ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ…!

Frontpage Εμφανίσεις: 43404

Συλλογή – καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Τα παλιά τα χρόνια, κατά τους χειμερινούς μήνες, τότε που οι γυναίκες της υπαίθρου δεν είχαν εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, και η νύχτα ήταν μεγάλη και έξω από τα σπίτια έκανε κρύο, είχαν συνδυάσει εργασία και διασκέδαση. Αυτός ο τρόπος εργασίας και διασκέδασης «να σκοτώσουνε την ώρα», όπως λέγανε ήταν το νυχτέρι. Οι άνδρες κυρίως από τον Νοέμβριο μήνα, που λόγω των βροχών λιγόστευαν οι εργασίες στην ύπαιθρο, κλείνονταν στα σπίτια ή στα καφενεία του χωριού. Εκεί εύρισκαν την παρέα τους κουβέντιαζαν, έπαιζαν χαρτιά, διασκέδαζαν, μιλούσαν για τις δουλειές τους, τα προβλήματά τους κ.ά.

Οι δε γυναίκες που παρέμεναν στο σπίτι να συγυρίσουν το σπίτι, να προσέχουν τα παιδιά, να τα ταγίσουν να τα κοιμίσουν, να έχουν φωτιά κ.λπ. κατά τις ατέλειωτες και παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες, ήσαν σχεδόν αποκλεισμένες από κάθε είδους διασκέδασης. Γι’ αυτό του λόγο, είχαν βρει την ιδανική λύση για εκείνες τις εποχές, να μαζεύονται στα σπίτια να κουβεντιάζουν, να διασκεδάζουν με τον τρόπο τους, και ταυτόχρονα να προσφέρουν ελαφρά χειρονακτική εργασία. Αυτή η σύναξη στα σπίτια κυρίως τις βραδινές ώρες ονομάζονταν νυχτέρι.

Πότε η μια γυναίκα πότε η άλλη καλούσαν στο σπίτι τους την παρέα τους για να εργασθούν, να κουτσομπολέψουν και να διασκεδάσουν, με τον τρόπο τους. Μερικές ημέρες πριν την το νυχτέρι, μια νοικοκυρά ειδοποιούσε ορισμένες γυναίκες του χωριού (φιλενάδες, γειτόνισσες, συγγενείς κ.ά.), ότι το τάδε βράδυ να μαζευτούν στο σπίτι της για νυχτέρι.

Όταν βράδιαζε κι άρχιζε ν’ απλώνεται το βαθύ χειμωνιάτικο σκοτάδι, τότε οι γυναίκες κινούσαν από τα σπίτια τους και πήγαιναν στο σπίτι που είχε κανονιστεί να γίνει το νυχτέρι. Η νοικοκυρά του σπιτιού αλλά και οι καλεσμένες, για να περάσει πιο ευχάριστα η νύχτα, ετοίμαζαν ή προσέφεραν διάφορα εδέσματα όπως πίτες, κουλουράκια, ψημένα ρεβίθια, τηγανίτες, αποξεραμένα σύκα, βραστά κουκιά, καλαμπόκι βρασμένο, πατάτες –κυδώνια- αυγά στη χόβολη κ.ά.

Ο φωτισμός ήταν λιγοστός, το δε τζάκι έκαιγε του καλού καιρού, όπου η νοικοκυρά το τροφοδοτούσε συνέχεια με κούτσουρα για να κρατιέται ζεστό το δωμάτιο, και μια λάμπα κρεμασμένη στον τοίχο σε συνδυασμό με τις αναλαμπές της φωτιάς του τζακιού, άπλωναν το φτωχικό τους φως σε όλο το δωμάτιο.

Δεν μαζεύονταν αποκλειστικά μόνο γυναίκες, αλλά συνήθως και αρκετοί άνδρες, που ήθελαν να συμβάλλουν στο νυχτέρι, ως παρέα. Οι άνδρες που τις συντρόφευαν, αφού έλεγαν τις ιστορίες τους, τα κουτσομπολιά τους κ.λπ. έπιναν και τα κρασάκια τους στο τέλος το γύριζαν και στο τραγούδι.

Κατά το νυχτέρι οι γυναίκες έγνεθαν, έπλεκαν, έλεγαν δικές τους ιστορίες, κουτσομπόλευαν, αλλά κι άκουγαν ιστορίες που έλεγαν οι άντρες, αν κάποιος ήξερε φλογέρα, την έφερνε πάντα μαζί του και συντρόφευε την παρέα κάνοντας την ατμόσφαιρα χαρούμενη και γιορτινή.

