έπρεπε να διορθωθεί. Μπορούσε να έχει σπάσει ή μετατοπισθεί κάποια κεραμίδα ή πλάκα και έτσι όπως λέγανε «έμπαζε νερό».
Η μη έγκαιρη διόρθωση εγκυμονούσε κίνδυνο ώστε σ’ ένα χρόνο να σαπίσουν τα ξύλα και να καταρρεύσει όλη η στέγη. Γι’ αυτό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες καλούσαν τον τεχνίτη να κάνει την διόρθωση της στέγης. Ο τεχνίτης που διόρθωνε τις στέγες και τακτοποιούσε κατάλληλα τις πλάκες και τα κεραμίδια για να μην στάζουν λεγόταν «ανατικλωτής». Ενώ αυτήν την εργασία, αυτού του τεχνίτη, την έλεγαν ότι «θα γυρίσει την σκεπή».
Ο ανατικλωτής, πρώτα εάν δεν μπορούσε να εντοπίσει που στάζει, έριχναν νερό στην σκεπή μ’ ένα κουβά και όπου εντόπιζε το σημείο που έσταζε, αφαιρούσε τις κεραμίδες ή τις πλάκες και τις επανατοποθετούσε πάλι με σειρά και τάξη. Μετά την τοποθέτηση ακολουθούσε το «μπούκωμα» των κεραμιδιών με λάσπη που ήταν μίγμα, από νερό άμμο και ασβέστη, ενώ πολλές φορές για να δέσει αυτό το μίγμα, αναμίγνυαν άχερα ή και κοζά (τρίχες από κατσίκες).
Πολλές φορές, εάν εντόπιζαν και μεγάλες ζημιές στην σκεπή, αντικαθιστούσε και όσα ξύλα εξ αυτών είχαν φθαρεί, επίσης άλλαζε και ολόκληρη την σανιδωμένη επικάλυψη των ξύλων που κρατούσαν την στέγη, ή και κάποιο από τα πατερά, το οποίο είχε αδυνατίσει ή λυγίσει ή σαπίσει από νερό. Η εργασία ήταν πολύ πιο δύσκολη και χρονοβόρα. Με λίγα λόγια γινόταν μια σχεδόν καινούρια στέγη. Οι πλάκες ήσαν πιο ασφαλείς, ενώ οι κεραμίδες έσπαζαν με το παραμικρό. Προπαντός από πέτρες που πετούσαν τα παιδιά, ή από διάφορα αντικείμενα, ή από κλαδιά ψηλών δένδρων, που ήσαν κοντά στην σκεπή και έσπαζαν από κάποιο αέρα.
Ο ανατικλωτής πληρωνόταν μετά από συμφωνία, για το γύρισμα της σκεπής, ανάλογα με την επιφάνεια που έπρεπε να γυριστεί. Όταν όμως εντόπιζαν μεγαλύτερες ζημιές τότε η συμφωνία άλλαζε και υπολογίζονταν αι οι υπάρχουσες φθορές. Η τιμή να γυριστεί η σκεπή, άλλαζε όταν χρειάζονταν και το μπούκωμα των κεραμιδιών.
Κυρίως τις αποθήκες ή και τις χαμοκέλες για λόγους οικονομίας δεν τις μπούκωναν, αλλά τοποθετούσαν τις κεραμίδες ή τις πλάκες ελεύθερες. Τα κεραμίδια τα τοποθετούσαν πρώτα δυο αυλάκια και μετά τον καβαλάρη και ξεκινούσαν από το κάτω σημείο της ρωνιάς και προχωρούσαν προς τον κορφιάτη, το αυτό γινόταν και με τις πλάκες ώστε η πάνω να καβαλάει την κάτω για να κυλούν τα νερά και να μην εισέρχονται κάτω από αυτές. Οι κεραμιδοσκεπές είχαν μια μεγάλη κλίση για να είναι δυνατή η ροή των νερών της βροχής, ενώ πιο μεγάλη κλίση έδιναν στις σκεπές που γινόταν από σχιστόπλακες.
Όταν υπήρχαν δένδρα κοντά στο κτίριο, τότε κάθε χρόνο καθάριζαν τις σκεπές από τα φύλλα των δένδρων που έπεφταν επάνω σε αυτές, διότι εμπόδιαζαν την ροή του νερού και δημιουργούσαν προβλήματα.
Η εργασία του ανατικλωτή, όπως και του σκεπατζή ήσαν επικίνδυνες, διότι ανάλογα με την κλίση των σκεπών δεν μπορούσαν να εργασθούν με ασφάλεια. Πάρα πολλοί τεχνίτες έχουν χάσει την ζωή τους κατά την κατασκευή ή διόρθωση των σκεπών. Γι’ αυτό τον λόγο οι σκεπατζήδες και οι ανατικλωτές έπαιρναν πολύ καλό μεροκάματο για την δουλειά τους. Σε κάθε χωριό υπήρχε και ένας ανατικλωτής που είχε δουλειά το κυρίως το καλοκαίρι. Όμως και πάρα πολλοί επιχειρούσαν ν’ αλλάξουν ή να διορθώσουν το μεσοχείμωνο όταν ανακάλυπταν την διαρροή των βροχόνερων.