Λαϊκές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις.
Παροιμία είναι η σύνθετη λέξη «παρά-οίμος»= κοντά στο δρόμο.
Την παρακάτω παροιμία την άκουσε το καλοκαίρι στο Κούμανι.
Μη μπάς στην Άρλα δάσκαλος και στου Σκιαδά αστυνόμος στου Κούμανι δασοφύλακας στη Δίβρη Ταχυδρόμος.
Διαβάστε... άλλες 800 παροιμίες και παροιμιώδης εκφράσεις
A | B | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Υ | Φ | Χ | Ψ |
1.Άβρακος βρακί δεν είχε βρήκε βρακί και χέστηκε (νεόπλουτος)
2.Αγάλι αγάλι γίνεται κι η αγουρίδα μέλι.
Άγουρος προξενητής για λόγου του τηράει (κοιτάει)
3.Αγάλι αγάλι τούμπανα, κι είναι φτωχός ο γάμος.
4.Αδέρφια αγαπημένα, κάστρα που δεν παίρνονται.
5.Αγαπάει ο Θεός τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
6.Άκουσε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώση.
7.Ακριβός στα πίτουρα, φτηνός στ' αλεύρι.
8.Αλί απ' τον Αλή που 'χασε τ' άλογο και πιλαλεί.
9.Αλί απ' το βαρεμένο και τον απαυτωμένο.
10.Αλί από τον Γιαννιά που είναι μόνος του με εννιά. Η φράση λέγεται για όποιον μένει στο τέλος μόνος του.
11.Άλλα λέει η θειά μου, άλλα ακούν τ`αυτιά μου.
12.Άλλα ντάλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα.
13.Άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.΄
14.Άλλο να δεις και άλλο να ακούσεις.
15.Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν κι άλλοι πίνουν και μεθάνε.
16.Άλλοι σπέρνουν και άλλοι θερίζουν.
17.Άλλοι σπέρνουν και θερίζουν κι άλλοι τρων' και μαγαρίζουν.
18.Άλλοι παπάδες, άλλα βαγγέλια. Άλλα αφεντικά, άλλοι νόμοι.
19.Άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη.
20.Αλλού βαρούν τα κούρταλα κι αλλού γίνεται γάμος. Αλλού το περιμένεις και απ’ αλλού έρχεται.
21.Αλλού η Γιάρμενα και αλλού η Ντάρτιζα. Λέγεται όταν κάποιος χάνει τον δρόμο ή τον προσανατολισμό του.
22.Αλλού τα κακαρίσματα κι’ αλλού λαλούν οι κότες.
23.Αλλού τ' όνειρο κι αλλού το θάμα.
24.Αλλού με τρίβεις γούμενε κι αλλού έχω τον πόνο.Όταν δεν καταλαβαίνεις τις βαθύτερες επιθυμίες.
25.Αλλού παπάς κι αλλού τα γένια του. Αταξία.
26.Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες.
27.Άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς μη περιμένεις άλλον.
28.Άμα δεν κλάψει το παιδί δεν του δίνει η μάνα το βυζί.
29.Άλλος παπάς, άλλο καλυμμαύχι. Καινούριο αφεντικό, άλλες διαταγές.
30.Αλλιώς γαμιούνται στη Μοστενίτσα και αλλιώς στην Μπροστοβίτσα.
31.Αλλιώς μας τα` λεγες παπά, πριν σε χειροτονήσουν.
32.Αν άκουγε ο Θεός τον κόρακα, όλοι οι γάιδαροι θα ψοφούσαν.
33.Αν ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι.
34.Αν βρέξει ο Μάρτης δυό νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’εκείνον τον ζευγά πού’χει πολλά σπαρμένα.
35.Αν δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, σκύλος δεν πάει κοντά της.
36.Αν δεν αστράψει, δε βροντάει.
37.Αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είναι καλοκαίρι.
38.Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις.
39.Αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει.
40.Αν δε ταιριάξεις δεν συμπεθεριάζεις.
41.Αν δεν το δείχνει η γίδα, το δείχνει το κέρατό της..
42.Αν δεν φυτέψεις αμπέλι, δεν χτίσεις σπίτι και δεν παντρέψεις δεν ξέρεις από ζωή.
43.Αν δεις καράβι στο βουνό, μουνί θα το’χει σύρει.
44.Αν έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς.
45.Αν ήταν καλή η δουλειά θα δούλευε κι ο Δεσπότης.
46.Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πάς.
47.Αν έχεις νύχια ξύνεσαι.
48.Αν ήταν το βιολί ψωλή θα το παίζανε πολλοί.
49.Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
50.Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα. (ανεμοσκορπίσματα)
51.Ανάποδα σαν τον κάβουρα.
52.Ανάρια -ανάρια το φιλί για να 'χει νοστιμάδα.
53.Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο.Ανοιχτό κλουβί ψόφιο πουλί. Γιά το ξεκούμπωτο παντελόνι.
54.Αντάριασε στον Ωλονό.
55.Άντε να κουρεύσαι.
56.Άντε ξύσε πατσές.
57.Αντί να τρίζει η άμαξα, ο αμαξηλάτης τρίζει.
58.Ανύπαντρος προξενητής, για πάρτη του γυρεύει.
59.Από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
60.Από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα.
61.Απ’το ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
62.Απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο.
63.Άπλωνε το πόδι σου, κατά το πάπλωμα σου.
64.Από αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι.
65.Από κάτω η ενάτη κι από πάνω η χιονάτη. Οι αντάρτες στην διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ευρίσκονταν ανάμεσα σε δύο εχθρούς. Την ενάτη μεραρχία που τους κυνηγούσε προς τα βουνά και από την άλλη το χιόνι του Ωλονού, χωρίς να έχουν διέξοδο.
66.Από κει που πήδησε η κατσίκα θα περάσει και το κατσικάκι.
67.Από το γάμο έρχομαι και μα την πείνα που 'χω.
68.Από 'ξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
69.Αργεί ο Θεός και σκάει ο φτωχός.
70.Αριομοίρα καλομοίρα.
71.Άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις.
72.Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
73.Άρμεγε και κούρευε χέζε και δεμάτιαζε.
74.Άσε με στη φτώχεια μου παιδάκι μου.
75.Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στην ψωλή.
76.Άσπρος ήλιος, μαύρη ημέρα.Αστράφτει κατά την παναγιά (Νοτενά). Έρχεται μεγάλη μπόρα.
77.Άσχημο παιδί στην κούνια, το ομορφότερο στη ρούγα.
78.Αύγουστε καλέ μου μήνα, να 'σουν δυό φορές το χρόνο.
79.Αύριο κλαίνε.
80.Αυτός που έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
81.Ας πάει και το παλιάμπελο.
82.Άφησε το γάμο και πάει για πουρνάρια.
83.Αφεντικό σχολάσαμε ,το είπε και ο ροφιάνος. Ο ρουφιάνος ήταν το τρένο πού περνούσε συγκεκριμένη ώρα. Οι πατριώτες μας το είχαν για ρολόι αλλά πάλι τα αφεντικά τους έτρωγαν ώρες από το μεροκάματο. Πριν δούλευαν αξίνα στον κάμπο από ήλιο σε ήλιο,
Β
84.Βάζω την σκούφια μου στραβά. Ανέμελος.
85.Βάλαν τον τρελό να χέσει έκατσε και ξεκωλιάστεικε.
86.Βάλε μαντήλι στο λαιμό και αέρα στο μ…(τέτοιο) σου.
87.Βάρα το σαμάρι ν' ακούσει το γαιδούρι.
88.Βαράτε με κι ας κλαίω.
89.Βασιλικός κι αν μαραθεί τη μυρωδιά την έχει.
90.Βασιλικός στην πόρτα μας κι εμείς τονε ζητούμε.
91.Βαστάτε ποδαράκια μου να μη σας χέσει ο κώλος μου.
92.Βγάζει απ' τη μύγα ξύγκι.
93.Βγήκε ασπροπρόσωπος. Όποιος δεν δίνει καλό λογαριασμό βγαίνει ασπροπρόσωπος από το γιαούρτι.
94.Βγήκε ο ποντικός και πρόγκηξε ο γάτος. Ο αποσπασματάρχης Ανδρέου υπεύθυνος για την ασφάλεια της περιοχής της Πηνείας και της Κάπλης, με μια διμοιρία ευζώνων περιφερόταν στα χωριά της Κάπελης θέλοντας να συλλάβει τον λήσταρχο Κωνσταντίνο Πανόπουλο στις αρχές του 1900. Έμαθε ότι ο Πανόπουλος είχε ένα φίλο στην Μποκοβίνα τον Ευγένιο Κορμπάκη. Του ζήτησε να ειδοποιήσει τον Πανόπουλο ότι δεν θα τον πειράξει, αρκεί να φύγει από τον τόπο του και να πάει όπου αλλού θέλει.Τότε ο Κορμπάκης είπε στον Ανδρέου: «Βγήκε ο ποντικός και πρόγκηξε ο γάτος».
