Κάγκελα, σκάλες, χαγιάτια και μπαλκόνια στην Ορεινή Ηλεία
Τα παλιά πέτρινα κτίρια της Ορεινής Ηλείας, αποτελούν υπόδειγμα αρχιτεκτονικής, ωστόσο κάποια απ’ αυτά έχουν αφεθεί στην μοίρα τους και έχουν καταντήσει «γέρικα κουφάρια», που χρόνο με το χρόνο αργοπεθαίνουν, γκρεμίζονται και κανείς από τους αρμόδιους, Δήμοι ή υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, δεν ενδιαφέρονται για την τύχη τους.Αντρώνι_το_σπίτι_του_Κάνταλου
Θα μπορούσαμε όλοι να συμβάλλουμε ατομικά ή συλλογικά με μηδαμινό σχεδόν κόστος και παράλληλα να δώσουμε στους ιδιοκτήτες τους να καταλάβουν, ότι τα κτίρια που διαθέτουν, εκτός από την τεράστια κατασκευαστική αξία που έχουν, είναι σημείο αναφοράς των κατοίκων, αλλά και πόλος έλξης επισκεπτών, πολιτισμών και εποχών.
Τα παραπάνω, εφαρμόστηκαν κατά κάποιον τρόπο στους γειτονικούς μας νομούς, κυρίως στα χωριά της Μεσσηνίας και έτσι διασώθηκαν αρκετά κτίρια είτε εφαρμόζοντας στην τοιχοποιία τους λεπτό στρώμα σενάζ, είτε τοποθετώντας τσίγκους στις στέγες τους για την απομάκρυνση της υγρασίας.
Ενθαρρυντικό όμως είναι, ότι τα τελευταία χρόνια σε κάποια από τα χωριά της Ορεινής Ηλείας, παρατηρούμε να αλλάζει η παλιά νοοτροπία και οι κάτοικοι αποκτούν «κουλτούρα» γύρω από τη διάσωση των παραδοσιακών κτιρίων.
Κάγκελα
Βλέπουμε για παράδειγμα, με την ανακατασκευή των πέτρινων κτιρίων, συντηρούν ή ανακατασκευάζουν και τα διαγώνια (καφασωτά) κάγκελα που εξετάζουμε, ως μια ιδιομορφία της πλέον Ορεινής Ηλείας.
Τα κάγκελα αυτά κατασκευάζονταν από ξύλινα πηχάκια 2χ2 ή 2χ3 εκατ. τοποθετημένα χιαστί που σχημάτιζαν 4-5 ρόμβους από το δάπεδο του μπαλκονιού, ως την κουπαστή του. Το ξύλο που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους ήταν έλατο στα ορεινά και δρυς, στα χωριά του οροπεδίου Φολόης.
Τέτοια κάγκελα διακρίνουμε σήμερα στην αγορά της Δίβρης (που κρατάει τα πρωτεία), και ακολουθεί το Κούμανι με 2-3 μπαλκόνια, ως προς την συντήρηση ή την επανατοποθέτηση των παραδοσιακών κάγκελων. Παρόμοια διασώζονται επίσης και στα χωριά Μηλιές και Δούκα.
Ίσως να διασώζονται και άλλα κάγκελα ακόμα που εμείς δεν παρατηρήσαμε, μπορείτε όμως να μας ενημερώσετε σε περίπτωση που υπάρχουν ώστε να τα συμπεριλάβουμε και αυτά.
Στο Αντρώνι υπήρχαν πολλά σπίτια με αυτή την ιδιαίτερη τεχνοτροπία στα κάγκελά τους, αλλά με την έλευση του σιδήρου[1] δεν έμεινε δυστυχώς κανένα και το μόνο που έχουμε (σε φωτογραφία), είναι ένα πέτρινο αριστούργημα, το σπίτι του Κάνταλου, λίγα χρόνια πριν το κατεδαφίσουν.
Σκάλες
Τα σπίτια που ήταν χτισμένα σε κατηφορικό έδαφος δεν είχαν σκάλες. Η είσοδος βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τον αυλόγυρο και από κει έμπαιναν κατευθείαν στο σπίτι. Συνήθως όμως η είσοδος βρισκόταν λίγο ψηλότερα από το επίπεδο της αυλής, γι’ αυτό προκειμένου να μπουν στην οικία, ανέβαιναν λίγα σκαλοπάτια.
Στα σπίτια που ήταν χτισμένα στο ίσωμα[2], η είσοδος ήταν στον όροφο και ανέβαιναν με εξωτερική πέτρινη ή ξύλινη σκάλα. Η πέτρινη σκάλα χτιζόταν κολλητά στον τοίχο και πάταγε ολόκληρη σε πετρόχτιστη κατασκευή. Κάποιες σκάλες σχημάτιζαν γωνία, η μισή ή το τέταρτο ήταν στον αέρα ως το πρώτο πλατύσκαλο και το υπόλοιπο κομμάτι ακουμπούσε και αυτό στον τοίχο[3]. Τα σκαλοπάτια[4] αποτελούνταν από δύο (2) έως τέσσερις (4) πλάκες ανάλογα με το φάρδος της σκάλας. Το τελευταίο σκαλοπάτι, ήταν το γνωστό πλατύσκαλο, που ήταν πιο φαρδύ. Στην ξύλινη σκάλα, η μια άκρη πατούσε στο έδαφος και η άλλη στο χαγιάτι ή το μπαλκόνι. Υπήρχαν και σκάλες που ήταν έως στη μέση ή και λιγότερο πέτρινη και η άλλη μισή από την μέση και πάνω ξύλινη. Στην πέτρινη σκάλα δεν τοποθετούσαν κάγκελα.
Πέρα από το τελευταίο σκαλοπάτι και μπροστά από την πόρτα της εισόδου σχηματιζόταν ένας εξώστης στενόμακρος ή τετράγωνος, μικρός ή μεγάλος.
Ο χώρος μπροστά από την είσοδο, αν ήταν πέτρινος πάταγε στην περίμετρο πέτρινης κατασκευής[5] ή σε χτιστές πέτρινες κολώνες. Αν ο εξώστης ήταν ξύλινος, στηριζόταν σε ξύλινες κολώνες με προσκέφαλο, που ήταν μπηγμένες στο δάπεδο ή σε ξύλινα δοκάρια που έμπαιναν οριζόντια ή πλάγια στον τοίχο.
Κάποια από τα μπαλκόνια προεξείχαν ένα περίπου μέτρο, από την πορεία του τοίχου, στηριζόμενα σε λοξές ή οριζόντιες ξύλινες αντηρίδες που έμπαιναν στον τοίχο και τα κάγκελα, ήταν τα γνωστά μας ξύλινα διαγώνια καφασωτά.
Σε κάποια κτίρια, ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο, υπήρχε η μπαλκονόπορτα, που οδηγούσε στον ημιυπαίθριο χώρο, το χαγιάτι.
Το χαγιάτι ήταν ο μεγάλος σκεπαστός ξύλινος εξώστης. Συνήθως πάταγε πάνω στα προσκέφαλα των ξύλινων κολώνων οι οποίες προεκτείνοντο προς τη στέγη που στηριζόταν επίσης στα ξύλινα προσκέφαλα, πάνω από τις κολώνες. Βρισκόταν συνήθως στη νότια πλευρά του σπιτιού και σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούσε προέκταση του εσωτερικού χώρου. Το χαγιάτι-λιακωτό στην απλούστερη μορφή του, ήταν ένας τύπος ανοιχτού εξώστη, ένας επιμήκης χώρος που μπορούσε να καταλαμβάνει όλο το νότιο τμήμα του ορόφου. Προστατευόταν από τα έντονα καιρικά φαινόμενα, με το σκέπαστρο και από κόντρα σανίδες στα «επίμαχα» σημεία.
Πρακτικά λειτουργούσε ως προθάλαμος της οικείας και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του αερισμού και αν ήταν αρκετά μεγάλο, χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες του σπιτιού και τις αγροτικές εργασίες. Εκεί ζούσαν, μαγείρευαν[6], εργάζονταν[7], εκεί μεγάλωναν τα παιδιά και περνούσαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους οι ηλικιωμένοι της οικογένειας.
Η λέξη χαγιάτι προέρχεται από την περσική ή τουρκική λέξη hayat[8]. Ενώ την εμφάνισή του στον ελλαδικό χώρο την έκανε τον 9ο αιώνα, πολύ πριν από την έλευση των Οθωμανών, η αρχιτεκτονική του δεν είναι επηρεασμένη από τους Τούρκους.
Σε κάποια σπίτια βρισκόταν μπροστά στην είσοδο του σπιτιού και στο πίσω μέρος υπήρχε ένα μικρό ξύλινο μπαλκόνι με τα γνωστά μας διαγώνια καφασωτά κάγκελα.
