Ο Αδούλ Αγάς του Κακοταρίου, η οικογένεια Τουτούνη και το αρδευτικό έργο της Μποκούτας

Γονική Κατηγορία: Μελέτες, Πνευματικά Ανέκδοτες ιστορίες Εμφανίσεις: 11330

Κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, αγάς στο χωριό Κακοτάρι (1*) του σημερινού δήμου Λασιώνος ήταν ο Αβδούλ Αγάς αδελφός του Λαλαίου, Κόκκα - Αγά, από την οι­κογένεια του Αλή - Αγά. Στο χωριό Κακοτάρι εκεί που είναι σήμερα η πλατεία και νοτιοδυτικά εκεί που βρίσκονται τα σπί­τια των Πατρωναίων και Τουτουναίων υπήρχε πύργος σε μι­κρό λοφίσκο, δυνατός με σαράι και με απο­θήκες.

Ήταν δε επανδρωμένος με σημαντι­κό αριθμό Οθωμανών στρατιωτών, διότι τους είχε ανατεθεί να παρακολουθούν τις κινήσεις των κλεφτών της περιοχής που αποτελούταν από τα χωριά Σκιαδά, Μπρο­στοβίτσα (σημ. Δροσιά Αχαίας), Δερβινή (σημ. Κρυόβρυση), Τσίπιανα, Κερτίζα(σημ. Αγία Κυριακή), Κερέσοβα, Κατσα­ρού, το δρόμο Πάτρα προς Τρίπολη, επί­σης το δρόμο κάμπου Ηλείας προς Πη­νεία και Δίβρη και τα Χάνια στον σημερινό οικισμό Πανό­πουλου Χάνια.

 Αριστερά στο βάθος διακρίνεται το Κακοτάρι  και δεξιά απλώνεται η Μποκούτα

Η ανάθεση της παρακολούθησης είχε ξεκινήσει από τότε που ζούσε ο Γιάννης Γιαννιάς, κλεφτοκαπετάνιος από την Μπροστοβίτσα Τριταίας. Ο Γιαννιάς όμως σκοτώθηκε το έτος 1804. Ο τόπος ησύχασε μόνο για λίγο λόγω του ότι πάλι ανα­πτύχθηκαν υπολείμματα της ομάδας του Γιαννιά. Έπειτα από λίγα χρόνια συγκροτήθηκε πάλι ένα σώμα κλεφτών υπό τον γιο του Γιάννη Γιαννιά τον Γιώργη Γιαννιά ή Ντεληγιώργη. Ο Γιώργης Γιαννιάς θέλοντας να πάρει πίσω το αίμα του πα­τέρα του παρενοχλούσε συνέχεια τους Τούρκους και ιδίως τον Αβδούλ-αγά του Κακοταρίου διότι θεωρούσε ότι ο Αβδούλ ευθυνόταν για την προδοσία και το θάνατο του πατέρα του. Και έτσι οι Τουρκαλβανοί του Λάλα είχαν εδραιώσει μια ση­μαντική στρατιωτική δύναμη στο χωριό Κακοτάρι με κύριο σκοπό την ασφάλεια του τόπου και ιδίως των Τούρκων κατοίκων της περιοχής.

Ο Αβδούλ-αγάς πέραν από τα κτήματα που είχε στο Κα­κοτάρι, Σκιαδά και Δερβινή, διέθετε και ένα μεγάλο αριθμό ζώων, όπως αιγοπρόβατα, άλογα, αλλά και πολλά βόδια (τα λεγόμενα αγριομούσχαρα ή βλαχομούσχαρα).

Ήταν κύριος όλων των μύλων αρχόμενος από την Δερβι­νή μέχρι και στο σημερινό μύλο του Καρπέτα στα όρια Αχαίας Ηλείας επί του δρόμου Πάτρα - Τριπόλεως.

Κατεβαίνοντας από τις πηγές της Δερβινής συναντάμε σή­μερα τους εξής μύλους που τους ονομάζουμε με τα ονόματα των τελευταίων μυλωνάδων.

Ο μύλος του Παναή Αθανασόπουλου η Ζούρτσου, του Xρύσαvτoυ Μπούμπαλη και του Κώστα Παπανικολάου.

Πιο κάτω στον οικισμό Κερέσοβα ήταν ο μύλος του Κώστα Αγγελόπουλου , και πιο κάτω ο μύλος του Κουτούπη.

Το ξύλινο γεφύρι στο τελευταίο νερόμυλο του ποταμιού της Κερέσοβας, στη  συμβολή με τον Πηνειό.

