Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

ΤΟ ΛΙΘΟΠΑΤΙ Ή ΛΙΘΑΡΟΠΑΤΙ

Λαογραφική καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιά που ο κόσμος από την φτώχεια που τον έδερνε, δεν είχε παπούτσια και έτσι αρκετοί γύριζαν ξυπόλυτοι και οι πατούσες τους είχαν σκληροποιηθεί. Όμως όταν περπατούσαν σε αιχμηρές πέτρες, εσωτερικά στις πατούσες δημιουργούταν ένα σκληρό απόστημα, που το έλεγαν «Λιθοπάτι». Αυτό πονούσε πολύ και δεν μπορούσαν, όχι μόνο να περπατήσουν αλλά ούτε και να πατήσουν το πόδι τους. Πολλοί πίστευαν ότι, λιθοπάτι παθαίνει όποιος πατήσει ξυπόλητος το καβούκι της χελώνας. Γι αυτό όταν συναντούσαν κάποια χελώνα την δρασκέλιζαν για να μην την πατήσουν. Το λιθοπάτι από την χελώνα το γιάτρευαν με επιθέματα ψημένου φύλλου φραγκοσυκιάς.
Στον τόπο μας, για την θεραπεία του λιθοπάτι, έκοβαν ένα κρεμμύδι στην θέση και το άλειφαν με στάχτη και λάδι, στην συνέχεια το έβαζαν επάνω στα κάρβουνα και το έψηναν. Υπήρχε και μια φράση γι’ αυτό: «Κρεμμύδι, στάχτη και λάδι, και το λιθοπάτι πάει!» Αυτό όταν ψηνότανε καλά το τοποθετούσαν, σαν επίθεμα, επάνω στο λιθοπάτι. Αυτό το επαναλάμβαναν αρκετές φορές. Με αυτόν τον τρόπο μαλάκωνε το δέρμα και γινόταν πιο τρυφερό και από μόνο του, έσπαζε και έβγαινε αίμα και πύον και έτσι επιτυγχάνονταν η θεραπεία του λιθοπάτι. Μετά στην πληγή τοποθετούσαν καπνιά με στάχτη από γαϊδουράγκαθο για να κλείσει γρήγορα η πληγή.

Κατάρες που αναφέρονταν στο λιθοπάτι:
-Μπα που να σε πιάσει κακό λιθοπάτι!
-Πόδι και λιθοπάτι!

Ένα δίστιχο δημοτικό τσάκισμα που έχω καταγράψει:
«Από την πόρτα σου περνώ κι απ’ το μονοπάτι,
πονέσανε τα ποδάρια μου, με πιάνει λιθοπάτι.»

Παροιμίες:

-Όποιος έχει άτι, δεν φοβάται λιθοπάτι!
-Ο στραβός κλαίει το μάτι και ο οδοιπόρος το λιθοπάτι!
-Το ψάρι και το πουλί ποτέ δεν λιθοπατεί!»

Φωνές και ήχοι…!

Επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ο Θεός στον άνθρωπο, στα ζώα και στα πτηνά έδωσε μια φωνή για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Αποδεδειγμένα τα ζώα, τα πτηνά, τα ψάρια τα ερπετά και τα έντομα έχουν δικούς τους κώδικες επικοινωνίας, που σε μας είναι ακόμη άγνωστοι. Η επιστήμη προσπαθεί, με ότι σύγχρονο μέσον διαθέτει, να ερμηνεύσει (σπάσει) τον κώδικά τους.

Σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία, από την Ηλειακή Πύλο (σημ. Αγραπιδοχώρι Πηνείας), κατάγονταν ο πιο φημισμένος από τους μάντεις της Αρχαίας Ηλειακής Πύλου ο Μελάμποδας που ήταν Αιολίδης την καταγωγή, γιος του Αμυθάωνα και Ειδομένης. Ίσως ήταν ο πρώτος θνητός, στον οποίον εδόθη το χάρισμα της μαντικής. Εξετέθη βρέφος, από την μητέρα του, σ’ ένα σύδενδρο και, ενώ το σώμα του προστατευόταν από σκιά, τα πόδια του έμειναν εκτεθειμένα στον ήλιο και μαύρισε, εξ αυτού το όνομά του Μελάμπους = Μαυροπόδης. Ο Μελάμποδας κατέπληξε και αναστάτωσε τους συγχρόνους του με τα μάγια και τις μαντείες του. Λέγεται ότι κοιμώμενος κάτω από μια τεράστια βελανιδιά στην Πύλο, βγήκαν κάτι φίδια, που ο ίδιος είχε αναστήσει και του έγλειψαν τα αυτιά και τα καθάρισαν τόσο, ώστε άκουγε και εννοούσε τις φωνές των πουλιών από τα οποία μάθαινε τα μέλλοντα που θα συμβούν.

Για τα ζώα όταν μιλούν εμείς λέμε:

Η αρκούδα βρυχάται, μουγκρίζει, αγκομαχάει.

Η γάτα νιαουρίζει.

Ο γάιδαρος γκαρίζει.

Ο λύκος ουρλιάζει, αγουριέται.

Το άλογο χλιμιντράει.

Το βόδι μουγκρίζει.

Το γουρούνι γκουτζουνίζει, γουρλίζει, σκούζει.

Το κοτόπουλο κακαριέται, τσιουρίζει, κοκολογιέται, τσιρίζει.

Το πουλί κελαηδεί, κράζει, σφυρίζει, τιτιτβίζει, χουργουλίζει, σουρλάει, σκούζει.

Το πρόβατο βελάζει.

Το σκυλί και η αλεπού γαυγίζει, κλαφουνίζει, αγουριέται, σκούζει.

Το τσακάλι αγουριέται, ουρλιάζει.

Το φίδι σφυρίζει, σουρλάει.

Τα στοιχεία της φύσης:

Η φωτιά βουΐζει.

Ο άνεμος, σφυρίζει, βουΐζει, μουγκρίζει, αγουριέται.

Ο κεραυνός βροντάει.

Ο σεισμός βουΐζει.

Το ηφαίστειο βρυχάται, βουΐζει, μουγκρίζει, βροντάει.

Το νερό κελαρύζει, βουΐζει, κτυπάει, βροντάει, παφλάζει, σκάει.

Τα χαλάζι κοπανάει, βροντάει, βουΐζει.

Ο άνθρωπος:

Ο άνθρωπος, για να έχει νου χαρίσματα και ιδιοτροπίες, στην φωνή του έχει δώσει τα δικά του χρώματα.

Γνωρίζουμε ότι το γέλιο το κλάμα η χαρά και ο πόνος είναι η παγκόσμια γλώσσα που δεν έχει καμιά παραλλαγή, σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρεθούμε, όταν συμβαίνουν αυτά δεν έχουν καμιά διαφορά μεταξύ τους.

Όμως ο άνθρωπος, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, έχει δώσει και την ανάλογη ονομασία στην λαλιά του, εδώ αναφέρομαι μόνο για την Ελληνική γλώσσα.

Οι λαλιές αυτές που αρμόζουν σε κάθε περίπτωση, κατεγράφησαν στην Πελοπόννησο:

