Δεν είναι πρώτη φορά που οι ιστορικοί, για διαφόρους ευνόητους λόγους, ηθελημένα αγνόησαν τα πραγματικά γεγονότα που προηγήθηκαν και διαδραματίσθηκαν κατά την διεξαγωγή προπολεμικών διαπραγματεύσεων, διαφόρων πολέμων, μαχών και μεταπολεμικών εξελίξεων, όπου με την σειρά τους, έδωσαν το στίγμα τους στην πορεία ενός ολοκλήρου Έθνους. Η επιχειρούμενη απόκρυψη και παραποίηση των πραγματικών γεγονότων, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα, μεταλλάσει σημαντικά την ιστορία, διαγράφει ή παραγράφει τους πραγματικούς αγωνιστές και τέλος εξυψώνει αυτούς που ίσως δεν προσέφεραν όσον αφορά την απαιτούμενη υποχρέωση έναντι του Έθνους, ή ακόμα και πρόδωσαν την ίδια τους την πατρίδα.
Όμως διαχρονικά ή έστω και αργά πρέπει ν’ αναδυθούν στην επιφάνεια όλες οι πτυχές των γεγονότων που διαδραματίσθηκαν, για να γνωρίσουμε και να καταγράψουμε την πραγματικότητα των γεγονότων και ν’ αναγάγουμε τ’ ανάλογα και χρήσιμα συμπεράσματά μας.
Στην Ηλεία, προεπαναστατικά και μέχρι το 1821, κατοικούσαν πάρα αρκετοί Τούρκοι, στην Γαστούνη, στο Λάλα και στο Φανάρι που καταδυνάστευαν τον τόπο. Απ’ αυτούς οι πιο επικίνδυνοι, θεωρούνταν μόνον οι σκληροτράχηλοι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί. Κατά την έναρξη της επανάστασης, οι επαναστατικές δυνάμεις δια μέσω των αρχηγών των αποφάσισαν ν’ αποκλείσουν ή να εξουδετερώσουν τους Λαλαίους, που ήταν ο πιο επικίνδυνος θύλακας της Ηλείας αλλά και ολόκληρου του Μοριά.
Για αυτόν τον λόγο, οι Πρόκριτοι της Αχαΐας[1] και ο Δεσπότης των Παλαιών Πατρών, Γερμανός στις 26 Μαρτίου 1821, αποτάθηκαν στους Λαλαίους Τουρκαλβανούς αποστέλλοντας μια επιστολή[2].
«Πρόκριτοι των Λαλαίων
Μετά τον χαιρετισμόν μας. Σας φανερώνομεν, ότι με απορίαν μας σήμερον είδομεν έναν τεσχερέν του Χετέμπεη όπου γράφεις προς τα χωρία της Πάτρας προσκαλώντας αυτά δια να έλθουν εις το Ιταήτι σου με τι σκοπόν δεν ηξεύρομεν. Ημείς κατά το χρέος το γειτονικόν σας λέγομεν, ότι ημείς κινούμεθα δια να λάβωμεν τα δικαιώματά μας χωρίς να στοχαζώμεθα δια να βλάψωμεν κανέναν. Λάβετε λοιπόν καλά τα μέτρα σας, καθήσετε εις τα σπίτια σας χωρίς να φοβερίζετε και χωρίς να κάμετε κανένα κίνημα διατί ύστερον θέλομεν ορμήσωμεν εναντίον σας όλοι, με αρκετές δυνάμεις, και τότες το τέλος σας θέλει είναι ολέθριον. Φερθήτε λοιπόν με γνώσιν δια να φυλάξετε την ζωήν σας και το πράγμα σας. Μην εξαπλώνετε τον νου σας εδώ και εκεί, ότι το έθνος σας πάγει πολλά κακά. Ταύτα».
Πάτρα 26 Μαρτίου 1821
+ Ο Πατρών Γερμανός
+ Ο Κερνίτσης Προκόπιος
Ο Ανδρέας Ζαΐμης
Ο Μπενιζέλος Ρούφος
Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος
Να δοθή εις χείρας των προκρίτων του Λάλα.
(-Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, «Οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί», Επετηρίς της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, τόμος Β΄, σελίδα 419-443.
-Αρχείο Γεωργίου Σισίνη στην ΙΕΕΕ, αριθμός εγγράφου 20431. Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευθεί από τον Γεώργιο Π. Κουρνούτο, σε άρθρο στην Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959, σελίδα 33).
Κατά τον Απρίλιο του 1821 ο Παναγιώτης Γιατράκος[3] έστειλε και αυτός με την σειρά του μια επιστολή στους Λαλαίους Τουρκαλβανούς, με τους οποίους διατηρούσε άριστες σχέσεις. Ο Γιατράκος μέχρι της επανάστασης ήταν γιατρός τους, είχε φιλικότατες σχέσεις και τους είχε βοηθήσει επανειλημμένα και αρκετά. Τότε μετέβη στην Καρύταινα, έγραψε ένα γράμμα και το απέστελλε στους Λαλαίους. Σύμφωνα με αυτή την επιστολή, τους συμβούλευε να προσκυνήσουν, υπογράφοντας ως Αρχιστράτηγος.
Οι Λαλαίοι αξιωματούχοι Χετέμπεης και Φεϊζουλάγας, έστειλαν και αυτοί με την σειρά τους μια απαντητική επιστολή προς τον Παναγιώτη Γιατράκο και τον καλούσαν σε συνάντηση.
«Ευγενέστατε ακριβέ μας φίλε κύρ Παναγιωτάκη σε χεραιτούμεν, ερωτώμεν το χατίρι σου. Ελάβομεν τον φιλικόν σου και ακριβόν σου (….) άκρως την αγαθήν υγείαν σου, και ημείς με δόξαν Θεού υγιαίνομεν, (….) να μας γράφης ότι μας έχεις δύο τρία γράμματά σου σταλμένα, και κανένα δεν ελάβαμεν εξόν τούτο μόνον. Και είδαμεν οπού μας λες δια να σου στείλωμεν άνθρωπό μας να του ομιλήσης στοματικώς. Και τα ορδιά σας, φίλε μας, ανθρώπους δεν αφήνουν να περάσουν οπού να σας στείλωμεν, ότι και ένα σου γράμμα οπού μας είχες πρωτύτερα το έπιασαν στης Καρύταινας το ποτάμι και το έσχισαν και δεν μας το έστειλαν. Όχι και δεν θέλεις, φίλε μου, να έλθης να σμίξωμε, πάρε το ορδί σου και έλα στο ποτάμι του Ντουμπίτζι, έρχομαι και εγώ ο φίλος σου Ετέμπεης με το εδικόν μου ορδί και αφήνομεν τα ορδιά μας το ένα μέρος και το άλλο και εμείς οι δύο σμίγομεν και κουβεντιάζομεν. Όχι και δεν θέλεις, φίλε μου, να έλθης να κουβεντιάσωμεν, φανέρωσέ μου πάλιν και έρχομαι εγώ εκεί. Το ξέρεις οπού δεν βαριέμαι και το ξέρεις οπού δεν σκιαζόμαστε κιόλας, φίλε μας, οπού μας έκαμες τον κόσμο φλυτζάνι και μας λες ότι είναι επτά ρηγάτα σηκωμένα, και να είναι και αυτό δεν μας βλάπτει, και μας λες ότι και ιμιντάτι μην καρτερούμε, δεν μας έρχεται. Εμάς ιμιντάτι μας ήρθε και το εμάθατε κιόλας, όμως εσείς δεν το ξέρομεν πόθε το καρτερείτε το ιμιντάτι. Και δεν ηλπίζαμεν, φίλε μας, οπού να ξαγιρντίστε τον κόσμον να τον πάρετε στον λαιμόν σας, καθώς και εδώθε τον επήρατε, οπού ίσως το εμάθατε τι εκάμαμε καθώς και τι θε να κάμωμεν απάνου όντας θα νικήσωμε. Όμως η χασομέρειά μας και επειδή μας έγραψε ο Ισούφ Πασιά αυθέντης μας από την Πάτρα οπού να φυλάξωμεν τα νερά μας εδώθε έως να εβγή ο ίδιος από Καλάβρυτα να τους πιάση τους άλλους δια να μην μπαρκαριστούν, ωσάν και του Αχμέτ Πασιά αυθεντός μας ο κιαχαγιάς οπού εβγήκε εις Βοστίτζα. Αυτά τα ηξεύρετε και εσείς καλύτερα από εμάς, δεν κάνει χρείαν να όσα γράψωμε σαν τις υπερηφανιές οπού μας γράφετε εσείς φίλε μας. Και αν είστε φίλος μας και θέλης ως το γράφομεν, κοπιάστε στο ποτάμι και σαν σμίξομεν στοματικά τότες τα λέμε και στοματικώς. Δεν κάνει χρεία περισσότερα. Μην παίρνετε τον κόσμον εις τον λαιμόν σας. Και εμείς έχομεν τον Θεόν και μας βοηθεί. Αν κάμωμεν σιαπάνω, τότες ακούτε τι κάνομεν και ύστερα δεν ημπορώ να σε γλιτώσω, φίλε μου. Και αν, φίλε μου, δεν τραβηκτής να πας σπίτι σου, ας είναι το κρίμα εις τον λαιμόν σου, ότι ύστερις δεν ημπορώ να σε γλιτώσω. Τους εδώθε φίλους, οπού είχα κοντά μου, τους εφύλαξα και τους εγλίτωσα από τους άπιστους Ρωμαίους, ότι οι ίδιοι πολεμάτε να σκοτωθήτε από την παροιμίαν [;] σας. Τι κάνει χρεία να σε πολυλογώ, αν θέλης έλα με το ορδί σου (….) και θεόθεν υγιαίνετε».
Φίλοι σου ακριβοί Απριλίου 20, Λάλα, 1821
Φεϊζουλάγας και Ετέμπεης
(Δύο σφραγίδες τουρκικές)
«Από τους ακριβούς σου φίλους Σμαήλαγα, Ντερβίσαγα, Μπεκιριάγα, Ραγίπαγα, Νετζίπαγα, Αρίφμπεη, Σαϊλάγα, και επιλοίπους αγάδες και Απτούσαγας χαιρετίσματα. Ερωτούν το χατήρι σου και μεγάλην επιθυμίαν έχουν να σε ιδούν.
Ο μεγαλοδύναμος Θεός με χατιρλί να μας ανταμώση».
«Αχ φίλε μου, εγώ ο φίλος σου Ετέμπεης πολύ σε επιθύμησα να σε ειδώ και δια χατίρι το εδικόν σου εγώ ο ίδιος θα έλθω της Μάνης το μέρος δια να ημπορέσω να σε γλιτώσω. Όμως, καθώς βλέπω, μουρλός ήσουν και τώρα μουρλός είσαι. Τώρα τι κάνει χρεία, φίλε μου, εσύ το ξέρει, οπού σε αγάπαγα και πλέον όπως ημπορέσω να σε γλιτώσω, τι να κάμω. Και αν έλθης στο ποτάμι, τότες τα λέμε».
«(….) Ότι ιμιντάτι μην καρτερούμε φίλε μας (….) βοήθειαν του Θεού ιμιντάτι δεν θέλομεν, γιατί έχει ο Θεός το ιμιντάτι χαρισμένο και είμαστε θησαυρισμένοι Λάλα και Γαστούνη, καθώς μας ξέρεις. Τι να κάνει χρεία να τα λέμε κοπλιμέντα. Εμείς όμως και στον καλόν καιρόν φίλον μας σε είχαμεν, και στον κακόν καιρόν φίλον μας θε να σε έχωμεν. Και δεν κρυφίζομεν από εσένα, και όπως είναι η απόφασις του Θεού, έτζι θα να γίνη ο κόσμος. Και ο φίλος σου Αλή εφέντης σε χαιρετάει».
«Φίλε μου, να με συμπαθήσης οπού σε γράφω (…) ότι από τον πόνον μου οπού δεν σε βλέπω στο γράφω, ότι σου είπα να ερχώμαστε (…) ηθέλησες επήγες στον διαβολότοπον της Μάνης και κανέν άνθρωπον μυστικόν σου, αν θέλης στείλ’τον, ότι άφοβος είναι. Εμείς ανθρώπους πεζοδρόμους δεν το κάνουμε καμπούλι να πειράξωμε δια το ζάρνι η πίστις μου σαν το έθνος το δικό σας».
Στο νώτο: Τω ευγενεστάτω ακριβώ μας φίλω κυρ Παναγιωτάκη Γιατράκω
Ευτυχώς
Εις Σιλίμνα ή όπου ευρεθή.
Μετά τις νικηφόρες μάχες που έδωσαν οι Λαλαίοι στο χωριό Λατζόι Ωλένης και στην θέση Κατσαρού Λασιώνος και τον θάνατο των καπεταναίων Χαράλαμπου Βιλαέτη και Γιώργη Γιαννιά, οι Λαλαίοι ενεθάρρυναν και θεώρησαν πλέον ότι ήσαν ικανοί από μόνοι τους ν’ αντιμετωπίσουν τους επαναστατημένους Έλληνες. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν να μην εγκαταλείψουν τον αγαπημένο τους το Λάλα μεταβαίνοντας, στην Τρίπολη ή στην Πάτρα, αλλά να παραμείνουν και να υπερασπισθούν, ότι δημιούργησαν.
Έγγραφο του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη προς τον Γιωργάκη Πλαπούτα,
Αδελφέ κύρ Γεωργάκη Κολιόπουλε.
«Έλαβον το γράμμα σας και είδον δια το πέρασμά σας, εάν είναι όλες οι γνώμες σύμφωνοι και αν στοχάζεσθε πως είναι ικανά τα στρατεύματά σας να βαστάξουν την πολιορκίαν Λαλαίων, ακολουθήσατέ το. Γράφομεν και ημείς προς Δημητσανίτας δια να σας στείλουν τζέπ-χανέ κατά το γράφειν σας, ημείς δε είμεθα πολύ καλά. Ο Μόραλης Μπεκίρ Πασιάς, ήρχετο εις Μορέαν με 4 καΐκια, και με 3.000 τυράννους, τον έπιασαν τα Υδροψαριανά καράβια και τους επέρασαν από το σπαθί και έφεραν τον Μπεκίρ Πασιά και έως 100 Τούρκους εις την Ύδραν και τους έχομεν και φτιάνουν τάπιες….. όλα με το έλεος του Θεού καλά και ανδρίζεσθε, αδελφέ και μένω».
Την α΄ Μαΐου 1821 Χρυσοβίτσι.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
(«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, σελίδα 187, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962)
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επειδή ήταν προνοητικότατος και διορατικός και φοβούμενος προδοσία, δωροδοκία, είτε γενικές εξορμήσεις του εχθρού προς αχρήστευση των κανονιών των ελληνικών δυνάμεων στο Πούσι, έγραψε μια επιστολή προς τον Γιωργάκην Κολιόπουλον ή Πλαπούτα.
«25 Μαΐου 1821 από Τρίκορφα.
Αδελφέ Γεωργάκη Κολιόπουλε, έλαβον το αδελφικόν σου είδον τα γραφόμενά σου δια το πολιόρκισμα του Λάλα αφούν συναχθούν και οι αδελφοί Γαστουναίοι να τους δώσης γνώμην ότι εις το μέρος όπου θε να βάλουν τα κανόνια να είνε δυνατόν να βάλουν και ανθρώπους και να προφυλάσσουν ωσάν που είνε ενδεχόμενον οι εχθροί να ενεργήσουν ή να πάρουν ή να τα βουλλώσουν και κατά τούτο κάμετε ορθόν στοχασμόν. Εις Δημητσάνα έγραψα δια να στείλουν τα αναγκαία του πολέμου και αν δεν σας τα στείλουν γράψετέ μου να τους βιάσω.
Σας φιλώ ο αδελφός
Θ. Κολοκοτρώνης»
(«Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, σελίδα 207, εν Αθήναις 1950).
Στις αρχές Ιουνίου 1821, οι Επτανήσιοι αρχηγοί που είχαν στρατοπεδεύσει στην τοποθεσία Πούσι Αχλαδινής (πρώην Ντάρτιζας), θέλοντας από μόνοι τους να διαπραγματευθούν με τους Λαλαίους απέστειλαν τον Κεφαλλονίτη Παναγή Μεσσάρη, από το Αργοστόλι, κρατώντας λευκή σημαία και μετέφερε στους Λαλαίους επιστολή των αρχηγών του, με την οποία τους καλούσαν να παραδοθούν άνευ όρων.
«Από ημάς τους Αρχηγούς των Κεφαλλήνων και Ζακυνθίων, εις σας τους Ευγενείς Αγάδες και λοιπούς Αργηγούς των Λαλαίων.
Κατά τας διαταγάς του Αρχιστρατήγου των Ελλήνων Αλεξάνδρου Υψηλάντου, όστις εκυρίευσεν όλην την Βλαχίαν, Μολδαβίαν και την Κωνσταντινούπολιν, και τα άλλα μέρη της Ανατολής, ήλθαμεν εδώ εις τον Μωρέαν, επιφορτισμένοι να σας προτείνωμεν την ειρήνην δια μέσου μιας συνθήκης καθώς υπαγορεύουν οι Νόμοι όλης της Ευρώπης και συνοδευόμεθα από έναν ίδιον του συγγενή. Εάν εις τούτο φανήτε ενάντιοι, είμεθα έτοιμοι να δώσωμεν κάθε βοήθειαν και κάθε υπεράσπισιν εις τους εχθρούς σας Μοραΐτας και δια του πυρός και της σπάθης να σας χαλάσωμεν, δια τούτο ήμεθα τον αριθμόν χίλιοι οπλοφόροι με όλα τα αναγκαία του πολέμου και με έξι κανόνια.
Μένει λοιπόν εις την θέλησίν σας να εκλέξετε, ή τον πόλεμον, ή την ειρήνην, με την ειρήνην φυλάττετε την ζωήν και κατάστασίν σας, με τον πόλεμον εξ ολοκλήρου θα χαλασθήτε εις ολίγας ώρας όταν σας κτυπήσωμεν.
Περιμένομεν την απάντησίν σας, και εάν έχετε σκοπόν να συνομιλήσετε με ημάς, στείλετε υποκείμενον άξιον, και δια την ασφάλειάν του σας εγγυούμεθα με κάθε τρόπον, και με τον απεσταλμένον σας θέλει αποφασισθή ο τόπος δια να τελειώσωμεν τας συμφωνίας μας.
Σας ειδοποιούμεν ότι η υπόθεσις σας όπου ηκουλούθησε χθες δεν ήτο γνωστή εις ημάς, και εάν ευρέθημεν ηναγκασμένοι να σας τραβήξωμεν κανένα τουφέκι, το εκάμαμεν δια να εμποδίσωμεν κάθε άλλο κίνημα, αλλά σήμερον, θέλει τιμωρήσωμεν τους παρακούσαντα».
Από το γενικόν στρατόπεδον μας. Α΄ Ιουνίου 1821
ΜΙΧΑΗΛ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ Κωνσταντινουπολίτης
Γενικός οπλαρχηγός της εκστρατείας
Οι αρχηγοί
Κωνσταντίνος Μεταξάς
Γεράσιμος Φωκάς
Ανδρέας Μεταξάς
Ευαγγέλης Πανάς
Διονύσιος Σεμπρικός
Παναγιώτης Στρούζας
Μιχαήλ Κουτουφάς
(Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Απομνημονεύματα», σελίδα 26, Αθήνα 1957).
Οι Λαλαίοι δέχθηκαν, τον Παναγή Μεσσάρη, με φιλοφρόνηση και αφού τον περιποιήθηκαν όπως άρμοζε, την επόμενη ημέρα τον έστειλαν πίσω με μια απλή επιστολή, απευθυνόμενη στους Κεφαλλονίτες. Ο Μεταξάς δεν την παραθέτει πουθενά.
Αυτό όμως υπάρχει στο Αρχείο του Σισίνη στην ΙΕΕΕ και έχει ως εξής:
«Από εμάς τους Αγάδες, οπού ευρισκόμεθα εις Λάλα, εις σάς τους Κεφαλλωνίτες και Ζακυνθινούς, οπού είσαστε εις βοήθειαν των ραγιάδων.
Σας φανερώνομε ότι ελάβαμε το γράμμα σας και είδαμε τα όσα μας γράφετε, όμως επειδή και οι αγάδες μάλιστα και οι μπιπασάδες και αρχιστράτες είναι τριγύρου με τα ασκέρια, ινσαλά το δειλινό εις τας δέκα η ώρα, οπού μαζώνονται κουβεντιάζομε και σας γράφομεν την τέλειαν απάντησιν και θέλομεν στείλει και άνθρωπον δια να ομιλήση».
1821 Ιουνίου α΄ Λάλα (τρεις σφραγίδες τουρκικές)
Ο Σπυρίδων Τρικούπης δημοσίευσε μια άλλη σχεδόν παρόμοια επιστολή που ίσως να μην είναι πραγματική η παραποιημένη.
«Προς σας κύρ Μεταξά και λοιπούς φίλους μας.
Ελάβαμε το γράμμα σας και είδαμε όσα μας γράφετε, άλλ’ επειδή οι Μπέηδες και οι Αγάδες είναι τριγύρω στο Λάλα με τα ασκέρια δεν μπορούμε να σας αποκριθούμε σήμερα με τον ιδικόν σας κύρ Παναγιώτη, άλλ’ αύριον με ιδικόν μας ξεμοτύχον ελτσήν, λάβετε ως τόσον ολίγα κεράσια του Λάλα και δύο ραβανιά δι’ αγάπην και μένομεν».
Μετά την παρέλευση δύο ημερών έφθασε στον κάμπο του Λάλα, σε αρκετή μεγάλη απόσταση από τα επαναστατικά στρατόπεδα, ο Μπέκιος Κεχαγιάς, με σκοπό να συναντηθεί με τους Επτανήσιους αρχηγούς. Σ’ αυτήν την συνάντηση πήγαν Έλληνες πολεμιστές και υπόδειξαν στον Μπέκιο, ότι δεν μπορεί να ιδεί τους αρχηγούς, αλλά του ανέφεραν ότι πρέπει να του δέσουν τα μάτια και να τον οδηγήσουν σε κάποιο προκαθορισμένο μέρος. Ο Μπέκιος Κεχαγιάς, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και μετά από αυτό επέστρεψε στο Λάλα άπραγος. Μαζί του πήγε στο Λάλα και ένας Επτανήσιος (ενώ από τους προύχοντες του Δούκα βεβαιώνεται ότι οι Λαλαίοι είχαν κρατήσει κάποιον Επτανήσιο από την συνοδεία του Παναγή Μεσσάρη που μετέφερε την πρώτη επιστολή των Επτανησίων). Σ’ αυτόν οι Λαλαίοι, επέδωσαν μια επιστολή και την μετέφερε στους Επτανησίους αρχηγούς.
«Μας φάνηκαν παράξενα όσα μας εγράψατε. Η Επτάνησος ανήκει στους Άγγλους και οι Τούρκοι πόλεμον με τους Άγγλους δεν έχουν, είναι μάλιστα φίλοι. Επομένως διαστάζομεν να πιστεύσωμεν όσα περί γενικής εκστρατείας Επτανησίων εγράφατε, καθώς δεν πιστεύομεν και όσα λέγετε, περί γενικής επαναστάσεως των Ελλήνων και δια την καταστροφήν της Τουρκίας. Αλλά ημείς οι Λαλαίοι τι την θέλομεν την ζωήν μας και την ύπαρξίν μας αφού όλοι οι έμπιστοι μας κατά τους λόγους σας κατεστράφησαν; Και αν ο Θεός εσήκωσε τον νουν των ραγιάδων Μοραϊτών και επαναστάτησαν, σεις οι Επτανήσιοι δεν έπρεπε να λάβετε μέρος με αυτούς. Σας συμβουλεύομεν λοιπόν να τραβηχτήτε και εμείς θέλομε σας δώσει τα μέσα της αναχωρήσεώς σας και μην ακούτε τα λόγια των ραγιάδων και ξεχωριστά αυτού του ψεύτη του Γεωργίου Σισίνη, που θα πάρουν και αυτούς και σας εις τον λαιμόν τους».
(Κωνσταντίνος Μεταξάς, «Απομνημονεύματα», σελίδα 26, Αθήνα 1957).
Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Γ. ΠΛΑΠΟΥΤΑ
«Φιλογενέστατοι Άρχοντες, έγκριτοι της Νήσου Σπετσών.
Τας από 31 απελθόντος σημειωμένας φιλογενείς σας σήμερον ελάβομεν και είδομεν την κατά του τυρρανικού δελφινίου νίκην του θεοφρουρήτου ελληνικού τρισαγίου στόλου, και άπαντες υψώσαμεν χείρας ευχαριστηρίους προς τον ύψιστον Θεόν, και παρακαλούμεν δια να ακούσωμεν ταχέως τον τέλειον εξολοθρεμόν του εχθρού. Εστείλαμεν τα ίδια αμέσως και προς τους εις Ναύπακτον Καπεταναίους πατριώτες μας, προς χαράν και ευχαρίστησίν των. Σας πληροφορούμεν και ημείς τα ακόλουθα, ότι εις τας 30 λήξαντος εκινήθησαν οι Λαλαίοι κατά των εκεί στρατευμάτων μα, τα οποία ήτον εις δύο κολλώνας. Η μεν μία είχε και κανόνια, ΄ψστε επολέμησαν γενναίως και εθανάτωσαν υπέρ τους 100 τυρράνους, την δε άλλην αυνεκρότει ο Καπετάν Γεώργιος Κολιόπουλος, πατριώτης μας, ο οποίος βλέποντας τον αυτόν πόλεμον, έστειλεν 800 στρατιώτας προς βοήθειάν των και αυτός, πέρνοντας 300 στρατιώτας, επήγε κατά το επάνω μέρος του Λάλα. Εκεί απαντήσας τρία καρτέρια τυρρανικά, αντιπαρετάχθη γενναίως και τους κατεδίωξε προχωρούντας εις τα έμπροσθεν, ώστε εις τον κάμπον, πλησίον του Λάλα, και εκεί τον εσφάλισαν πεζοί και καβαλλαραίοι, 1000 τύρρανοι, με τους οποίους αντιπαρετάχθη και επολέμησε τρεις ώρας χωρίς μετερίζιον και χωρίς να ημπορέσουν οι λοιποί στρατιώτες μας να του δώσουν την παραμικράν βοήθειαν. Πόσους εσκότωσεν, άδηλον, εθανάτωσαν και εκείνου έναν. Είτα δε, στεναχωρηθείς από την καύσιν του ηλίου και από νερόν, ως και οι είκοσι στρατιώται του, έκαμαν γιουρούσι και χωρίς να βλαβώσιν έφυγον από τους τυρράνους, και περιπατώντας μίαν ώραν ετελείωσεν ο καλός και γενναίος αυτός ανήρ, είτε από την δίψαν, είτε από τον δαμπλάν παρελθόντος του θανάτου του. Είναι αδύνατον να σα περιγράψωμεν πόσην λύπην έδωσε γενικώς εις όλην την πατρίδα, το Γένος και προς όλους τους στρατιώτας, καθότι εχάσαμεν ένα παλληκάρι, οπού όμοιόν του εις την Πελοπόννησον δεν ήτο και δεν αμφιβάλλομεν ότι εστέφθη με τους αμάραντους στεφάνους της δόξης, διό, έχοντες μαζύ μας τον αδελφόν του, και αυτόν άνδρα γενναίον και στρατηγημακότατον, σήμερον τον εδιωρίσαμεν και τον εστείλαμεν εις εκείνον τον στρατόν. Όσην χαράν ελάβομεν δια τον θρίαμβον των αρμάτων μας, άλλην τόσην λύπην για την υστέρησιν ενός τοιούτου ανδρός. Σήμερον εμάθαμεν, ότι οι εν Ζακύνθω και Κεφαλληνία αδελφοί μας στέλλουσι 500 στρατιώτας Κεφαλληναίους, με μερικάς πολεμικάς αποσκευάς, οι οποίοι και έρχονται κατ’ ευθείαν εις τον εδικόν μας στρατόν και ειμί βέβαιος πως θέλει φανώσι επωφελείς».
Υγιαίνοιτε εν αγαθοίς.
Τη 2 Ιουνίου 1821, Ζαράκοβα Τρικόρφων
Ο αδελφός σας
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
(«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, εκδοτικός οίκος Γιαννίκος, σελίδα 198, Αθήνα 1962).
Μη υπάρχοντος πλέον αρχηγού, στο στρατόπεδο, πολλοί στρατιώτες φοβήθηκαν και λιποτάκτησαν. Αντιλαμβανόμενοι αυτό το μεγάλο πρόβλημα οι οπλαρχηγοί, έγραψαν στην Στεμνίτσα που έδρευε η Πελοποννησιακή Γερουσία, αναφέροντες ότι στερούνται αρχηγών και δεν υπάρχει κάποιος έμπειρος αρχηγός για να τους διοικήσει. Εκ τούτου η Γερουσία παρακινήθηκε και έγραψε στον Θ. Κολοκοτρώνη, Κανέλλο Δεληγιάννη και Διονύσο Μούρτζινο που βρίσκονταν στην Ζαράκοβα, όπως μεριμνήσουν να διορίσουν αρχηγό.
Τότε οι αρχηγοί έγραψαν στον Δημητράκη Πλαπούτα, αδελφό του Γιωργάκη και τον διόρισαν αρχηγό των όπλων της εκστρατείας στο Λάλα.
«Γενναίε στρατηγέ Καπετάν Δημητράκη Πλαπούτα, χαίροις.
Και προχθές μαθόντες τον απευκταίον θάνατον του μακαρίτου αδελφού σου, εγράφομέν σοι παρηγορούντες σε, ειδότες ότι καώς ημάς καιρίως ελύπησεν, ήτο επόμενον ίνα καταπικράνη καιριωτέρως και σε, αδελφόν αυτού όντα η τούτου αποβίωσις, το οποίον γράμμα ελπίζοντες; Ότι ελάβατε, επ’ αυτώ ούκ εκτεινόμεθα, αλλά δια του παρόντος δηλοποιούμεν, ότι ιδού περικλείομεν σοι εν τω παρόντι εν γράμμα της Γερουσίας προς τους εν Λάλα στρατιώτας, διαλαμβάνον ως θέλεις ιδή, ο βουλώνετε, το οποίον και εγχειρλίζεις αυτοίς. Δια του ιδίου λοιπόν διορίζομεν και την γενναιοτητά σου εις την θέσιν του αυταδελφού σου στρατηγόν και καπετάνιον συμβουλεύοντές σε εις χρέος πατριωτικόν, πρώτον μεν ίνα αποβάλης την λύπην της ψυχής, καθότι αυτός θέλει καταυταχθή εν ταις σκηναίς των αγίων, πολεμήσας γενναίως κατά των εχθρών της πατρίδος και πεσών ενδόξως και ευκλειώς, επομένως ίνα φιλοτιμούμενος ανδρωθή μετά της ανηκούσης φρονήσεως και εκστρατεύσης εν τη κατά του Λάλα ταύτη μάχη, ως Έλλην και ως υιός του Κόλια, δεικνύων έργα άξια του ονόματός σου».
Υγίαινε εν αγαθοίς θριαμβεύων κατ’ εχθρών.
1821 Ιουνίου 3 Στεμνίτζα
Η Γερουσία της Πελοποννήσου.
(ΤΣ) Βρεσθένης Θεοδώρητος, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος Πονηρόπουλος.
(«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, σελίδα 205, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962).
Ένα άλλο έγγραφο όμοιο όμως ξεχωριστό έστειλε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.
«Γενναίοι και ομογενείς αδελφοί στρατιώται του ευρισκομένου εις Λάλα στρατοπέδου χαίρετε! Επειδή ο μακαρίτης Γεωργάκης Κολιόπουλος, πολεμών τους εχθρούς έτυχεν θείαν συγχώρησιν εν τη μάχη απέθανεν ενδόξως…(εφθαρμένον) δια τούτω κοινή ψήφω απεφασίσθη διάδοχός του και εν τον τόπον του ο ανδρείος αυταδελφός του καπιτάν Δημητράκης Κολιόπουλος. Λοιπόν όλοι εσείς οι στρατιώται να δείξητε την πρέπουσαν αγάπην, υπακοήν και ευπείθειαν εις τας οδηγίας του, μάλιστα οπού είναι γνωστόν και προς υμάς και προς πάντας, ότι δεν είναι κατώτερος εις την ανδρείαν και την φρόνησιν από τον μακαρίτην Γεωργάκην, δια τούτο ακολουθούντες τας οδηγίας του και διαταγάς, πρέπει να τον σέβεσθε ως πρέπει. Ημείς ελυπήθημεν πολύ δια τον θάνατόν του μακαρίτου, περισσοτέρως όμως δια την δειλίαν και ανανδρείαν την εδικήν σας, την οποίαν αναξίως εδείξατε εν αυτή τη μάχη[4]. Επειδή όμως και τα γινόμενα ουκ απογίνονται δια του παρόντως σας παρακινούμεν, ότι του λοιπού να αφήσετε την δειλίαν, και να ακολουθήσετε με γενναιότητα ως άνωθεν τας οδηγίας του διοριζομένου ήδη καπιτάν Δημητράκη. Δια να πλύνετε την κακήν φήμην της καθ’ υμών κατηγορίας και να αναδειχτήτε άξιοι του Ελληνικού Χριστιανικού ονόματος, προθυμοποιούμενοι όλαις δυνάμεσιν εις τα προς κατατρόπωσιν και τέλειον αφανισμόν των τυράννων. Έρρωσθε ανδριζόμενοι και γενναιοψυχούντες.
1821, Ιουνίου 3 Στεμνίτζα
Η Γερουσία της Πελοποννήσου
(ΤΑ)
Ο Βρεσθένης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Θεοδώρητος Αθανάσιος Κανακάρης
Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος
Νικόλαος Πονηρόπουλος
(-Γ.Α.Κ., τόμος Α΄, αριθμός εγγράφου 7.
-«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, σελίδα 206, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962).
«Γενναίοι αδελφοί, αρχηγέ καπετάν Δημητράκη και λοιποί στρατηγοί και στρατιώται. Σας απονέμομεν τον αδελφικόν ασπασμόν.
Σήμερον έφθασεν εδώ ο αδελφός κύρ Δημητράκης Δεληγιάννης, ο οποίος μας εδιηγήθη τον πόλεμον μετά των τυράννων Λαλαίων, την γενναιότητά σας και τον ζήλον οπού εδείξατε, και σας επαινέσαμεν και σας ευχήθημεν και η πατρίς χρεωστεί ευεργεσίας και εν καιρώ θέλει σας στεφανώση με τους στεφάνους της δόξης.
Ελυπήθημεν δια την λιποταξίαν των λοιπών στρατευμάτων, αγκαλά και ποτέ από τοιούτους γενναιότητα δεν ελπίζομεν μόλον τούτο εχθές εστείλαμεν εις βοήθειαν τους 1000 στρατιώτας και σήμερον σας ξεκινούμεν και άλλους, υπέρ τους 200, και, δια εμψύχωσιν, σας ξεκινούμεν ευθύς τον ρηθέντα αδελφόν (εννοεί Δεληγιάννην) και σας λέγομεν, ότι, καθώς απαρχής εστάθητε με γενναιότητα και μεγάλον πατριωτισμόν, ούτω και τώρα να συναχθήτε όλοι και να φυλάξετε αυτό το στόμιον και επειδή έφθασε συν Θεώ ο Πρίγκηψ Υψηλάντης, μετ’ ολίγας έρχεται εδώ, και τότε όλα λαμβάνουν διόρθωσιν. Και λοιπόν σταθήτε γενναίοι, χωρίς να στοχασθήτε δια το ουδέν τους βρωμισμένους Περσιάνους και η Πατρίς και το Γένος σας χρεωστεί χάριτας, καθώς και προς τους φιλογενείς αφελφούς Ζακυνθικεφαλοναίους, τους οποίους ασπαζόμεθα. Και επειδή γνωρίζομεν το ικανόν σας δεν σας βαρύνομεν με περισσοτέρους λόγους. Υγιαίνετε εν αγαθοίς
Τη 5 Ιουνίου 1821 Άγιος Βλάσσης
Οι αδελφοί σας.
Βρεσθένης Θεοδώρητος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Κανέλλος Δεληγιάννης».
(«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, σελίδα 206, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962).
Κατά τον Φωτάκον, επήλθε διχόνοια εις το στρατόπεδο των Ολυμπίων, μεταξύ στρατιωτών και ιδιοκτητών για τοπικά των ζητήματα, περί φόρου της δεκάτης, παρασπορίων, διανομής κ.λπ. Η δυσφορία αυτή εκδηλώθηκε, σοβαρά για να καταστεί ζωηρότερη με μεγάλο κίνδυνο να γενικευθεί και να επιφέρει την διάλυση του στρατοπέδου. Περί της διαφωνίας αυτής ομιλούν και οι λαβόντες μέρος σε εκείνη την εκστρατεία. Ευτυχώς που επενέβησαν ο αρχηγός των Ολυμπίων Τζανέτος Χριστόπουλος, ο οποίος θέλοντας να προλάβει την διάλυση, έκαμε το ακόλουθο έγγραφο και τοιουτοτρόπως τους καθησύχασε.
«Υπόσχομαι εις όλους τους καπεταναίους και λοιπούς στρατιώτας της επαρχίας μας κατά την καταγραφήν, όπου θα έχωμεν εις τας χείρας μας ότι το τρίτον να μην το ζητήσωμεν, ει μη μόνον την δεκατίαν και παρασπόρια, και υποσχόμεθα ότι έως της τελευταίας σταλαγματίας του αίματός μας να διαφεντεύσωμεν αυτήν την συμφωνίαν υπόσχονται και οι καπεταναίοι όλοι μετά των στρατιωτών των προς τον Αρχιστράτηγον Κύριον Τζανέτον Χριστόπουλον δια να τον ακολουθούν και υπακούουν εις κάθε του, προσταγήν. Υπόσχομαι ακόμη ότι όχι μόνον δεν έχουν την άδειαν να διώξουν αυτούς που είναι κατατρεγμένοι, αλλά να φέρουν και τους λοιπούς όσοι βαστούν άρματα, και αν ιδούν κανένα Καπετάνιον και διαπαρτισθή από την συμφωνίαν μας οι άλλοι Καπεταναίοι να τον παιδεύουν και να του παίρνουν και το τρίτον και όλο του το πράγμα, επειδή και οι δεκατίαι και παρασπόρια είναι αφεντικά τα οποία μέλλουν να φάνε οι στρατιώτες, εάν δεν εξαρκέσουν δια να φάγουν. Συμφώνως οι καπεταναίοι με τον Αρχιστράτηγον θέλει ομιλούν και θέλει εύρουν το μονασίπικον δια να δώση έκαστος κατά την δύναμίν του, όποιος δε χαριζόμενος ήθελε δώσει τρίτον να παιδεύηται από τους λοιπούς και από τον Αρχιστράτηγον. Όθεν δι’ ασφάλειαν και των δύο μερών έγιναν δύο όμοια και εδόθη από ένα σε κάθε μέρος. Υπόσχονται προς τοις άλλοις οι Καπεταναίοι δια να γράψουν εις τα χωριά τους να βαστούν λογαριασμόν παστρικόν των δεκατιών και παρασπορίων και να πηγαίνουν όπου διορισθούν από τον Αρχιστράτηγον και ότι πρέζες ήθελον κάμουν να τας μοιράζουν εξίσου όλοι οι στρατιώται μέχρι της αλώσεως του Μορέως και ότι πράγμα ευρίσκεται τουρκικόν εις την επαρχίαν μας κινητόν και ακίνητον να το μοιράζουν όλοι οι στρατιώται και όποιος παραβή αυτήν την συμφωνίαν, να κριθή μετά του προδότου Ιούδα και πρόσωπον Βασιλέως μας να μην ιδή, και ούτως υποσχόμεθα.
Ιουνίου 9 Στρατόπεδον Πούσι- περί το Λάλα- 1821 πρώτον έτος ελευθερίας.
υπογραφαί
Δημήτριος Πρωτόπαπας, Μήτρος Τζαβέλας, Καπ. Π. Λυμπερόπουλος, Γιάννης Αμπελιανίτης, Αγγελήε, Καπ. Γιαν. Δρακόπουλος, Μιχάλης, Γεώργης Βεργής, Γιάννης Θανούλας, Δημήτρ. Καράμπελας, Αδάμ Δημητρακόπουλος, Χριστ. Δελδιώτης, Γιάννης Γκούτης, Αναστ. Τζάπρος, Γιαν. Μπιζιμπαρδιώτης, Λάμπρος Ληνιστιάνος, Γιωργάκη Παλαλιώτη, Γιωργάκη Σκλάβος, Δημήτριος Δεληγιαννόπουλος, υπόσχομαι τούτων».
Μετά τα άνω οι Ολύμπιοι πολεμιστές κατέλαβαν το προς την Φολόην μέρος, βόρεια της θέσης «Ανάληψης».
(«Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, σελίδα 199, εν Αθήναις 1950).
Νίκη των Ελλήνων στο Πούσι και εγκατάλειψη Λάλα από τους Τουρκαλβανούς.
Μετά από αυτές τις ανταλλαγές των επιστολών, οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες και καθώς ήταν επόμενο άρχισαν οι πολεμικές συρράξεις μεταξύ Ελληνικών επαναστατών και Λαλαίων Τουρκαλβανών. Μετά τις μάχες που συνήφθησαν μεταξύ τους, οι Λαλαίοι αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τους επαναστάτες απεφάσισαν χωρίς χρονοτριβές να εγκαταλείψουν το πολυαγαπημένο και περιβόητο Λάλα και να μεταβούν στην Πάτρα, για περισσότερη ασφάλεια. Ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας που είχε το γενικό πρόσταγμα και ηγείτο των πολεμικών συρράξεων, κατά την αποχώρηση του απέστειλε μια επιστολή στους επαναστάτες.
Ιουσούφ Πασάς ελέου Θεού βεζύρης της κραταιοτάτης βασιλείας βαλής της Ευρίπου και μεμούρης εις τον Μουρέα.
«Προστάζομε σφοδρός εσάς τους ρομέους, όλος κοινός, όσοι εάν ήσαστε από τον καζά της γαστούνης, από τα χορία του πύργου, από καζά φαναρίου, από καζά καρίτενας, και από καλαβρίτου, να μην τολμήσετε και πειράξετε ούτε σπίτι, ούτε πράγμα εις του λάλα, διότι εγό πηγαίνοντας τας φαμελείες των λαλέων εις πάτρα, με την δύναμιν του Θεού, έχω να γυρίσο και αν εύρο ολίγον πράγμα πιρασμένο να ηξεύρετε, ότι εις το εγιάμι δευλέτι του πολυχρονίου και θεοστηρίκτου βασιλέος μας δια κάθε παραμικράν ζιμίαν έχετε να αποδόσετε με κεφάλια όθεν μην παρακούσετε μόνον να μετανοήσετε από την αποστασίαν και να μην τολμήσετε να κάμετε παραμικράν ζιμίαν διότι με την δύναμιν του Θεού, δεν μένει από εσάς ούτε πόδας ούτος να ακολουθήσετε εξ αποφάσεως».
Εξεδόθη εις το ντιβάνι…(φθαρμένο στο έγγραφο) 1821 Ιουνίου 17 Λάλα.
Αυτό το έγγραφο έχει δημοσιευθεί από τον Γ. Π. Κουρνούτο, επίσης έχει αποδελτιωθεί από τον Στ. Παπαγεωργίου. (Όπως αναφέρει ο Γ. Π. Κουρνούτος στο έγγραφο αυτό, δεν υφίσταται καμιά σφραγίδα του Γιουσούφ Πασά της Πάτρας). Το έγγραφο είναι το υπ’ αριθμόν 20434 ΙΕΕΕ.
Φαίνεται ότι οι Λαλαίοι αναχώρησαν από το Λάλα στις 17 Ιουνίου 1821 και αυτό το συμπεραίνουμε από την επιστολή των προκρίτων της Καρύταινας που έστειλαν στους πρόκριτους της Ύδρας.
«….και κροτηθέντος πολέμου και διαρκέσαντος είκοσι τέσσαρας ώρας, εθανάτωσαν οι ημέτεροι με τα κανόνια και δουφέκια από τους τυράννους υπέρ τους 350, πόσοι δε ελαβώθησαν άδηλον, και τέλος τραπέντες εις φυγήν επέστρεψαν εις τα ίδια κατησχυμένοι, εκ δε των ημετέρων εθανατώθησαν τριάντα και τρεις τέσσαροι αβλαβώς. Χθες μας ήλθεν η είδησις ότι οι Λαλαίοι κάψαντες τα οσπίτια των και το πράγμα οπού δεν ημπορούσαν να πάρουν, και παίρνοντας τας φαμελίας των εξεστράτευσαν δια Πάτρας να έμβωσιν ίσως εις το κάστρον, οι ημέτεροι όπισθεν και έμπροσθεν υπάγουσι κυνηγούντές τους. Τι έγινεν έως ώρας και που αριβάρησαν οι τύραννοι είδησιν δεν έχομεν….»
Τη 19 Ιουνίου, Αγιοβλάσης Τριπολιτζάς
(Σ) Οι αδελφοί και έφοροι Καρυταίνης
Νικόλαος Ταμπακόπουλος
Σπήλιος Κούλης
Δημητράκης Παπαγιανόπουλος
Γεώργιος Δημητρακόπουλος.
(Αρχείο της Κοινότητας της Νήσου Ύδρας, τόμος 7ος , σελίδα 246).
Ένα έγγραφο της Εφορίας Καρυταίνης αναφέρει για την άτακτη και απρογραμμάτιστη αποχώρηση των Λαλαίων από το Λάλα:
«Χθές μας ήλθε η είδησις ότι οι Λαλαίοι, κάψαντες τα σπίτια τους εξεστράτευσαν εις Πάτρας….Οι ημέτεροι όπισθεν και έμπροσθεν υπάγουν κυνηγώντας τους. Τι απέγιναν έως ώρας και που αρριβάρισαν οι τύραννοι είδησιν δεν έχομεν….»
19 Ιουνίου 1821.
Η Εφορία Καρυταίνης
(«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, σελίδα 212, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962).
Μετά την μάχη του Πουσίου, οι Κεφαλλονίτες ανέβηκαν στην Δίβρη και στο Λιβάρτζι των Καλαβρύτων. Σχετικά με την παρά πέρα πορεία τους αναφέρονται στην επιστολή του Γεωργίου Σισίνη και Κωνσταντίνου Πετιμεζά.
Αδελφοί Κεφαλληναίοι χαίρετε.
Και πρότερον Σας εγράψαμεν και ιδού πάλιν σας γράφομεν, ότι να πάτε να σταθήτε εις ότι χωρίον σας αρέσει και έγραφα και γράφω του κύρ Γιαννάκη και του Καπετάν Αντωνάκη Μητροπούλου να σας δώσουν ότι σας χρειάζεται και ότι μουνιτζιόνες θέλετε. Ο Καπετάν Ευαγγέλης το απερασμένον Σάββατον επήγεν εις Λιβάρτζι και την Δευτέραν εγύρισεν εις την Δίβρην και τω έγραφα να έλθη να μ’ εύρη, όθεν και αν είμαι με τα κανόνια και εις δύο ημέρας ερχόμαστε μαζύ και σας ευρίσκομεν. Σας είναι γνωστόν ότι τα καρέλια εχάθησαν, γνοιαστήτε λοιπόν να εύρετε ξυλική να τα φτιάσωμεν οπού να την εύρωμεν έτοιμην. Λοιπόν σταθήτε με γενναιότητα και καρδίαν καθώς και πρότερον εδείχθητε και να είσθε βέβαιοι ότι έγραψα την ανδρείαν σας των πριγκίπων και εις την Γερουσίαν καθώς και όλην την ημέραν σας επαινούν, εγώ σας πλέκω στεφάνους και η πατρίδα θέλει σας ανταμείψη, εγώ είχα και έχω όλην την καλήν θέλησιν μου δια να σας κάμω ότι εζητείτε. Στεκάτε βέβαιοι ότι θέλω κάμει το χρέος μου και αν πρώτα δεν σας ευχαρίστησα σωστά καθώς έπρεπε, αυτό ήταν οι πολλές φροντίδες μου και τα κακά οπού φέρνει ο πόλεμος. Στεκάτε πιστοί εις τους λόγους μου, ότι προερχόμενοι από καθαράν καρδίαν. Οι λαβωμένοι οπού επήγαν εις Λιβάρτζι είναι καλά, εκείνος οπού ήτον εις το μηρί λαβωμένος δεν ημπορούσε να υπάγη και έμεινεν εις Δίβρη.
Του άφησα ιατρόν, τον κοίταζε, επλήρωσα και δύο ανθρώπους να τον σιγυράν και από ημέραν παρ’ ημέραν πάγει καλά και μην έχετε έγνοιαν, και υγιαίνετε.
Ιουνίου 22 1821 Σκιαδά
Οι αδελφοί σας Γεώργιος Σισίνης
Κωνσταντίνος Πετιμεζάς
(Αρχείο Γιάννη Βλαχογιάννη, Γ.Α.Κ., Δ 35).
Ο Γιουσούφ Πασάς, εφόσον δεν κατόρθωσε να κάμψει την σθεναρή αντίσταση των πολιορκούντων Ελλήνων στο Πούσι πήρε τους Λαλαίους μαζί με τις οικογένειές τους και αποχώρησε από το Λάλα και κλείσθηκε στο φρούριο της Πάτρας. Μόλις κατέφθασε, μετέφερε την επιστολή, που είχαν αποστείλει στους Λαλαίους, οι Επτανήσιοι αρχηγοί, και την παρέδωσε στα χέρια του ανθέλληνα Άγγλου Πρόξενου της Πάτρας Jams Phillip Green. Αυτός αμέσως την διαβίβασε, στον Άγγλο Αρμοστή των Ιονίων Νήσων, τον επίσης Ανθέλληνα Sir Thomas Maitland[5]. Εκείνος με την σειρά του, υποχρέωσε την Κυβέρνηση των Ιονίων Νήσων, να εκδώσει έκτακτο ψήφισμα, με το οποίο οι υπογράψαντες την επιστολή, να στερούνται των πολιτικών δικαιωμάτων τους, και συγχρόνως να δημευθεί άμεσα η περιουσία τους.
Την αξία της μάχης του Λάλα παρουσιάζει ένα τμήμα επιστολής του Άγγλου προξένου στην Πάτρα Jams Phillip Green[6], ο οποίος γράφει από την Ζάκυνθο την 24ην Ιουλίου 1821, σχετικά με την μάχη του Λάλα:
«…. Από ένα γράμμα με ημερομηνία 6 του παρόντος (σ. 24 Ιουνίου π.η) από την Πάτρα, έμαθα ότι ο Πασάς είχε επιστρέψει εκεί από του Λάλα, με όλους τους κατοίκους αυτής της περιοχής. Φαίνεται, ότι από την άφιξη του Ιουσούφ, προτού εκείνος στο Λάλα αντιμετώπισε ένα μεγάλο Ελληνικό στρατιωτικό σώμα, στο οποίο αμέσως επιτέθηκε, με την βοήθεια των Λαλαίων και μετά από μια απελπιστική μάχη τους εξανάγκασε να υποχωρήσουν. Κατά την προσέγγιση των Οθωμανών οι βοηθούντες Επτανήσιοι άνοιξαν σφοδρό πυρ με έξη κανόνια, τα οποία προκάλεσαν μεγάλο φονικό. Ο σαλιχτάρης του πασά εφονεύθη βρισκόμενος στο πλευρό του, και ο αρχηγός των Αλβανών είχε πυροβολήσει το άλογό του κάτω από αυτόν. Οι Τούρκοι που δεν διαθέτανε πυροβολικό, έκριναν πως ήταν καλύτερο να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν…. Μολονότι ότι οι Τουρκικές απώλειες δεν μπορούν να υπολογιστούν με βεβαιότητα, σίγουρα ήσαν πολύ σοβαρές….»
Αν λάβουμε υπ’ όψη την φιλοτουρκική διάθεση του Jams Phillip Green σίγουρα (μολονότι τονίζει με έμφαση την αποχώρηση των Ελλήνων), στην μάχη του Λάλα οι Τούρκοι ήσαν οι μεγάλοι ηττημένοι.
(- «Sketches of the War in Greece», Jams Phillip Green, σελίδα 51, London, 1827).
-«Οι δραστηριότητες του Άγγλου Προξένου Jams Phillip Green, στα χρονικά του 1821», Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος Γ΄, σελίδα 362-370, Κόρινθος 9-16 Σεπτεμβρίου 1990).
Τον ενθουσιασμό του και την χαρά του για την νίκη των Ελλήνων εκφράζει, ο Δημήτριος Υψηλάντης με μια επιστολή προς τους Ζακυνθινούς και τους Κεφαλλονίτες με την οποία τους παρακινεί να συνεχίσουν τον αγώνα τους ενάντια των Τούρκων.
«Γενναίοι ομογενείς στρατιώται Κεφαλλήνες και Ζακύνθιοι, οι στρατευμένοι υπό την οδηγίαν του κόμιτος Ανδρέου Μεταξά, Γερασίμου Φωκά και Ευαγγέλου Πανά.
Έμαθον τας λαμπράς πράξεις της ανδρείας και φιλογενείας σας, όσας και προλαβόντως και τώρα μάλιστα εσχάτως εκάματε εις του Λάλα. Οι τολμηρώτεροι και ανδρειότεροι Τούρκοι εφοβήθησαν το ακατάπληκτον και άτρωτον της Ελληνικής καρδιάς σας. Τι μένει να συμπεράνωμεν δια τους τρυφηλούς και αγενείς Οθωμανούς; Σας συγχαίρομεν λοιπόν συστρατιώται και μακαρίζω όσοι εξ ημών επεσφράγισαν με την αθάνατον δόξαν της ζωής. Καλώ τους άλλους να συνέλθωσιν, ως πρότερον, εις εν σώμα και να υπάγωσιν εις Π. Πάτρας, δια να πολιορκώσι τους εκεί καταφυγόντας Λαλαίους.
Δεν αμφιβάλλω ότι πολεμάτε με το πνεύμα εκείνο της φιλελευθερίας και του πατριωτισμού, τον οποίον, εμψύχωνε ποτέ τους προγόνους μας. Μην αμφιβάλλετε όμως φίλοι, ότι και η κοινή πατρίς θέλει ανταμείβει ομοίως τας αρετάς των τέκνων της. Ως πληρεξούσιος σημειώνω τας πράξεις σας δια να αποδοθώσιν εις αυτάς οι ανήκουσαι τιμαί και υπ’ εμού και υπό του Αρχιστρατήγου αυταδέλφου μου και ύπ’ αυτής της πρώτης αρχής. Ο κύριος Κ. Μεταξάς θέλει σας είπη το πρακτέον περί των πληγωθέντων συστρατιωτών και ότι άλλο του επαρήγγειλα».
Βέρβαινα τη 22 Ιουνίου 1821
Ο Πατριώτης
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου
(Άγγελος Γ. Μακρής, «Η Μάχη του Λάλα», σελίδα 10).
Πηγές:
(-«Ο Πύργος και η Ηλεία στην επανάσταση και στα χρόνια του Καποδίστρια», Κωνσταντίνος Γρηγορίου Κυριακόπουλος, Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ηλείας 2003.
-«Οι Λαλαίοι Τουρκαλβανοί», Αθανασίου Θ. Φωτόπουλου, Επετηρίς της Εταιρείας Ηλειακών Μελετών, τόμος Β΄.
-Αρχείο Γεωργίου Σισίνη στην ΙΕΕΕ, αριθμός εγγράφου 20431. Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευθεί από τον Γεώργιο Π. Κουρνούτο, στην Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 1959.
-«Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, εκδόσεις Γιαννίκος, Αθήνα 1962.
- «Η Μάχη του Λάλα», Άγγελος Γ. Μακρής.
- «Sketches of the War in Greece», Jams Phillip Green, London, 1827.
-«Οι δραστηριότητες του Άγγλου Προξένου Jams Phillip Green, στα χρονικά του 1821», Πρακτικά του Δ΄ Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμος Γ΄, Κόρινθος 9-16 Σεπτεμβρίου 1990.
-Αρχείο της Κοινότητας της Νήσου Ύδρας.
-Αρχείο Γιάννη Βλαχογιάννη, Γ.Α.Κ., Δ 35.
-«Η Ηλεία επί Τουρκοκρατίας», Γεωργίου Αρ. Χρυσανθακοπούλου, εν Αθήναις 1950.
-Γ.Α.Κ., τόμος Α΄, αριθμός εγγράφου 7.
-«Απομνημονεύματα», Κωνσταντίνος Μεταξάς, Αθήνα 1957).
[1] Εδώ διαφαίνεται καθαρή η απουσία του κοτζαμπάση της Γαστούνης Γεωργίου Σισίνη, ο οποίος δεν έλαβε καμιά πρωτοβουλία για διαπραγματεύσεις με τους εχθρούς και φίλους του Λαλαίους, αν καθώς άρμοζε πρώτα σ’ αυτόν και μετέπειτα στους Αχαιούς προκρίτους, πριν αρχίσουν οι πολεμικές συρράξεις.
[2] Πιθανότατα αυτή η επιστολή, να εστάλη από τους Αχαιούς στον Γεώργιο Σισίνη για να το μεταφέρει στους Λαλαίους. Όμως καθώς διαφαίνεται, η εν λόγο επιστολή, ίσως μην έφθασε ποτέ στα χέρια των αρχηγών του Λάλα, διότι ως ενδείκνυται πρέπει να είναι το πρωτότυπο, εκτός εάν εγράφησαν πολλές, που αυτό φαίνεται να είναι τελείως απίθανο. Επομένως για διαφόρους σημαντικούς και ανεξήγητους λόγους, η επιστολή μάλλον δεν έφθασε ποτέ, καθώς έπρεπε, στους τελικούς αποδέκτες του και να παρέμεινε στα χέρια του Γεωργίου Σισίνη και αυτό το συμπεραίνουμε διότι υπάρχει στο προσωπικό αρχείο του που βρίσκεται στην ΙΕΕΕ. Εάν όντως είχε αποσταλεί, πως είναι δυνατόν να επέστρεψε πάλι στα χέρια του Γεωργίου Σισίνη, αφού άρχισαν αμέσως οι εχθροπραξίες μεταξύ Ηλείων και Λαλαίων Τούρκων;
Οι υπόνοιες περί της φιλικής στάσης του Γεωργίου Σισίνη έναντι των Λαλαίων Τουρκαλβανών ενισχύονται, με αποδεδειγμένα πλέον στοιχεία. Ίσως ο κοτζάμπασης της Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης, ήθελε να κρατήσει ουδέτερη στάση, μη γνωρίζοντας την εξέλιξη της Επανάστασης του 1821.
[3] Η καταγωγή του ήταν από το χωριό Άρνα της επαρχίας του Μιστρά. Ο οίκος των Γιατράκων κατάγεται από τους Μεδίκους τής Φλωρεντίας και το επίθετο Γιατράκος αποτελεί μετάφραση της λέξης Medicci που σημαίνει Γιατροί στα Ιταλικά. Η οικογένεια των Γιατράκων προσέφερε πολλά στην πατρίδα. Ο δε Παναγιωτάκης ήταν από όλους τους αδελφούς του πιο ενθουσιασμένος και πιο δραστήριος και διέπρεψε κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς, παραμένοντας ως την άλωσή της. Αργότερα μετέβη στην Αργολίδα και την Κορινθία και πολέμησε εκεί στην πτώση του φρουρίου. Πολέμησε επίσης και στο Μεσολόγγι, βοηθώντας τους εκεί αδελφούς του. Η επαρχία του Μιστρά ανάδειξε πολλούς καλούς στρατιώτες, ο Παναγιωτάκης Γιατράκος όμως ήταν ο μόνος ισχυρός αρχηγός που υπήρξε στην περιοχή του. Αποδυναμώθηκαν όταν μέλος του οίκου των Γιατράκων εκτέλεσαν τον πιστό προσκυνημένο της κυβέρνησης (έτσι αποκαλούσαν οι Αρκάδες και οι Μανιάτες τους συνεργάτες της κυβέρνησης) Παναγιώτη Κρεβαττά.
[4] Πολλά τα ερωτηματικά μένουν ακόμη αναπάντητα, όσον αφορά την συμπεριφορά των αρχηγών, κατά την μάχη που εδόθη στην θέση Μπαστηράς του οικισμού Λάλα. Οι αρχηγοί των επαναστατικών δυνάμεων, συσκεπτόμενοι και εκμεταλλευόμενοι την απουσία των Λαλαίων αξιωματούχων, αποφάσισαν να επιτεθούν στο Λάλα από τρία διαφορετικά σημεία. Οι Γορτύνιοι, με τον Γιωργάκη Πλαπούτα και τον Δεληγιάννη, μαζί με τους Ολύμπιους του Χριστόπουλου, θα κινούνταν, κατά της θέσης Μπαστηρά. Οι Επτανήσιοι, υπό τους αδελφούς Μεταξά και τον Πανά, θα επέδραμαν κατά του Λάλα, ενώ οι Ηλείοι υπό τον Σισίνη και οι Καλαβρυτινοί του Φωτήλα, θα βάδιζαν προς το χωριό Δούκα και την πηγή Λουκίσσα.
Ξημερώματα στις 9 Ιουνίου, οι επαναστατικές δυνάμεις, υπέρ τους οκτακόσιους άνδρες, κατέβηκαν στην πεδιάδα του Λάλα και πραγματοποίησαν γενική επίθεση από τρία σημεία. Ο Γιωργάκης Πλαπούτας, ξεκινώντας από το χωριό Νεμούτα, βάδισε προς τις θέσεις Αγία Τριάδα και Λογαριαστή και προς το ανατολικό μέρος του Μπαστηρά να εισέλθει στο Λάλα, για να προκαλέσει σύγχυση. Οι Λαλαίοι, άγνωστο πως, είχαν τις ανάλογες πληροφορίες και γνώριζαν λεπτομερέστατα τα σχέδια του απέδωσαν τεράστια σημασία στη θέση Μπαστηρά. Ο Πλαπούτας ενώ είχε εγκαταλείψει την θέση Λογαριαστή και προσπαθούσε να εισχωρήσει στην θέση Μπαστηράς, υπέστη σφοδρή αντεπίθεση, από δυνάμεις των Λαλαίων που καιροφυλακτούσαν και κατείχαν τα εκεί μεγάλα και ισχυρά προχώματα. Εκεί διεξήχθη μια σκληρή και φονική μάχη, που διήρκησε περίπου έξι ώρες. Όμως μετά την απρόσμενη ενέδρα και αντεπίθεση των Λαλαίων, ο Γιωργάκης Πλαπούτας, αποκόπηκε με λίγους πολεμιστές του και λόγω της ανισορροπίας των δυνάμεων, αναγκάστηκε να υποχωρήσει άτακτα. Μέσα στη σύγχυση που επακολούθησε, μη υποστηριζόμενος, από ημέτερες δυνάμεις, και ένεκα του μεγάλου καύσωνα που επικρατούσε, καταδιωκόμενος προς Νεμούτα, άφησε την τελευταία του πνοή, στην θέση Μπαστηρά. Σ’ αυτή την πρώτη και άνιση μάχη, φονεύθηκαν ακόμη 14 Έλληνες, ενώ οι απώλειες των Λαλαίων, ήσαν υπερδιπλάσιες. Ο απρόσμενος θάνατος του αρχηγού, είχε δυσμενή εξέλιξη και αρνητική επίδραση στο στρατόπεδο των Ελλήνων, διότι ήταν η αιτία, να αρχίσει η εσωστρέφεια αλλά και ν’ αναβληθεί η γενική επίθεση κατά του Λάλα. Ακόμη σήμερα, διίστανται οι απόψεις για το ποιος ήθελε να τεθεί εκτός των πολεμικών αναμετρήσεων ο αρχηγός των Ηλειακών όπλων Γιωργάκης Πλαπούτας.
[5] Πρώτος Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων διορίστηκε ο Βρετανός Σερ Τόμας Μαίντλαντ (1759-1824). Ο Μαίντλαντ έφτασε στην Κέρκυρα το Φεβρουάριο του 1816 και παρέμεινε στο νησί μέχρι και τις 24 Ιανουαρίου του 1824, οπότε πέθανε αιφνιδίως.
[6] Ο Jams Phillip Green ήταν αντιπρόσωπος της Εταιρείας Levant Company και Γενικός Πρόξενος της Αγγλίας στην Πάτρα, από τον Φεβρουάριο του 1818. Εκεί παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1824. Διακρινόταν για τα έντονα ανθελληνικά του αισθήματα, τα οποία επέδειξε σε πολλές περιπτώσεις.