ΠΑΠΑΝΤΡΙΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ

Γονική Κατηγορία: Ιστορία Προεπανασταστικά Εμφανίσεις: 58039

Γράφει, ο Κώστας Παπντωνόπουλος

Ο Αντρέας ο Ντανασάκος ή Βολαντζαίος και μετά Παπαντριόπουλος κατάγονταν από τη Βολάντζα (σημ. Αλφειούσα) Αγουλινίτζας.

Όταν ήταν νέος, σκότωσε έναν συνομήλικό του τουρκόπουλο, παιδί του Αγά του χωριού για κάποιες διαφορές που είχαν. Το ίδιο βράδυ ο πατέρας του που ήτανε πρόκριτος του χωριού, τον φυγάδευσε προς άγνωστο τόπο, χωρίς να ξέρει κανένας άλλος κατά πούθε έσαξε. Του έδωκε το άλογό του για να πάει στο χωριό Πόθου, σε ένα μακρινό συγγενή του και να μην ξανά γυρίσει στο χωριό γιατί όπως του είπε θα τον κόψουνε.

Εκεί στου Πόθου πήρε το όνομα του μπάρμπα του, Παπαντριόπουλος. Μετά από κανά δυο χρόνια ο Αντρέας παντρεύτηκε μια γυναίκα από του Πόθου και απόκτησε ένα παιδί τον Σίμο. Περάσανε καμμιά δεκαριά χρόνια και μια μέρα ο Αγάς από την Βολάντζα, έλαβε πληροφορίες, για το που βρισκόταν ο φονιάς του παιδιού του. Τότε έδωκε διάτα σε κάποιον τουρκαλβανό από του Λάλα, ονόματι Μπέκο να πάει και να σκοτώσει τον Αντρέα.

Ήτανε Αλωνάρης μήνας εκείνο το διάστημα και ο Αντρέας έμενε όξω από του Πόθου, στα γαλάρια του. Έτσι μια μέρα φτάσανε κανά δυο τρεις Τούρκοι καβάλα στα άλογα τους και αφού τον βρήκανε ανέμελο να κάνει δουλειές, του ρίξανε στο κεφάλι με τις πιστόλες και τον ξεκάνανε. Μες στο χαλασμό το δεκάχρονο παιδί ο Σίμος, βρισκότανε πιο πέρα και μόλις είδε τι έγινε τρούπωσε μέσα στις φτερίνες και από μακριά κοίταγε τι γινότανε στο σπίτι του. Όταν οι τουρκαλβανοί σκοτώσανε τον πατέρα του, ένας από δαύτους, που ήτανε γνωστός σε ούλα τα χωριά για τις βρωμιές του, μπήκε μέσα στην καλύβα και μαγάρισε την γυναίκα του Αντρέα. Ύστερα, καβαλήκανε τα άλογα και γίνανε μπουχός κατά του Λάλα, αφού είχαν βγάλει εις πέρας την αποστολή τους. Μόλις ξεμακρύνανε, βγήκε και ο Σίμος από τις φτερίνες και έτρεξε κοντά στον σκοτωμένο πατέρα του, που λόγω της μεγάλης ζέστης τα ξεραμένα αίματα είχαν μαζέψει ούλες τις μύγες απάνου του. Αφού διαπίστωσε ότι ήτανε νεκρός πήγε να βρει και την μάνα του. Μπήκε μέσα στην καλύβα και την βρήκε κουρελιασμένη, την είχε βιάσει ο Μπέκος και την είχε κτυπήσει πολύ βαριά.

Αφού έγινε ότι έγινε, θάψανε τον Αντρέα, και η ζωή συνεχίστηκε με το μίσος να βράζει μέσα στην ψυχή του Σίμου και της μάνας του. Όμως η μάνα του ήτανε έγκυος και ύστερα από εννιά μήνους γέννησε ένα αγόρι τον Αντρίκο που του έδωσε το όνομα του σκοτωμένου άντρα της. Ευτούνη δεν ήξερε με ποιον είναι το παιδί, με τον μακαρίτη τον Αντρέα τον άντρα της, ή με τον Μπέκο τον τουρκαλβανό;

Μερικά σημάδια όσο τράνυνε το παιδί, δείχνανε ότι ήτανε του Μπέκου. Αλλά τι να κάνει η δόλια, το έβγαλε πέρα αφού ήτανε παιδί από την κοιλιά της. Μεγάλωσε ο Αντρίκος και όταν έγινε κάπου δεκαπέντε χρονών, η μάνα τους πέθανε από πνευμονία. Μείνατε τα δυό παιδιά μόνα τους, ο Σίμος 25 χρονών και ο ο Αντρίκος ήτανε δέκα χρόνια μικρότερος. Ο Σίμος που είχε ιδεί όλο το επεισόδιο, με τον φόνο του πατέρα του και το μίασμα της μάνας του, είχε βαλθεί να ποτίσει με φαρμάκι την ψυχή του Αντρέα και τον είχε φτιάξει ώστε να έχει απέραντο μίσος για τους Λαλαίους τουρκαλβανούς. Όταν πέθανε η μάνα τους μετά από κανά δυο μήνες, φάνηκε ερχόμενος προς στην καλύβα τους ένας ξένος τουρκαλβανός κάπου 55 χρονών, μοναχός του, καβάλα σ’ ένα άλογο ξαρμάτωτος και καταβεβλημένος. Εκείνη την ώρα στο καλύβι τους ήταν και ένας από τις Μηλιές, ο οποίος γνώρισε εκείνον που κοντοζύγωνε, αναρωτήθηκε και είπε στα παιδιά:

-Τι Διάβολο θέλει ο Μπέκος εδώ; Και έφυγε προς το χωριό του.

Ο Σίμος, μόλις άκουσε το όνομα Μπέκος, ανατρίχιασε και του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Χωρίς να το δείξει, έδιωξε το αδερφό του τον Ανδρέα να πάει πέρα στα πρόβατα. Αφού τον καλοδέχθηκε, τον ρώτησε ποιος δρόμος τον έφερε προς τα γρέκια του. Ο Μπέκος δεν μιλούσε αλλά κοιτούσε τον Ανδρέα, που απομακρυνόταν και κάπου- κάπου γύριζε προς τα πίσω και κοίταγε με αγωνία, για ποιο λόγο τον έδιωξε ο αδερφός του.

Ο Μπέκος ζήτησε λίγο νερό να πιεί. ο Σίμος, μπήκε στην καλύβα και αντί για νερό βγήκε από την καλύβα με μια μπιστόλα στο χέρι του και σημάδευε τον Μπέκο κατάστηθα. Ο Μπέκος δεν πτοήθηκε καθόλου, μόνο τήραγε τον Σίμο στα μάτια. Ο Σίμος του είπε, ότι πρέπει να τον σκοτώσει, διότι σκότωσε τον πατέρα του και βίασε την μάννα του πριν από δεκαπέντε χρόνια περίπου στον ίδιο τόπο. Μόλις ζύγωσε κοντά είπε στο Μπέκο:

-Εφτού που στέκεσαι βγήκε η ψυχή του πατέρα μου, επειδή τον σκότωσες εσύ, εφτού θα βγει και η δική σου.

Ο Μπέκος δεν τρομοκρατήθηκε αλλά του λέει:

-Εντάξει θα σκοτώσεις εμένα, αλλά εγώ είμαι πατέρας του αδελφού σου.

Ο Αντρέας είχε ζυγώσει δίχως να γίνει αντιληπτός, κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο κράταγε στα χέρια του ένα δικριάνι και μόλις άκουσε τα λόγια του Μπέκου, πετάγεται και λέει του Σίμου.

Σκότωσέ τον Σίμο αλλιώς θα τον ξεκοιλιάσω εγώ. Και πριν αποκιώσει την κουβέντα του χύμηξε σαν πεινασμένος λύκος κατ’ απάνου του και ξεκοίλιασε τον Μπέκο προτού προλάβει να αντιδράσει.

Την ώρα που ξεψύχαγε, να σου ξανά ήρθε εκείνος από τις Μηλιές, που είχε καταλάβει τι θα γίνει και είχε κρυφτεί πιο πέρα και κοίταγε να ιδεί τι θα γίνει. Μόλις ζύγωσε τους είπε:

-Ααα…! ρε πουτσούλες μου, καλά του κάνατε και ξεβρωμίσατε τον τόπο. Εμείς οι τρεις το ξέρουμε και κανένας άλλος.

Τανήθηκε κάμποση ώρα ο Μπέκος και μετά από λίγο πέθανε. Τον πήρανε και τον θάψανε πιο παρέκει για να τον βρούνε και να μη βρωμίσει ο τόπος. Εκεί που τον σκάψανε και τον χώσανε ανάψανε μια φωτιά και κάψανε μπόλικα κλαδιά για να μην φαίνεται το σκάψιμο.

Ο Μηλιώτης ορκίστηκε μπροστά τους, ότι δεν θα ειπεί τίποτα. Ότι μαθεύτηκε - μαθεύτηκε μετά την Επανάσταση όταν φύγανε οι Τούρκοι από τον τόπο μας.

Την ιστορία διηγήθηκε ο αείμνηστο Γιώργος Δημητρόπουλος με καταγωγή από την Αγία Άννα.

Εκτύπωση