95.Βλάχος απ’ την Κάπελη, άρχοντας στον κάμπο. Αναφέρεται στους νεόπλουτους, που αλλάζει ο τρόπος ζωής, αλλά όχι και η συμπεριφορά.
96.Βογκάει ο Ωλονός για τον Γιαννά, βογκάει και η Μπροστοβίτσα.Κλαίνε τα χωριά του Ωλονού για τον Γιαννιά κλαίει και το χωριό του.
97.Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ανεβούμε το βουνό.
98.Βοήθα με φτωχέ να μη σου μοιάσω.
99.Βολοδέρνει σαν την άδικη κατάρα. Υποφέρει.
100.Βόϊδι πήγε, μουσχάρι γύρισε.
101.Βρήκες το μήνα που θρέφει τους έντεκα.
102.Βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πέντε έξι.
103.Βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ.
104.Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
105.Βρέχει στο Αντρωναίικο, κατεβάζει το Λαγαναίικο.
106.Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
107.Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι'αναγάλιασε η καρδιά του.
Γ
108.Γαμεί γαιδούρα στον ανήφορο.
109.Γαϊδουρινό το πρόσωπο, ζωή χαριτωμένη. Η ζωή είναι για τον αναίσθητο.
110.Γάϊδαρο που δεν εμποδίζει, άφησέ τον να γκαρίζει.
111.Γάϊδαρο σκουντάς. Πορδιές θ` ακούσεις.
112.Γάμος εις τα γηρατειά ή σταυρός ή κέρατα.
113.Γάτος γαμεί, γάτος σκούζει.
114.Γάτα που κοιμάται, ποντικό δεν πιάνει .
115.Για ποιόν βαράν τα κούρταλα ή τα τύμπανα. Όταν πλησιάζει το κακό.
116.Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
117.Γεια σου Γιάννη. Κουκιά σπέρνω. Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω.
118.Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι o δυόσμος.
119.Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
120.Γέλασε ο Μπαντούνας τον Κούνα. Ο Αντρωναίος αγαθός και αγράμματος τσοπάνης Μπαντούνας, έπιασε κορόιδο τον παμπόνηρο τσαμπάση(μεσάζοντα) Κούνα.Η φράση λέγεται όταν κάποιος πιάσει κορόιδο κάποιον, που θεωρεί τον εαυτό του έξυπνο.
121.Γέρος κι αν επαινεύτηκε, ανήφορος το δείχνει.
122.Για σένα μαυρομάτα μου έβγαλα εγώ τα μάτια μου.
123.Γιός ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
124.Γνέσε ρόκα μου. Μην ανακατεύεσαι.
125.Γλυκάθηκε η γριά στο μέλι, θα φάει και το κουβέλι.
126.Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γδυτός ο κώλος τη Λαμπρή.
127.Γουρούνι Καπελιώτικο από κουμάσι δεν ξέρει. Λέγεται για αυτούς που δεν μπορούν να ζήσουν έγκλειστοι.
128.Γουρούνι στο σακί θα πάρω. Γουρούνι στο σακί φτύστο να μη βασκαθεί. Αγόρασε γουρούνι στο σακί.Πρόσεχε πριν αγοράσεις.
129.Γράψε και κλάψε.
130.Γυναίκα από του Κούμανι και σκύλα απ’ το Μπεντένι.
131.Γυναίκα και καρπούζι η τύχη τα διαλέγει.
132.Γυρίζω(η γυρίζει) σαν τον Μουρλοθοδωρή απο του Μπουρντάνου.
133.Γυρίζει σαν τον «Μαμά» από το Κακοτάρι. Πρόδωσε τους παπάδες στους Γερμανούς που στη συνέχεια σκότωσαν. Από τις τύψεις γυρνούσε με ένα τσουβάλι από χωριό σε χωριό. 1900-1985.
Δ
134.Δάσκαλε που δίδασκες και γνώμη δεν εκράτεις.
135.Δείξε μου το φίλο σου για να σου πω ποιος είσαι.
136.Δεν σου δόθηκαν από τους προγόνους, δανείστηκαν από τα παιδιά σου.
137.Δεν είναι Γιάννης, είναι Γιαννάκης.
138.Δες μάνα και πάρε κόρη.
139.Δεν γελάνε ποτέ τα χείλα του.
140.Δεν με φοβίζουν τα βουνά, παρά ο καλόγερος στη Νοτενά. Στο μοναστήρι της Νοτενάς ήταν ένας καλόγερος που με την συμπεριφορά του είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων και των προσκυνητών.
141.Δε φοβάται το βουνό από τα χιόνια.
142.Δε με θέλεις μία οργιά, δε σε θέλω μία τριχιά.
143.Δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη.
144.Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι.
145.Δε δίνει του αγγέλου του νερό.
146.Δεν έγινα παπάς ν' αγιάσω, έγινα παπάς για να καλοπεράσω.
147.Δεν έχεις δεί παπά κώλο. Υπάρχουν και χειρότερα.
148.Δεν είναι μαλλιά τα γένια.
149.Δεν με αφήνει σε χλωρό κλαρί.
150.Δεν ξέρει να μοιράσει δυό γαϊδουριών άχυρο.
151.Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά.
152.Δουλειά δεν είχε ο διάολος, γαμούσε τα παιδιά του.
153.Δούλεψε στα νιάτα σου, να 'χεις στα γηρατειά σου.
154.Δυό γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχερώνα.
155.Δυό γελάν, κάτι ξέρουν. Ένας γελάει, τρελός είναι.
156.Δύο καρπούζια σε μία μασκάλη δε χωράνε.
157.Δώδεκα η αλπού, δεκατρία τ' αλπόπουλο.
158.Δώθε πάν' κι’ οι άλλοι.
159.Δώσε εμένα και στο γιό μου, να κι ο άντρας μου στην πόρτα.
160.Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σου ανέβει στο κρεβάτι.
Ε
161.Έβαλαν το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
162.Έβαλε το κεφάλι του στον ντορβά.
163.Έβαλε ο διάλος την ουρά του.
164.Έβαλε την ουρά στα σκέλια.
165.Έβαλε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
166.Έβγα έξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου.
167.Έγινε η κοιλιά μου ταβούλι. Παράφαγα
168.Έγινε λαγός.
169.Έγινε ο κώλος του αριολόι.
170.Έγινε τριόλατος. Φασαρία, λογομαχία.
171.Εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε.
172.Εγώ μανούλα καίγομαι και συ παντρειά γυρεύεις.
173.Εγώ το λέω στον σκύλο μου κι ο σκύλος στην ουρά του.
174.Εγώ μιλάω, γαϊδούρια κλάνουνε.
175.Εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του κι’ ο σκύλος ήταν κολοβός κι απόμεινε η δουλειά μου.
176.Εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
177.Είδε ο τρελός το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
178.Είναι για το γάιδαρο καβάλα.Για γελιοποίηση κάποιου.
179.Είναι για το διάλο πεσκέσι.
180.Είναι για τα πανηγύρια. Για γέλια και για κλάματα.
181.Είναι κολιτσάκια. Αχώριστοι.
182.Είναι στον άλλο μισογόμι.
183.Είναι σαν του λαγού τα παιδιά. Για συγγενείς που δεν ανταμώνουν.
184.Είπαν του μουρλού να χέσει και έκατσε και ξεκωλιάστηκε.
185.Είπ' ο ένας το 'να τ' άλλο κι ο παπάς το κύργε ελέησον.
186.Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
187.Εις όποιον ο Θεός δε δίνει παιδιά, δίνει ο διάολος ανίψια.
188.Έκανε κι η ψείρα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
189.Έκανες το σκατό σου παξιμάδι.
190.Έκανε την τρίχα τριχιά.
191.Έκαψα την καλύβα μου να μη τον τρώνε οι ψύλλοι.
192.Εκεί που έχεσε… ο τάδε φύτρωσες εσύ.
193.Εκεί που κρεμούσαν οι κλέφτες τα άρματα κρεμάνε οι γύφτοι τα ταβούλια.
194.Εκεί που ψήνει ο ήλιος το ψωμί.
195.Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
196.Εκεί που βγάζεις το ψωμί σου, μη βάζεις το καυλί σου.
197.Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θάρθεις.