Αγκομαχάει, αγουριέται, ακουβέντιαστος, αναφέρει, αναθεματίζει, ανακαλεί, απαγγέλει, απαντάει, απολογιέται, απλαδογλωσσίζει, αληθολογάει, βάνει σάλτσα, βγάνει τον σκασμό, βερβερίζει, βλαστημάει, βογγάει, βρίζει, βροντοφωνάζει, βρυχιέται, βουΐζει, γαμοσταυρίζει, γιογλαντίζει, γλυκοκουβεντιάζει, γλυκοκελαηδάει, γελάει, γκρινιάζει, γουρλίζει, γλωσσοτρώει, γλωσσολογάει, γλωσσαμολάει, δεν βγάνει άχνα – κουβέντα – λέξη, δεν αναχαχαράζει, εύχεται, κακογλωσσίζει, καλογλωσσίζει, καταπίνει την γλώσσα του, κελαηδάει, καταριέται, κακαριέται, καρακαξίζει, καταμαρτυράει, κλαίει, κλαφουνίζει, κλαψουρίζει, κορακίζει, κουφοκουβεντιάζει, κρυβολογιάζει, κρυφοκουβεντιάζει, κουβεντιάζει, κουκουβίζει, κράζει, κουσκουζίζει, λαλαγκιάζει, λαλαγκιάζει, λαοπλανεύει, λαλάει, λέει, λογιάζει, λογοδίνει, λογοφέρνει, λογοκρίνει, λογοκλέβει, λογοθετίζει, λύθηκε η γλώσσα του, μαρτυράει, μαυλάει, μετράει, μιλάει, μελετάει, μπαγαποντίζει, μπλαμπάρει, μουγκρίζει, μουρουγκλίζει, μουρμουρίζει, μπλαμπλατίζει, μπουρδολογίζει, μπαλαμουτιάζει, νιρίζει, νταβλίζει, ντραβαλίζει, ξερολέει, ξελέει, οδύρεται, ουρλιάζει, πάει η γλώσσα του ροδάνι, παραμιλάει, παραλέει, πανωλέει, παραλογίζει, παρλάρει, πείθει, πιπιλίζει, πιρπιρίζει, πλαντάζει, πλανολογάει, παινεψαρίζει, παρακαλάει, πολυλογάει, παρακουβεντιάζει, παζαρεύει, πισωκουβεντιάζει, προσεύχεται, παραπονιέται, προλογίζει, ρωτάει, σαχλαμαρίζει, σαχλίζει, σκατολογάει, σκούζει, σκυλοβρίζει, στάζει η γλώσσα του φαρμάκι, σφυρίζει, σουρλάει, συκοφαντάει, σιγοκουβεντιάζει, τάφος στα λόγια, τραγουδάει, τραυλίζει, τσαλαφολογίζει, τσιουρίζει, τσιραγρίζει, τσιρίζει, του αμπολύθηκε η γλώσσα, υστερολιγίζει, φαρμακογλωσσίζει, φαφλατίζει, φλυαρίζει, φουσκολέει, φτηνολογάει, φωνάζει, χαμηλοφωνάζει, χασκογελάει, χαυλιουρίζει, χουρχουλίζει, χουχουλιέται, χοντροκουβεντιάζει, χοντρολέει, ψάλλει, ψελλίζει, ψευτολογάει, ψιλομιλάει, ψευδομαρτυράει, ψευτογελάει, ψευτοκλαίει, ψευτογκρινιάζει, ψευτοκουβεντιάζει, ψιθυρίζει, ωρύεται κ.ά.

Φωνές που υποδύεται ο άνθρωπος:

Ακόμη ο άνθρωπος σε πολλές περιπτώσεις προσπαθεί να υποδύεται αρκετές φωνές ζώων και πουλιών γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας νιαουρίζοντας, σφυρίζοντας, κελαηδώντας, βελάζοντας, σφυρίζοντας, χλιμιντρώντας, γκαρίζοντας, κακαρίζοντας, μουγκρίζοντας, κλαφουνώντας, κ.λπ.

