Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΠΥΡΙΑ…!

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ο άνθρωπος για ν’ αντιμετωπίσει διάφορες αρρώστιες, συν τον χρόνο εφεύρε διάφορα γιατροσόφια. Όταν κάποιος ασθενής είχε ξηρά πλευρίτιδα δηλαδή σφάχτη (πόνο) στη μέση ή στις πλάτες, για να τον απαλύνουν στο σημείο που πονούσε του έβαζαν ζεστό σταχτοπύρι.

Αυτό ήταν στάχτη βρασμένη ή καβουρντισμένη μέσα σε μια πάνινη σακούλα ή κάλτσα, με θερμοκρασία ίσια που να το δέχεται ο ασθενής ή και σακουλάκια με άμμο καβουρντισμένο (ψημένο). Το σταχτοπύρι το έβαζαν περισσότερο σε μικρά παιδιά και σε γέρους.

Άλλη μέθοδος ήτανε το πίτουρο. Ζεσταίνανε το πίτουρο σ’ ένα τηγάνι ή σε ταψί το βάζανε σε μια μάλλινη σακουλίτσα ή κάλτσα και το βάνανε στο μέρος που πονούσε ο άρρωστος.

Επίσης έχω ιδεί και καταγράψει πυριά κυνηγόχωμα (κηρήθρα από χώμα από του εντόμου «κυνηγού», από γκαβαλίνες, από σβουνιά, και από τρίμματα σάπιου ξύλου από κορμό δένδρων, ακόμη και από πριονίδια ξύλου. Αναφέρεται ότι το καλύτερο πυρί είναι από τριμμένα τσόφλια αυγών, εμποτισμένα με χολή κατσικιού.

ΤΟ ΝΥΧΤΕΡΙ…!

Συλλογή – καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Τα παλιά τα χρόνια, κατά τους χειμερινούς μήνες, τότε που οι γυναίκες της υπαίθρου δεν είχαν εναλλακτικούς τρόπους διασκέδασης, και η νύχτα ήταν μεγάλη και έξω από τα σπίτια έκανε κρύο, είχαν συνδυάσει εργασία και διασκέδαση. Αυτός ο τρόπος εργασίας και διασκέδασης «να σκοτώσουνε την ώρα», όπως λέγανε ήταν το νυχτέρι. Οι άνδρες κυρίως από τον Νοέμβριο μήνα, που λόγω των βροχών λιγόστευαν οι εργασίες στην ύπαιθρο, κλείνονταν στα σπίτια ή στα καφενεία του χωριού. Εκεί εύρισκαν την παρέα τους κουβέντιαζαν, έπαιζαν χαρτιά, διασκέδαζαν, μιλούσαν για τις δουλειές τους, τα προβλήματά τους κ.ά.

Οι δε γυναίκες που παρέμεναν στο σπίτι να συγυρίσουν το σπίτι, να προσέχουν τα παιδιά, να τα ταγίσουν να τα κοιμίσουν, να έχουν φωτιά κ.λπ. κατά τις ατέλειωτες και παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες, ήσαν σχεδόν αποκλεισμένες από κάθε είδους διασκέδασης. Γι’ αυτό του λόγο, είχαν βρει την ιδανική λύση για εκείνες τις εποχές, να μαζεύονται στα σπίτια να κουβεντιάζουν, να διασκεδάζουν με τον τρόπο τους, και ταυτόχρονα να προσφέρουν ελαφρά χειρονακτική εργασία. Αυτή η σύναξη στα σπίτια κυρίως τις βραδινές ώρες ονομάζονταν νυχτέρι.

Ο ΦΛΟΥΔΟΣ ή ΤΟ ΞΕΦΛΟΥΔΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΡΑΠΟΣΙΤΙΟΥ

Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλαιότερα η καλλιέργεια του καλαμποκιού ήταν αναγκαία για τους κατοίκους της υπαίθρου και καλλιεργούταν σε γόνιμα και ποτιστικά χωράφια. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις όπου καλλιεργούσαν και ξερικά αραποσίτια.

Πριν μηχανοποιηθούν οι αγροτικές καλλιέργειες, η σπορά του αραποσιτιού άρχιζε πολύ πιο αργά από τις σημερινές ημερομηνίες περίπου στα τέλη του Μαΐου. Για να ετοιμάσουν το χωράφι για σπορά, όργωναν με το ζωήλάτο αλέτρι δυο φορές για να σπάσουν και να στρώσουν οι μάτσες (σβώλους) και να μαλακώσει το χώμα. Έπειτα το σβαρνίζανε με την ξυλόσβαρνα, για το ίσιωμα του χώματος, την διάσπαση μικρών ματσών και τέλος για την διατήρηση της υγρασίας. Έπειτα έπαιρναν τον σπόρο και τον φύτευαν σε αράδες. Συνήθως το δασοφύτευαν διότι αρκετά εξ αυτών δεν φύτρωναν και δεν τους βόλευε να έχει αριομάδες. Μετά από ένα μήνα από το φύτρωμά του καλαμποκιού, γινόταν ο σκάλος και η αραίωση εκεί που ήταν δασοφυτρωμένα για να μην είναι δασιά και να επιτρέψουν στα υπόλοιπα να έχουν την ιδανική ανάπτυξη του, ενώ αργότερα γινόταν το βοτάνισμα από τ’ αγριόχορτα. Οι εργάτες στον σκάλο έμπαιναν σε πλάγια σειρά και έβγαζε ο καθένας τον έργο ή όργο του, δηλαδή την έκταση που του αναλογούσε σύμφωνα με την σειρά και την λωρίδα του. Ο όρος όργος προσδιόριζε το πλάτος που ισούταν με μια οργιά. Στο ίδιο χωράφι ανάμεσα στις αραποσιτόκλαρες οι χωρικοί φύτευαν και μερικά φασόλια αναρριχώμενα. Και στις άκρες του χωραφιού φύτευαν κολοκυθιές και σπόρια από το φυτό σόργο, όπου από αυτό κατασκεύαζαν τις σκούπες (σαρώματα).

ΧΑΙΡΕΤΑ ΜΟΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ…!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Η παροιμιώδης φράση «Χαιρέτα μου τον πλάτανο!», που ανελλιπώς ακόμη και σήμερα ακούγεται, κατά την παράδοση, φαίνεται να την πρόφερε για πρώτη φορά ένας οδοιπόρος.

Παλιά που δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς και τα οδικά δίκτυα ήταν πρωτόγονα, η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με τα υποζύγια (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βόδια).

Πολλοί άνθρωποι, που δεν διέθεταν ζώα για την μετακίνησή τους, τότε επιστράτευαν τα ποδάρια τους και πήγαιναν από κοντινές αποστάσεις μέχρι και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τελευταία για τους νέους που ίσως δεν γνωρίζουν, ένα παράδειγμα ήταν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μετά την υποταγή στις Γερμανικές Δυνάμεις κατοχής, οι στρατιώτες μας, από το Μέτωπο, γύρισαν στον τόπο τους με ποδαρόδρομο. Σκεφθείτε τώρα από την Μακεδονία κάποιος να φθάσει στην νότια Πελοπόννησο, πόσα χιλιόμετρα περπάτησε, μέσα σε κακουχίες κ.λπ.

ΞΕΒΓΑΛΤΗΣ

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Ένα άγνωστο επάγγελμα που χάθηκε!

Η ορολογία προέρχεται από την λέξη ξεβγάζω ή ξεβγάνω (ρήμα μετβ.) αόρ: (έ) ξέβγαλα και (έ) ξέβγαινα, μετχ. Παθ. Παρακ. ξεβγαλμένος= ξεπλένω με άφθονο νερό τα πλυμένα ενδύματα προς τελική απαλλαγή αυτών από το σαπούνι, ή προπέμπω κάποιον, εξαποστέλλω, αλλιώς παραβγάζω.

Επίσης σημαίνει απαλλάσσομαι από κάποιον, τον βγάζω από την μέση (Θέλω να ξεβγάλω αυτή την υποχρέωση, ν’ απαλλαγώ αυτής ανταποδίδοντας τα ίδια ή ίσα) και κατ’ επέκταση αφανίζω, θανατώνω «Θα με ξεβγάλεις με όσα μου κάνεις)», «Θα με πεθάνεις».

Ακόμα σημαίνει παραπλανώ, παρασύρω, οδηγώ, θανατώνω, παρασύρω μια γυναίκα στην διαφθορά, οδηγώ ή καταστρέφω κάποιον ηθικά «Τον έχει για ξέβγαλμα», «Τον ξέβγαλε». «Κάτσε να σε ξεβγάλω να μην σε φάνε τα σκυλιά».