Λέγεται ότι κάποιος από αυτούς τους μύλους ήταν και βε­λανιδόμυλος (έβγαζε αλεύρι από βελανίδια δρυς και όχι από βελανίδια πουρναρίσια διότι αυτά πικρίζουν).

Κατεβαίνοντας στην κοίτη του ποταμού φτάνουμε στο γε­φύρι το Κακοταρέϊκο, όπου βρίσκουμε το μύλο του Γιαννόπου­λου (Κουρλιαμπάτση) που με το ίδιο νερό δούλευε και νερο­τριβή.

Παραθέτω τρία δημοτικά τραγούδια που κατά παλιές πλη­ροφορίες αναφέρονται στο μύλο του Κακοταρίου που τότε ήταν του Αβδούλ-αγά.

1. Η ΛΕΛΟΥΔΩ

Γείραν' τ' απόσκια γείρανε, Λελούδω, στην αυλή σου και συ,

 

Λελούδω, νύχτωσες, στο μύλο μην παγαίνεις,

 

γιατί είναι Τούρκος μυλωνάς κι αράπης πασπαλιάρης,

 

παίρνει το ξάγι φίλη μα, χούφτα τα μαύρα μάτια.

 

Κι εκείνη δεν τον άκουσε της μάνας της το λόγο

 

και το άλογο φόρτωσε, παίρνει και πάει στο μύλο,

 

βρίσκει το μύλο αδειανό και το νερό κομμένο,

 

το μυλωνά Αβδούλ-αγά, έτοιμο για να φύγει.

 

- Γεια σου, χαρά σου, Αβδούλ-αγά! - Καλώς την, τη Λελούδω.

 

Και τη Λελούδω αγκάλιασε και τη φιλεί στα μάτια.

("Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνι­κού Λαού», Π. Παπαζαφειρόπουλου, Πάτρα 1887, σελ. 64)

Πολλοί πιστεύουν ότι το τραγούδι πρωτοτραγουδήθηκε στο χωριό Κακοτάρι γιατί, όπως αφηγούνται οι γεροντότεροι, ο μύλος του Κακοταρίου βρίσκεται στο ποτάμι, δίπλα από τη σημερινή γέφυρα, και ανήκε στον Αβδούλ-αγά. Επίσης δίπλα στο μύλο με την ίδια κρέμαση δούλευε και νεροτριβή. Οι αγά­δες, όπου είχαν την έδρα τους, προσπαθούσαν να έχουν και δικό τους μύλο, όπως έχει διασώσει και η παροιμία: «Όπου αγάς και μύλος». Είχαν βάλει πασπαλιάρηδες μισθωτούς που έμεναν μέσα. Μετά την απελευθέρωση, πολλοί από τους μύ­λους, που έμειναν στα ελληνικά χέρια, εξακολουθούσαν να κρατούν το όνομα του πρώην ιδιοκτήτη τους, ας ήτανε και Τούρκος ακόμη.

Το λαγκάδι του Πηνειού στο Κακοταρέικο γεφύρι στο δρόμο προς την Ε.Ο «111»  

Ο μύλος του Κακοταρίου σώζεται ακόμη και σήμερα, αν και είναι σε αθλία κατάσταση. Το δε νερό με το οποίο γύριζε (δού­λευε) έχει υδροδοτήσει την Αμαλιάδα και τα γύρω χωριά του κά­μπου. Απέχει από το χωριό περίπου ένα τέταρτο της ώρας με τα πόδια.

 

2. Η ΛΕΛΟΥΔΩ

 

Γείραν' τ' απόσκια γείρανε, Λελούδω, στην αυλή σου

 

και συ, Λελούδω, άργησες, στο μύλο μην παγαίνεις,

 

γιατί είναι Τούρκος μυλωνάς κι αράπης πασπαλιάρης,

 

παίρνει το ξάγι φίλημα, φιλεί τα μαύρα μάτια.

 

Κι εκείνη δεν τ' αφουγκράστηκε της μάνας της τα λόγια,

 

πιάνει φορτώνει τις μεργιές στ' άλογο και κινάει,

 

νυχτούλα παίρνει το στρατί, νύχτα στο μύλο φτάνει,

 

βλέπει το μύλο χάρβαλο και το νερό κομμένο,

 

βλέπει και τον πασπαλιάρη, κομμένο στο λιθάρι.

Η ιστορία έχει ως εξής: Μια όμορφη κοπέλα απ' το Κακο­τάρι, η Λελούδω, είχε ερωτικές σχέσεις με τον Τούρκο μυλω­νά που δούλευε στο μύλο του Αβδούλ αγά. Ένα βράδυ φόρ­τωσε το άλογο με σιτάρι και κίνησε να πάει στο μύλο ν' αλέ­σει, αλλά και να συναντήσει τον αγαπημένο της. Οι Κλέφτεςτης περιοχής που είχαν μάθει τις ερωτοτροπίες της Λελού­δως, κίνησαν για το μύλο, σκότωσαν το μυλωνά και το βοηθόκαι χάλασαν μύλο και μυλαύλακο.