Η εσωτερική σκάλα ήταν ξύλινη και συνέδεε τον όροφο με το κατώ(γ)ι. Μετά το τελευταίο σκαλοπάτι υπήρχε ο καταρράκτης[9] (καταπακτή), μικρό κάθετο άνοιγμα στο δάπεδο και για την ασφάλεια των ανθρώπων που κινούντο στον όροφο, συνήθιζε να είναι πάντα κλειστός.
Την εσωτερική σκάλα την χρησιμοποιούσαν κυρίως κατά τις βραδινές ώρες του χειμώνα με κακοκαιρία και με το λυχνάρι[10] στο χέρι για να πιάσουν κρασί, να βάλουν τροφή στα ζώα[11], να κουβαλήσουν τρόφιμα, ξύλα για το τζάκι κλπ.
Το κατώ(γ)ι σε σπίτια με κατηφορικό έδαφος, βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο και η πόρτα είναι στην απέναντι πλευρά από την είσοδο του σπιτιού. Για την κάθοδο υπήρχε ειδικά διαμορφωμένο καλντερίμι που οδηγούσε στην είσοδο. Η «κατωγόπορτα» ήταν βαριά πόρτα ψηλή μονόφυλλη ή δίφυλλη, για να περνάνε τα μεγάλα αντικείμενα και τα μεγαλόσωμα άλογα. Σε μια από τις κάτω γωνίες υπήρχε μικρό κόψιμο για να μπαινοβγαίνουν τα πουλερικά. Στον τοίχο αν υπήρχε παράθυρο ή φεγγίτης, προστατεύονταν από μπηγμένες στον τοίχο χονδρές σιδερόβεργες. Σε κάποια σημεία του τοίχου υπήρχαν διάφορα εσωτερικά κοιλώματα για την εναπόθεση διάφορων αντικειμένων και εργαλείων. Στους ποταμούς[12] και τα πατόξυλα έμπηγαν επίσης μεγάλες πρόκες για να κρεμάνε διάφορα αντικείμενα, (καλάθια δοχεία κλπ.)
Το κατώ(γ)ι εξυπηρετούσε πολλές ανάγκες, όπως τα βαγένια του κρασιού που τοποθετούντο σε υψηλότερο επίπεδο, ως αποθήκη ζωοτροφών (άχυρα, τριφύλλι, σανό, καλαμπόκι, βρώμη κλπ), των εργαλείων (αλέτρι, σβάρνα, ξινάρι, σαμάρι κλπ), των καυσόξυλων, ως αχούρι των ζώων και το κοτέτσι για το κούρνιασμα των πουλερικών. Επίσης χρησιμοποιείτο ως κατάλυμα των ζώων (αλόγου, γαϊδουριού, γίδας προβατίνας κλπ).
Κώστας Παπαντωνόπουλος Απρίλης 2018
[1] Σφυρήλατα κάγκελα τοποθετούσε στα μέσα του 1950 και ύστερα, ο Λύσανδρος Παναγόπουλος
[2] Επίπεδο έδαφος
[3] Τέτοια σκάλα με στροφή 90ο ήταν στο Αντρώνι στο σπίτι του Κάνταλου (Νίκου Παναγόπουλου).
[4] Σκαλούνια
[5] Ληνού, καμάρας, αποθήκης κ.ά.
[6] Είχαν μικρή κουζίνα.
[7] Στο χαγιάτι είχαν τον αργαλειό, κρεβάτια, σαμαρίτσες, κασόνια κλπ.
[8] Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος υποστηρίζει ότι οι ανασκαφές που έχει πραγματοποιήσει στη Ρεντίνα έδειξαν ότι το χαγιάτι εμφανίζεται από τον 9ο αιώνα, περίοδος προγενέστερη της εμφάνισης των Οθωμανών στον ελλαδικό χώρο. http://culturearea.blogspot.gr
[9] Η λέξη Καταρράκτης μπορεί να αναφέρεται σε πολλούς όρους: ειδική στεγανή θύρα στο ναυτικό, γεωγραφικό σχηματισμό που χαρακτηρίζεται από πτώση των νερών ποταμού, ασθένεια των ματιών, ονομασία πτηνού, ονομασία ποταμών, οικισμών και χωριών.
[10] Τσιμπλή
[11] Να παχνιάσουν
[12] Οι κύριες δοκοί του πατώματος ονομάζονται ποταμοί και έχουν τη μεγαλύτερη διατομή που κυμαίνεται από 15 έως 30 εκατοστά. Είναι το κεντρικό πρωτεύον δοκάρι που πάνω του ακουμπούν τα δευτερεύοντα, τα πατόξυλα, με διατομή περίπου 12x20εκ.