Το τραγούδι του Γιαννάκη Καραλή, είναι επιτραπέζιο, και είναι πολύ διαδεδομένο στη Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στην επαρχία Γορτυνίας και Καλαβρύτων. Ακούγεται συχνά ακόμη και σήμερα σε διάφορα γλέντια, πανηγύρια, και γάμους και το απαντάμε σε πολλές παραλλαγές. Αναφορικά με τον ήρωα του τραγουδιού, οι πληροφορίες που έχουμε λέγεται ότι δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του στην Κοντοβάζαινα Αρκαδίας. Οι πληροφορίες περί του επεισοδίου είναι ελλιπείς και συγκεχυμένες και δεν διαφωτίζουν αρκετά ούτε τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτό το περιστατικό αλλά ούτε και τον χρόνο διεξαγωγής του. Στο μόνο που συμφωνούν είναι ότι ο Γιαννάκης Καραλής, ήταν ένας ισχυρός τοπικός παράγοντας, από το χωριό Βελημάχι της Γορτυνίας και είχε ενεργή ανάμειξη στα κοινά του τέως Δήμου Ελευσίνας[1] (Αρκαδίας). Η ανάμειξή του στα κοινά, ήταν και η αιτία των συχνών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων, με τους άλλους ισχυρούς παράγοντες της εν λόγω περιοχής. Συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, που συχνά οδηγούσαν τους αντιπάλους σε άγριους ξυλοδαρμούς, κλοπές, μαχαιρώματα και άγριες δολοφονίες, όπως στην περίπτωση του Γιαννάκη Καραλή, ο οποίος αναμφίβολα, υπήρξε και αυτός θύμα των πολιτικών και οικονομικών ανταγωνισμών της εποχής εκείνης στην περιοχή του.
Αφορμή για την άγρια δολοφονία του Γιαννάκη Καραλή, στάθηκε κάποια δημοπρασία, που διεξαγόταν στο μεγαλύτερο κεφαλοχώρι της περιοχής την Κοντοβάζαινα, έδρα του τότε Δήμου Ελευσίνας, προφανώς όχι για την είσπραξη των φόρων αλλά για την εξαγορά της ψήφου των χωριών για λογαριασμό του Θεοδώρου Δεληγιάννη[2], και όχι για την ανάθεση είσπραξης των φόρων της περιοχής, όπως αυτό ακριβώς γινόταν επί τουρκοκρατίας στον Μοριά[3].
Το πότε διαδραματίστηκε το περιστατικό, αυτό μας είναι σχεδόν άγνωστο. Όμως σε ένα Προβούλευμα Εκτελεστικού υπ’ αριθμ. 704, Αναφορά Υπουργείου Πολέμου, Συνέλευση Βουλευτικού – πρακτικά 3η Νοεμβρίου 1824[4], μεταξύ άλλων, αναφέρεται και το όνομα Γιαννάκης Καραλής υποχιλίαρχος. Όμως όπως αναφέρει ο Χρήστος Καπράλος στο βιβλίο του «Αρκαδικοί Θρύλοι», σελίδα 106, το περιστατικό πρέπει να διαδραματίσθηκε κατά την τελευταία δεκαετία του 1890. Ο Γιαννάκης Καραλής, αναφέρεται απόγονος των οπλαρχηγών του 1821 Ιωάννη και Χρυσαντάκη Καραλή. Για την εποχή εκείνη ήταν ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες στο Βελημάχι, ενώ στην Βάχλια και Κοντοβάζαινα αντίστοιχα ήταν ισχυροί παράγοντες οι Βαχλιωταίοι (οικογ. Βαχλιώτη) και οι Κορομαντζαίοι (οικογ. Κορομάντζου). Από τους Κορομαντζαίους ήταν και ο Δήμαρχος της περιοχής τον οποίον ο Καραλής υπολόγιζε σαν τον κυριότερο αντίπαλό του στην δημοπρασία της Κοντοβάζαινας, το μεγαλύτερο από τα τρία κεφαλοχώρια του δήμου Ελευσίνος. Τ’ άλλα δύο κεφαλοχώρια, για τα οποία γίνεται αναφορά στο τραγούδι, θα πρέπει να ήταν το Βελημάχι και η Δίβριτσα (σημ. Δήμητρα).
Κατά τον ερευνητή Χρήστο Κωνσταντινόπουλο, ο Καραλής καταγόταν από το Βελημάχι της Γορτυνίας, και συγκεκριμένα από τον συνοικισμό Σουδελή. Ο δε Τούμπανος, που χρημάτισε και Δήμαρχος καταγόταν από την Δίβριτσα και ονομαζόταν Χριστόπουλος, το Τούμπανος ήταν το παρατσούκλι του. Ο Ανάστος Βαχλιώτης, καταγόταν από την Βάχλια και ήταν ισχυρός τοπικός παράγοντας και κομματάρχης[5], όπως και ο Τούμπανος, υποκίνησε –σύμφωνα με την παράδοση- τον Κοντοβαζαινίτη συγγενή του Σεραφείμ Βασιλάκη, να δολοφονήσει τον Γιαννάκη Καραλή. Μας είναι άγνωστο ποιο ρόλο έπαιξε σ’ αυτήν την υπόθεση ο Τούμπανος. Ο εμπνευστής και οργανωτής της δολοφονίας του Καραλή, Σεραφείμ Βασιλάκης, χρησιμοποίησε ως εκτελεστικά όργανα τους αδελφούς Πεντεχρή (σήμερα Ασημακόπουλος).
