Καλώς ορίσατε στην αρχαιότερη ιστοσελίδα της Ηλείας, στο Αντρώνι και στην Ορεινή Ηλεία.

Είναι οι κατάφυτες διαδρομές μέσα στις βελανιδιές και στα πλατάνια στο κέντρο της Κάπελης με τις απόκρημνες πλαγιές, τα σκιερά φαράγγια με τις πολλές σπηλιές, τους καταρράκτες, τους νερόμυλους και τις νεροτριβές, με τις δροσερές πηγές και τα καθαρά ποτάμια... Με τα πετρόχτιστα σπίτια, τα νόστιμα φαγητά και το καλό κρασί, τα αρχοντικά γλέντια και τους φιλόξενους κατοίκους.

Frontpage

Ραγιάδες…, ότι ψηφίσατε έχετε!

Ο λόγος για τα σκουπίδια που είναι αμάζευτα 15-20 ημέρες και δεν μου έστειλε ένας μια φωτογραφία να ξεφτιλίσω αυτόν τον άθλιο δήμαρχο και το «ανασμίδι» που μας έχει κοτσάρει για αντιδήμαρχο καθαριότητας και θα δείτε ότι, δεν τα έχω βγάλει όλα τα άπλυτά του στη φόρα, "κοντός ψαλμός αλληλούια"!

Γνωρίζω ότι φοβόσαστε να μου στείλετε εσωτερικά, αλλά η αφεντιά μου δεν είναι σαν την μούρη τους και δεν θα σας προδώσει ποτέ!
Δεν είναι ρουφιανιά όπως ισχυρίζονται εκεί τα λαμόγια αλλά η υγεία σας και η υγεία των παιδιών σας!
Υγ. Με ενημερώνουν ότι στους συνοικισμούς είναι μαζεμένα, φαίνεται θα ήταν συρόμενο το σκουπιδιάρικο και δεν μπουρούσε να στρίψει στην Ένωση για το Αντρώνι;

ΣΩΓΑΜΠΡΟΣ…!

Γράφει ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Σώγαμπρος είναι μια σύνθετη λέξη από το έσω (+) γαμπρός και λέγεται ο σύζυγος που συζεί με τα πεθερικά του.

Παλιά, οι νέοι που προέρχονταν από πολυμελή ή φτωχή οικογένεια αναγκάζονταν και πήγαινε σώγαμπροι σε νοικοκυριά όπου δεν υπήρχε αγόρι. Οι πατεράδες που είχαν μόνο κορίτσια ή μοναχοκόρη για να εξασφαλίσουν τα γηρατειά τους και την περιουσία τους, επέλεγαν και πάντρευαν το τελευταίο κορίτσι ή την μοναχοκόρη τους με άνδρα που τον σπίτωναν στο δικό τους νοικοκυριό. Με αυτόν τον τρόπο το φτωχόπαιδο γινόταν νοικοκύρης, καθόσον εύρισκε «στρωμένο τραπέζι» όπως έλεγαν οι παλαιότεροι και «πρόγκα να κρεμάσει την σκούφια του».

Πολλά φτωχόπαιδα μη έχοντας άλλη διέξοδο προκειμένου να βρουν έτοιμη σειρά με γιομάτο τέτζερη και με την παραίνεση των γονιών τους αποφάσιζαν και πήγαιναν σώγαμπροι.

Την όλη δουλειά την αναλάμβαναν οι προξενητάδες που στην αρχή  έψηναν (προέτρεπαν) τον υποψήφιο λέγοντας του ότι όλα θα είναι μέλι – γάλα, που συνήθως ήταν μέχρι να γίνουν τα στέφανα. Και αυτοί παιδιά ακόμη με άψητα μυαλά, τους πίστευαν και πήγαιναν σώγαμπροι. Όμως τις περισσότερες φορές τα πράγματα δεν ήταν όπως τους τα έλεγαν και όπως αρχικά νόμιζε ο υποψήφιος γαμπρός.

Δίβρη: τον ενόχλησαν οι μέλισσες του ελατοδάσους

Γράφει: ο Κώστας Παπαντωνόπουλος

Σαφώς και πρέπει οι μελισσοκόμοι να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα όταν τοποθετούν τις κυψέλες τους σε πολυσύχναστους δρόμους αλλά εδώ στο δρόμο προς το μοναστήρι της Χρυσοπηγής είναι ζήτημα αν περνούν 2-3 αυτοκίνητα την ημέρα.

Είχα καιρό να δω τέτοιο καταγγελτικό δημοσίευμα από τον κ. Σωτηρόπουλο γι‘ αυτό βγήκα με σκληρά λόγια εναντίον του:

Προσοχή - προσοχή! 

Ο «ΣΚΑΙ» της Δίβρης «χτύπησε» πάλι και μας προειδοποιεί ότι: υπάρχει μεγάλος κίνδυνος από δηλητηριώδη δάγκωμα μελισσών που έχουν τοποθετήσει μερικοί φουκαράδες μελισσοκόμοι, πέριξ του δρόμου, στο ελατοδάσος της Δίβρης!

Και μετά αναρωτιούνται γιατί η πρώην κωμόπολη βαδίζει να γίνει συνοικισμός!

Στην φωτό η αφεντιά μου!

Επηρεάστηκα φαίνεται και από προηγούμενες αναρτήσεις του που σε καμία περίπτωση δεν τον τιμούν, γι' αυτό χρησιμοποίησα το ΣΚΑΙ το οποίο δεν είναι δικό μου, το δανείστηκα...!

Θα προσπαθήσω να ρίξω τους τόνους, δεν θα απαντάω στις προκλήσεις του, άλλωστε τα τελευταία χρόνια με είχε ανεβάσει στα επουράνια έναντι των πρώτων χρόνων που με κατεβάσει στα τάρταρα.

Η ανάρτηση του κ. Σωτηρόπουλου:

ΦΥΛΑΧΤΑΡΙΑ ΖΩΩΝ….!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Παλιά οι άνθρωποι, που ήσαν περισσότερο θρησκόληπτοι, και τηρούσαν τα ήθη και τα έθιμα και τις προκαταλήψεις στο ακέραιο, έφτιαχναν φυλαχτάρια για να προφυλάσσονται από διάφορα κακά.
Πέραν από την προσωπική τους ασφάλεια, για να προφυλαχθούν από τα κακά, κατασκεύαζαν και φυλακτάρια για τα κοπάδια τους κυρίως για τα αιγοπρόβατα και για τα βόδια τους.
Αρχικά οι βοσκοί κρέμαγαν τσοκάνια στα ζώα τους σαν φυλαχτάρια, για να ξορκίσουν δηλαδή τα κακά πνεύματα και να τα προφυλάξουν με τον μαγικό ήχο τους από τις αρρώστιες. Με την μυστικιστική δύναμη του ήχου του, το κουδούνι προστάτευε αρχικά όχι μόνο τα ζώα και τους ανθρώπους, αλλά και τους ιερούς χώρους. Πολύ αργότερα έχασε τις μυστικιστικές του ιδιότητες και κατέληξε απλό ηχητικό εργαλείο.
Αργότερα για να τα προφυλάξουν από τα κακά, έφτιαχναν ένα μικρό σακουλάκι από κατεργασμένο και λαδωμένο δέρμα και μέσα έβαζαν τα εξής: Ένα σπυρί από χοντρό αλάτι, μπαρούτι, ένα σπυρί στάρι, ένα σπυρί λιβάνι, απήγανο, σταυρολούλουδο, κερί από την Μεγάλη Πέμπτη, βαλσαμόχορτο και λαδοσάπουνο. Τα χορταρικά έπρεπε να είναι κομμένα με φεγγάρι. Μετά το έραβαν με κερωμένη κλωνά (κλωστή πασαλειμμένη με κερί) και το σφράγιζαν (έκλειναν). Δεν το έραβε ποτέ γκαστρωμένη (έγκυος) γυναίκα ή να βρισκόταν εκείνες τις ημέρες σ’ εμμηνόρροια (περίοδο). Μετά το πήγαιναν στην εκκλησία του χωριού το Σαραντάμερο και το δίνανε στον παπά να το Σαρανταλειτουργήσει. Μερικοί δεν έφτιαχναν από μόνοι τους, αλλά πήγαιναν στα Μοναστήρια και έπαιρναν έτοιμα και διαβασμένα από τους καλογέρους. Λέγανε ότι τα μοναστηριακά ήσαντε καλλίτερα και αγιασμένα.
Όταν Σαρανταλειτουργότανε το πέρνανε και το βάζανε μέσα σ’ ένα τσοκάνι, να είναι λίγο μεγαλύτερο από αυτό και όταν το έβαζαν μέσα, τότε μ’ ένα σφυρί κοπανάγανε τα χείλα του τσοκανιού και το κλείνανε. Μετά φτιάχνανε μια καλή και γερή κουλούρα (βεζά), για να μην πέσει και το κουφοτσόκανο και το κρεμάγανε στον λαιμό σε μαρμάρα προβατίνα που δεν γεννάει ή σε κάποιο μουνούχι (κεσέμι), που να μην έχει ερωτικές ορμές. Ήτανε μεγάλη αμαρτία, μαγάρα και γρουσουζιά να πέσει ή να χαθεί το φυλαχτό από το κοπάδι. Αυτός που κρέμαγε το τσοκάνι με το φυλαχτάρι, έπρεπε να ήτανε καθαρός, να έχει εκκλησιαστεί και μετά την λειτουργία να μην έχει πάει με γυναίκα (συνουσιαστεί).
Το φυλαχτάρι, το βάνανε οι τσοπάνηδες στα κοπάδια τους, για να προφυλάσσονται από τους λύκους, από τα αμπολυτά σκυλιά, τα τσακάλια, τις αλεπούδες, τα κουνάβια, από τα φαρμακερά φίδια, από τα έντομα, από τα αερικά, το σμυριδάκι, την βούζα, από το στούμπωμα ή φουσκολοίλι (φούσκωμα από το πολύ φαγητό), από το φάγωμα δηλητηριωδών χόρτων και προ πάντων από το κακό μάτι.

ΤΟ ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΠΝΟΥ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΟΡΕΙΝΗ ΗΛΕΙΑ!

Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης

Μια ζωή την έβγαλα να είμαι ζαλιά κάπου 60 οκάδες φόρτο, μέσα στην νύχτα, στο κρύο, στο χιόνι, σε κακοτοπιές, να έχω και του διαβόλου το κουμπί μη με τσακώσουνε και με μπουζουριάσουνε μέσα στα παλιοσίδερα...!
….Μια φορά, είχανε φερμένο ένα τσακαλιάρη νωματάρχη σκυλί, παλιοτόμαρο, λόγιαζε ότι τάχατις θα γίνει στρατηγός και δεν μας άφηνε σε χλωρό κλαρί και τότενες τα πράματα ζορίσανε. Τότενες είχαμε ένα λάγιο κεσέμι του κολέγα μου του Σπύρου, που το είχε αναθρέψει από την γέννα το έπαιζε με δαύτο και το είχε καμωμένο μάστορα, ίδιος άνθρωπος νόγαγε, μόνο μιλιά δεν έβγανε. Τότενες κανονίσαμε να κάνουμε μια γκέλα, για να περάσουμε τον καπινό από τ’ αποσπάσματα. Διαλέγαμε τον καιρό να μην είναι βροχερός, γιατί άμα βρεχότανε το πράμα, άναβε και χάλαγε, αλλά και βάραινε και άντε να το κουβαλήσεις ζαλιά. Πήραμε τραβιώντας το κεσέμι, να μην πονηριαστούνε στα χωριά που περνάγαμε, ότι τάχατις να το πάμε τάμα στους Αγιό – Θόδωρους στο Σωποτό, αλλά κωλώσαμε και στρίψαμε ντουγρού στην Μορόχοβα. Το Λεχούρι και το Λιβάρτζι, έβγανε ένα μπασμά καλό καπινό, αλλά σκεβόμαστε και τον έρμο τον δρόμο. Εκεί πήγαμε στο σπίτι του κολέγα μας, που μας περίμενε, κάτσαμε, ξαποστάσαμε, φάγαμε βραστό, ήπιαμε και κάνα δυο τρία κανάτια κρασί να στανιάρουμε λιγουλάκι και μετά, αφού στρίψαμε τσιγάρα, από το πράμα που θ’ αγοράζαμε για δοκιμή, το σακιάσαμε. Ο κολέγας έφερε και το καντάρι του το ζυγιάσαμε, κάναμε λογαριασμό, τόνε πλερώσαμε ντούκου και μόλις άρχισε να χαλουπώνει, ζαλωθήκαμε και φύγαμε. Το καπινό τόνε βάναμε μέσα στο ματαράτσι με σειρά και τον πατικώναμε καλά και στρωτά, για να χωρέσει μπόλικο. Στο γιόμισμα δεν δέναμε την μούση του, αλλά το ράβαμε με σπάγκο και μια σακοράφα, ανάρια - ανάρια για να μην παγαίνει ο χώρος στράφι και το ματαράτσι γινότανε παστάλι. Ευτούνα τα ματαράτσια που ’χαμε, χωράγανε ταμάμ εξήντα οκάδες. Ήθελε μαστοριά το πατίκωμα και ευτούνος, ο κολέγας μας στην Μορόχωβα, ήτανε μάνα ντεξής, σου το ’φκιανε ταμάμ μπαούλο. Κάπου - κάπου τήραγε πως και πώς να μας την κάνει, έβανε απόξω – απόξω το καλό για μόστρα και μέσα στην βουρλιά είχε τρουπωμένα και σαράπια πατόφυλλα, που ήσαντε μπίτι τούρκος. Μου ξίνιζε λίγο στην αρχή, αλλά δεν πάει στον διάβολο ευτούνα έχει το εμπόριο, και εγώ με την αράδα μου έτρωγα τους άλλους και έτσι δεν με τόσο κακοφαινότανε.

Κεντρική Σελίδα

Ο Τόπος μας

Παράδοση

Πολυμέσα

Ιστορία

Αναδημοσιεύσεις

Free Joomla! templates by Engine Templates