 Ο νερόμυλος του Αβδούλ αγά, ιδιοκτησίας τώρα του Γιαννόπου­λου (Κουρλιαμπάτση) που με το ίδιο νερό δούλευε και νερο­τριβή (φωτογραφία Κ.Παπαντωνόπουλος)

Όπως διηγούνται οι γεροντότεροι, η επίθεση αυτή δεν έγι­νε για τα μάτια της Λελούδως, αλλά για να πλήξουν τα συμ­φέροντα του αγά του Κακοταρίου

3. (ΓΕΙΡΑΝ Τ' ΑΠΟΣΚΙΑ, ΓΕΙΡΑΝΕ...)

 
 

Γειραν τ' απόσκια, γείρανε, Λελούδα μ', στην αυλή σου,

 

κι εσύ, Λελούδα μ', στο μύλο μην παγαίνεις,

 

γιατί είναι Τούρκος μυλωνάς και σε βαρυξαϊάζει,

 

σου παίρνει ξάι τ' άλογο, φιλεί τα μαύρα μάτια.

 

Κι αυτή δεν αφουγκράστηκε της μάνα της τα λόγια,

 

νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλιγώνει,

 

μεριά βάνει τ' άλεσμα, μεριά καβαλικεύει

 

και κίνησε και πάγαινε, μηλιά λελουδιασμένη.

 

Στη στράτα ν' όπου πάγαινε, στη στράτα που παγαίνει,

 

βλέπει το μύλο ανοιχτό, το μυλωνά στην πόρτα:

 

- Γεια σου, χαρά σου, μυλωνά !

 

- Καλώς την κόρη που 'ρθε.

 

Λελούδα μ', τ' ήθελες εδώ, τώρα το βράδυ-βράδυ;

 

Πιάνει ξεφορτώνει τ' άλογο, φιλεί τα μαύρα μάτια.

 

Λελούδα μ', σέλωσ' τ' άλογο, Λελούδα μ', καβαλίκα,

 
 

θα πάμε στην Αρβανιτιά, να κάνουμε μπαϊράκι.

Παραλλαγές:

Στίχοι:

  7.     κι έπιασε και το φόρτωσε στο μύλο για να πάει.

 

12. - Λελούδα μ', ρίξε τ' άλεσμα κι έλα να σε φιλήσω.

 

      - Τι λες αυτού, παλιότουρκε κι' εσύ, σκυλαρβανίτη,

 

         έχω αδέρφια δώδεκα, ξαδέρφια δεκαπέντε.

(«Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού», Ειρήνης Σπαν­δωνίδη, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1939, σελ. 136, αρ. 271)

Το γεφύρι το Κακοταρέϊκο κατά παράδοση το είχε φτιάξει ο Γιάννης Γιαννιάς με δικά του έξοδα για κάποιο παλιό τάξι­μο που είχε κάνει στην Παναγία των Νοτενών.

Πιο κάτω στον εγκαταλειμμένο οικισμό Τσερεβούνι ήταν ο νερόμυλος ο λεγόμενος Μποσδόμυλος, ήταν ο μύλος που εξυπηρετούσε το χωριό Τσερεβούνι.

Πιο κάτω ήταν ο Καλογερικός μύλος της Ιεράς Μονής Νοτενών. Τον οποίο για πολλά χρόνια τον εκμεταλλευόταν ο ονομαστός Νικολετόπουλος εις βάρος του Μοναστηριού.

Κατεβαίνοντας πιο κάτω συναντάμε το μύλο του Καρπέ­τα που είχε δυο λιθάρια (δηλαδή δυο κρέμασες) και είχε πά­ρα πολλή δουλειά. Ο μύλος βρίσκεται επάνω στο δρόμο στον οικισμό Καρπέτα στα όρια Αχαΐας και Ηλείας στο δρόμο Πα­τρών - Τριπόλεως.

Επίσης ο Αβδούλ-αγάς πλούτιζε σε βάρος των Τουρκαλ­βανών του Λάλα (αξιωματούχων, στρατιωτών αλλά και απλών πολιτών) αφού εμπορευόταν αρωματικό καπνό (ταμπάκο). Οι Λαλαίοι Τούρκοι είχαν μεγάλα διδόμενα με τους κατοίκους της Δίβρης και δεν μπορούσαν να περνούν ελεύθερα προς την περιοχή των Τριποτάμων και των γύρω χωριών να προμη­θευτούν τον φημισμένο και αρωματικό καπνό που παρήγαγε η περιοχή.