Σύμφωνα με το τραγούδι, ο Γιαννάκης Καραλής δολοφονήθηκε στην «Βρύση του Κόρκορη», η οποία υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Κοντοβάζαινα. Βρίσκεται μέσα στον οικισμό και σήμερα εκ παραφράσεως, την ονομάζουν «Κόκκορη Βρύση».
Σε κάποια άλλη παραλλαγή του τραγουδιού, σε κάποιο στίχο του, αναφέρεται, ότι το επεισόδιο διεξήχθη σε διαφορετική τοποθεσία, όπου υπάρχει κι εκεί μια πηγή που λέγεται Κριθαρά Βρύση:
«…μπροστά καρτέρι του ’χανε στου Κριθαρά την βρύση.
Ποτέ του να μη έσωνε εκειά να ξαγναντήσει …».
Η πηγή αυτή υπάρχει και σήμερα, βρίσκεται στην τοποθεσία Κλήμα, επάνω στον δρόμο από Κοντοβάζαινα προς Βελημάχι, κάπου δυο χιλιόμετρα από το Βελημάχι, στα όρια των δύο χωριών. Μάλλον η πιο πιθανή τοποθεσία που έστησαν καρτέρι και σκότωσαν τον Καραλή ήταν η καταλληλότερη και προσφερόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Μακριά από κατοικημένο τόπο, ιδανικό μέρος για καρτέρι, διότι πάντα οι πηγές που βρίσκονταν επάνω στους δρόμους ήταν τόπος ανάπαυσης, για τους ανθρώπους αλλά και για τα υποζύγια. Εκεί σταματούσαν να πιουν νερό να δροσιστούν και να πάρουν μια ανάσα. Και μάλλον το φονικό πρέπει να διαπράχθηκε στου «Κριθαρά την Βρύση».
1. -Ωρέ Γιαννάκη τι τα φόρεσες Γιαννάκη
μου Καραλή μωρέ τα γιορτινά σου ρούχα.
Μήπως σε γάμο θες να πας Γιαννάκη
μου Καραλή ωρέ νουνός να στεφανώσεις;
-Θα πάω στη Κοντοβάζαινα
ωρέ θα πάω στη Κοντοβάζαινα Γιαννάκη μου Καραλή
ωρέ πουν’ η δημοπρασία, πάω να χτυπήσω τα χωριά.
2. -Ωρέ, Γιαννάκη, τί τα φόρεσες, Γιαννάκη Καραλή
τα γιορτινά σου ρούχα και το σιλάχι το χρυσό.
Ωρέ, και το σιλάχι το χρυσό -Δεν κλαις, μωρέ, Μαριορή-
τ’ αργυροκεντημένο, μη σε κάλεσαν για νουνό
άιντε, μη σε κάλεσαν για νουνό, Γιαννάκη Καραλή
νουνό να στεφανώσεις;
-Δε με κάλεσαν για νουνό
δε με κάλεσαν για νουνό, νουνό, να στεφανώσω
Ο Ντεληγιάννης μου ’γραψε μέσα από την Αθήνα,
να πάω στην Κοντοβάζαινα τις εκλογές να πάρω.
3. -Γιαννάκη τι τα φόρεσες, τα γιορτινά σου ρούχα
και το σιλάχι το χρυσό, τ’ ασημοκεντημένο;
Μήπως σε γάμο θε να πας, μήπως σε πανηγύρι;
-Θα πα στην Κοντοβάζαινα, που ’ναι δημοπρασία[6],
πάω να πάρω τα χωριά, τα τρία κεφαλοχώρια.
Να μην τα πάρει ο Δήμαρχος….
4. -Γιαννάκη τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα,
που δω γάμος δε γίνεται, μα είτε πανηγύρι;
-Θα πα στην Κοντοβάζαινα, που ναι δημοπρασία,
θα πα να πάρω τα χωριά, τα τρία κεφαλοχώρια.
-Γιάννη, θα σε σκοτώσουνε οι Κοντοβαζαινίτες.
-Το που το ξέρεις Μαριορή, καημένη αδερφή μου;
-Απόψε είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου
Θολό ποτάμι πέρασες και πέρα δεν εβγήκες,
ανάγειρε το φέσι σου κι έπεσε στο ποτάμι.
5. -Γιαννάκη τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα,
κάνε σε γάμο θε να πας, κάνε σε πανηγύρι;
-Ούτε σε γάμο θε να πα, ούτε σε πανηγύρι,
θα πα στην Κοντοβάζαινα, που ’ναι δημοπρασία
για να βαρέσω τα χωριά….
Μη μας τα πάρει ο Δήμαρχος, γιατ’ είναι εντροπή μας.
-Γιαννάκη θα σου ρίξουνε οι Κοντοβαζαινίτες.
