Περί Φολόης ο Λόγος

Γονική Κατηγορία: Βιβλιογραφία,έντυπα Βιβλία τoυ τόπου μας Εμφανίσεις: 6405

Ο «περί της Φολόης λόγος» του δάσκαλου και συντοπίτη μας Χρήστου Μαρκόπουλου, ένα πολυσέλιδο έργο 750 σελίδων, αφιερώνεται στον πνευματικό του πατέρα Βασίλειο Παπαθεοδώρου καθώς και στο μαθητή του, Μπάμπη Παπαθεοδώρου, ιδρυτή του περιοδικού Φολόη.

Στο έργο αυτό περιγράφει, με γλαφυρό και ιδιαίτερο τρόπο, χρησιμοποιώντας τη ντοπιολαλιά της Γιάρμενας, τους ανθρώπους της περιοχής, από τα μέσα του 1800 έως τις μέρες μας. Προβληματίζει τον αναγνώστη δημιουργώντας ερωτηματικά αναφορικά με το ποια ιστορία είναι πραγματική και ποια φανταστική. Επιθυμεί, όπως αναφέρει στο προλογικό του σημείωμα, «να πιάσει κουβέντα με τους δικούς του ανθρώπους, τους Οροπεδιώτες, για πράματα που γνωρίζουν ή δε γνωρίζουν, έτσι για να γίνεται κουβέντα».

 

Χαρτογραφεί όλα τα τοπωνύμια «της επικράτειας της Φολόης». Επιπλέον, συμπεριλαμβάνει και τα χωριά που γειτνιάζουν με τη Γιάρμενα, τα οποία, όπως λέει, είναι οι κλωστές που πλέκει τις ιστορίες στις λαογραφικές του αφηγήσεις.

Με κέντρο το χωριό του ξεκινάει την περιγραφή από τα βόρεια, με τις Κουμαναίϊκες πλαγιές της «Λογομάντρας», τις Αντρωναίϊκες πλαγιές, τις Αντρωναίϊκες «φυτειές» και τα Κατσαντωναίϊκα ως και τα Πανοπουλαίϊκα χωράφια. Συνεχίζει προς τα νότια, από τον Μηλαίϊκο τόπο, τον Περσαιναίϊκο και τον Κλινταίϊκο, την Κουφάλα, το Ταβούλι μέχρι του «Αράπη το μνήμα» στα «Εννιά δέντρα».

Σας παραθέτω μερικά από τα τοπωνύμια που ανήκουν στην περιφέρεια Αντρωνίου και άλλα που μου ήταν πολύ γνωστά από τις περιηγήσεις μου στη Γιάρμενα και στα γύρω χωριά. Το βιβλίο του Χρήστου Μαρκόπουλου μου τα επανέφερε στη μνήμη:

Καλλιμπάχη, Χαραγιές, «Λάκκα - Ζώρα», «Λίμνα Αντρωναίϊκη», «Κοκκαλάκι», «στα Πιτσινάρια», «στου Μπερή», «στου Σίνου το καμίνι», «στου Γκούρη», «στου Βορού», «Λάκκα Μπραήμη», «Ξυλογαϊδάρα», «Λάκκα Λουβίκη», «στα Ζωνάρια του Τσάκα», «στου Παπαντώνη το Καταρράχι, «στη Γκουφάλα», «στου Χτένα», «στου Σιπρένη», «στου Πυριοβολή το Καταρράχι», «στο Μύλο του Γκάτση», «στον Κλινταίϊκο μύλο» «στη Περσαινόλακκα» και άλλα πολλά.

Περιγράφει όλα τα αντικείμενα που ήρθαν σε επαφή και χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι της Γιάρμενας. Την καλύβα και τα εργαλεία του τσοπάνη, το σαμάρι, το ξυλάλετρο, το κάρτο, τα χαλκωματένια, τα πήλινα και ξύλινα σκεύη, τη σκάφη ζυμώματος, τα πλαστήρια, τις στάμνες, τις λαήνες, το τσουκάλι και τα χαλκωματένια ταψιά, τον τέντζερη, την τέσα, το λεβέτι, τα πατητήρια τα σκαφόνια και τις μαστέλλες.

Παρουσιάζει τις γιορτές, τα πανηγύρια και τα μεγάλα εμποροπανήγυρα, τα οποία γίνονταν στα Ολύμπια, στου Βάραγκα, στου Τζαμί και στα Τριπόταμα. Το γάμο και τα συμπεθεριά, τα προικιά και τα προικοχάρτια. Τους μαυραγορίτες που επισκέπτονταν τη Γιάρμενα και την εφοδίαζαν με είδη πολυτελείας, τα οποία αντάλλαζαν για ένα κομμάτι ψωμί, την εποχή της μεγάλης πείνας.

Αναφέρεται, εκτενώς, στους κατοίκους του χωριού του, που ήταν, κυρίως, γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Οι Γιαρμεναίοι αναγκάζονταν να αναζητούν δουλειές στα πεδινά τον καιρό του σκαψίματος, του χαρακιού και του τρύγου της σταφίδας, στα Φιλιατρά την εποχή του μαζέματος της ελιάς και στον κάμπο της Ηλείας τον καιρό της συγκομιδής της ντομάτας.

Μιλάει με παράπονο για τη μετανάστευση της δεκαετίας του 1950, την εποχή που η Αθήνα αρχίζει να «ρουφάει» το χωριό του. Για τα κορίτσια που φύγαν και για τα αγόρια, που απόμειναν και δεν έβρισκαν γυναίκα να νοικοκυρευτούν. Για τις δραστήριες γυναίκες που σκίζονταν στις δουλειές του σπιτιού, ενώ ταυτόχρονα έβαζαν πλάτες για να βοηθούν τους άντρες τους στις αγροτικές δουλειές.

Παράλληλα, δεν ξεχνάει και το θάνατο, που έκανε κι αυτός καλά τη δουλειά του. Να πως προβλέπει το μέλλον της Γιάρμενας:

«Ξεραθήκανε οι μήτρες των γυναικώνε

Και νέες μήτρες δεν υπάρχουνε

Να γένει το καλούπωμα ψυχών νέων.

Θα σφαλιστούνε τα πορτοπαράθυρα

Και ήλιος δεν θα μπαίνει μες τα σπίτια.

Αράχνες θα υφαίνουνε τον ιστό τους μέσα στο σκοτάδι».

Οι ήρωες του είναι ξωμάχοι, απλοί άνθρωποι, ποιμένες, γεωργοί, κτιστάδες, μυλωνάδες, χαλικιάδες, καλατζήδες, σαμαράδες, βαγενάδες, τσαγκάρηδες, καφετζήδες, βιολιτζήδες, δραγάτες, δάσκαλοι, γραμματικοί· αλλά και προξενητάδες συμπεθεροκόποι, ματιάστρες και ξεματιάστρες, γιάτρισσες και ξεγεννήτρες.

Αναφέρεται και στους ξένους τεχνίτες, τους Σιναίους σαμαράδες, τους χτίστες από την Ήπειρο, τους Λαγκαδιώτες και τους Καλιανιώτες, τους τομαράδες και τους ταμπάκηδες· στους ξένους καρβουνιάρηδες, τους Ηπειρώτες βαγενάδες, που έφτιαχναν βαγένια αντοχής, τους λοτόμους, τους φραγκοραφτάδες, τους βλαχοραφτάδες, τους φουρνοποιούς και τους καλαθόγυφτους του κάμπου.

Ήρωές του είναι και οι πολεμιστές του 1821, των Βαλκανικών πολέμων, της Μικρασίας, της Αλβανίας, οι νεκροί των πολέμων αυτών, καθώς και τα θύματα του καταραμένου Εμφύλιου. Οι μετανάστες, οι παλιοί και νέοι της Αμερικής, του Καναδά, της Αυστραλίας, της Αφρικής και της Γερμανίας.

Εκτενή αναφορά κάνει και στο δημοτικό σχολείο του χωριού, τους μαθητές, τους δασκάλους, τις δασκάλες και στα τερτίπια του παπαδάσκαλου Μπέκιου και της τσιγκούνας παπαδιάς.

Δεν παραλείπει το ζωϊκό και το φυτικό βασίλειο. Τα πουλιά, τους σκύλους, τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τις αλπούδες· τα πλατάνια, τα πουρνάρια και τις βελανιδιές. Επίσης, τα ξωτικά, τα αερικά, τις νεράιδες και τα στοιχειά.

Αναφέρεται στο μύθο και την ιστορία του τόπου μας, με απλή λαϊκή γλώσσα για να καταλαβαίνουν ακόμη και τα «τσορομπίλια». Μας μιλάει για το Φόλο και τους Κενταύρους που φθάσανε στον τόπο μας από το Πήλιο για να δουλέψουνε και να κάμουνε στάνες, χωράφια κι αμπέλια.

Για το «μπεκροκανάτα» Διόνυσο, που προμήθεψε το Φόλο με φυτάδι αμπελιού και ένα μεγάλο βαγένι γιομάτο κρασί για να το ανοίξει, όταν θα δεχόταν την επίσκεψη του Ηρακλή.

Για τον Πάνα, τον τραγοπόδαρο Αρκάδιο θεό που έστειλε στο Φόλο κάστανα από τον Πάρνωνα για να φυτέψουν οι Κένταυροί του όλες τις πλαγιές.

Για την επανάσταση των Κενταύρων κατά του Φόλου, όταν ο Φόλος άνοιξε το χιλιόχρονο βαγένι για να κεράσει τον Ηρακλή και τις μεγάλες λαμπάδες από δαδί, που πήραν οι Κένταυροι από τις ξερές πεύκες της Πέρσαινας και της Καλολετσής.

Για τον Πρωτέα, που μεταμορφώθηκε σε ποτάμι και γέμισε με νερό τις λάκκες του Ζώρα και του Βιρλάγκαδου, για να σβήσει τη φωτιά στη Λασιτούμπα, την περιοχή που ήταν το παλάτι του Φόλου και στη συνέχεια να καθαρίσει την κόπρο από τους σταύλους του Αυγεία.

Για τον Ερυμάνθιο Κάπρο που έπιασε ο Ηρακλής, στο σημείο που σήμερα είναι ο Κουμαναίϊκος τόπος και τους αγώνες που διοργάνωσε με αθλητές από την Ακρώρεια, την Ψωφίδα, τη Θέλπουσα και την Ηραία για να τιμήσει τον φίλο του και αρχηγό των Κενταύρων, Φόλο.

Για τον Τρωικό πόλεμο και τους Ακρωρειανούς Οροπεδιώτες, που συστρατεύτηκαν με τον Τληπόλεμο και το βασιλιά των Αρκάδων, Αγαπήνορα.

Για τους εχθρούς και φίλους που πέρασαν από τη δασωμένη Φολόη. Τον Οπούντα, το βασιλέα των Επειών Ηλείων, τους Ψωφιδιώτες και τους άλλους Αρκάδες· τους Δωριείς, το Φίλιππο Ε' της Μακεδονίας, το στρατό της Αχαϊκής Συμπολιτείας, τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Γότθους του Αλάριχου, τους Σλάβους, τους Φράγκους και τους Βενετούς, τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς, τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.

Το τελευταίο μέρος είναι αφιερωμένο στα 37 σόγια της Γιάρμενας. Αρχίζει με το γενεαλογικό δέντρο των Αθανασοπουλαίων και τελειώνει με τους Χρονοπουλαίους. Ξετυλίγει με κάθε λεπτομέρεια το κουβάρι της ζωής των Γιαρμεναίων. Περιγράφει τα χούγια και τα προτερήματα τους, τις πλάκες που έκαναν, τα παρατσούκλια που τους κόλλησαν, τις παροιμιώδης φράσεις που ειπώθηκαν γι' αυτούς. Χαρακτηριστική είναι μία παροιμία που αναφέρεται στη θειά μου: «Παντρέυτηκε η Μηλιά του Μπούκη και πήρε τον Βγενύση το Μπουμπούκi».

Αναφέρει, ακόμα και άλλες λαογραφικές ιστορίες, όπως η κατάρα που έδωσε ο Αλισούτης στον Παναή Τριαντόπουλο: «Κακό αστροπελέκι να σε βαρέσει». Σε αυτό το σημείο, ο συγγραφέας, περιγράφει το πως επαληθεύτηκε: «H ατμόσφαιρα ήτανε ηλεχτρισμένη, άστραψε στη Νοτενά και το αστροπελέκι έπεσε στη ράχη Σκληρού και πάνω στην κεφαλή του Παναή».

Όλο το έργο είναι στολισμένο με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κυρίως από το φωτογραφικό αρχείο του μουσείου Φολόης, που εμπνεύστηκε ο αείμνηστος Μπάμπης Παπαθεοδώρου με την ομάδα του: τα παιδιά από τη Γιάρμενα, το Γιωργάκη το Μαρκόπουλο, τον Ταμπουρόγιαννη και το Δημητράκη Σκέτζη (Δημουλιά τον λένε στο χωριό). Για το αρχείο αυτό έχει συμβάλλει και όλη η ομάδα του συλλόγου Φολοητών «ο Κένταυρος» αλλά και οι Γιαρμεναίοι, που ξεσκόνισαν τα σεντούκια και τα μπαούλα τους, προσφέροντας απλόχερα έγραφα και παλιές, ξεχασμένες φωτογραφίες.

Ο Χρήστος Μαρκόπουλος δεν διστάζει να πει τις μεγάλες αλήθειες για τους δεσποτάδες, τους παπάδες, τους Κοτσαμπάσιδες και όλους τους παρατρεχάμενους που απομυζούν τον ιδρώτα του φτωχού λαουτζίκου. Λέει "επί λέξει":

«Σε κάθε κεντρικό δρόμο οι Έλληνες θα έπρεπε να έχουν κοινό ανάθεμα για τους Πάπες και τους Πατριάρχες εκείνους, που με τα ανόητα και εγωϊστικά καμώματά τους δώσανε τη δυνατότητα να καθήσει στο σβέρκο εκατομμυρίων ανθρώπων σ' έναν κατακτητή, που η μόνη του έγνοια ήταν να εισπράττει το χαράτσι και να κάθεται σε παχειά μαξιλάρια να φουμαρίζει τον αργιλέ του κοιτάζοντας με γουρλωμένα μάτια τον λάχνο χορό της κοιλιάς...»

Οι αφηγήσεις του συγγραφέα δεν συγκινούν μόνο εμάς τους ντόπιους αλλά προσφέρουν και πολλά στη λαογραφία της περιοχής μας και κατά συνέπεια στην ελληνική λαογραφία. Ο Χρήστος Μαρκόπουλος ξεκίνησε τη συγγραφή των κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, το 1996 και τα δημοσίευε σταδιακά στο περιοδικό Φολόη. Όπως αναφέρει στον πρόλογό του, «έπεσε ο κλήρος στον γραμματιζούμενο δάσκαλο που γνωρίζει καλά τους Φολοήτες που τους βγάζει το καπέλο». Πήρε λοιπόν χαρτί και καλαμάρι και έγραψε την ιστορία του κάθε σογιού του χωριού του. «Τα γράφω», λέει, «γι' αυτούς που θάρθουνε, γι' αυτούς που θα κατοικούν σ' αυτό το μέρος έπειτα από δεκαετίες και θα επιθυμήσουν να μάθουν για τα περασμένα, για κείνους που έζησαν πριν από αυτούς και για κείνα, που έπραξαν τα καλά ή τ' άσκημα τα έργα». Η βίβλος τούτη θα φτάσει πολύ μακριά και σε άλλες γενεές και κάποτε θα είναι πράγματι ένα ιερό πολιτιστικό κειμήλιο για τους ανθρώπους της Γιάρμενας.

Γενάρης 2011

Eξώφυλλο οπισθόφυλλο του βιβλίου

Πληροφορίες για το βιβλίο στα τηλέφωνα: 210.9929084 – 697.6523379

Εκτύπωση