198.Εκεί που σ’αγαπάνε να μην πολύ πηγαίνεις, αν τύχει και σε βαρεθούν δε θα’χεις τί να γένεις.
199.Έλα παππού να σου δείξω, πού τό’χει η γιαγιά μου ή τις γιαγιάς το … Έλα παππού να σου δείξω τ' αμπέλια σου.
200.Έμαθα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
201.Έμαθε να βελονιάζει και γαμεί το μάστορή του.
202.Εμακρύναν οι ποδιές σου, σκεπαστήκαν οι πομπές σου.
203.Εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα πίτα σέρνει.
204.Ένα το 'χει η Μαριορή το στεγνώνει το φορεί.
205.Ένας αντάρτης, δέκα Μάυδες. Μάυδες ονόμαζαν τους άντρες που απάρτιζαν τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου κατά τον Εμφύλιο πόλεμο.Η φράση λέγεται για άνισες μάχες.
206.Ένας κούκος δε φέρνει την Άνοιξη.
207.Ένα μήλο την ημέρα το γιατρό τον κάνει πέρα.
208.Ένας κούκκος μοναχά την άνοιξη δεν φέρνει.
209.Έπεσα στη λούμπα. Κακόπεσα.
210.Έπεσαν στο φαί σαν τα όρνια στο κάρμα.
211.Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους.
212.Εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι .Οι ατέριαστοι.
213.Έφαγα τον άμπακα ή τον αγλέορα (υπερβολικά).
214.Έφαγε τα λυσσακά του ή τα σίδερα ή τα νύχια του.
215.Έφερε τη Γιάρμενα καπάκι και την Ντάρτιζα τσουκαλάκι. Λέγεται για αυτούς που με τις πράξεις τους ανακατεύουν όλο τον κόσμο.
216.Έφτασε ο κόμπος στο χτένι.
217.Εφτού που είσαι ήμουνα και δω που είμαι θα ' ρθεις.
218.Έχασε τ' αυγά και τα καλάθια.
219.Έχε τα πόδια σου ζεστά και το κεφάλη κρύο.
220.Έχει ο Πανόπουλος λεφτά και τα’ χει σε μετριτά. Όταν ο λήσταρχος Πανόπουλος την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα πιάστηκε στην Πάτρα από την αστυνομία, όπως λέει και το τραγούδι, άρχισε αγώνας δρόμου από τους επίδοξους χρυσοθήρες να ανακαλύψουν την κρυψώνα του θησαυρού του.Λέγεται για αυτούς που έχουν κρυμμένα χρήματα και χρυσαφικά.
221.Έχει την φωλιά του χεσμένη.
222.Έχει το μάτι του καρέλι.
223.Έχει ο κώλος του ντριδόνες. Ανήσυχος
224.Έχεις παράδες, σου κάνουν τεμενάδες.
225.Έχες του κώλου σου ή του που… σου το χαβά.
226.Έχε τα πόδια σου ζεστά και το κεφάλη κρύο.
227.Έχετε για γειτόνισσες και εγώ ψωλορμενίζω.
228.Έχυσε το δάκρυ κοκορόβι.
229.Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
230.Έχω την φτώχεια μου, έχω και την αναπαή μου.
231.Έχω τραχανά απλωμένο. Απασχολημένος.
Ζ
232.Ζαβός ζαβή παντρεύτηκε ζαβά παιδιά θα κάνουν.
233.Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Ζήσε μαύρε μου, τον Μάη να φας τριφύλλι.
234.Ζουρλός παπάς σε βάφτισε.
Η
235.Ηγούμενος στα Τριπόταμα, διάβολος διακονιάρης. Ο παπακαλόγερος ή Παπουλάκος κατά την εποχή του Ιμπραήμ, είχε αφήσει κακές εντυπώσεις στους κατοίκους με τη συμπεριφορά του και τα τερτίπια του σαν τουρκοπροσκυνημένος, αλλά και γιατί απαιτούσε φορτικά να του δώσουν οτιδήποτε είχαν οι φτωχοί κάτοικοι της περιοχής, δήθεν για το μοναστήρι
236.Η αλεπού εκατό, το αλεπουδάκι εκατόν δέκα.
237.Η αλεπού είχ' εργατιά και κείνη ακριδολόγαγε.
238.Η αλεπού και το παιδί της, ένα τομάρι έχουνε.
239.Η αλεπού περιμένοντας να πέσουν του κριαριού τα’αρχίδια ψόφισε.
240.Η αλεπού σαν γεράσει γίνεται καλόγρια.
241.Η βιάση ψήνει το ψωμί, μα δεν το καλοψήνει.
242.Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει μα κόκκαλα τσακίζει.
243.Η γριά κότα έχει το ζουμί.
244.Η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει.
245.Η ενάτη στην Πηνεία και οι αντάρτες στην Λαμπεία. Όταν απομακρύνεται το θήραμα από τον κυνηγό.
246.Η καμήλα από τ' αυτί δεν κουτσαίνει.
247.Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.
248.Η καλή νοικοκυρά, είναι δούλα και κυρά.
249.Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά.
250.Η κότα σγαρλίζοντας, τα μάτια της θα βγάλει.
251.Ήλιος-ήλιος και βροχή παντρευόνται οι φτωχοί, ήλιος-ήλιος και φεγγάρι παντρευόνται οι γαϊδάροι.
252.Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου.
253.Η Μουνότριχα τραβάει καί καράβι.
254.Η νύφη που θα γεννηθεί της πεθεράς θα μοιάσει.
255.Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς.
256.Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
257.Η πουτάνα κι η χαζή έχει την τύχη την καλή.
Η πουτάνα με τα κλάματα κι ο ψεύτης με τους όρκους” γυρίζουνε τ’ απάνου- κάτου.
258.Ήρθα εδώ να ξανασάνω κι εύρηκα μαλλί να ξάνω.
259.Ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα.
260.Η Στρέζοβα βγάζει όμορφες, το Κούμπερι αφράτες. Και ’κει στο Κουμαναίικο είν’ ούλες τους βαρβάτες. Στρέζοβα(Δάφνη Καλαβρίτων)Κούμπερι(χωριό της Τριταίας)
261.Η φτώχεια φέρνει γκρίνια.
262.Ήταν στραβό το κλίμα το ‘φάγε κι ο γάιδαρος.
263.Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει.
264.Η φτήνια τρώει τον παρά. (η φτήνια φέρνει τον παρά)
265.Η χάρη θέλει αντίχαρη και πάντα χάρη μένει.
Θ
266.Θα αφήσω το γάμο να πάω για πουρνάρια.
267.Θα μου λείψει απ’ το μέτρο. Ο ασήμαντος.
268.Θα πεις το ψωμί ψωμάκι.
269.Θα πηδήξω τάτα, θα σε δω παιδί μου.
270.Θα βρει η στραβή τ' αρνί της.
271.Θα βρει η τάβλα το καρφί της.
272.Θα λαλήσουν κουκουβάγες.
273.Θα γυρίσει ο τροχός , θα γαμίσει κι ο φτωχός.
274.Θα μου ξινίσει ο τραχανάς. Αδιαφορία.
275.Θα μου κλείσει το σπίτι. Η άκληρη νύφη.
276.Θα σε γουρμάσω στο ξύλο.
277.Θα σε στρώσω από κοντά. Θα σε πάρω με τα βουνά. Με τις πέτρες.
278.Θα σου λιανίσω τα παϊδια.
279.Θα τον χορέψω στο ταψί.
280.Θα φάμε τα μουστάκια μας. Θα τσακοθούμε.
281.Θέλει η γριά και παίζει ο γέρος.
282.Θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά.
283.Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί μα η χαρά δεν την αφήνει.
284.Θέλει και την πίτα ολόκερη και το σκύλο χορτάτο.
285.Θέλει και το γουρούνι κουδούνι.
286.Θέλεις θέρισε και δέσε, θέλεις δέσε και κουβάλα.
287.Θέλεις το φτωχό να σκάσεις, πες του λίρες να σ' αλλάξει.
288.Θέλω ν' αγιάσω μα ο διάβολος δεν μ' αφήνει.
289.Θελέτα παθέτα.
290.Θέ μου συχώραμε (τι είναι αυτά που ακούω).
291.Θρέφε φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
292.Θρέψε λύκο το χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
293.Θρούμπι έγινε.
294.Θυμήσου τα δικά σου και συγχώρα τα παιδιά σου.
Ι
295.Ίδιο πρόσωπο έρχεται, ίδιο μαντάτο φέρνει
Κ
296.Καθαρός ουρανός αστραπές δε φοβάται.
297.Κάθε ημέρα δεν είναι τ' Αϊ Γιαννιού.
298.Κάθε αρχή και δύσκολη.
299.Κάθε εμπόδιο σε καλό.
300.Κάθε μαχαλάς και τάξη, κάθε ρούγα και ζακόνι.
301.Και το βόλι είναι μικρό, αλλά σκοτώνει και θεριό.
302.Και τ’ άγια φόβο θέλουνε κι η Παναγιά ματσούκι.
303.Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά.
304.Και οι τοίχοι έχουν αφτιά.
305.Καινούργιο κοσκινάκι μου, και που να σε κρεμάσω.
306.Καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα παραπούλια.
307.Κακό πόπαθες Αβράμη που σε πήρε το ποτάμι. Από την Μπαρμπότα βρέθηκε στο Αντρώνι.
308.Κακό χωριό τα λίγα σπίτια.
309.Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
310.Καλά κρασιά.
311.Κάλιο αργά παρά ποτέ.
312.Κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
313.Κάλιο λόγια στο χωράφι, παρά μάγκανα στ' αλώνι.Οι λογαριασμοί να επιλύονται νωρίς.
314.Κάλιο η μάμα μου παρά η μάνα μου.
315.Κάλλιο μία μέρα κόκκορης παρά πέντε μέρες κότα.
316.Κάλιο να κλάψει το παιδί παρά να κλάψει η μάνα.
317.Κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα.
318.Κάλιο να ξέρεις παρά να έχεις.
319.Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.
320.Κάλιο πουλάκι στο κλαρί παρά πουλάκι στο κλουβί.
321.Κάλιο πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στη πόλη.
322.Κάλλιο σταυρός στην πόρτα σου, παρά στην εδική μου.
323.Κάλλιο στο παλούκι, πάρα σώγαμπρος.
324.Κάλλιο χήρα κακομοίρα, παρά κακοπαντρεμένη.
325.Καλιγώνει τον ψύλο. Ο έξυπνος.
326.Καλομελέτα κι έρχεται.
327.Κάνε Γιάννη τη δουλειά σου, κι ύστερα είμαι πάλι θειά σου.
328.Κάνε με παπά και απόλα με στο λόγγο. Έχει το μέλλον εξασφαλισμένο.
329.Κάνε με σοφό, να σε κάνω πλούσιο.
330.Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό.
331.Κανένας δεν άγιασε στον τόπο του.
332.Κατά το ζώο και το φόρτωμα.
333.Κατά μάνα κατά κύρη κατά γιό και θυγατέρα.
334.Κάτινου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
335.Κέρατο βερνικομένο.
336.Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.Η οργή των αδικειμένων
337.Κι αλευρωμένος να 'ναι ο ποντικός, η γάτα τον γνωρίζει.
338.Κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
339.Κι εγώ κακό χερόβολο και συ κακό δεμάτι.
340.Κίνησε ο Εβρέος για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο.
341.Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες.
342.Κλεινδιά και Μπεντένι, δεν χωράνε δύο ξένοι. Λέγεται για τους αφιλόξενους.
343.Κλείστηκε σαν τον Γιαννιά. Λέγεται για όποιον κλείνεται στον εαυτό του, ή για όποιον έχει οικονομικά προβλήματα.
344.Κόβω καρφοπέταλα. Κρυώνω.
345.Κοιμάται η κόρη το πρωί ντουντούκι ο κώλος την Λαμπρή.
346.Κολοκύθια στο πάτερο. Για αδιάφορα πράγματα.
347.Κοντός άνθρωπος, ή τρανή φωνή ή τρανή ψωλή.
348.Κοντός ψαλμός αλληλούϊα.
349.Κοντή γυναίκα πέρδικα ψηλή καρακαηδόνα.
350.Κοντεύει να βαρέσει η μούσκα (η καμπάνα).
351.Κοντακιανός λογαριασμός, παντοτινή αγάπη.
352.Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
353.Κοντά στο μουσαφίρη καλοπερνάει και νοικοκύρης.
Κοντό σου κόπει φόρα το , μακρύ κωλοσουρέτο.... κι αν δεν σ´ αρέσουν και τα δυό στον τράφο πεταξέτα.
354.Κοπαδιάζουν οι Κερτιζέοι, κλέβουν οι Τσιπιαναίοι. Λέγεται όταν κάποιος κλέβει το γείτωνά του.
355.Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
356.Κούτσουρο Καπελίσιο. Λέγεται για τους αγράμματους.
357.Κουφού καμπάνα κι αν χτυπάς , στραβό θυμιατίζεις και μεθυσμένο σαν κερνάς όλα χαμένα τα ΄χεις.
358.Κράτα με να σε κρατώ ν΄ ανεβούμε το βουνό.
359.Κρυώνει σα γύφτος.
360.Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Λ
361.Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του.
362.Λείπει ο γάτος χορεύουν τα ποντίκια.
363.Λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει.
364.Λύκε, γιατί είναι ο σβέρκο σου χοντρός; Γιατί κάνω τις δουλειές μου μοναχός. Ο συνεταιρισμός δεν αποβαίνει πάντα σε καλό.
365.Λύσσα καλογερική. Μεγάλη ερωτική επιθυμία.
Μ
366.Μάζευε κι ας είναι και ρώγες.
367.Μαζί με τα χλωρά καίγονται και τα ξερά.
368.Μάη μου, καλέ μου μήνα, νά’σουν δυο φορές το χρόνο!
369.Μάθε γέρο γράμματα τώρα στα γεράματα.
370.Μάθε τέχνη κι άστηνε και αν πεινάσεις πιάστηνε.
371.Μαζί μιλάμε χώρια καταλαβαίνουμε.
372.Μάθανε πώς γα..όμαστε πλακώσανε και οι γύφτοι. Όταν βρούν την ευκαιρία να μας εκμεταλλευθούν.
373.Μακριά από Αντρωναίικο βρακί, Κουμαναίικο ραβδί, κι από Διβριώτικο μουλάρι.
374.Μακριά από τον κώλο μου και ας είναι και δυο δάχτυλα. Ευχή να είναι μακριά από μένα.
375.Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
376.Μάστορης είναι και της γίδας ο κώλος που κάνει την κοπριά της κομπολόι. Από τα έργα φαίνεται η ικανότητα.
377.Μάτια που δε βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται.
378.Μαύρη μοίρα που 'χεις άντρα, όλοι παν και δε γυρίζουν εσύ πας κι έρχεσαι.
379.Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις.
380.Μεγαλώνει το γομάρι, κονταίνει το σαμάρι.
381.Μερεμέτα και σκαπέτα.
382.Μεροδούλι μεροφάι.
383.Με ήλιο τά’βγαζα, με ήλιο τά’βαζα, τι ‘χαν τα έρμα και ψοφούσαν;
384.Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.
385.Με τηράει με το ’να μάτι.
386.Με πορδές αυγά δε βάφονται.
387.Με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου.
388.Με τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα.
389.Με τον κώλο πώχεις πάλι μαμή θα ψάχνεις.
390.Με στραβό(γκαβό) αν κοιμηθείς το πρωί θα γκαβίζεις.
391.Με το στόμα μπάρα-μπάρα με τα χέρια κουλαμάρα.
392.Με το στανιό το σκυλί μαντρί δε φυλάει.
393.Με το νου πλουταίνει η κόρη, με τον νού (ύπνο) η ακαμάτρα.
394.Μηλιές, Δούκα, Λάλα, τους έχει ο διάολος Καβάλα.
395.Μη δεις ψηλό και φοβηθείς,κοντό κι αναθαρρέψεις.
396.Μη θωρείς με πως κουτσαίνω, δες την ίσια μου τη μοίρα.
397.Μη κλωθογυρίζεις.
398.Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
399.Μη μας πολυκορδώνεσαι, γιατί ψηλός δεν είσαι, το χωριό σου είναι κοντά γνωρίζω τίνος είσαι. Για ασύμαντους
400.Μη ζητάς καλλιγραφία από της μυλωνούς τον κώλο. Μη ζητάς αυτά που δε μπορούν να σου δώσουν.
401.Μη μπάς στην Άρλα δάσκαλος και στου Σκιαδά αστυνόμος στου Κούμανι δασοφύλακας στη Δίβρη Ταχυδρόμος. Άρλα= αρβανίτικο χωριό, Σκιαδά = άγριοι κουμπουροφόροι, Κούμανι = εκμεταλλευτές ξυλείας στην Κάπελη, Δίβρη = έχει 7 μακρινούς μαχαλάδες (γειτονιές).
402.Μη ρωτάς γιατρό ρώτα παθό.
403.Μην το πεις ούτε του παπά.
404.Μη φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν.
405.Μη χάσει η πόλη γάιδαρο και η Βενετιά βελόνι.
406.Μήτε στ'αντρόγυνο χολή , μήτε στ'αδέρφια μάχη.
407.Μήτε ο σκύλος τρώει άχυρο μήτε το γάιδαρο αφήνει.
408.Μην κακολογάς το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει.
409.Μην παίζεις με τη φωτιά.
410.Μην τάξεις σ'΄Αγιο κερί και σε παιδί κουλούρι ή παιχνίδι.
411.Μήνας που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό.
412.Μιά ζωή στην τσίτα.
413.Μία στο καρφί και μία στο πέταλο.
414.Μια του κλέφτη , δυο του κλέφτη , τρεις και η κακή του μέρα.
415.Μία αλεπού κοψονούρα όλες τις θέλει κοψονούρες.
416.Μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανός δεν σε φοβάται ή μέγα μη φοβερίζεις.
417.Μικρό-μικρό τ’αλώνι μου, να’ναι μοναχικό μου.
418.Μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα.
419.Μοναχός σου χόρευε και όσο θέλεις πήδα.
420.Μ..νί Μοστενιτσιάνικο κι ας είναι γα..μένο.
421.Μου βγάλες τη βεζά. Με κούρασες.
422.Μου κάθισε στο σβέρκο.
423.Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνεται.
424.Μπήκε το νερό στα αυλάκι.
425.Μπουρντάνου και Λαγανά, τα δυό πουτανοχώρια. Η φράση λεγόταν από τους Ντελημπαλέους.
426.Μπουρντάνου και Τατάραλη μουρλοί και παρασάνταλοι.
427.Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
428.Μπρος τα κάλλη τι είν' ο πόνος.
429.Μπροστά η Μποκοβίνα και πίσω το Σκιαδά. Ο χωριάτης από τα ορεινά για να δει τον πολιτικό για το ρουσφέτι, έπρεπε να πληρώσει τον μεσάζοντα. Ο ιδιαίτερος για να του δώσει να καταλάβει τον ρωτάει «για να ’ρθείς στην Πάτρα περνάς πρώτα από την Μποκοβίνα και μετά από το Σκαδά».Σήμερα η φράση λέγεται για όσους πληρώνουν ακόμη και για μια ερώτηση.
430.Μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα.
431. Να απλώνεις τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το σκέπασμα.
432. Να 'χα πουτάνας ριζικό και ακαμάτας μοίρα.
433. Να ζήσει όποιος μ' έβρισε, να σκάσει όποιος μου το 'πε.
434. Να λείπαν τα πιπέρια μου να ιδώ τις μαγεριές σου.
435. Να λιλί δος μου τσιτσί.
436. Να ξαναγενόμουν νύφη, θα 'ξερα να προσκυνήσω.
437. Να σε κάψω (η χέσω) Γιάννη, να σ’αλείψω λάδι(ή μέλι).
438. Να σου πεί ο παπάς στο αυτή και ο διάκος στο κεφάλι.
439. Να τα πεις στη χούρχουλη του μύλου. Για τα λόγια που χάνονται.
440. Νάτανε η ζήλεια ψώρα θα ξυνόταν όλη η χώρα!
441. Νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει να φάει( ή γιατί ψωμί δεν έχει).
442. Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
443. Νιός ήμουνα και γέρασα.
444. Ντούρος νάναι κι ότι νάναι.
445. Ντράπου η κόρη, βρέθει γκαστρωμένη.
446. Ξύδι χάρισμα,γλυκό σαν μέλι.
447. Ξυλόχτενο το πάει. Βήχει.
448. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
449. Ο γέρος ή από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει.
450. Ο αγουροφάγος έφαγε, ο γουρμοφάγος δεν έφαγε.
451. Ο έρως χρόνια δεν κοιτά.
452. Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει και το νοικοκύρη.
453. Ο θεός να σε φυλάει από κοντού ψωλιά κι από στραβού ξυλιά.
454. Ο θεός να σε φυλάει από τα τρία δέλτα: Δίβρη, Δούκα, Διμητσάνα. Το έλεγαν οι εργάτες, γιατί οι παραπάνω ήταν τσιγκούνηδες και σκληροί εργοδότες.
455. Ο χορτάτος δεν πιστεύει τον πεινασμένο.
456. Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται.
457. Ο λύκος από τα μετρημένα τρώει.
458. Ο καλός ο μύλος τ’ αλέθει όλα.
459. Ο καλός ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται.
Ο μουγκός γαμεί τον φαρφαλιάρη (πολυλογάς)
460. Ο νηστικός (πεινασμένος) καρβέλια ονειρεύεται.
461. Ο πεινασμένος γάιδαρος, ξυλιές δε λογαριάζει.
462. Ο διακονιάρης τα μπροστινά τσακούλια βλέπει.
463. Ο δρόμος είναι ανοικτός και τα σκυλιά δεμένα.
464. Ο κακός χρόνος περνάει, ο κακός γείτονας δεν περνάει.
465. Ο τεμπέλης κι ο φαγάς ή χωροφύλακας ή παπάς.
466. Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, ούτε τη γνώμη άλλαξε ούτε την κεφαλή του.
467. Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται.
468. Ο κακός γείτονας κάνει τον καλό νοικοκύρη.
469. Ο κόσμος τό'χει τούμπανο κι'αυτός κρυφό καμάρι.
470. Ο λόγγος δεν φοβήθηκε το τσεκούρι μα το στειλιάρι.
471. Ο λόγος σου με χόρτασε και τα ψωμί σου φάτο.
472. Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
473. Ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του, μήτε τη γνώμην άλλαξε μήτε την κεφαλήν του.
474. Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
475. Ο μυξάρης αναγελά τον σαλιάρι.
476. Ο παπάς πρώτα βλογάει τα γένια του.
477. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
478. Ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε.
479. Ο τυλωμένος δεν καταλαβαίνει το νηστικό.
480. Ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
481. Ό ύπνος θρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι, κι ο γέροντας θέλει κρασί να γίνει παληκάρι.
482. Ό Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει
483. Ό Φλεβάρης κι αν χιονίσει, πάλι άνοιξη θ' άνθίση.
484. Ό Φλεβάρης κι αν φλεβίζει, πάλι ή άνοιξη μυρίζει μα κι αν τύχη να θυμώσει, μες στα χιόνια θα μας χώσει.
485. Ο ψεύτης και ο κλέφτης το πρώτο χρόνο χαίρονται.
486. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
487. Οι φίλοι φίδια γίνονται.
488. Οι Δημητσανίτες είν ’Εβραίοι κι οι Διβριαίοι δυο φορές Εβραίοι. Σημαίνει ότι όλοι αυτοί είναι «φραγκοφονιάδες»,τσιγκούνηδες.
489. Οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές.
490. Οι τριφτιάδες κι ο χυλός ώσπου να σηκωθείς ορθός.
491. Όλ’ ανάποδα κι ο γάμος την Τετράδη.
492. Όλα εδώ πληρώνονται.
493. Όλα πάνε και έρχονται, μα του τριπούτση ο καημός πάει και δεν γυρίζει
494. Όλα τα γουρούνια μία μούρη έχουνε.
495. Όλα του γάμου δύσκολα και η νύφη γκαστρωμένη. Λέγεται για τις δυσκολίες της ζωής.
496. Όλα τα 'χε η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε.
497. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια.
498. Όλα τα πουλιά πάν' κι έρχονται κι ο σπουργίτης παραμένει.
499. Όλοι γαμήσανε, στο φτωχό ξημέρωσε. Οι ατυχίες του φτωχού.
500. Όλοι–όλοι αντάμα κι ψωριάρης χώρια.
501. Όλοι οι καλοί χωράνε.
502. Όλοι κλαίν τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι.
503. Όποια έχει ρόκα και παιδί, η γειτονιά να μην την δεί.
504. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων' οι κότες.
505. Όποιος βαριέται να ζυμώσει πέντε ημέρες κοσκινάει.
506. Όπoιος βιάζεται σκoντάφτει.
507. Όποιος γελάει τελευταίος γελάει καλύτερα.
508. Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια.
509. Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινίζει.
510. Όποιος δεν μιλάει το θάφτουν ζωντανό.
511. Όποιος είν’ έξω απ’το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει.
512. Όποιος έχει αμπέλι, ας βρει δραγάτη.
513. Όποιος έχει δέντρο στο δρόμο και όμορφη γυναίκα, είναι με το ντουφέκι στο χέρι.
514. Όποιος έχει δυό αγαπητικές χαρά έχει μεγάλη, γιατί όταν μαλώνει με τη μια κινάει και πάει στην άλλη.
515. Όποιος έχει τα γένια έχει και τα κτένια.
516. Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
517. Όποιος έχει πολύ πιπέρι ρίχνει και στα λάχανα.
518. Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα.
519. Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι.
520. Όποιος κεντάει το γάιδαρο μυρίζεται τις πορδές του.
521. Όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη."
522. Όποιος κρύβει την αρρώστια του πάει με δ' αύτη.
523. Όποιος μπαίνει στο χορό, χορεύει.
524. Όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
525. Όποιος πηδάει πολλά παλούκια κάποιο θα μπει στον κώλο του.
526. Όποιος πίνει βερεσέ μεθάει δυό φορές.
527. Όποιος πιο πριν δε σκέφτεται, ύστερα αναστενάζει.
528. Όποιος σκάβει το λάκκο τ' αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα.
529. Όποιος σπέρνει θύελες, θερίζει καταιγίδες.
530. Όποιος τάζει δε φτωχαίνει.
531. Όποιος τα φίδια κυνηγά, φίδι θα τον δαγκώσει, και όποιος τον κίνδυνο αγαπά, αυτός θα τον σκοτώσει.
532. Όποιος τη νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί.
533. Όποιος φοβάται του Κατσαρού πάει απ’ αλλού. Μετά την σφαγή 120 Τουρκαλβανών και 10 Ελλήνων αγρίεψε ο τόπος όπου φούντωσαν οι φήμες των φαντασμάτων με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να μην περνούν από το Κατσαρού.
534. Όποιος φτύνει κατά πάνω φτύνει τα μούτρα του.
535. Όποιου του μέλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει.
536. Όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι.
537. Όπου βλέπεις μάσα κάτσε κι όπου βλέπεις ξύλο τρέχα.
538. Όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη.
539. Όπου λαλούν πολλοί κοκκόροι αργεί να ξημερώσει.
540. Όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.
541. Όπου φτωχός κι η μοίρα του
542. Όπως έστρωσες θα πέσεις(ήθα κοιμηθείς)
543. Όπως σου βαράνε χορεύεις.
544. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος.
545. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια.
546. Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δε τα ξέρει ο μουσαφίρης. (ή ο κόσμος όλος)
547. Όταν ακούς την αρκούδα στου γείτονα την αυλή, καρτέρα τη και στη δική σου.
548. Όταν ανακατώνεις τα σκατά, βρωμάνε.
549. Ότι έσπειρες θα θερίσεις.
550. Ότι καβαλάς να το προσέχεις.
551. Όταν δεν πάει το βουνό στον Μωάμεθ, πάει ο Μωάμεθ στο βουνό.
552. Όταν κοιμάται ο γιόκας μας ψωμί δε μας γυρεύει.
553. Ότι δίνεις παίρνεις.
554. Ότι λάμπει δεν είναι χρυσός.
555. Ότι πάρει η νύφη στην καβάλα.
556. Ότι μικρομάθεις, δεν γερονταφήνεις.
557. Ότι φας ότι πιεις και ότι αρπάξει ο κώλος σου. Για αυτούς που δεν αφήνουν την ευκαιρία.
558. Ούτε κότες έχω ούτε με την αλπού μαλώνω.
559. Ούτε το διάβολο να δεις, ούτε τον σταυρό σου να κάνεις.
560. Ούτε ψύλλος στον κόρφο του.
561. Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
562. Πάει το στόμα της ροδάνι. Πολυλογού.
563. Πάν' τα σύνεφα στου Λάλα, δεν θα πέσει ούτε στάλα.
564. Πάν' τα σύνεφα κατά Σκιαδά, τρέχα γιέ μου για πανιά.
565. Πάν' τα σύννεφα την Πάτρα, πάν' τα ρέματα γιομάτα.
566. Παπά παιδί διαβόλου 'γκόνι.
567. Παπάς εγίνεις Κώστα μου; Τάφερε η κατάρα.
568. Παπάς κρεμάμενος έγραφε κι απόγραφε.
569. Παπάς παπά καλό δεν θέλει
570. Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο.
571. Πάρ' τ' αυγό και κούρευτο.
572. Πάρ' τον στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου.
573. Παρηγοριά στον άρρωστο. ώσπου να βγει η ψυχή του.
574. Περήφανος καλόγερος, άδεια τα τσακούλια του.
575. Περάσανε τον Πανόπουλο για τον κώλο τους. Λεγόταν για αυτούς που ήθελαν να προδώσουν για να εισπράξουν την επικήρυξη.
576. Πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε.
577. Πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε.
578. Περσινά ξινά σταφύλια φετινά γλυκά κρασιά.
579. Πετάγεται σαν τον πόρδο.
580. Πέτρα που κυλά μούχλα ποτέ δε πιάνει.
581. Πέσε σύκο να σε φάω.
582. Πες μου το φίλο σου , να σου πω ποιός είσαι.
583. Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
584. Πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι.
585. Πήρε τα πλάγια. Τα έχασε.
586. Πήγε στη θάλασσα και νερό δεν βρήκε. Ο αγράματος
587. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
588. Πίττα που δεν τρως, τί σε μέλλει κι αν καεί.
589. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεψ' το.
590. Πιάστηκε σαν τον ποντικό στη φάκα.
591. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.
592. Πλίθα και σβουνιά. Για την βρόμικη γυναίκα.
593. Πίνει η κότα το νερό, και κοιτάει το θεό.
594. Πνίγω τον τραχανά.
595. Πνίγηκε σε μια κουταλιά νερό.
596. Ποιός σε φίλησε και ξεροσφουγκίζεσαι;
597. Ποιός στραβός δε θέλει το φως του.
598. Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε γυρίζει.
599. Πόρτα Ντελιμπαλαίικη σε μουσαφίρη δεν ανοίγει. Στην Εφύρα (Ντελίμπαλη) δεν είχαν εμπιστοσύνη στους ξένους.
600. Που πας ξιπόλητος στ' αγκάθια.
601. Πουτάνα με τα κλάματα και κλέφτης με τους όρκους.
602. Πουτάνας τύχη δε χάνεται.
603. Πριν μιλήσεις , βούτα την γλώσσα σου στο μυαλό.
604. Πρόβατο που βελάζει χάνει την χαψιά του.
605. Προσκυνημένο κεφάλι σπαθί δεν κόβει.
606. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι.
607. Πρώτα θα δεις το γείτονα και μετά τον ήλιο
608. Πρώτα και δεύτερα, πάρτα και κράτα τα, τρίτα και τέταρτα, πάρτα και πέτα τα. Για τα ξαδέλφια.
609. Πως πάνε οι στραβοί στον Άδη; ένας κοντά στον άλλον.
610. Πως πάν' αράπη τα παιδιά σου, όσο πάνε και μαυρίζουνε.
611. Σ' αγαπώ κυρά που κλάνεις αλλά μην το παρακάνεις.
612. Σ' άλογο ξένο αν ανεβείς, μεσοστρατίς πεζεύεις.
613. Σ' έναν δίνουν και δεν παίρνει, άλλον δέρνουν και δε φεύγει.
614. Σαν γαϊδούρι Μοστενιτσιάνικο. Λόγω του ανώμαλου εδάφους στην Μοστενίτσα(Ορεινή) τα γαϊδούρια συνήθιζαν να μη δουλεύουν πολύ. Η παροιμία λέγεται για τους ντεμπέλιδες.
615. Σαν γεράσει ο λύκος γίνεται μασκαράς των σκυλιών ε. Είσαι μασκαράς των σκυλιών ε.
616. Σαν δεν ξέρεις να υφάνεις τα μασούρια τι τα βάνεις.
617. Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα νά’χει ο πεθερός.
618. Σαν τον Μουρλοθοδωρή από του Μπουρντάνου.
619. Σαν το χιόνι στον κόρφο μου.
620. Σαν το Σιφούρη με τον Καλιγάρη. Την ημέρα σκοτωνόντουσαν και την νύχτα έκλεβαν και έτρωγαν μαζί.
621. Σαν το φίδι στον κόρφο σου. Από τον μύθο του Αισώπου με αριθμό 82. Γι’ αυτούς που ευεργέτησαν.
622. Σαν τις κακές συννυφάδες.
623. Σαν την καλαμιά στον κάμπο.
624. Σαν τη γίδα στο ψαλίδι. Σαν της Λαμπρής τ' αυγά.
625. Σαν τη νύφη την Δευτέρα.
626. Σε γαλάρι Κακοταραίικο, στάνη δε στεριώνει. Οι Κακοταραίοι ήταν μεγάλοι ζωοκλέφτες, γι’ αυτό τους έκλεβαν τα ζώα ξένοι για εκδίκηση.
627. Σε ξένο γάϊδαρο γρήγορα καβάλα και γρήγορα κατέβα.
628. Σε ξένο χωράφι, δρεπάνι μη βάζεις.
629. Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει.
630. Σε περνάει άβρεχο από το ποτάμι.
631. Σε σάπιο σανίδι μην πατάς.
632. Σήμερα κινήσαμε κι αύριο πόσες έχουμε.
633. Σηκωθήκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι.
634. Σκορδοκαίλα μου. Δεν με νοιάζε.
635. Σκόρπισαν σαν του λαγού τα παιδιά.
636. Σκυλί ατάιστο. Σκληρός
637. Σκυλί από μαντρί και γυναίκα από σώι.
638. Σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι.
639. Σόι πάει το βασίλειο.
640. Σου χαρίζανε ένα γάιδαρο και τον κοίταγες στα δόντια.
641. Συνήθισα γδυτός και ντρέπομαι ντυμένος.
642. Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα.
643. Στ’ αρχ… μου, στα τέτοια μου, στ’απαυτά μου. Στα γενητικά μου όργανα.
644. Στην αναβροχιά, καλό είν' και το χαλάζι.
645. Στην γειτονιά τριαντάφυλλο και μεσ' το σπίτι αγκάθι.
646. Στη βράση κολλάει το σίδερο.
647. Στη Νοτενά ο καλόγερος, στο Κούμπερι τα γένια του. Καλόγερoς από την Νοτενά έστελνε το καλογεροπαίδι δήθεν για θελήματα στο Κούμπερη για να γνωρίζει τις κινήσεις του κλεφτοκαπετάνιου Γιαννιά και να τις μεταφέρει στους Τούρκους φίλους του.Λέγεται για όσους βρίσκονται μακριά και γνωρίζουν τα πάντα.
648. Στήθος μάρμαρο καρδιά από γκάβαλο.
649. Στείλε στους γύφτους να βρεις προζύμι.
650. Στεφάνωσε και πέτσωσε και βάφτισε και φεύγα. Πετσώνω: τρώω υπρβολικά.
651. Στέκεται στ’ ατσάλι. Είναι έτοιμος για όλα. Ανήσυχος.
652. Στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα.
653. Στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι.
654. Στις καστανιές του Παπαλιώνη κλαίει η Βγένω και δεν μορώνει…(Αντρώνι)
655. Στο γάμο πάει ο γάιδαρος ή για νερό ή για ξύλα.
656. Στο Κούμπερι πουλήθηκε, στη Βερβινή κοσκινάει. Λέγεται για την νύφη που άλλον αγαπάει και με άλλον την παντρεύουν.
657. Στο μπόι σου βρίσκεις, στην γνώμη σου δε βρίσκεις.
658. Στο σπασμένο το σακί θέλεις βάλε θέλεις μη.
659. Στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί.
660. Στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό.
661. Στο φαί και στο γαμήσι ο Θεός δε κάνει κρίση. Στη βιολογική ανάγκη δεν υπάρχει κρίση.
662. Στο χωράφι σε είχα.
663. Στολίστη η νύφη κι έμεινε.Όταν διαψεύδονται οι ελπίδες μας.
664. Στου κασιδιάρη το κεφάλι.
665. Στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα.
666. Στου Κούμανι σαν παντρευτής, άσπρη μέρα δε θα ’δεις.
667. Στου Κούρμπερι η πέρδικα,στη Βερβινή η φωλιά της. Στην Βερβινή επί Τουρκοκρατίας μια κοπέλα αγαπούσε έναν ντόπιο νέο αλλά ο πατέρας της την πάντρεψε στο Κούμπερι Αχαϊας. Αυτή για να βλέπει τον αγαπημένο της έβρισκε διάφορες δικαιολογίες. Σε μια επίσκεψη την παρακολούθησε ο άντρας της και την είδε να πέφτει στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Όταν τον ρώτησε η μάνα του είπε την φράση... Λέγεται και σήμερα στο τόπο μας για τους απατημένους συζύγους.
668. Στον ακάλεστο το γάμο ή διωγμένος ή δαρμένος.
669. Στους στραβούς κυβερνάει ο μονόφθαλμος.
670. Στραβός βελόνι εγύρευε μέσα στην αχυρώνα.
671. Συμπέθεροι και κουμπάροι, τον πρώτο χρόνο έχουν χάρη.
672. Σφάξε με, αγά μου(η πασά μου) να αγιάσω.
673. Σώπα συ να κρίνω γω, σήκω συ να κάτσω γω.
674. Τ’ αγιανιού του Ριγανά,πάνε οι βλάχοι στα βουνά. Στις 24 Ιουνίου οι βλάχοι πήγαιναν στα βουνά για να περάσουν το καλοκαίρι.
675. Τ’ αμπέλι θέλει αμπελουργό, το σπίτι νοικοκύρη.
676. Τα δικά σου αμπέλια φράζε και τα ξένα μη γυρεύεις.
677. Τα ζώα μου αργά.
678. Τάζει φούρνους με καρβέλια και λαγούς με πετραχήλια.
679. Τα θεριά στη Μποκοβίνα και στην Κάπελη τα αγρίμια. Τα θεριά ήταν οι χωροφύλακες, και τα αγρίμια οι ζωοκλέφτες και γενικά οι παράνομοι.
680. Τα ΄κανες ρόιδο.
681. Τα λεφτά δεν φέρνουν ευτυχία. Μπορούν να την αγοράσουν.
682. Τα λεφτά και ο βήχας δεν κρύβονται.
683. Τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι.
684. Τα μυαλά σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος.
685. Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.
686. Τα κουκουλώνει σαν τη γάτα.
687. Τα λόγια γυρίζουν, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
688. Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους.
689. Τα μούτρα του είναι σαν του διακονιάρη τον κώλο. Ο καλοθρεμένος
690. Τα ξερά σκατά δεν κολλάνε στον τοίχο.
691. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια.
692. Τα πολλά πνίγουν τον άντρα και τα λίγα τη γυναίκα.
693. Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
694. Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.
695. Τα ταβούλια στου Σινούζι και ο μπουχός στο Καραγιούζι. Πρίν γίνει ο γάμος στο Σινούζι (Αγναντα) και ενώ χτυπούσαν τα όργανα, την νύφη την έκλεψε ο Καραγιουζαίος από το πίσω παραθύρο που με γρήγορα άλογα την μετέφερε στο Καραγιούζι (Πρινάρι). Παραλλαγή της παροιμίας: «Αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα».
696. Τα τσουρούλια μου γυρίσανε και με βάρεσαν στο κεφάλι. Η ευεργεσία, μου βγήκε σε κακό.Τσουρούλια: καρβέλια.
697. Την μία με τα καρύδια του, την άλλη με τα γλυκά του, έφερε την καλόγρια εις τα θελήματά του.
698. Την υπογραφή και την ψωλή σου να ξέρεις που την βάζεις.
699. Την πήρα τη λάγια. Την πάτησα.
700. Της γυναίκας ο καημός, λούσα πούτσα και χορός.
701. Της γειτόνισσας το ψωμί είναι γλυκό.
702. Της καλής προβατίνας της κρεμάνε το τροκάνι.
703. Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο να 'ναι κορίτσι.
704. Της μάνα σου το χάρβαλο. Βρισιά.
705. Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει.
706. Της κοντής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε. Της κοντής ψωλής της φταίνε οι τρίχες.
707. Της στραβής ψωλής τα μαλλιά της φταίνε.
708. Της παντρεμένης το φιλί είναι ξεθυμασμένο.
709. Της φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
Της Φώτως ξύλα κόβω.φράση για κάποιον που κάνει δουλειά χωρίς αποτέλεσμα.
710. Τέχνη θέλει το πριόνι κι όποιος το βαστά να ιδρώνει.
711. Τι είναι ο κόκορας , τι το ζουμί του.
712. Τι έχεις Γιάννη; τι είχα πάντα.
713. Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς, αν δε σε δέρνει ο νους σου.
714. Τι κάνεις Γιάννη κουκιά σπέρνω.
715. Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι.
716. Τι μπρόκολα τι λάχανα.
717. Τί 'ναι ο κάβουρας τι το ζουμί του.
718. Τι χοντρό κεφάλι που 'χεις, με στενεύει η σκούφια σου.
719. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
720. Το αίμα νερό δε γίνεται κι’ αν γίνεται δεν πίνεται.
721. Το γαρούφαλο είναι μαύρο μα πουλιέται με το δράμι.
722. Το γινάτι βγάζει μάτι.
723. Το γύφτο κάναν βασιλιά κι'αυτός γύρευε ρείκια.
724. Το γουδί το γουδοχέρι.Μία από τα ίδια.
725. Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλίκι.
726. Τον έκανε κιωτό.Τον χτύπησε μέχρι πεθαμού.
727. Το έξυπνο πουλί από την μύτη πιάνεται.
728. Το 'να παιδί καλό παιδί και τ' άλλο γαμώ τη μάνα του.
729. Το’να χέρι νίβει τ’άλλο και τα δυό το πρόσωπο.
730. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
731. Το καλό το αρνί, από δυο μάνες τρώει.
732. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
733. Το καλό το σύκο το τρώει η κουρούνα.Οι όμορφες και καλές γυναίκες παντρεύονται άχρηστους. Οι αδίσταχτοι πλουτίζουν.
734. Το κέρατό σου το τράγιο ή το λάγιο.
735. Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει.
736. Το λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη.
737. Το λύκο κι’ αν κουρεύανε, (κι εκείνος) πούθε παν' τα πρόβατα.Ο κακός και την ώρα που παιθαίνει κακό θέλει.
738. Το μάτι σπάει την πέτρα.
739. Το μαρτυράει το κέρατό μου. Από το μύθο του Αισώπου με αριθμό 15.
740. Το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει κι αν πέσει πάρα πέρα πάλι στον ίσκιο της θα πέσει.
741. Το μουνί το λένε λι και τον πούτσο καραλή.
742. Το μισακό γαϊδούρι το τρώει ο λύκος.
743. Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
744. Το ξένο είναι πιο γλυκό.
745. Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο.
746. Το πολύ το κυρ’ελέησον το βαριέται κι ο παπάς.
747. Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω.
748. Το ποτάμι κοιμάται, ο οχτρός δεν κοιμάται.
749. Το πρωί με τον αντάρτη και το βράδυ στην ενάτη. Για αυτόν που επωφελείτο και από τα δύο στρατόπεδα.
750. Το ράσο δεν κάνει τον παπά.
751. Το σόι σώζεται.
752. Το ντουφέκι τη γυναίκα σου και το άλογο μη τα δίνεις σε κανένα.
753. Το σκυλί που γαυγίζει δεν τρώι.
754. Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σάζει.
755. Το φαί και το ξύσιμο μέχρι να κάνεις την αρχή.
756. Το φίδι και η γυναίκα ραβδί θέλουν.
757. Το φτηνό το κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
758. Το φτηνό είν' κι ακριβό.
759. Το χωριό κάνει παπά, ο παπάς χωριό δεν κάνει. Ο λαός εκλέγει άρχοντες.
760. Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς. Αίσωπος μύθος αριθμός 11 Αιθίοψ.
761. Τον κώλο βάνεις μάγειρα, σκατά θα μαγερέψει.
762. Τον χορεύει στο ταψί.
763. Τον ξεδιάντροπο φτύνανε κι έλεγε ψιχαλίζει.
764. Τον πατέρα σου και γαϊδούρι να τον δεις να μην τον καβαλίκεις.
765. Τον τραβάει απ' το καπίστρι.
766. Τον έφτυσε στο στόμα.
767. Τον πήρε με την βοϊδόπουτσα. Από τα χειρότερα μαστίγια.
768. Τον σήκωσα στα συμπούπουλα.
769. Του Γενάρη το φεγγάρι ήλιος της ημέρας μοιάζει.
770. Του γειτόνου μας ο σκύλος, γείτονας είναι κι εκείνος.
771. Του φτωχού το εύρημα, ή καρφί ή πέταλο.
772. Του διακονιάρη τσουρούλια δός του, πόρτες μην του δείχνεις.
773. Του ' βαλε τη χαβιά. ( τοχαλινάρι).
774. Του κώλου τα εννιάμερα.
775. Του παιδιού μου το παιδί είναι δυό φορές παιδί.
776. Του παπά η κοιλιά είν' αμπάρι, θέλει να φάει και να πάρει.
777. Του στοίχισε ο κούκος αηδόνι.
778. Του σχοινιού και του παλουκιού.
779. Τού τάξε λαγούς με πετραχήλια.
780. Του Ωλονού το χιόνι τον αντάρτη δε γλιτώνει. Ακόμη και στο χιόνι δεν γλύτωσαν οι αντάρτες.
781. Τούρκο φίλευε και κώλο φύλαγε.
782. Τραβάτε με κι ας κλαίω.
783. Τράνηνε ο γάιδαρος μίκρυνε το σαμάρι.
784. Τρανή μπουκιά φάε, τρανό λόγο μην πείς. (Μεγάλη μπουκιά)
785. Τρανήναν τα παιδάκια μου κι αυξήναν τα φαρμάκια μου.
786. Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, έξι το λαδόξιδο.
787. Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
788. Τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο.
789. Τρέμει σαν το φύλλο.
790. Τσάμπα ξύδι γλυκό σα μέλι.
791. Τυφλός τυφλό οδήγαγε και πέσανε στο λάκο.
792. Των φρονίμων τα παιδιά , πρίν πεινάσουν μαγειρεύουν.
793. Τώρα που βρήκαμε παπά άς θάψουμε πέντ 'έξι.
794. Τώρα στα γεράματα, μάθε γέρο γράμματα.
795. Τώρα σ’ ηύρα τώρα στέκα. Όταν βρεις ερωτικό σύντροφο, ή ευκαιρία μην την αφήνεις.
796. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
797. Ύστερα απ' τη βροχή έρχεται και χαλάζι.
798. Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομε.
799. Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
800. Φίδι φύλα το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
801. Φίλε μου στην ανάγκη μου κι οχθρέ μου στη χαρά μου.
802. Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
803. Φοβερίζει ο Πανόπουλος, χέζεται ο Νικολετόπουλος. Ο λήσταρχος Πανόπουλος, στις αρχές του 1900,κυνήγησε τους Νικολετοπουλαίους. Λέγεται προς εκφοβισμό από κάποιον.
804. Φταίει ο γάιδαρος και βαράει το σαμάρι.
805. Φτωχός άγιος δοξολογιά δεν έχει. Ο καλός φτωχός δεν υπολογίζεται.
806. Φοράδα από την Πέρσαινα, γυναίκα από το Μπεντένη (Πεύκη Ηλείας).
807. Φούρνος να μην καπνίσει.
808. Φόρτωσε στη Νοτενά, καρτέρα χιόνια χαμηλά.
809. Φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά.
810. Φυλάξου απ' άνθρωπο σπανό και μαλλιαρή γυναίκα
Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και από τα μπροστινά του καλογέρου.
811. Φουσάει και ξεφουσάει.
812. Φουσκώνει ασκιά.
813. Φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
814. Φώτισαν τ’ αφτιά του. Αδυνάτισε.
815. Χάθηκε η Κάπελη για βελάνι. Λέγεται για τους ντεμπέλιδες που πήγαιναν για βελαίδιαι, αλλά δεν εύρισκαν την Κάπελη.
816. Χάθηκε ο λόγγος για ξύλα. Ο αγράμματος, ο ντεμπέλης.
817. Χάνεις κόπο και σαπούνι σαπουνίζοντας γουρούνι.
818. Χάρε χαρά που μου 'φερες και λύπη που μου πήρες.
819. Χάρη στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα.
820. Χαρτιά γραμμένα, στόματα βουλωμένα.
821. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δεν γίναμε ευζώνοι.
822. Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Μη σε νοιάζει τίποτα.
823. Χέστηκε η φοράδα στ΄ αλώνι.
824. Χτίζει σπίτια η ομόνοια, τα γκρεμίζει η διχόνοια
825. Χίλιες φορές στη βρύση το σταμνί, μα μία για να σπάσει .
826. Χιονίζει στον Ωλονό, καρτέρα λύκους στο χωριό.
827. Χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια.
828. Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει.
829. Ψάλε δεσπότη, με πονεί το δάχτυλό μου.
830. Ψάχνει ψύλλους στ' άχυρα.
831. Ψηλό μουνί καμαρωτό γαμίσι.
832. Ψώνισε από σβέρκο.
833. Ως ευτού και μη παρέκει.
Κώστας Παπαντωνόπουλος
Μάιος 2006 συμπλητώθηκε το Νοέμβρη του 2007
Α/Α Άρθρου: | 88 |
Κατάσταση | Δημοσιευμένο/α |
Εμφανίσεις | 448919 |
Αναθεωρημένο | 25 Φορές |
Δημιουργήθηκε | Πέμπτη, 15 Ιούνιος 2006 20:04 |
Τροποποιήθηκε | Τρίτη, 11 Σεπτέμβριος 2012 00:57 |