«Δεν θέλω ‘γω παράδεισο...» λέει ο λαϊκός μελωδός, πηγαίνετε εσείς.
Θέλω τα σέα μου και τα μέα μου και ύστερα βουρ για κόλαση.
Ένα ξεχασμένο παλιό δημοτικό τραγούδι σε σκοπό βαρύ τσάμικου έως αμανέ που το άκουγα στο πανηγύρι στο χωριό μου όταν ήμουν ακόμη τσορομπίλι.
Το χόρευαν άνθρωποι τσίφτες, μερακλήδες που τους άρεσαν τα όμορφα και τα ωραία όπως η χορεύτρια του πάλκου με το βαθύ ντεκολτέ, την κοντή φούστα και τις ζαρτιέρες. Η τραγουδιάρα, γυναίκα-αντικείμενο του πόθου, της ηδονής και της ανδρικής φαντασίωσης που με το λίκνισμά της, ξεσήκωνε όλο τον ανδρικό πληθυσμό. Μπροστά στον φλεγόμενο πόθο για το θηλυκό, ο άνδρας δεν υπολόγιζε τίποτα. Ξέχναγε σύντροφο, αμαρτίες, θρησκείες, συνέπειες και αποζητούσε μόνο την ακολασία. Ο μόνος σκοπός του ήταν να σφιχταγκαλιάσει το κορμάκι της αμαρτωλής χορεύτριας.
«Μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω...»
Δικαιολογούσε με τον στοίχο τα αμαρτωλά θαύματά του, ότι η ζωή είναι πρόσκαιρη.
«Γιατί και ‘γω να μην χαρώ τα μάτια μου πριν κλείσω...»
Σε μια άλλη εκτέλεση συμπληρώνει: «...και θα ‘ρθω στη μανούλα σου το χέρι της να πιάσω.»
Προσοχή στο βίντεο, δεν είναι για «καθώς πρέπει». Για να μην σας το κοτσάρουμε ξερό, βάλαμε μέσα τα όργανα του διαβόλου, τους αγγέλους της κόλασης.
Το τραγούδι θέλει να τονίσει μια από τις αδυναμίες των ανδρών που τους φέρνει κοντά στον νοητό κύκλο της ζωής, τους κάνει δηλαδή να πατάνε στην γραμμή του και κάποιες φορές να βγαίνουν και παρά έξω.