Ξεβγάλτης παραδοσιακά λεγόταν ο ντόπιος οδηγός, ή συνοδός ξένων ανθρώπων σε άγνωστα ντόπια φυσικά περάσματα κατά την προσέγγιση, ή απομάκρυνση από ελεγχόμενες ζώνες. Μέχρι και τον τερματισμό του τελευταίου Εμφυλίου πολέμου, οι ξεβγάλτες ήσαν οι άνθρωποι που συνόδευαν, στον τόπο τους ξένους ανθρώπους, εν καιρώ ειρήνης είτε εν καιρώ πολέμου.

Από την αρχαία εποχή, κατά τη τουρκοκρατία, και μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα για να προσεγγίσει κάποιος ξένος, σ’ ένα χωριό κυρίως ορεινό, όπου λειτουργούσε κάπως ανεξάρτητα, ή σε κάποιο γιατάκι (λημέρι κλεφτών), έπρεπε να τον συνοδεύσει κάποιος ντόπιος ώστε να οδηγηθεί, ή ν’ απομακρυνθεί μ’ ασφάλεια. Όταν οι βίγλες (σκοπιές στα ψηλότερα σημεία της περιοχής) εντόπιζαν κάποια κίνηση, αμέσως ειδοποιούταν ο «Ξεβγάλτης» ώστε να πάει να τον προϋπαντήσει και να τον οδηγήσει στο χωριό, ή στον ανάλογο χώρο. Αν ο ξένος επισκέπτης ήθελε να προσεγγίσει κάποιο γιατάκι, πρώτα προανακρινόταν και μετά του έδενε τα μάτια ο Ξεβγάλτης και μετά από πολλούς κύκλους στο γιατάκι ή στον τόπο συνάντησης τον οδηγούσε, μπροστά στον καπετάνιο ή στον διαπραγματευτή. Μετά το πέρας ο Ξεβγάλτης τον έπαιρνε και τον οδηγούσε μέχρι το σημείο που τον παρέλαβε, όπου εκεί τον άφηνε ελεύθερο ν’ αποχωρήσει και την εποπτεία την αναλάμβαναν οι βιγλάτορες.

Οι ξένοι επισκέπτες δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν τα μικρά χωριά και ιδίως τα απομακρυσμένα, απομακρυσμένα μοναχικά σπίτια, στανοτόπια, κ.λπ. για διαφόρους λόγους, όπως ότι τότε κυκλοφορούσαν τα σκυλιά ελεύθερα και επιτίθονταν στους αγνώστους, επομένως έπρεπε να τον συνοδεύει κάποιος που να τον γνωρίζουν τα σκυλιά, αυτό γινόταν και κατά την αποχώρηση, μέχρι να απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας∙ όταν κάποιος ήθελε να προσεγγίσει αντάρτικα λημέρια κατά τον τελευταίο εμφύλιο πόλεμο, δεν μπορούσε με τίποτα να έλθει σ’ επαφή αν δεν υπήρχε Ξεβγάλτης, διότι κινδύνευε να τουφεκισθεί ή να μαχαιρωθεί από ενέδρα, ανάλογα με την περίπτωση.

Θυμάμαι μια καταγραφή από μια μαρτυρία ενός παλιού αντάρτη που ήταν Ξεβγάλτης στην Βόρεια Ορεινή Ηλεία, που μου ανέφερε, την αποστολή, τους κινδύνους, την κουραστική και απρόβλεπτη εργασία του Ξεβγάλτη. «…του ζήτηξα να μου δώκει το μπιστόλι του, και αφού μου το έδωκε, του είπα και ξάπλωσε χάμου μπρούμυτα, τόνε έψαξα και μετά έδεσα τα μάτια μ’ ένα πανί (στραβόπανο το λέγαμε) που το είχαμε για τέτοιες δουλειές, ήτανε ένα μακρόστενο πανί πεντέ- έξι οργιές και το φέρναμε τρογύρω γύρω από το κεφάλι του κι έτσι του κλείναμε τα μάτια. Όταν του έκλεισα τα μάτια του είπα: «Τήρα μην δυνηθείς και βγάλεις το πανί γιατί σε εκτέλεσα επί τόπου χωρίς δεύτερη κουβέντα, αυτές είναι οι διαταγές μου». Δεν του δέναμε τα χέρια γιατί δεν μπόργιε να περπατήσει στο βουνό και με δεμένα τα χέρια μπόργιε να πέσει και να βαρέσει άσκημα. Του έδεσα μ’ ένα σκοινάκι το ένα χέρι και τον τράβαγα να έρχεται πισώστρατα. Μετά ώρες και ώρες τόνε γυρόφερνα τρογύρω από ένα τουμπάκι, ανεβαίναμε και κατεβαίναμε, στον ίδιο τόπο, μέχρι να έρθουνε οι δικοί μου εκεί και τον ανακρίνουνε. Ευτούνος νόμισε ότι φτάσαμε απάνου στα λημέρια μας, αλλά που να το πονηρευτεί, ότι είμαστε στον ίδιο τόπο που απαντηθήκαμε…. και μετά που μας έδωκε τις πληροφορίες πάλενες το ίδιο επί ώρες τον ξαναγυρόφερνα τρογύρω γύρω μέχρι να ξανά του λύσω το πανί από τα μάτια και να τον αφήκω». Μόλις κιώσαμε του πήρα τις σφαίρες από το μπιστόλι του, του έδωκα τα χαρτιά του και την ταμπακέρα του και αφού έκαμα πιο παρέκει του είπα να λύσει τα μάτια του. Ευτούνος μόλις τα έλυσε επειδή είχε πολύ ήλιο έτριβε τα μάτια του για να συνηθίσει στο φως και μόλις συνήλθε μου είπε:

- Να μου έλειπε ρε κολέγα ετούτο που έκαμα, με την λιγούρα που πέρασα σιμά σου! Εγώ του είπα φύγε και μην γυρίσεις να τηράξεις ξοπίσω γιατί θα σε σκοτώσω, ύστερα από λίγο χάθηκε μέσα στα πουρνάρια και πλιο δεν τον ξαναείδα»!

Πιο παλιά στα χωριά την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων κατά την αποχώρηση για την ξενιτιά, για τον στρατό, για εξορία κ.ά. αυτούς που έφευγαν από το χωριό, κυρίως οι δικοί τους άνθρωποι, τους ξέβγαζαν (συνόδευαν) γι’ αρκετή ώρα από το χωριό, για να τους παρηγορήσουν, να τους απαλύνουν τον πόνο και να τους κρατήσουν το υψηλό το ηθικό του αποχωρισμού. Επίσης κατά τον απόπλου των καραβιών, από τα λιμάνια, εκεί τους ναυτικούς τους ξέβγαζαν οι δικοί τους άνθρωποι και ανέμεναν στο λιμάνι μετά τον απόπλου, μέχρι να χαθεί το πλοίο στον θαλάσσιο ορίζοντα.

Ξεβγάλτης ήταν και ο διαπραγματευτής μεταξύ αντιπάλων οικογενειών που από την μια πλευρά ένας εξ αυτών ήθελε συμβιβασμό, τότε χρησιμοποιούσε τον Ξεβγάλτη για να επιτύχει την προσέγγιση. Ο Ξεβγάλτης συνήθως ήταν ένα πρόσωπο σοβαρό τίμιο και έξυπνο, μετρημένος και συνήθως εγγράμματος πάντοτε κοινής αποδοχής και τον σέβονταν όλοι ανεξαιρέτως από την ώρα που αναλάμβανε τον ρόλο του Ξεβγάλτη.

Όταν κάποιος, ακόμη και σε περίπτωση βεντέτας, συνοδευόταν από Ξεβγάλτη, τότε υπήρχε ο άγραφος νόμος που δεν τον πείραζαν οι αντίπαλοί του, ότι κακό κι αν τους είχε προξενήσει, μέχρι και φόνο, βιασμό κ.λπ., σεβόμενοι πάντα τον θεσμό και την προσωπικότητα του Ξεβγάλτη.

Επομένως ανακαλύπτουμε ότι οποιοσδήποτε ότι κι αν είχε κάνει και συνοδευόταν από Ξεβγάλτη, τότε βρισκόταν στο απυρόβλητο και δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Μετά την απομάκρυνση του, από τον Ξεβγάλτη, ο άγραφος νόμος σταματούσε να ισχύει. Επίσης όταν ο Ξεβγάλτης ήταν σε αποστολή δεν τον άγγιζε κανείς, διότι όποιος του προξενούσε προβλήματα ή οτιδήποτε άλλο τότε είχε να κάνει με το σύνολο του χωριού.

Ξεβγάλτες λέγονταν και τα πληρωμένα εκτελεστικά όργανα σκοτεινών ανθρώπων όταν τους δινόταν εντολή να σκοτώσουν ή να συνετίσουν κάποιον μετά το πέρας έλεγαν: «Τον ξέβγαλα».

Σήμερα σαν «Ξεβγάλτες» μπορούμε να αναφέρουμε την ασπίδα των ομήρων που χρησιμοποιούν κακοποιοί ή τρομοκράτες κατά την έξοδό τους από τον τόπο του εγκλήματος.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates