Ο ΚΩΣΤΑΝΤΗΣ ΚΙ Ο ΜΑΥΡΑΕΙΔΗΣ - ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ ΤΟ ΧΑΝΙ

Γονική Κατηγορία: Παράδοση Δημοτικά Τραγούδια Εμφανίσεις: 8320

xani katopsi

Χάνι - Κάτoψη

Ο Κωσταντής κι ο Μαυραειδής μια ρύμη ροβολάνε,

μια ρύμη και μια δεμοσιά κι' ένα βαθύ λαγκάδι.

Ο 'νας παινεύει τ' άσπρα του, παινεύει τα φλωριά του.

Κι' ο Μαυραειδής ήταν φτωχός δεν είχε να 'παινέψη.

'Παινεύει την γυναίκα του, 'παινεύει την καλή του.

- Καλά είν' εσέν' τα γρόσια σου, καλά είν' και τα φλωριά σου,

καλή είναι κι' εμέ η γυναίκα μου, καλή και προκομμένη.

- Καλ' είναι και σε η γυναίκα σου, παρά είν' δανοφιλήστρα,

- κι' αν δεν πιστεύης Μαυραειδή, σύρε να δοκιμάσης.

Τούρκικα φόρια 'φόρεσε, τούρκικα καβαλάει.

Κ' επήγε κ' εξαπέζεψε 'ς του Παπαλιά το σπίτι.

- Γειά σου χαρά σου Παπαλιά!

- Καλώς τα παλικάρια!

- Παπά ψωμί, παπά κρασί, να φάμε και να πιούμε.

Παπά φέρε μια λυγερή κρασί να μας κεράση.

- Μετά χαράς σας βρε παιδιά κι' ο λόγος σας να γένη.

'Στολίσανε την Μαραειδού και στου παπά την 'πάνε.

Και 'σαν την είδ' ο Μαυραειδής παράξενο του 'φάνη

Στέκει και διαλογίζεται και με το νου του λέει:

«Κι' ακόμα δεν το πίστευα κι' ακόμα δεν το πιστεύω».

Και το σπαθί τα' ετράβηξε της κόβει το κεφάλι. 

Ανάμεσα στα τραγούδια που μιλούν για τον έρωτα, την ομορφιά την παλικαροσύνη, τα πολεμικά γεγονότα, τον ξενιτεμό, την φύση και τον θάνατο, ξεχωρίζουν μια σειρά τραγουδιών που υμνούν διάφορα θέματα που αφορούν την ζωή των ανθρώπων ανάλογα με το εκάστοτε θέμα που αντιμετώπιζαν στον καθημερινό βίο σε περασμένες εποχές. Το ανωτέρω τραγούδι μας δίνει τις σχετικές πληροφορίες για την συμπεριφορά των Τούρκων αξιωματούχων, των απλών στρατιωτών και πολιτών, επίσης των πλουσίων Ελλήνων και προεστών, απέναντι στον φτωχό και υποδουλωμένο λαό.

Ο εκάστοτε ιερέας και ο πρόκριτος του κάθε χωριού, είχε υποχρέωση να φιλοξενεί τους περαστικούς τούρκους, και Έλληνες ανάλογα με την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια, προσφέροντας φαγητό, διασκέδαση, ύπνο, δώρα κ.λπ.

Αναλύοντας αυτό το τραγούδι εντοπίζουμε αρκετά χρήσιμα διαφωτιστικά στοιχεία που μας βοηθούν να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα για την ζωή και την καθημερινότητα εκείνης της εποχής.

Η ρύμη είναι ο συνεχής κατηφορικός δρόμος, η δημοσιά είναι ο δημόσιος επιμελημένος δρόμος, εδώ ο πλατύς δρόμος. Επί τουρκοκρατίας οι προεστοί των οικισμών είχαν εξουσιοδοτηθεί κατά καιρούς και ανάλογα με τις ανάγκες να καλούν τους κατοίκους για προσωπική εργασία για κατασκευή και συντήρηση δημοσίων έργων. Εδώ η δημοσιά που αναφέρεται, είναι ο δημόσιος εθνικός δρόμος εκείνης της εποχής. Άσπρα και τα φλωριά είναι τα χρήματα και η περιουσία. Η είδηση είναι ότι ορισμένοι Έλληνες, εκείνη την εποχή κατείχαν ακίνητη περιουσία αλλά και σεβαστά χρηματικά ποσά και τιμαλφή.

Ενώ ο ένας παινεύει την περιουσία του, ο φίλος του ο φτωχός, μη έχοντας περιουσία παινεύει την γυναίκα του, καθώς υποστηρίζει στην τιμιότητά της. Ο Κωνσταντής ο πλούσιος φίλος, γνωρίζει με ιδιαιτερότητα για το ήθος της γυναίκας του Μαυραειδή, μάλλον λόγω της οικονομικής του κατάστασης και με δυο λόγια προσπαθεί ν' αναδείξει την μεταξύ τους διαφορά χτυπώντας τον αντίπαλο στο πιο αδύνατο σημείο που διέθετε.

Ο Μαυραειδής που είχε πλήρη εμπιστοσύνη στην σύζυγο του, μη πιστεύοντας στα λόγια του Κωσταντή και νομίζοντας ότι η συζήτηση ήταν προσπάθεια σπίλωσης, επέστρεψε στο χωριό του, για να εξετάσει την μη αναμενόμενη καταγγελία του Κωσταντή.

Αφού πρώτα μεταμφιέστηκε σε τούρκο καβαλάρη, μόλις νύχτωσε μπήκε στο χωριό του και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Παπαλιά, εκεί όπου συνηθίζονταν να διαμένουν οι τούρκοι. Με συμπεριφορά τούρκου αξιωματούχου, κατέκλυσε στο σπίτι του παπά και αμέσως ζήτησε πλήρη φιλοξενία, δηλαδή φαγητό, ποτό και ύπνο με γυναικεία συντροφιά. Ο παπάς γνωρίζοντας για τα ήθη και της συνήθειες της Μαυραειδούς, της παρήγγειλε να ετοιμασθεί και να προσέλθει στο σπίτι του για τα περαιτέρω.

Τις εκάστοτε γυναίκες που προορίζονταν για ερωτική συντροφιά, τις υποχρέωναν να είναι καθαρές, να φορούν καινούρια και καθαρά ρούχα και να στολίζονται ανάλογα με την πρέπουσα περίπτωση, ώστε να μην δυσαρεστήσουν τον φιλοξενούμενο. Συνήθως σε κάθε χωριό και ιδίως σε οικισμούς με πέρασμα, σε χάνια και κοντά σε στρατόπεδα περιφέρονταν ή κατοικούσαν πόρνες, εκμεταλλευόμενες τις συνήθειες και τις άνομες ορέξεις των περαστικών και στρατιωτών. Ιδίως στα χωριά υπήρχαν εκδιδόμενες γυναίκες οι λεγόμενες «κρυφές», ή «κρυφοπουτάνες», ή «καραπουτάνες», ή «κούρβες». Αυτές ήσαν συνήθως γυναίκες στρατιωτών, κτιστάδων, πλανοδίων εμπόρων, και τσοπάνηδων που κατά καιρούς έμεναν μόνες τους, χωρίς την συζυγική συντροφιά. Η ώθηση στην πορνεία είχε διαφορετικές εκδοχές, άλλες επαγγέλλονταν λόγω οικονομικών δυσχερειών, άλλες λόγω έλλειψης συζύγου, άλλες λόγω επιλογής τούρκων αξιωματούχων, άλλες λόγω χηρείας, άλλες λόγω αδυναμίας πληρωμής φόρων κ.λπ.

Μετά το φαγητό και το πιοτό, ο μεταμφιεσμένος Μαυραειδής ζήτησε να συνευρεθεί ερωτικά με την συντροφιά που ζήτησε από τον παπά. Αμέσως κατέφθασε η παραγγελθείσα γυνή (γυναίκα του) για να του προσφέρει τις ανάλογες υπηρεσίες. Ο Μαυραειδής ποτέ του δεν πίστεψε, ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει, σ' αυτό το μεγάλο αμάρτημα να εκδίδεται, όταν αυτός απουσίαζε από το σπίτι του. Μόλις τον πλησίασε αυτή, με σκοπό να συνευρεθεί με κάποιο άγνωστο της, τράβηξε το μαχαίρι του και την αποκεφάλισε επί τόπου. Χρησιμοποίησε τον άγραφο νόμο της ηθικής.

Δεν μπορούμε όμως να παραλείψουμε την περίπτωση, ότι οι παπάδες και οι προεστοί, αλλά και όσοι άλλοι φιλοξενούσαν στο σπίτι τους τέτοιους επισκέπτες δεν ευθύνονταν γι' όλα αυτά, είχαν και αυτοί ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης, διότι κάτω από αυτές τις συνθήκες εκμεταλλευόμενοι την ανθρώπινη αδυναμία και πόνο θησαύριζαν εις βάρος των συνανθρώπων των.

Πιο κάτω παραθέτω ένα τραγούδι με την ιστορία του που κατέγραψα πριν πολλά χρόνια στην Τριταία Αχαΐας. Το τραγούδι αχνά αναφέρεται στις βρώμικες τουρκικές συνήθειες και τις ανήθικες βλέψεις διαφόρων παρανόμων που συνεχίζονταν και συνεχίζονται ακόμη και σήμερα.

ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ ΤΟ ΧΑΝΙ

Το χάνι του Κούνταρη βρισκόταν στα όρια της Ηλείας με την Αχαΐα, επί της οδού Πατρών - Τριπόλεως, κοντά στον οικισμό Καρπέτα. Ανήκε αρχικά σ' έναν Τούρκο και μετά το πήρε ο Κούνταρης. Το χάνι καταστράφηκε από κάποιο λήσταρχο, γιατί έλεγαν ότι ο Κούνταρης ήταν πληροφοριοδότης των αποσπασμάτων που κυνηγούσαν τους ληστές. Για να τον εκδικηθούν, πρώτα τον λήστεψαν και μετά έβαλαν φωτιά και κάψανε το χάνι.

Ο Κούνταρης έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση, για να μην τον σκοτώσουν οι ληστές.

ΤΟΥ ΚΟΥΝΤΑΡΗ

Ο Γιώργης από του Σκιαδά κι ο Γιάννης απ' του Σκούρα

πήγανε και κονέψανε στου Κούνταρη το χάνι.

- Χαντζή ψωμί, χαντζή κρασί, χαντζή ταγή τ' αλόγου,

χαντζή τη θυγατέρα σου όρθια να μας κερνάει.

- Η κόρη μου δεν είν' εδώ, την έστειλα στ' αμπέλι,

να φέρει απίδια στην ποδιά, σταφύλια στο μαντήλι.

Κ' η κόρη μόλις έμπαινε, μην έσωνε να φτάσει.

- Καλώς την κόρη του χαντζή, την όμορφη χαντζοπούλα,

καλώς τηνε που έρχεται να μας κερνά να πιούμε.

- Εγώ είμαι η κόρη του Κούνταρη και του χαντζή κοπέλα,

ποτέ μου δεν εκέρασα κανέναν παλιοκλέφτη.

- Εγώ 'μαι ο Γιώργης απ' του Σκιαδά, με λένε Καπελίσο,

και θα σου κόψω τα μαλλιά, να πα' να τα πουλήσω.

ΠΗΓΕΣ:

(- Γιώργος Μακρής- Στέφανος Παπαγεωργίου, «Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή Πασά Τεπελενλή», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1990.

- Ηλίας Τουτούνης, «Η Ηλεία στο Δημοτικό Τραγούδι», σελίδα 339, Αμαλιάδα 2008.

- Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος, «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και εθίμων του Ελληνικού Λαού ιδία δε του της Πελοποννήσου», σελ. 144, αριθ. ΡΚΕ΄, εν Πάτραις 1887.

- Βασίλης Κανελλόπουλος, «Τα Χάνια και οι χατζήδες τους», σελίδα 58, Αθήνα 1952).

Εκτύπωση