-Το που το ξέρεις Μαριορή, καημένη αδερφή μου;
-Εψές είδα στον ύπνο μου, το είδα και στ’ όνειρό μου
Θολό ποτάμι πέρασες και πέρα δεν εβγήκες,
ανάγειρε το φέσι σου κι έπεσε στο ποτάμι.
Διπλό καρτέρι του ’χανε, μέσα στο σταυροδρόμι
δυο ντουφεκιές του ’ρίξανε, με ασημένια βόλια.
6. -Γιαννάκη, τί τα φόρεσες, τα γιορτινά σου ρούχα,
και το σελάχι το χρυσό, τ’ αργυρογαζωμένο,
μη σε κάλεσαν για νουνός να στεφανώσεις;
-Δεν με καλέσαν για να πάω νουνός να στεφανώσω,
(ν) ο Ντεληγιάννης μου ’γραψε, μέσα από την Αθήνα,
να πάω στην Κοντοβάζαινα, που ’ναι δημοπρασία,
να πάω να πάρω τα χωριά στην Κάτω Γορτυνία,
να μην τα πάρει ο δήμαρχος κι ο μπέης ο αστυνόμος
και χάσουμε την εκλογή.
Η πιο ενδιαφέρουσα και πιο διαφωτιστική παραλλαγή, αναφορικά με το μέρος και τον τρόπο που δολοφονήθηκε ο ήρωας του τραγουδιού, Γιαννάκης Καραλής είναι η ακόλουθη με το Νο επτά (7):
7. -Γιαννάκη μου τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα
και το σελάχι το χρυσό, το χρυσογαζωμένο;
Με τ’ ασημένια του κουμπιά, τις φλινιτσένιες χάντρες,
μήνα σε γάμο θε να πας, μήνα σε πανηγύρι;
-Ούτε σε γάμο θε να πα, ούτε σε πανηγύρι,
θα πα στην Κοντοβάζαινα, που ’ναι δημοπρασία,
μη μου την πάρει ο Τούμπανος κι ο Τάσης ο Βαχλιώτης.
Κι εκεί που εροβόλαγε, με τ’ άτι του καβάλα,
μπροστά καρτέρι του ’χανε στου Κριθαρά την βρύση.
«Ποτέ του να μη έσωνε εκειά να ξαγναντήσει».
Του ρίχνουν μια δεν τον κρατούν, του ρίχνουν δυο δεν πέφτει
την τρίτη την φαρμακερή, την ρίχνουν στην καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γιόμισε, σπάσανε τα σωθικά του.
Ν’ εκεί που ο Γιάννης έπεσε, και βγήκε η ψυχή του
ο τόπος ούλος μαύρισε, χορτάρι δεν φυτρώνει.
(Συλλογή καταγραφή Ηλίας Τουτούνης, το τραγούδησε ο αείμνηστος Ανδρέας Βεκρής, από το χωριό Χρυσοβίτσι, του δήμου Φαλάνθου Αρκαδίας, Κυριακή 23 Ιουλίου 1995).
8. -Γιαννάκη τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα
και το σιλάχι το χρυσό, τ’ αργυρογαζωμένο;
Μήπως σε γάμο θε να πας, μήπως σε πανηγύρι;
-Ούτε σε γάμο θε να πα, ούτε σε πανηγύρι,
θα πα στην Κοντοβάζαινα, που ’ναι δημοπρασία,
μη μου την πάρει ο Τούμπανος κι Ανάστος ο Βαχλιώτης.
Κι εκεί που εροβόλαγε, με τ’ άτι του καβάλα,
μπροστά καρτέρι του ’χανε, στου Κόρκορη την Βρύση.
Του ρίνουν μια δεν τον κρατούν, του ρίνουν δυο δεν πέφτει
την Τρίτη την φαρμακερή, την ρίνουν στην καρδιά του.
Ν’ εκεί που ο Γιάννης έπεσε, χορτάρι δεν φυτρώνει.
9. Τρεις περδικούλες κάθονται μεσ’ την Αγιατριάδα,
μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογούν και λένε:
- Γιαννάκη, τί τα φόρεσες, τα γιορτινά σου ρούχα;,
Πες μας μην πας αρχονουνός, μην πας και για κουμπάρος;
-Παιδιά μ’ δεν πάω αρχονουνός ούτε για κουμπάρος
στην Κοντοβάζαινα θα πάω που ναι δημοπρασία.
Πάω να βαρέσω τα χωριά να μείνει το όνομά μου
να μην τα πάρει ο Δήμαρχος γιατί είναι προσβολή μου.
-Γιάννη θα σε σκοτώσουνε οι Κοντοβαζαινίτες.
-Και που το ξέρεις Μαριορή, το πώς θα με σκοτώσουν;
-Γιάννη μου, το είδα στο όνειρο, στον ύπνο που κοιμόμουν.
Το τραγούδι του Γιαννάκη Καραλή, πάντα σύμφωνα με τους στίχους του τραγουδιού, πιθανόν να δημιουργήθηκε έπειτα από τις σχετικές ανακρίσεις, ή από τα λεγόμενα της αδελφής του Μαριορής, και μας εξιστορεί την συνομιλία που είχε ο ήρωας του τραγουδιού με την αδελφή του, προτού κινήσει από το σπίτι του από το χωριό Βελημάχι, για να μεταβεί στην Κοντοβάζαινα, με σκοπό να συμμετάσχει στην εν λόγο δημοπρασία.
Ο τραγουδοποιός θέλοντας να αποδώσει μια ιδιαίτερη προσέγγιση και έμφαση, επιστρατεύει την αδελφή του και περιπλέκει ακόμη και τις δεισιδαιμονίες του λαού περί κακών ονείρων κ.λπ. Σε πάρα πολλά δημοτικά τραγούδια μας, συνήθως περιπλέκονται τα όνειρα. Σε ορισμένα απ’ αυτά εμπλέκονται και τα ποτάμια, ιδίως όταν τα βλέπουν θολά, όπου ο λαός μας πίστευε και πιστεύει ακόμη, ότι το θολό ποτάμι στα όνειρα, συμβάλλει σε ότι το χειρότερο κακό, μπορεί να συμβεί σε μια οικογένεια. Θα πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι μια δεισιδαιμονία που έχει προσθέσει ο τραγουδοποιός, όσον αφορά τον τόπο που ξεψύχησε ο ήρωας του τραγουδιού που αναφέρει:
«…Ν’ εκεί που ο Γιάννης έπεσε, και βγήκε η ψυχή του
ο τόπος ούλος μαύρισε, χορτάρι δεν φυτρώνει..».
Γενικά πιο παλιά πίστευαν, ότι ο τόπος που είχε ξεψυχήσει ένας άνθρωπος και ιδίως μετά από τραγικό θάνατο, όπως φόνος, ατύχημα ή οτιδήποτε άλλο, λογαριαζόταν ως κακοτοπιά, με αναφορές ότι κρατάει, κ.λπ. Ταυτόχρονα προσπαθούσαν να μεταδώσουν αυτές τις δεισιδαιμονίες τους στις νεότερες γενιές, κάνοντας διάφορες αναφορές περί των απρόσμενων θανάτων, περιπλέκοντας ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα.
Ακόμη ο τραγουδοποιός στους στίχους των παραλλαγών του τραγουδιού, μας δίνει μερικές πληροφορίες για την ενδυμασία των πλουσίων (εδώ ισχυρών) ανθρώπων εκείνη την εποχή, όταν φορούσαν την επίσημη στολή για να παρευρεθούν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Εδώ παρά την δεινή οικονομική κατάσταση που βρισκόταν ο λαός, αντλούμε την είδηση ότι η ενδυμασία αυτών των ανθρώπων αποτελείτο από ακριβά και επιχρυσωμένα ρούχα και οπλισμό[7].
-Γιαννάκη μου τι τα φόρεσες τα γιορτινά σου ρούχα
και το σελάχι το χρυσό, το χρυσογαζωμένο;
Με τ’ ασημένια του κουμπιά, τις φλινιτσένιες χάντρες
μήνα σε γάμο θε να πας, μήνα σε πανηγύρι;
Συνήθως οι τοπικοί παράγοντες, οι παράνομοι και γενικά η μεσαία τάξη, εκείνη την εποχή, επεδίωκαν αλλά και συνάμα γινόντουσαν αποδέκτες, από τον απλό λαό, πληθώρας προσκλήσεων κυρίως για κουμπαριές (στεφανώματα- βαφτίσια), για διαφόρους και ευνόητους λόγους όπως ρουσφέτια, ψηφοθηρίες, διασυνδέσεις, άλλοθι, υπόθαλψης εγκληματιών κ.λπ. Η κουμπαριά σ’ ένα χωριό, αποσκοπούσε όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα, όπως αναφέρανε οι παλιοί, να φτιάξουν μια «γερή φωλιά» σε ξένο τόπο. Και αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά, όταν ακούμε ότι ο τάδε πολιτικός έχει πραγματοποιήσει δεκάδες, εκατοντάδες κουμπαριές, κυρίως σε ανθρώπους της επαρχίας των, αποσκοπώντας πάντοτε στην μόνιμη ψηφοθηρία.
Εδώ παραθέτω ακόμη ένα τραγούδι του Γιαννάκη Γκρίτζαλη[8], από την Μεσσηνία που δημοσίευσε ο Στάθης Κακούτης, στο βιβλίο του «Μοραΐτικα δημοτικά τραγούδια», φαίνεται ότι περιπλέκει την προέλευση του τραγουδιού, διότι ο χρόνος και ο τόπος που διαδραματίσθηκαν τ’ ανάλογα επεισόδια δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ των. Ο μεν Γιαννάκης Γκρίτζαλης συμμετείχε στην Μεσσηνιακή Επανάσταση που εξερράγη στις 29 Ιουλίου 1834, ενώ η παραλλαγή του τραγουδιού πρέπει να έγινε μετά τα γεγονότα της Κοντοβάζαινας, όσον αφορά τον Γιαννάκη Καραλή, κάπου σαράντα χρόνια αργότερα. Μάλλον αυτός που δημιούργησε την παραλλαγή, πρέπει να το έπραξε εσκεμμένα ή μάλλον και να μπέρδεψε τα λόγια του τραγουδιού. Πάντως όσον αφορά το τραγούδι που αναφέρεται στον Γκρίτζαλη, νομίζω ότι αυτό είναι μια τοπική παραλλαγή του τραγουδιού του Γιαννάκη Καραλή, διότι και στα δυο αναφέρεται το χωριό Κοντοβάζαινα, δημοπρασία και Θεοδωράκης. Τα δυο πρώτα στοιχεία δεν έχουν καμιά σχέση με την Μεσσηνιακή επανάσταση. Ενώ όσον αφορά το όνομα Θεόδωρος, αυτό συνέβη διότι τότε στην Βλαχοεπανάσταση της Μεσσηνίας συμμετείχε ενεργά και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
10. ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΓΚΡΙΤΖΑΛΗ
- Ωρέ Γιαννάκη, τι τα φόρεσες, Γιαννάκη Γκρίτζαλη,
μωρέ, τα γιορτινά σου ρούχα;
Κάνε σε γάμους, Γιαννάκη, θε να πας, Γιαννάκη Γκρίτζαλη,
μωρέ, σε πανηγύρια;
- Μηδέ σε γάμους, ρε μάνα, θε να πα, μάνα, μανούλα μου,
μηδέ σε πανηγύρια.
Ο Θεοδωράκης, ρε μάνα, με καλεί,
άιντε, ο Θεοδωράκης με καλεί, μάνα, μανούλα μου,
και μπουγιουρντί μου στέλνει,
να πα’ στην Κοντοβάζαινα, μάνα, μανούλα μου,
που ’ναι η δημοπρασία,
να βρω συντρόφους, ρε μάνα, διαλεχτούς.
Πηγές:
(-Κωνσταντινόπουλου Γ. Χρήστου, άρθρο στην εφημερίδα «Ο τύπος της Γορτυνίας», αριθμός φύλλου Νο 19, της 15/10/1973.
-Δαφναίου (Σωτηρόπουλου) Αντρέα, «Καλαβρυτινά Δημοτικά Τραγούδια και Μοιρολόγια», σελίδα 50, Αθήνα 1994.
-Φωτόπουλου Αθανασίου, άρθρο στην «Επετηρίδα των Καλαβρύτων», σελίδα 172, έτος 1973.
-Φωτόπουλου Αθανασίου, «Ιστορικά και Λαογραφικά της Ανατολικής Περιοχής Αιγιαλείας και Καλαβρύτων», τόμος β΄, σελίδα 151, Αθήνα 1982.
-Καπράλου Χρήστου, «Αρκαδικοί Θρύλοι», σελίδα 166.
-Σταμάτη Μακρή, «Το Δημοτικό Τραγούδι- Βίωμα και Μεράκι», σελίδα 133, Παπαναστασίου Τρίπολη 1998.
-«Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Βουλή των Ελλήνων.
-Κωνσταντίνου Ι. Βασιλόπουλου, «703 Δημοτικά Τραγούδια», σελίδα 247, Τρίπολη 2000.
-Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου, «Τα Καλαβρυτινά Δημοτικά Τραγούδια», σελίδα 104, Πάτρα 1985.
-Στάθη Π. Κακούτη, «Μοραΐτικα δημοτικά τραγούδια», έκδοση Τριφυλιακής Εστίας, σελίδα 84, αρ. 55, Αθήνα 1978).
[1] Ο Δήμος Ελευσίνας σχηματίστηκε το 1835, αρχικά με την ονομασία «Δήμος Κοντοβαζαίνης» και το 1837, μετονομάσθηκε ως δήμος Ελευσίνος. Αρχικά περιελάμβανε τα χωριά Κοντοβάζαινα, Μποκοβούνι, Δεχούνι, Δίβριτσα ενώ το 1840 οπότε συγχωνεύτηκαν ο δήμος Θουλιάδων και τμήματα των δήμων Πανιών και Θελπούσης. Στο δήμο Ελευσίνος ανήκαν τα χωριά, Μοναστηράκι, Ποδογορά, Ξηροκαρύταινα, Πέρα Συριάμον, Δίβριτσα, Κοντοβάζαινα, Βάχλια, Βελιμάχι, Καρδαρίτσι, Παραλογγοί, Πέτα, Μπουκοβίνα, Βούτσι, Σταυρί. Το 1861 αναφέρονται τα χωριά Κοντοβάζαινα, Βούτσι, Μπουκοβίνα, Σταυρί, Μοναστηράκι, Καρδαρίτζι, Βελιμάχι, Παραλογγοί, Δίβριτσα, Βάχλια, Συριάμου, Ξηροκαρύταινα, Ποδογορά, Πέτα. Ως μεταγενέστερες προσαρτήσεις αναφέρονται το χωριό Καλύβια Παναγουλέικα και η διαλελυμένη Μονή Αγίας Παρασκευής. Το όνομα του δήμου προήλθε από την ύπαρξη ιερού Ελευσινίας Δήμητρας και Διονύσου στη θέση Κλειβωκά (σημ. Μονή Κλειβωκάς).
[2] Ο Θεόδωρος Δεληγιάννης γεννήθηκε στα Λαγκάδια Γορτυνίας στις 19 Μαΐου 1824 και πέθανε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 1905. Ήταν νομικός και πολιτικός και διετέλεσε πληρεξούσιος, βουλευτής, υπουργός σε αρκετές κυβερνήσεις και πέντε φορές πρωθυπουργός στο διάστημα 1885-1903.
Ήταν παιδί του Πανάγου Δεληγιάννη και εγγονός του κοτζαμπάση, της Πελοποννήσου, Ιωάννη Δεληγιάννη. Εκλεγόταν βουλευτής από το 1862. Χρημάτισε υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών, Παιδείας και Εσωτερικών σε διάφορες κυβερνήσεις. Το 1883 αναδείχθηκε αρχηγός του Εθνικού Κόμματος και το 1885 χρίσθηκε για πρώτη φορά Πρωθυπουργός, αξίωμα στο οποίο ανήλθε άλλες τέσσερις φορές σε βραχύβιες κυβερνήσεις. Διατέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδας στην Κυβέρνηση 1885-1886, 1890-1892, 1895-1897 και -1903. Θεωρείται ο κύριος υπεύθυνος για την χρεοκοπία του ελληνικού κράτους το 1893. Αφού διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρίλαο Τρικούπη το 1885, αναίρεσε ορισμένους κρίσιμους θεσμούς που είχε θεσπίσει ο προκάτοχος του. Μείωσε τους φόρους και δημιούργησε ένα σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο χωρίς απαίτηση τυπικών προσόντων (προς μεγάλη ικανοποίηση των πολιτών). Δημιούργησε ένα κλίμα προσδοκίας για εισβολή στην Τουρκία, που εκείνη την εποχή κατέρρεε ως αυτοκρατορία και επέκταση των ελληνικών συνόρων προς την Μακεδονία (τότε έφταναν μέχρι την Θεσσαλία). Πρώτη συνέπεια των πράξεών του ήταν ο ναυτικός αποκλεισμός της Ελλάδας από τους συμμάχους. Όταν στην συνέχεια αποφάσισε να ζητήσει εξωτερικό δανεισμό για να αντεπεξέλθει στην δυσμενή οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα (λόγω μειωμένων φόρων και αδιάκριτων διορισμών στο δημόσιο), ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ τον έπαυσε και ανέλαβε και πάλι ο Χαρίλαος Τρικούπης. Τα συσσωρευμένα χρέη ήταν τόσα που το 1893 η Ελλάδα πτώχευσε. Όμως ο Δεληγιάννης θεωρείται υπεύθυνος και για τον ΔΟΕ που επιβλήθηκε στην Ελλάδα το 1897. Η Ελλάδα ενεπλάκη τελικά σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλιο του 1897 ο οποίος όμως είχε κριθεί πριν να αρχίσει. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία και έτσι στράφηκε και πάλι στον δανεισμό. Αυτή την φορά όμως οι προστάτιδες δυνάμεις, ανέλαβαν οι ίδιες να εισπράξουν τα δάνεια και επέβαλαν στην Ελλάδα τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο που κράτησε για 50 περίπου χρόνια, μέχρι και μετά την λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου.
Ο Δεληγιάννης ήταν πολέμιος των χαρτοπαικτικών λεσχών, οι οποίες ήταν μάστιγα για την εποχή του. Δολοφονήθηκε στις 31 Μαΐου 1905, στις σκάλες της βουλής από τον χαρτοπαίκτη και μόνιμο θαμώνα χαρτοπαικτικών λεσχών, Αντώνιο Γερακάρη.
Πηγή: http://el.wikipedia.org
[3] Κατά τα χρόνια της β΄ τουρκοκρατίας, η είσπραξη των φόρων δεν γινόταν με δημοπρασία, αλλά είχε ανατεθεί σε έμπιστους ανθρώπους, τους οποίους βοηθούσαν στο έργο τους με το αζημίωτο και βέβαια σ’ αυτό βασικοί συμμέτοχοι ήσαν και οι κοτζαμπάσηδες του κάθε καζά (επαρχίας). Τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, όταν είχε ήδη αρχίσει η κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και οι μηχανισμοί συλλογής φόρων είχαν αποδυναμωθεί, ο Σουλτάνος προκειμένου να συλλέξει εύκολα και γρήγορα χρήματα, έβγαζε σε δημοπρασία τα δικαιώματα είσπραξης φόρων μιας περιοχής. Διάφοροι οικονομικά ανεξάρτητοι και προύχοντες, χτυπούσαν την εκάστοτε δημοπρασία κι ο πλειοδότης πλήρωνε εφ άπαξ στο σουλτάνο και εισέπραττε τα δικαιώματα είσπραξης της περιοχής μέχρι το θάνατό του ή τον θάνατο του σουλτάνου, (ανάλογα με τη συμφωνία), αποκομίζοντας φυσικά τεράστια κέρδη. Αυτή η τακτική συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την επανάσταση, με αρκετούς ιδίως κοτζαμπάσηδες να ενδιαφέρονται για το προσωπικό όφελος και όχι την επανάσταση.
[4] Συνέλευση Βουλευτικού – πρακτικά 3η Νοεμβρίου 1824.
Προβούλευμα Εκτελεστικού υπ’ αριθμ. 704, Αναφορά Υπουργείου Πολέμου.
Στρατιωτικοί προβιβασμοί (μάλλον Δεληγιαννικοί):
Παπά Ευστάθιος Λαγκαδινός, αντιστράτηγος
Γεώργιος Κοντοβαζαινίτης, αντιστράτηγος
Γεώργιος Σπηλαιόπουλος, Λαγκαδινός, χιλίαρχος
Θεοδωράκης Κοντοβαζαινίτης, χιλίαρχος
Γιαννάκης Καραλής, υποχιλίαρχος
Αργύριος Αποσκίτης, υποχιλίαρχος
Παρασκευάς Παπαπέτρου, υποχιλίαρχος
Χρήστος Βαχλιώτης, ταξίαρχος
Αθανάσιος Μπράμος, ταξίαρχος
Σπήλιος Ζιούτας, ταξίαρχος
Παπαγιωργάκης, ταξίαρχος
Αναστάσιος Πολυχρόνη, Λαγκαδινός, ταξίαρχος
Γεώργιος Σαρής, εκατόνταρχος
Ηλίας Ρούτζης, εκατόνταρχος
Αναγνώστης Κατζικονούρης, εκατόνταρχος
Γεώργιος Θεοδωρόπουλος, εκατόνταρχος
Θεοδωράκης Μπράμος, εκατόνταρχος
Καπογιάννης Ραχιώτης, εκατόνταρχος
Θεοδωράκης Παραλογγίτης, εκατόνταρχος
Αναγνώστης Κοντοβαζαινίτης, εκατόνταρχος
Θεοδωράκης Διβριτζιώτης, εκατόνταρχος
Θεοδωρής Πολυχρονόπουλος, εκατόνταρχος
Γεωργάκης Φιλιππάκης, εκατόνταρχος
Μίχος Γεωργίου, εκατόνταρχος
Βασίλειος Γιαννόπουλος, εκατόνταρχος
Γεώργιος Γιαννικόπουλος, εκατόνταρχος
Παναγιώτης Κεπρινιώτης, εκατόνταρχος
Ρήγας Διβριτζιώτης, πεντηκόνταρχος
Γεώργιος από Καρδαρίτζι, πεντηκόνταρχος
Γιάννης Πρωτόπαππας, πεντηκόνταρχος
Φώτης Αγγελόπουλος, πεντηκόνταρχος
Παναγιώτης Παπαδόπουλος, πεντηκόνταρχος
Αναστάσιος Ζαπάνης, πεντηκόνταρχος
Σπήλιος Παρασκευά, πεντηκόνταρχος
Παρασκευάς Πασακάλης, πεντηκόνταρχος
Ηλίας Ρεκουνιώτης, πεντηκόνταρχος
Προφανώς οι βαθμοί ήταν ονομαστικοί και μάλλον δεν ανταποκρίνονταν σε πραγματικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι προαγωγές έγιναν αποδεκτές πλην των Γεωργίου Σπηλαιόπουλου, Αργυρίου Αποσκίτη, Σπήλιου Ζιούτου, Πολυχρόνη Σταθόπουλου, Αναγνώστου Κοντοβαζαινίτη και Γεωργάκη Φιλιππάκη, οι οποίοι όφειλαν πρώτα να απολογηθούν γιατί κατηγορούσαν τον Παραστάτη της επαρχίας τους Αναγνώστη Ζαφειρόπουλο.
Πηγή: «Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», Βουλή των Ελλήνων.
[5] Οι κομματάρχες ήταν άνθρωποι με δύναμη, την οποίαν αντλούσαν από τους πολιτικούς, αλλά και από το ότι ήταν μεγάλοι ζωοκλέφτες. Είχανε μετατραπεί σε μεγάλα φόβητρα της περιοχής τους, επίσης ασκούσανε πίεση στους αδύναμους ψηφοφόρους την περίοδο των εκλογών, με τις μαγκούρες οδηγούσαν τους αδύναμους στις κάλπες και τους αναγκάζοντας τους να ψηφίζουν κόμματα και βουλευτές τις αρεσκείας τους. Τέτοιος ήταν και ο Γιαννάκης Καραλής.
[6] Η δημοπρασία ήταν μια διαδικασία εκλογικού χαρακτήρα. Δηλαδή εξαγόραζαν με δημοπρασία την εκλογική βούληση των κατοίκων εκάστοτε χωριού. Τοιουτοτρόπως άπαντες οι κάτοικοι, ήσαν υποχρεωμένοι να ψηφίσουν, αυτόν που υποστήριζε ο πλειοδότης αυτής της δημοπρασίας, ο οποίος ενεργούσε για τον δικόν του πολιτικό. Εδώ στη συγκεκριμένη δημοπρασία ο Γιαννάκης Καραλής ήταν τοπικός παράγοντας και αντιπρόσωπος του Θεοδώρου Δεληγιάννη, από τα Λαγκάδια Γορτυνίας.
[7] Εκείνη την εποχή, στις κοινωνικές εκδηλώσεις, οι περισσότεροι άνδρες έκαναν την παρουσία τους, στολισμένοι πάντα με την επίσημη φορεσιά αλλά και με τον ατομικό οπλισμό τους, πάντοτε προς εντυπωσιασμό, αλλά και επίδειξη δύναμης.
[8] Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης γεννήθηκε το 1791 στο Ψάρι Τριφυλίας. Η γυναίκα του Γιαννάκη Γιαννούλα, ήταν κόρη του κλέφτη και οπλαρχηγού Μητροπέτροβα από τη Γαράντζα. Η συμμετοχή και συνεισφορά του Γιαννάκη Γκρίτζαλη, κατά τα πρώτα χρόνια του αγώνα της επανάστασης του 1821, είναι ιστορικά τεκμηριωμένες. Συμμετείχε στο Βαλτέτσι, στην Άλωση της Τριπολιτσάς και στα Δερβενάκια, όπου τον καθιέρωσαν ως οπλαρχηγό πρώτης γραμμής. Το 1823 ονομάστηκε χιλίαρχος σε ηλικία 32 ετών και μάλιστα ήταν ο νεότερος σε ηλικία χιλίαρχος, μεταξύ των οπλαρχηγών του Αγώνα.
Η έλευση του Όθωνα, σε ηλικία μόλις 18 ετών και η επιτροπεία του από τους αντιβασιλείς δρομολόγησαν για τη χώρα καινούργια δεδομένα και αποτέλεσαν τις πιο θλιβερές σελίδες της νεότερης ιστορίας. Και μόνο το γεγονός της άδικης καταδίκης σε θάνατο και παρ’ ολίγον εκτέλεσης, του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημητράκη Πλαπούτα, αποδεικνύει τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας εκείνη την άστατη εποχή. Επικεφαλής της γνωστής Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834 ο Γκρίτζαλης, η οποία, λόγω και των αιτημάτων φορολογικού και θεσμικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονταν στις προκηρύξεις τους θεωρείται ως η πρώτη κοινωνική Επανάσταση στη νεότερη ελληνική ιστορία. Μεταξύ των αιτημάτων, πέραν της αποφυλάκισης των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, για πρώτη φορά περιλαμβάνεται και εκχώρηση Συντάγματος. Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης, ο σημαντικότερος αρχηγός της Μεσσηνιακής επανάστασης, φέρεται να αρνείται την ανάμειξη των φυλακισμένων στρατηγών Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα στην εξέγερση και επικαλείται ως λόγο για τον ξεσηκωμό των χωρικών την αβάσταχτη φορολογία. Στις 29 Ιουλίου 1834 τέσσερα οργανωμένα κινήματα σε τέσσερα διαφορετικά σημεία της Μεσσηνίας και της Αρκαδίας έλαβαν χώρα, ταυτόχρονα. Έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον Άγγλο Θωμά Γκόρντον και μέλη τον συνταγματάρχη Π. Γιατράκο, τον αντισυνταγματάρχη Σπυρομήλιο και τους δικαστές Φ. Φραγκούλη και Αν. Λόντο συγκροτήθηκε, με έδρα την Κυπαρισσία, όπου είχε εκραγεί η ανταρσία. Εισαγγελέας ορίστηκε ο Δ. Σούτσος, ο γαμπρός δηλαδή του περιλάλητου υπουργού Σχοινά, και ένας από τους δικαστές που είχαν καταδικάσει σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Σπυρομήλιος που ήταν τώρα «στρατοδίκης» είχε συλληφθεί πριν ένα χρόνο μαζί με τον Κολοκοτρώνη, ως συνένοχός του στην υποτιθέμενη συνωμοσία. Πρώτος δικάστηκε ο Γκρίτζαλης, ο οποίος ανέλαβε θαρραλέα όλες τις ευθύνες της ανταρσίας, και καταδικάστηκε σε θάνατο. Δύο ώρες μετά την καταδίκη του, εκτελέστηκε με τουφεκισμό στις 19- Σεπτεμβρίου 1834. Κατά την διαδικασία της εκτέλεσής του, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και φώναξε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα:
-Αδέλφια, άδικα πεθαίνω. Γύρεψα τα δίκια των Ελλήνων.
Το στρατοδικείο καταδίκασε επίσης σε θάνατο τον γέροντα Μητροπέτροβα και τον Τζαμαλή. Μόνον η ποινή του Μητροπέτροβα δεν εκτελέστηκε «ως υπέργηρου και αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος» και μετατράπηκε σε ισόβια φυλάκιση. Ο Όθωνας μαθαίνοντας αργότερα την αλήθεια, αναγνώρισε το λάθος του και έστειλε στο Πάνω Ψάρι, στην γενέτειρα του ήρωα δώρο, μια καμπάνα για το καμπαναριό της εκκλησίας που αναγράφεται: «Όθων Βασιλεύς των Ελλήνων».