Ο Αβδούλ-αγάς χρησιμοποιούσε ριψοκίνδυνους Χριστια­νούς μεταφορείς που πήγαιναν στα εν λόγω χωριά και αγό­ραζαν τον καπνό, τον μετέφεραν στο Κακοτάρι και από εκεί στο Λάλα. Τον πιο ριψοκίνδυνο και έμπιστο είχε κάποιον Δη­μήτρη Σαρρή της γενεάς μετέπειτα (Τουτούνη).

Η πλατεία στο Κακοτάρι (φωτογραφία Κ.Παπαντωνόπουλος)

Ο Δημήτρης Σαρρής είχε εξημερώσει καθώς λέγεται γύ­ρω στα πενήντα άγρια άλογα που βρίσκονταν άφθονα στο Σκιαδοβούνι (2**). Είχε συγκροτήσει μια ομάδα, της οποίας είχε δώσει ειδική άδεια να οπλοφορεί για λόγους ασφαλείας. Ο Δημήτρης όμως με τον καιρό άρχισε να αποκρύπτει σημα­ντικό μέρος του καπνού και να κάνει παραεμπόριο σε βάρος του Αβδούλ-αγά και έτσι είχε γίνει ο μεγαλέμπορος του καπνού, ακόμη και της παράνομης εμπορίας όπλων σε Χριστιανούς αλλά είχε απλώσει τα πλοκάμια του και σε Οθωμανούς που ζού­σαν εκτός Λάλα ακόμη και σε κλέφτικες ομάδες του Ωλενού και του Χελμού.

Στην Τουρκική γλώσσα ο καπνός λέγεται «τουτούμ». Στον Σαρρή από τότε λόγω του εμπορίου του καπνού του κόλλη­σε το όνομα Τουτούνης εκ του Τουτούμ. Εφόσον ο Αβδούλ κάποτε κατάλαβε την παρακράτηση του καπνού κάλεσε τον Δημήτρη λέγοντάς του «κάνε λίγο νισάφι (έλεος) τουτούμ» για αυτό που γίνεται πίσω από τις πλάτες του. Ο Δημήτρης του απάντησε ότι έδινε πάρα πολύ στους μεσάζοντες στα χωριά και στα περάσματα όπου ήσαν πιασμένα από ληστές αλλά και Κλεφταρματολούς. Ο αγάς μπορούσε να τον εξοντώσει, όμως δεν ήθελε διότι φοβόνταν ότι θα έχανε τους συνδέσμους που είχε ο Δημήτρης και ίσως δεν θα ξανά έπαιρνε καπνό για εμπό­ριο.

Είχε δε συνεννοηθεί και με τον Θανάση Μπέργιο φοροει­σπράκτορα των Τούρκων της Δίβρης. Ο Μπέργιος του είχε διαμηνύσει ότι ο Δημήτρης ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να περάσει καπνό από τα περάσματα, διότι ήξερε τους πά­ντες και «λάδωνε» με το ανάλογο τους «προστάτες», όπου και αυτοί τον προστάτευαν.

Κάποιος Λειβαρτζινός που είχε μαλώσει με τον Δημήτρη επισκέφθηκε κρυφά τον Αβδούλ στο Κακοτάρι και του πρότεινε να παράγει μόνος του καπνό με τις υποδείξεις του. Νερά, για να τα ποτίζει είχε αρκετά, όμως ο τόπος του ήταν μετρη­μένος και εκεί βοσκούσαν τα ζωντανά του. Τότε του προτά­θηκε να εκμεταλλευτεί την Μπουκούτα.

Η Μπουκούτα είναι ένας μικρός κάμπος ΒΑ του σημερι­νού οικισμού Πανόπουλου. Το σχέδιο ήταν παράτολμο, αλλά αν μπορούσε να υδρεύσει την Μπουκούτα, όλα θα εξελίσσο­νταν διαφορετικά. Αποφάσισε χωρίς άλλη σκέψη να την υδρεύ­σει, φέρνοντας νερό με τον παραδοσιακό τρόπο, αυλάκι (κα­νάλι νερού), από την Αγία Παρασκευή της Κερέσοβας, όπου υπάρχουν πηγές (κεφαλόβρυσο) με αρκετό νερό στον κάμπο της Μπουκούτας. Κάλεσε τότε όλους τους τεχνίτες της περιο­χής (πετράδες, κτιστάδες, πρακτικούς μηχανικούς, βοηθούς σκαπανείς, ξυλουργούς) και πολλούς εργάτες να εργασθούν για το καλό του τόπου, λέγοντας ότι ήθελε να υδρεύσει την Μπουκούτα για να την εκμεταλλευόταν οι κάτοικοι της περι­φέρειάς του.

Το τοιχίο του μυλαύλακου που πάταγε το αυλάκι

Τότε όλοι συνέδραμαν με ότι μέσο μπορούσαν να πρά­ξουν ότι το καλλίτερο μπορούσαν. Το έργο το ανέλαβε κά­ποιος αρχιμάστορας από το Μοναστηράκι της Αρκαδίας. ΟΑβδούλ του έβαλε μερικούς όρους:

1ον Σ' εννέα μήνες να παραδώσει το έργο τελειωμένο.

2ον  Να μην γίνουν προχειρότητες που μπορεί να γίνουν ζη­μιές.

3ον  Να μην υπάρχει διαρροή νερού σε κανένα σημείο του έργου.

4ον  Να γίνουν γεφυράκια όπου χρειαστεί.

5ον  Πριν την Μπουκούτα να μην αφήσει παροχές.

6ον Η πληρωμή θα γίνει ένα τρίτον στην αρχή, το δεύτε­ρο τρίτο διακόσια μέτρα πριν φθάσει στην Μπουκούτα και το υπόλοιπο όταν περάσει το νερό στην Μπουκούτα (μετά από δυο φεγγάρια μήπως λόγω κακής κατασκευής σπάσει το αυλάκι).

Το αυλάκι στο βράχο

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ξύλα από δένδρα Καπελίσια (δρυς) για κανάλια όπου χρειαζότανε η αερομετα­φορά του νερού, δεν χρησιμοποίησε πλατάνια αν και αφθο­νούσαν στην περιοχή, πέτρες από τον ίδιο τον τόπο και όταν χρειαζόταν λαξευμένες, λάσπη γινομένη από τρίμματα κερα­μιδιού, κοζά (τρίχες από γίδες), τρίχες από ουρά και χαίτη αλόγων, πάρα πολλά κομματιασμένα όστρακα καβουριών και σαλιγκαριών για τα επικίνδυνα σημεία, πλήθος αυγών, ρετσί­νι για στεγανοποίηση, ελάχιστο μολύβι, λίπος από ζώα αλλά και ίνες από το φυτό Αθανάτια που έχει μέσα στα αγκαθωτά φύλλα του. Λέγεται δε ότι κατασκεύασαν και πήλινους σωλή­νες για τις διαβάσεις και για τους βράχους. Επίσης κατά μαρ­τυρίες λέγεται ότι χρησιμοποίησε και μπαρούτη για να ανατι­νάξει βράχια, αλλά και ξύλινους πύρους για την διάνοιξη των βράχων (3***).

Το αυλάκι στην πλαγιά που υψώνεται το Γερακάρι

Σ' όλα τα μικρά ρέματα, ή γράνες, υπήρχε κό­φτρα υποχρεωτικά, απαγορευότανε να έχει κόφτρες σε χω­ράφια των κατοίκων, σε στάβλους ζώων ακόμη και σε σπίτια όποια κι αν θα βρίσκονταν στην διαδρομή του νερού. Είχε δώ­σει ρητή εντολή, ζώα να μην πλησιάζουν πιο κοντά των 150 (τριακοσίων μέτρων) οργιών κοντά στο αυλάκι μήπως και το καταστρέ­ψουν. Επίσης είχε δώσει εντολή να κόψουν τα δένδρα αριστε­ρά και δεξιά του αυλακιού (καναλιού) για να μην πέφτουν μέ­σα φύλλα.

Δεξιά κάτω το Τούρκικο αυλάκι

Η παράδοση λέει όταν τελείωσε το έργο και παραδόθηκε στον αγά, έριξαν δυο βαρέλια νερό από τις πηγές της Κερέ­σοβας και έφθασε στην Μπουκούτα χωρίς καμία διαρροή.

Ζήτησε από τους παρακείμενους ιδιοκτήτες των χωρα­φιών ή στάβλων να αναλάβουν τον καθαρισμό του αυλακιού από φύλλα, κλαδιά και πέτρες και τους υποχρέωσε να είναι υπεύθυνοι για κάθε τυχόν ζημιά που θα προκαλούταν κατά την διάρκεια του ποτίσματος.

Κάθε 300 οργιές είχε τοποθετήσει σύμφωνα με τις υποδεί­ξεις κάποιου πολυτεχνίτη ονόματι Σίνου από το χωριό Αν­δρώνι, (δεν έχω περισσότερες πληροφορίες για τον Σίνο) ένα μηχανισμό που έβλεπαν από μακριά σε ποιο σημείο ήταν τυ­χόν διαρροή και αν υπάρχει ροή και αν είναι πλήρες το αυλά­κι (4****).

Τοιχίο που πάνω πέρναγε το αυλάκι 

Τα σχέδια του Αβδούλ όμως δεν εκπληρώθηκαν ποτέ μο­λονότι είχε κάνει τις ανάλογες προετοιμασίες, είχε οργώσει όλο τον κάμπο της Μπουκούτας και είχε σπείρει σπόρια κα­πνού για να μεταφυτεύσει έτοιμα τα φυτά που είχε προετοι­μάσει ο Λειβαρτζινός φίλος του ονόματι Ινταρές ή Νταϊρές, που είχε φέρει σπόρο από το Λειβάρτζι.

Στις 2 Μάρτη του 1821 τελείωσε το έργο, έγινε η παρά­δοση με πανηγυρισμούς, χαρές, νταούλια και βιολιά και τρα­πεζώματα, όμως η μεγάλη επανάσταση του Έθνους χάλασε τα σχέδια. Έπειτα από λίγο καιρό με τον ξεσηκωμό των Ελ­λήνων ο Αβδούλ-αγάς εγκατέλειψε το χωριό Κακοτάρι. Οι κά­τοικοι για αντίποινα και φοβούμενοι μήπως επιστρέψει πάλι οΑβδούλ-αγάς κατέστρεψαν τον πύργο το σαράι, τις αποθήκες για να μην ξανά εγκατασταθεί ο αγάς. Ακόμη κατέστρεψαν και ολόκληρο το αυλάκι, διότι είχαν δουλέψει χωρίς καν να πληρωθούν έστω και μ' ένα κομμάτι ψωμί για τις υπηρεσίες τους που είχαν προσφέρει στον Αβδούλ-αγά.

Το σχέδιο του Αγά πραγματοποιήθηκε έστω και με τα μέ­σα που διέθεταν τότε σ' ορισμένο χρονοδιάγραμμα και με τις ανάλογες προϋποθέσεις. Ίσως στα χρόνια τα δικά μας το σχέ­διο του Αβδούλ ίσως να έδινε ζωή στον ξερόκαμπο της Μπου­κούτας.

Το Πετρωτό (φωτογραφία Ι. Ντινόπουλος)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1*) Το Κακοτάρι κατά την παράδοση πήρε το όνομά του από την πρώτη Αρβανίτικη οικογένεια που πρωτοκατοίκησε τον τό­πο και που λέγονταν Σαρρής. Ο γενάρχης της οικογένειας Του­τούνη (πρώην Σαρρή) ήταν τσοπάνης από το Απάνου Σκιαδά και πήγε και εγκαταστάθηκε στο σημερινό Κακοτάρι. Με το χρόνο η οικογένεια μεγάλωσε και ένας από την οικογένεια έγινε Ζαπίτης (βοηθός σε Αστυνόμο) στην περιοχή όπου πήρε και το όνομα Ζι­μπίτας, άλλος ένας χρημάτισε βοηθός Κάπου επί Τουρκοκρατίας και έτσι του έμεινε το όνομα Κάππος. Οι Σαρραίοι ήσαν Αρβανί­τες τσοπάνηδες που βρήκαν στο σημερινό χωριό παλιά χαλά­σματα με βρύση μέσα στο χωριό, αλλά και με δυο πηγές τη Μα­λόταινα και την Αλοβά και πολύ τόπο προσοδοφόρο για κτηνο­τροφία.

Εκεί μέσα στα παλιά κτίσματα έφτιαξαν τα σπίτια τους και τα γαλάρια τους. Με τον καιρό δέχονταν ληστρικές επιθέσεις από διαφόρους αλλά και επιθέσεις από άλλους τσοπάνηδες που ήσαν γείτονες στην περιφέρειά τους. Για το λόγο αυτό εξοπλίστηκαν κα έγιναν σκληροί απέναντι σε κάθε είδους επιθέσεις. Τότε έλεγαν τους κατοίκους του χωριού αυτού (κακούς Σαρραίους), σιγά - σιγά το χωριό το ονόμασαν (κακό – Σαρί). Στην απογραφή του Γριμάνι το έτος 1700, συναντάμε το χωριό με τ' όνομα Cacosari, (Κακοσαρί) με 14 οικογένειες. Κατά την Β' Τουρκοκρατία οι Τούρκοι μετά από σκληρές διενέξεις και αψιμαχίες με τους Σαρραίους τους ανάγκα­σαν μετά από μια πρόχειρη συμφωνία να εγκαταλείψουν το χωριό και να εγκατασταθούν στον οικισμό Τσερεβούνι που βρίσκεται Νο­τιοδυτικά του χωριού δεξιά της όχθης του ποταμιού.