Γνωρίζουμε ότι όλοι οι Μοραΐτες σε συνεστιάσεις, σε γλέντια και σε αρκετούς χορούς άνευ μουσικής, ερμήνευαν τα τραγούδια τους με αντιφωνικό τρόπο, δηλαδή πρώτα ένας ή μια ομάδα ανθρώπων τραγουδούσε μια στροφήενός τραγουδιού και την επαναλάμβανε η υπόλοιπη ομήγυρη.

Στα νυχτέρια προέβαιναν σε διάφορες εργασίες όπως ξέφλουδο (φλούδο) οσπρίων και ξεσπύρισμα αραποσιτιού, ξάσιμο (λανάρισμα) μαλλιών, γνέσιμο με τις ρόκες, πλέξιμο, κόψιμο παλιών ρούχων σε κουρελοκορδέλες για τάπητα κ.ά. Έξαιναν (λανάριζαν) το μαλλί, το έκαναν απάλες (τουλούπες) και δίπλες, έπειτα το έγνεθαν στη ρόκα, φτιάχνοντας τα μασούρια. Από εκεί συνέχιζαν στις ανέμες, όπου έβαζαν το αλτσίδι και το κουβάριαζαν για να πλέξουν με βελόνες ή το ίδιαζαν, οπότε γινόταν πιο λεπτό και με αυτό το νήμα έφτιαχναν στον αργαλειό τα υφαντά τους. Έπλεκαν ζακέτες, κάλτσες, μάλλινες φανέλες, δαντέλες για σεντόνια, μαξιλάρια κ.ά.

Όταν γνώριζαν ότι την επομένη ημέρα ο καιρός θα ήταν βροχερός και δεν είχαν εργασία, τότε τους έπαιρνε το κοντοχάραμα. Η νοικοκυρά δεν τους άφηνε να φύγουν νηστικοί, έβαζε τον τέντζερη στην πυροστιά και έβραζε τραχανά, τον τσιγάριζε με λάδι και ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι και τον σερβίριζε καφτό, για να ζεστάνουν και να μαλακώσουν τα στομάχια τους.

Υπήρχαν δύο ειδών νυχτέρια, αυτά που πήγαιναν να βοηθήσουν τους νοικοκύρηδες, για φλούδο, ξεσπύρισμα, λανάρισμα κ.λπ. και αυτά που πήγαιναν να κάνουν δική τους δουλειά αλλά να έχουν και παρέα για κουβέντα κ.α., αυτά ήσαν όταν έγνεθαν, κεντούσαν, έπλεκαν κ.λπ.

Τα χέρια των γυναικών στο νυχτέρι δούλευαν ασταμάτητα και συγχρονισμένα. Πολλές φορές ούτε που κοιτούσαν, μόνο κλεφτά- κλεφτά αυτό που έφτιαχναν, τα δε μάτια τους περιφέρονταν στο στόμα και στα μάτια της του κάθε αφηγητή και με τ’ αυτιά τους, προσπαθούσαν να αρπάξουν τα λόγια της κάθε μιας ή ενός που έπαιρνε τον λόγο.

Η ώρα τους περνούσε με νέα, την καθημερινότητά τους, με μύθους, πειράγματα, ανέκδοτα, διάφορες ιστορίες και τραγούδι. Μετά άρχιζαν και τα κουτσομπολιά για διάφορα ευτράπελα, για ερωτοδουλειές, κ.λπ.

Τα μεγαλύτερα παιδιά πριν κοιμηθούν προσπαθούσαν ν’ αρπάξουν κι’ αυτά κάτι από τα λεγόμενα. Έτσι οι νεότεροι άκουγαν και μάθαιναν τα πάντα.

Την άλλη μέρα η νοικοκυρά είχε παρά πάνω δουλειά για να συμμαζέψει, το σπίτι μετά από το νυχτέρι, πέραν από την κουζίνα της, και τα υπολείμματα από τρίχες, φλιούτσια, τσόφλια κ.λπ.

Μετά το νυχτέρι και κατά την αποχώρηση των συμμετασχόντων, στα χωριά είχαμε και αρκετά ευτράπελα. Κατ’ αρχήν ήταν ευκαιρία μια κοπέλα να συναντηθεί με τον εραστή της, τουλάχιστον μέσα στο σκοτάδι ν’ αρπάξει ένα φιλί. Επίσης για να αστειευθούν μερικοί προσπαθούσαν να φοβίσουν τους νυχτερίτες και ντύνονταν σαν ξωτικά, αγουριόνταν (ούρλιαζαν) σαν λύκοι- τσακάλια- σκυλιά, προέβαιναν σε διάφορες πονηριές ώστε να τους τρομάξουν, ακόμη είχαμε και απαγωγές.

Έχω μια καταγραφή που δυο τρεις νέοι για να τρομάξουν (έτσι για αστείο) τους νυχτερίτες είχαν πιάσει μια χελώνα, τις κόλλησαν κεριά στο κέλυφος και μόλις «απόλυκε το νυχτέρι», άναψαν τα κεριά και την άφησαν να περπατάει στον δρόμο. Μόλις οι νυχτερίτες έστριψαν σε μια στροφή της γειτονιάς ήλθαν αντιμέτωποι με αυτό το παράξενο θέαμα. Τότε οι πιο φοβητσιάρηδες (κυρίως νεαρές γυναίκες) μόλις το είδαν τρομοκρατήθηκαν και πισωγύρισαν τρέχοντας και ουρλιάζοντας από τον φόβο, νομίζοντας ότι ήταν ξωτικό.

Το νυχτέρι ως τρόπος διασκέδασης και αλληλοβοήθειας συνέβαλε θετικά διότι διατηρούσε τη ζεστασιά στις σχέσεις των ανθρώπων και τους έφερνε πιο κοντά. Επίσης τα νυχτέρια, διαχρονικά έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στην διατήρηση και μετάδοση της παράδοσης, της λαογραφίας και της ιστορίας μας. Εκεί, εκτός από τις δουλειές τους και τα κουτσομπολιά, έβρισκαν την ευκαιρία να κουβεντιάσουνε τα νέα που είχανε μάθει στόμα με στόμα, να θυμηθούνε τις παλιές ιστορίες, τα παραμύθια, τα τραγούδια, τα αινίγματα, τ’ αστεία, τις παροιμίες, τους γλωσσοδέτες, τα δρώμενα, τα σόγια (οικογενειακά δένδρα), να ερωτευθούν νέοι, να κλείσουν προξενιά, να αναμεταδώσουν πληροφορίες κ.λπ. Τοιουτοτρόπως όλη αυτήν την πολύτιμη και πανάκριβή ιστοριολαογραφική προίκα μας, την κρατούσαν και την παράδιδαν από γενιά σε γενιά.

Επειδή έχω προβεί σε αμέτρητες λαογραφικές καταγραφές, αυτοδιδάχθηκα ότι όταν ήθελες να ολοκληρώσεις κάποιο λαογραφικό ή ιστορικό θέμα, το νυχτέρι ήταν ο πιο ιδανικότερος τρόπος. Εγώ, σαν ένας αγράμματος και απλός λαογράφος, στην πολύχρονη πορεία μου, έχω διαπιστώσει ότι όσοι περισσότεροι συμμετάσχουν στην ανάπτυξη και στην τεκμηρίωση ενός ιστορικού ή λαογραφικού θέματος, επειδή ο ένας μπορεί να συμπληρώνει ή να συμφωνεί ή και να ακυρώνει τον άλλον, τόσο καλύτερα και σωστότερα γίνεται η κάθε καταγραφή, διότι το θέμα που ήταν προς συζήτηση ή ανάπτυξη συμπληρωνόταν αν όχι στο ακέραιο σίγουρα επί το πλείστον. Σε πολλές καταγραφές όταν συμμετέχουν πολλοί, τότε οι μνήμες τους ενεργοποιούνται, αναπολούν ταξιδεύοντας στο παρελθόν και όλοι συμβάλλουν με τις γνώσεις τους και τα βιώματά τους ώστε να ολοκληρώσουμε, το ζητούμενο.

Η δημοτική μας μούσα ενέπλεξε το νυχτέρι στα τραγούδια της, με τα γνωστά τραγούδια της Ελένης του Λιβαρτζίου και του Λιμάζαγα της Μοστενίτσας, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση του 1821. Η μοιραία Ελένη έφευγε το σούρουπο από το σπίτι της να πάει στην θεια της για νυχτέρι και στην πορεία λοξοδρόμιζε να συναντήσει τον αγαπητικό της Λιμάζ αγά.

1). ΠΟΥ ΠΑΣ ΕΛΕΝΗ…!

- Πού πας Ελένη από βραδιού, πού πας τώρα τη νύχτα;

- Πάω στη θεια μου τη Γιαννιού, πάω να νυχτερέψω,

να γνέσω το βαμπάκι μου, να φκιάσω τα προικιά μου,

να φκιάσω μπόλιες δώδεκα, πισκίρια δέκα πέντε,

να φκιάσω του Λιμάζ- αγά, ένα χρυσό μαντήλι,

να το γυριάζει στο λαιμό, να βγαίνει στο σιργιάνι,

να τον ρωτάν οι γιόμορφες κι ούλες οι μαυρομάτες.

2). ΠΟΥ ΠΑΣ ΛΕΝΙΤΣΑ ΜΟΝΑΧΗ…!

- Πού πας Λενίτσα μοναχή, τώρα το βράδυ-βράδυ;

- Πάω στη θειά μου τη Γιαννιού, πάω να νυχτερέψω,

να γνέσω τα σκουτάκια μου, να φκιάσω τα προικιά μου,

βρακί να φκιάσω κεντητό του αρραβωνιαστικού μου,

να φκιάσω κεντηστόμπολα, γι’ αυτή τη πεθερά μου.

Και η Ελενίτσα, αντί να πάει στη Γιαννιού τη θεια της,

χτύπησε στου φίλου της και του αγαπητικού της

κι έγνεσε εκεί και ύφανε φιλιά όλη τη νύχτα.

Σημείωση: Αυτά ήσαν τα γνεσίματα, αυτά ήσαν τα προικιά της.

Τσάκισμα!

Σε τούτο το νυχτέρι (τρις), θελά να κάμω ταίρι

και ως στο χάραμα (τρις), θα πάρω και φιλιά!

Ένα ωραίο ποίημα για το «Νυχτέρι», που έγραψε ο συγγραφέας και ποιητής Σπήλιος Πασαγιάννης, γεννήθηκε το 1874 στην Καστανιά σήμερα Καστόρι Λακωνίας και απεβίωσε στις 6 Δεκεμβρίου 1910. Ο ποιητή, μέσα σε λίγους στίχους μας μεταφέρει στο πνεύμα του νυχτεριού και μας δίνει μια πλήρη εικόνα.

Κοπέλες, γριές και νιόπαντρες και χήρες παν στη ρούγα

και ’κει περικαθίζουνε και κάνουν το νυχτέρι.

Γύρω από λαμπερές φωτιές κάθουνται αράδα-αράδα

κι οι γριές γνέθουν τις ρόκες τους και λένε παραμύθια,

και γύρω τα μικρά παιδιά με προσοχή αγροικούνε.

Οι χήρες κάτασπρα μαλλιά με τα λανάρια ξαίνουν

και κλαιν τις μαύρες πίκρες τους και τα παράπονά τους.

Οι νιόπαντρες για τ’ ακριβά τα ταίρια τους καυχιόνται

και λένε για τις χάρες τους και τα προγονικά τους,

για τα εύτυχα νοικοκυριά και τα ξεσπιτισμένα.

Κι οι νιες κοπέλες, όμορφες παρθένες βυζωμένες,

πλέκουνε ξόμπλια και κεντούν πανώρια τα προικιά τους.

Κι άλλη κεντάει ωριόπλουμο γαλάζιο μαξιλάρι,

κι άλλη σεντόνι ηλιόκρουστο στις άκρες το πλουμίζει,

κι άλλη μαντίλι πλουμερό, νυφιάτικο ξομπλιάζει,

κι άλλη περίκεντη ποδιά, μεταξωτή γαζώνει.

Παροιμίες για τα νυχτέρια:

-Κατά την νοικοκυρά και το νυχτέρι!

-Νυχτέρι κάνουν κι οι καλογέροι!

-Ότι δεν μαθαίνεις το μεσημέρι, το μαθαίνεις στο νυχτέρι!

-Στο καλό νυχτέρι, περνάνε βέρα στο χέρι!

-Των κακών το νυχτέρι, ούτε ο Διάβολος το ξέρει!

Εκτύπωση