Έτοιμη η κουλούρα… για όσους την θυμάστε!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Το παρασκεύασμα του πρόχειρου και γρήγορου ψωμιού, στον τόπο μας λέγεται «κουλούρα» ή «φλαούνα». Η κουλούρα παρασκευάζεται από αλεύρι και νερό (ζύμη). Όταν η νοικοκυρά ζύμωνε το ψωμί και την ώρα που το έφτιαχνε καρβέλια, αν της έμενε μέρος της ζύμης, το κρατούσε και την ώρα που έκαιγε τον φούρνο, προτού φουρνίσει τα καρβέλια του ψωμιού, την έκοβε σε ανάλογα κομμάτια, την έπλαθε, επάνω στο πλαστήρι της, σε στρογγυλό και λεπτό σχήμα, κι όταν είχε έριχνε επάνω και μια σταλιά σουσάμι για να παίρνει την γεύση του και την φούρνιζε. Ο χρόνος ψησίματος ήταν πάρα πολύ λίγος (περίπου 10 λεπτά της ώρας), και μετά το ξεφούρνιζε και ήταν έτοιμη για φαγητό. Η κουλούρα στον φούρνο φούσκωνε ελαφρά, αλλά η νοικοκυρά την τρυπούσε, όχι αμέσως, αλλά την άφηνε λίγο για να χωρίσουν η κόρα της. Το τρύπημα γινόταν συνήθως μ’ ένα αιχμηρό αντικείμενο όπως με πιρούνι, με μαχαίρι, ή και με ξεμυτισμένο πολύ ψιλό ξυλαράκι. Η κουλούρα ψηνόταν πάντοτε από την μια πλευρά και δεν την γύριζαν ποτέ ανάποδα, όπως γίνεται και με το καρβέλι του ψωμιού. Ποτέ την κουλούρα δεν την έριχναν σε ταψί, αλλά πάντοτε στην χόβολη στο δάπεδο του φούρνου. Πρώτα τραβούσαν με την μασιά τα κάρβουνα και την στάχτη και έπειτα εναπόθεταν με το φουρνόφτυαρο το ζυμάρι στο πυρωμένο δάπεδο. Μόλις ψηνόταν η κουλούρα και την έβγαζε η νοικοκυρά από τον φούρνο, όπως γίνεται και με το ψωμί, χτυπούσε το κάτω μέρος της κουλούρας με μια πετσέτα για να τιναχτεί η στάχτη και ν’ αποκολληθούν τυχόν καρβουνάκια.

Εκατοντάχρονη χειροποίητη εικόνα από τις φυλάκες

Και τώρα που καταλάγιασε ο ντόρος της γιορτής του Αγίου Νικολάου!

Αυτό το εκατοντάχρονο χειροποίητο κομψοτέχνημα προέρχεται από τις φυλακές που έφερε ο παπούλης μου ο Πλιέγκας.

Είναι από τα λίγα λαογραφικά αντικείμενα που γλύτωσαν από τα γνωστά καλόπαιδα.

Είχα φροντίσει από νωρίς να το μεταφέρω στην Αθήνα και θα τοποθετηθεί βέβαια στο Λαογραφικό μας Μουσείο!

Προειδοποιώ τα γνωστά κλεφτρόνια - λαμόγια μην τολμήσουν οι ίδιοι ή οι απόγονοι και στρώσουν υφαντά της Πλιέγκενας, γνωρίζω την τεχνοτροπία της και θα λογοδοτήσουν.

«Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο» (όπως λέει και το γνωστό γνωμικό), θα πλούτιζαν και αυτά το λαογραφικό μουσείο.

ΑΝΕΜΟΓΑΖΟΥ Ή ΑΝΕΜΟΔΟΥΡΑ….!

Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης

Ανεμογαζού, λέγεται το φυσικό καλοκαιρινό φαινόμενο όπου η σκόνη (κονιορτός) μερικές φορές αιωρείται στην επιφάνεια της γης, μετά από αδύναμο άνεμο και σχηματίζει μια περιστρεφόμενη στήλη γύρω από τον εαυτόν της. Αυτό συμβαίνει κυρίως κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο μήνα.
Βασικά είναι ένας μίνι ανεμοστρόβιλος ή επίσημα αεροδίνη, όπου είναι ένα μετεωρολογικό φαινόμενο ελάχιστης χρονικής διάρκειας. Όπως εξηγεί και το όνομά του, πρόκειται για ένα κατακόρυφο ή κεκλιμένο στροβιλισμό του αέρα, που διαρκεί από μερικά δευτερόλεπτα μέχρι λίγα λεπτά της ώρας. Αυτό το φαινόμενο έχει μια ιδιαιτερότητα ροπής διότι στο βόρειο ημισφαίριο συνήθως η φορά του ανεμοστρόβιλου πάντα είναι δεξιόστροφη, σε αντίθεση με το νότιο ημισφαίριο όπου εκεί η φορά είναι κι αυτή πάντα αριστερόστροφη.
Η παράδοση αναφέρει ότι κατά αυτό το καιρικό φαινόμενο περιστρέφονται οι Νηρηίδες και οι Νεράιδες, με σκοπό να βλάψουν τους ανθρώπους.
Οι Νηρηίδες, κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν νύμφες, που προσωποποιούσαν τις καταστάσεις και τα χαρακτηριστικά της θάλασσας. Αυτές λατρεύονταν ως θεές της ήρεμης θάλασσας, φιλικές προς τους ανθρώπους. Οι Νηρηίδες ήσαν κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας και εξ’ αυτής εγγονές του Τιτάνα Ωκεανού.