Με το χρόνο το Κακοσαρί μετονομάστηκε σε Κακοτάρι και μέ­νει το όνομα μέχρι σήμερα. Υπάρχουν σήμερα στο Τσερεβούνι απομεινάρια κτισμάτων ακόμη και τα ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής.

Κατά τις 15 - 17 Μαΐου 1821 (με το παλιό ημερολόγιο) οι Λα­λαίοι Τούρκοι ορμώμενοι δια μέσου της Πηνείας πυρπόλησαν ολό­κληρο το Τσερεβούνι, επίσης την Μονή Νοτενών όπου πρώτα την λεηλάτησαν προχωρώντας ανατολικά πυρπόλησαν δεκαεννιά Χρι­στιανικά σπίτια στο Κακοτάρι (Ζαχαρόπουλου Τάση, Θεοδωρό­πουλου Θεοδώρου, Ροδόπουλου Τάκη, Παλαιολόγου Βασιλάκη, Οικονομόπουλου Νικολάκη (μέσα στο σπίτι ήταν και η ανάπηρη μάνα του Σταυρούλα), Μπελογιαννόπουλου Χρήστου, Καλουπι­τζή Αλέξη, Γκόλα Σωτηράκη, Αντωνόπουλου Αντωνάκη, Σταυρό­πουλου Γιαννάκη, Κάππου Θεοδόση, Παπαδόπουλου Σπύρου, Τσα­ρούχα Μήτσου, Τσιφρίκα Σταύρου, Τσιφρικόπουλου Νικολάκη, Τσι­φρίκα Δημητράκη, Σπανόπουλου Γιώργη, Ζιμπίτα Θοδωράκη, και Ζιμπιτομήτσου Γιάννη) και κατευθύνθηκαν προς Κερτίζα, Κερέσοβα και Τσίπιανα λεηλατώντας και μετά συνεπλάκησαν σε μάχη με τον Γιώργη Γιαννιά στην Τσάχλη, Πολίτσα και στη θέση Κατσα­ρού.

(2**) Ένα πρωτοφανές γεγονός για την Ηλεία, αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα ήταν κατά το έτος 1890 η ύπαρξη αγρίων αλόγων στο χωριό Κακοτάρι του Δήμου Λαμπείας κατά κοπάδια. Τα άλογα αυτά έβοσκαν στα γύρω βουνά του χωριού όπου οι χω­ρικοί όταν ήθελαν να έχουν ζώα στην χρήση τους έπιαναν κάθε φο­ρά και τα εξημέρωναν.

Μάλιστα κατά το έτος 1890 μετά από βαρυχειμωνιά στην πε­ριφέρεια αυτή έπεσαν πολλά χιόνια και πάνω από 200 άλογα κα­ταπλακώθηκαν από τα βράχια.

Ο Χαράλαμπος Μεγακλή Τουτούνης με διαβεβαίωσε ότι θυ­μήθηκε τα άγρια άλογα αλλά και τα αγριομούσχαρα που ήσαν στο βουνό.

«Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 - 1930», Βύρων Δάβος, σελίδα 153, Αθήνα 1996.

(3***) Ο τρόπος διάνοιξης των βράχων γινόταν με τον εξής τρό­πο. Τρυπούσαν το βράχο σε ορισμένα σημεία με χειροκίνητα τρυ­πάνια και μέσα τοποθετούσαν σφήνες ξύλινες φτιαγμένες από ξε­ρό κορμό δένδρου μυγδαλιάς ή και από πουρνάρι με την βοήθεια βαριάς.

Όταν σφήνωναν καλά οι σφήνες τότε τις πότιζαν με νερό. Όταν φούσκωνε το ξύλο από το νερό η δύναμη έκανε μεγάλες ρωγμές (ραγίσματα) στο βράχο και έτσι ήταν πιο εύκολο να τον σπάσουν.

Επίσης σε ορισμένα σημεία που ήταν βράχοι στερέωναν το αυ­λάκι με υποστυλώματα έκαναν τρύπες στο βράχο ώστε αν σάπιζε το ξύλο να μπορούσαν εύκολα να επανατοποθετήσουν άλλο.

(4****) ΠPOΤΥΠOΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΝΔΕΙΞΗΣ, ΡΟΗΣ ΝΕΡΟΥ

 

Ο μηχανισμός αυτός ήταν επινόηση του Σίνου από το χω­ριό Ανδρώνι. Αποτελούταν από ένα πλαίσιο (κλαπέτο) παραλληλόγραμμο ξύλινο (βρασμένο με ενισχυμένο αλατόνερο, επα­λειμμένο με ρετσίνι και κοζά φτιαγμένο σαν φύλο λαμαρίνας. Ήταν ζυγισμένο με ένα άξονα στο χείλος του αυλακιού και στο επάνω μέρος ήταν προσαρμοσμένο ένα ξύλο όπου στην κορυ­φή του είχε μια σημαιούλα, συνήθως κόκκινη για να φαίνεται από μακριά. Όταν το αυλάκι δεν είχε νερό, ο μηχανισμός βρι­σκόταν σε κάθετη (ορθή) θέση και φαινόταν η σημαιούλα. Όταν έτρεχε το νερό στο αυλάκι πίεζε το κλαπέτο και ο μηχανισμός ερχόταν σε οριζόντια θέση και έτσι η σημαία δεν φαινόταν, λό­γω του ότι η σημαιούλα έπεφτε σε οριζόντια θέση στο χείλος του αυλακιού.

Και έτσι από μακριά έβλεπαν αν στο αυλάκι έτρεχε νερό ή και όσο νερό έτρεχε διότι αν έτρεχε λίγο η σημαία έγερνε ελαφρά με μικρή κλίση προς την αφετηρία του νερού, αν έτρεχεκανονικά η σημαία ήταν (σχεδόν) σε οριζόντια θέση.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

- «Η Εξομολόγησης ενός πάλαι ποτέ Λήσrαρxoυ προς την

Κοινωνία», Kωνσταvτίνoυ Π. Πανόπουλου, Αθήνα 1995.

- «Η Ζωή των Κατοίκων της Ηλείας κατά την Τουρκοκρα­τία», Βύρων Δάβος, Αθήνα 1993.

- «Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας Ν Ηλειακή βι­βλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής", Λεχαινά 1990.

- «Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας'., Γεωργίου Αρ. Χρυσανθα­κοπούλου, εν Αθήναις 1950

- «Ο Αρματολός Γιαννιάς και Ντελή-Γιώργης Γιαννιάς», Βα­σίλη Κυριαζή, Πάτρα 1998.

- «Η Τριταία (1100 π. χ - 1994)" Γ. Α. Πετρόπουλος εκδό­σεις CONCEPT, Αθήνα 1994.

- «Το χωριό μας Αγία Κυριακή του Δήμου Λασιώνος Ηλεί­ας", Ιερέας Παναγής Παπακυριακόπουλος.

- «Τραγούδια της Αγόριανης Παρνασσού», Ειρήνης Σπαν­δωνίδη, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1939.

- «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνι­κού Λαού», Π. Παπαζαφειρόπουλου, Πάτρα 1887.

- «Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 - 1930", Βύρων Δά­βος, Αθήνα 1996.

- Διάφορα αποκόμματα από παλιές εφημερίδες.

- Προφορικές μαρτυρίες κατοίκων των χωριών Λεχούρι,Λειβάρτζι, Πλάκα (Μορόχοβα), Σκιαδά, Δροσιά (Mπρoσroβί­τσα) , Κακοταρίου, Κρυόβρυσης (Δερβινής), Τσίπιανα, ΑγίαΚυριακή (Κερτίζα) Κερέσοβας και Αγίας Τριάδας (Μπουκο­βίνας)

Το ποτάμι της Κερέσοβας το καλοκαίρι χωρίς νερό

 

 

Ευχαριστώ τον Ηλία Π. Τουτούνη (λαογράφο ερευνητή) για την ευγενική παραχώρηση του άρθρου. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Φολόη» (τεύχος 47 έτος 12ο) και μέρος του άρθρου στο βιβλίο του Ηλία Τουτούνι, «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι» από τις εκδόσεις βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
Η φωτογραφίες είναι από την επίσκεψη μου στο ποτάμι της Κερέσοβας στις 28 Αυγούστου 2007, με το φίλο μου Διονύση Ντίνο και το γιό του Κώστα από το συνοικισμό Ντιναίικα του δημοτικού διαμερίσματος Κακοταρίου.
Το Τούρκικο αυλάκι ξεκινάει από την πρώτη προγενέστερη δέση και στηρίζεται σε πέτρινα τοιχία των 12 ανεξερεύνητων «Ομηρικών» νερόμυλων που υπήρχαν στο ποτάμι της Κερέσοβας. Στους νερόμυλους που συγκροτούσαν βιομηχανική εγκατάσταση  θα επανέλθω στο μέλλον.
Κ. Παπαντωνόπουλος Ιανουάριος 2009
 

Εμφανίσεις 5786
Αναθεωρημένο 42 Φορές
Δημιουργήθηκε Κυριακή, 11 Ιανουάριος 2009 22:20
Τροποποιήθηκε Παρασκευή, 02 Μάρτιος 2012 00:11
Εκτύπωση