Η ΜΑΓΙΣΣΑ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΥΛΙ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Λαογραφικές ιστορίες Εμφανίσεις: 132810

Η Ηλεία και ιδίως η περιοχή της Πηνείας, μας είναι πασίγνωστη, από την αρχαιότητα, για τις αξιοθαύμαστες βοτανοθεραπείες, τις εξαιρετικές φαρμακογνωσίες, τις ποικίλες γητείες και τις παραδοσιακές δοξασίες των ηθών και εθίμων. Επίσης για τα προμαντέματα και τις μαγείες όλων των περιωνύμων μάγων και μάντεων όπως των Ιαμίδων, Κλυτιδών, Τυλλιαδών, και Καλλιαδών, καθώς και για τον Ομηρικής εποχής μεγάλο και πασίγνωστο μάντη Μελάμποδα από την Ηλειακή Πύλο. Και πράγματι, ακόμη και μέχρι πριν λίγα χρόνια, κάθε πόλη, χωριό και κάθε οικισμός, για τις καθημερινές ανάγκες του, διέθετε τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων της καθημερινότητας και μεταξύ αυτών, είχε τα τυφλά επαγγέλματα, όπως τα ονόμαζαν οι παλαιότεροι, και αυτά ήσαν του φαρμακοτρίφτη, της γιάτρισσας, τη μαμής, της ξεματιάστρας, της καφετζούς, της χαρτορίχτρας, της προξενήτρας και την μάγισσας.

Μια τέτοια μάντισσα πασίγνωστη σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο, την Αιτωλία και τα κάτω Ιόνια νησιά ήταν και η Ζάμπω η τουρκοπούλα, που ακούγεται ακόμη στην Πηνεία σαν θρύλος. Ευτούνη ήτανε μια τουρκοπούλα που την είχανε φερμένο οι τουρκαλάδες από την ανατολή για το χαρέμι. Τότε που ξεσηκωθήκανε οι Έλληνες, ευτούνη φαίνεται να ζαχαρωνότανε με τον Αργύρη τον Ντουφεξή, και μόλις τα μαζέυανε οι τουρκαλάδες, ευτούνη κρύφτηκε και έφυγε. Μόλις ησυχάσανε τα πράματα τον παντρεύτηκε και έκανε και ένα παιδί σημαδεμένο, όμως μετά από καμιά τριανταριά ημέρες εκείνο πέθανε.

Τότε επειδή το παιδί έμοιαζε σαν Διάβολος γιατί γεννήθηκε με δόντια και νουρά, οι ντόπιοι λέγανε: Σαν το παιδί του Ντουφεξή, άλλο να μην ξαναγεννηθεί!»

Τον καιρό του Μπραήμη ο Αργύρης σκοτώθηκε και έτσι η Ζάμπω έμεινε χήρα. Τότενες που ήτανε κοντά στον τούρκο αφέντη της, ήτανε και μια γριά τουρκάλα, που ήτανε μάνα στα μάγια και σε τέτοια πράματα και την είχε δασκαλεμένο για τα καλά. Και έτσι ευτούνη μόλις ησυχάσανε τα πράματα, άρχισε σιγά – σιγά να αποπιάνεται με τα μάγια, τα ξόρκια και τα γιατροσόφια και έγινε η πρώτη μαστόρισσα σε δαύτα.

Και που δεν έφτασε η χάρη του όνοματός της, από ούλους τους τόπους ερχόσαντε για δαύτη, με το αζημίωτο βέβαια. Τι τους έλεγε, τι τους έφτιανε, τους είχε μαγεμένο και είχε κάνει τον κόσμο να προσκυνάνε στ’ όνομά της. Με τον καιρό αφού τα ’κονόμαγε, έφτιαξε ένα σπίτι μαντρωμένο, όξω από το χωριό και το έκαμε και χάνι. Εκεί να ιδείς λαό, πανηγύρι κάθε μέρα στο μαγαζί της. Ήτανε πολύ πονηρή όσοι ερχόσαντε από αλάργα για μάγια και για φάρμακα και για ότι δήποτις άλλο, τους κορόϊδευε και τους έλεγε όταν ήτανε για μάγια έπρεπε να τα ξορκίσει δυο φορές ή με δυό φεγγάρια ή με δυο ήλιους, ενώ για τα φάρμακα έλεγε ότι όταν τα έφκιανε έπρεπε να τα αφήκει δυο μέρες για να ψηθούνε. Τον χειμώνα, που έκαμε κακοκαιρία, τους έλεγε ότι έπρεπε να ρίνει αστραπές όταν ξόρκιζε, και οι πελάτες την πίστευαν και περιμένανε. Ευτούνη τους χρέωνε τα χανιάτικα, το τάϊσμα και ταγή των αλόγων τους και τους άρμεγε με το γάντι και ήσαντε ούλοι ευχαριστημένοι και υποχρεωμένοι σε δαύτη. Άσε που είχε και κανά δυό περέτριες τάχα για το χάνι και βράδια ξεπερετούσανε τους άντρες και τα κονόμαγε χοντρά κι από εφτούνες.

Για πολλά χρόνια είχε γίνει η αφέντρα του τόπου, ευτούνη είχε τα λεφτά, ευτούνης πέρναγε ο λόγος, ευτούνη άκουγε η χωροφυλακή, ευτούνη τους τάϊζε, ευτούνη έκανε τα πάντα. Τι αποφάσεις έπαιρνε, τι έργα γινότανε και δεν πέρναγε η γνέμη της, γενικός ντερβέναγας η Ζάμπω η τουρκοπούλα έτσι την λέγανε.

Περάσανε πολλά χρόνια γέρασε και άρχισε σιγά - σιγά να τα παρατάει, φαίνεται ότι βαρέθηκε ή ’κονόμησε πολλά φλουριά και μια ημέρα χειμωνιάτικη που έρρινε ο Θεός με τον Θεό βροχή και είχε τρανό αέρα, το πρωί βρήκανε το πρωί την Ζάμπω, μαχαιρωμένη και το σπίτι ανακατεμένο. Από το ότι μολογάγανε την μαχαιρώσανε και μετά ληστέψανε, γιατί όπως ακουγιότανε είχε μαζέψει από τις δουλειές της πολλούς παράδες τζοβαΐρια και ασημικά. Σε κάποιους ή κάποιονε μπήκε στο μάτι το πουγγί της και αφού την σκοτώσανε της τα πήρανε.

Όμως, κάτι μουσουλαίοι, λέγανε ότι τάχα δεν της βρήκανε τα πολλά φλουριά γιατί τα είχε κρυμμένο μέσα στο χώμα. Κατά καιρούς κάποιοι από το χωριό και από το τρογύρω χωριά, ψάξανε ξανά ψάξανε, αναγομίσανε ούλο τον τόπο, μα δεν βρήκανε τίποτις. Το σπίτι της ερήμωσε και δεν πάγαινε να μείνει κανένας, ούτε μέσα δεν έμπαινε κανείς γιατί λέγανε τάχατις, ότι εκεί μέσα εκείνη είχε κάνει μάγια και κράταγε μέσα στο κονάκι της, κι έτσι εφτούνο ’ρήμωσε και με τον καιρό, τρογύρω αντρωθήκανε δέντρα και αγριοσυκιές. Τον αλωνάρη του 1909 με τον τρανό σεισμό, έπεσε το παλιόσπιτο και ένας από του Μουσουλί πήγαινε με το τσαπί και έψαχνε μέσα στα ντουβάρια μήπως βρει το κρυμμένο μάλαμα της Ζάμπως. Μετά από καιρό, λέγανε, ότι βρήκανε μια μεγάλη τρούπα στο κατώι της και μέσα είχε μια τρανή λαγήνα, και εκεί είχανε σκάψει, είχανε παρμένο τα φλουριά και η λαγήνα ήτανε σπασμένη από την μέση και απάνω, από εκεί και κάτου ήτανε μπίτι άθιχτη. Τώρα τι είχε μέσα εκείνη ήξερε και εκείνος που τα βρήκε!

Και έτσι χάθηκε η Ζάμπω η Τουρκάλα, που είχε ανακατέψει ούλη την Πηνεία και ούλο τον τόπο τρογύρω.

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Εκτύπωση