Οι Νηρηίδες ήταν γύρω στις πενήντα τον αριθμό και ζούσαν στον βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους και περνούσαν τη μέρα τους κολυμπώντας και παίζοντας με δελφίνια ή καθισμένες σε χρυσούς θρόνους ή βράχους τραγουδώντας και υφαίνοντας ή στεγνώνοντας τα πλούσια και μακριά μαλλιά τους. Δεν επέτρεπαν σε καμία θνητή να παραβάλλεται με αυτές στην ομορφιά. Είχαν τη δύναμη να ταράζουν τη θάλασσα αλλά και να την ηρεμούν. Γενικά ήταν πάντοτε περιχαρείς για την αθανασία τους και συνόδευαν τα άρματα των ενάλιων θεών.

Οι παλιοί υποστηρίζουν ότι οι Νηρηίδες και οι Νεράιδες κάπου- κάπου τεκνοποιούν και τα μικρά «νεραϊδούλια» που γεννούν, τα διώχνουν από κοντά τους και αυτά θέλοντας να προξενήσουν εντύπωση, μιμούνται τους υδροστρόβιλους και ανεμοστρόβιλους, που δημιουργούν οι μανάδες τους. Αν το μικρό καταφέρει και επιβιώσει σαράντα ημέρες τότε γίνεται νεράιδα. Για να επιβιώσει όμως πρέπει μέσα στις σαράντα πρώτες ημέρες να δημιουργήσει σαράντα ανεμογαζούδες επάνω στην επιφάνεια της γης, χωρίς να τους σταυρώσουν καμιά. Άπαξ και τους σταυρώσουν έστω και μια, τότε πεθαίνουν. Όμως πριν έλθει το τέλος τους φτιάχνουν μια κωνική τρύπα μέσα στην σκόνη και τρυπώνουν μέσα σ’ αυτή και εκεί πεθαίνουν. Εκεί το πολύ μικρό σημείο που πεθαίνει η ανεμογαζού, λέγανε ότι ποτέ δεν φυτρώνει χορτάρι.
Όταν πέφτουν δηλαδή κωπάζουν οι ανεμογαζούδες, τότε οι άνθρωποι πηγαίνουν και επάνω στην σκόνη χαράζουν το σχήμα του σταυρού, για να αποδιώξουν τα κακά πνεύματα, από τον τόπο τους.
Στην τοπική παράδοση τις ανεμογαζούδες τις παρομοιάζουν σαν παιδιά από νεράιδες. Τις τρύπες που πεθαίνουν τις ονομάζουν νεραϊδοχαφτιές. Όμως αυτές οι τρύπες δεν είναι από τις ανεμογαζούδες όπως υποστηρίζουν παραδοσιακά, αλλά είναι παγίδα ενός εντόμου που την δημιουργεί μόνο του και εκεί παραμονεύει και όποιο πολύ μικρό έντομο που περνάει από εκεί πέφτει στην παγίδα, και δεν μπορεί γρήγορα να φύγει. Εκεί καραδοκεί ο κυνηγός που είναι κρυμμένο μέσα στο κάτω μέρος μέσα στην σκόνη το σκοτώνει το τρώγει.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:

-Παλιά στις χωμάτινες αυλές, στα αλώνια και στα σταφιδάλωνα κυρίως τα απογεύματα που σήκωνε μαϊστράλια οι γυναίκες τα καταβρέχανε για να μην σηκώσουνε ανεμογαζούδες, γιατί το είχανε σε κακό, για την οικογένεια και για την σοδειά. Λέγανε ότι τα απλωμένα σκουτιά στις φράχτες της αυτής εμπόδιζαν τις ανεμογαζούδες να στήσουνε στην αυλή τους και γι’ αυτό τα άπλωναν πριν το γιόμα και τα μάζευαν μετά το πέσιμο του ήλιου.
-Οι ανεμογαζούδες μετά το πέσιμο του ήλιου πήγαιναν και τρούπωναν μέσα στα νερά ρέματα, πηγάδια, βρύσες, λούμπες κ.ά. για να περάσουν την νυχτιά τους και να πάρουν δυνάμεις. Οι ανεμογαζούδες πάντα έβγαιναν ζευγαρωτές και φούντωναν η μια κοντά στην άλλη.
-Λέγανε ότι όποιος ιδεί την νύχτα με φεγγάρι ανεμογαζού, τότενες αυτός θα ζήσει εκατό χρόνους. Έτσι το καλοκαίρι με την φεγγαράδα κάθονταν έξω στα αλώνια και στις χωμάτινες αυλές μπας και ιδούν ανεμογαζού για να ζήσουν χρόνους εκατό.
-Επίσης μερικοί άνθρωποι, εκείνοι που βλέπουν τα ξωτικά και τις νεράιδες, έχουν την δυνατότητα ν’ ακούσουν την βουή της ανεμογαζούς.
Μολόγαγε ένας παλιά ότι άκουσε την βουή αλλά εξηγούσε ότι άκουγε κλάμα και παράπονο γιατί την έδιωξε η μάνα της.
-Γκαστρωμένη γυναίκα δεν έπρεπε να ιδεί ανεμογαζού, γι’ αυτό από το γιόμα και μετά μέχρι να πέσει ο ήλιος τις γκαστρωμένες δεν τις αφήναν να βγουν έξω. Αν κατά λάθος έβλεπαν ανεμογαζού τότε έβαναν το πατέρα του παιδιού που θελά γεννηθεί να φτιάξει μια τρύπα στο χώμα, ίσα με ένα κατσαρόλι και μέσα να την γιομίσει με σκόνη που πέρασε η ανεμογαζού, γιατί εκεί θελά ξανάρθει και να πέσει μέσα και να πεθάνει η ανεμογαζού για να βγει το παιδί με υγεία.
-Ακόμη λέγανε ότι όποιος βρεθεί στον κύκλο της ανεμογαζούς, μουρλαίνεται, δηλαδή χάνει τα μυαλά του. Γι’ αυτό όποιος δεν έστεκε καλά στα μυαλά τον έλεγαν «Ανεμογαζωμένο!»
-Στην Πηνεία παλιά όταν βλέπανε ανεμογαζούδες, έλεγαν ότι γύρω από την αυλή τριγυρίζουνε διάβολοι.

ΞΟΡΚΙ:

Όταν αντιλαμβάνονταν ότι πρόκειται να ιδούν ανεμογαζού στην αυλή τους έπαιρναν τη ρόκα με μαλλί την ανέμιζαν στον αέρα, έφτυναν τρεις φορές αριστερά, δεξιά και μπροστά τους και έλεγαν από μέσα τους και ένα ξόρκι:
«Μικρή κακιά νεράιδα κι ανεμογαζού, φύγε απ’ εδώ και τράβα αλλού,
εκεί που πάει κι η αδερφή σου, πάρτο τον αγέρα σου και ξεκουμπίσου!»

ΦΡΑΣΕΙΣ:

-Άει μου στον Διάβολο ανεμογαζωμένο!
-Απ’ το γιόμα τ’ Αλωνάρη βγαίνει η ανεμογαζού στο παζάρι!
-Γυρίζει σαν την ανεμογαζού!
-Η μικρή ανεμοδούρα μου ’φερε τρανή σκοτούρα!
-Σα φουντώσει η ανεμογαζού, σου φέρνει τον Διάβολο που ’ρχεται απ’ αλλού!
-Το μυαλό του ανεμογαζούζει!

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates