OΜΙΛΙΑ ΤΟΥ κ. ΗΛΙΑ ΤΟΥΤΟΥΝΙ ΣΤΙΣ 8 ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 ΣΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΙΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΑΝΤΡΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΛΑΣΙΩΝΟΣ.
Σήμερα είμαστε εδώ για ν’ αποτίσουμε φόρο τιμής στους ήρωες προγόνους μας, που τίμησαν την Πατρίδα με το αίμα τους, κάνοντας, υπερήφανους εμάς τους σημερινούς Έλληνες.
Είμαστε εδώ, για να τιμήσουμε τον καπετάν Γιώργη Γιαννιά και τα παλικάρια του, που έδωσαν την ζωή τους για την ελευθερία της Πατρίδας μας.
Πριν λίγα χρόνια ο Σύλλογος Τριταιϊτών Αχαΐας έστησε αυτό το μαρμάρινο Μνημείο για να θυμίζει, σ’ όλους μας μια σπουδαία, αλλά ελάχιστα γνωστή σελίδα της πρόσφατης Ιστορίας μας. Οι μάχες στα στενά της Τσάχλης, Πολίτσας και στο Κατσαρού δεν είναι μεμονωμένα γεγονότα, συνδέονται άμεσα με την έναρξη της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, που σήμανε και το τέλος της σκλαβιάς.
Όταν τον Μάρτη του 1821 ξεκίνησε η επανάσταση στα βουνά της Πελοποννήσου, υπήρχαν ήδη οι ετοιμοπόλεμοι οπλαρχηγοί της κλεφτουριάς, που για δεκαετίες έδιναν τον δικό τους αγώνα για να εκδιώξουν τους τυράννους. Στην περιοχή μας εδώ στον Ωλενό σημαντική μορφή υπήρξε ο καπετάν Γιώργης Γιαννιάς.
Πατέρας του Γιώργη, ήταν ο Γιάννης Γιαννιάς (το προσωνύμιο Γιαννιάς είναι μεγεθυντικό του Γιάννης) με καταγωγή από το Βουπράσιο Ηλείας και γεννήθηκε το 1760 στην Μπροστοβίτσα, σημερινή Δροσιά του δήμου Τριταίας.
Στην Μπροστοβίτσα, μετά από σοβαρά επεισόδια με τους ντόπιους Τούρκους, συγκρότησε ομάδα από διαλεχτά παλικάρια και ανέβηκε στα διάσελα του Ωλενού και αφού τους εκπαίδευσε, άρχισε συστηματικά να παρενοχλεί τους Τούρκους και να τους προκαλεί μεγάλες φθορές. Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος στην περιοχή και, όπου οι Τούρκοι παρενοχλούσαν και αδικούσαν τους Έλληνες, τον εύρισκαν πάντοτε μπροστά τους.
Ο Γιάννης Γιαννιάς είχε παντρευτεί την Γιαννούλα από την Νουσά και το 1795, απέκτησαν ένα παιδί τον Γιώργη. Ο Γιώργης ήταν δέκα χρονών παιδί, όταν στις 6 Γενάρη του 1805, οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του και τον κρέμασαν. Από έφηβος είχε αναπτύξει ένα απέραντο μίσος για τους τυράννους. Οι μνήμες του και ο φθόνος που φύλαγε στην καρδιά του για αυτούς, τον οδήγησαν στα βουνά του Ωλενού. Ήθελε, καθώς έλεγε, να πάρει πίσω το αίμα του πατέρα του.
Από το 1815 είχε αναπτύξει έντονη πολεμική δράση κατά των Τούρκων της περιοχής και το 1818 κατηχήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Η επανάσταση τον βρίσκει οπλαρχηγό και επικεφαλής εκατό περίπου παλικαριών. Η δύναμή του απαρτίζονταν από παλικάρια της ευρύτερης περιοχής του Ωλενού. Από τα κατορθώματά του, πήρε το προσωνύμιο Ντελής = σκληρός και με το Γιώργης δηλαδή Ντελήγιωργας, ή Ντεληγιώργης Γιαννιάς.
Θα αναφερθώ σε μερικά γεγονότα που προηγήθηκαν και ίσως θεωρήθηκαν ασήμαντα, ή αγνοήθηκαν από τους διάφορους ιστορικούς, αλλά, θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικά, ώστε σιγά - σιγά να ξετυλίξουμε το κουβάρι πώς έφθασε ο Γιώργης Γιαννιάς στη θέση Κατσαρού και πως οδηγήθηκε στον βέβαιο, αλλά και ηρωικό θάνατό του.
Κατά τον Μάρτη του 1821, μερικά μεμονωμένα, αλλά σοβαρά επεισόδια στην περιοχή μας, ανησύχησαν σημαντικά τους Λαλαίους Τούρκους.
Στη θέση Σαραντάπορο στην Καρυά του δήμου Ωλένης, ομάδα από ενόπλους υπό τον Νικολάκη Μπαλάσκα, ήλθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους συνοδούς του φοροεισπράκτορα του Σεϊφουλάχ αγά, όπου και σκότωσαν, μερικούς από αυτούς. Ακολούθησε στη περιοχή της Κάπελης και ο φόνος του Ντελή και Μαξούτη, ανθρώπων που ανήκαν στην υπηρεσία των επιφανών Λαλαίων Τούρκων.
Στο Σκλήβα του Δήμου Πηνείας άνδρες υπό τον Κανέλλο Κουτζομυτόπουλο σκότωσαν τον Τούρκο μεντζίλη (ταχυδρόμο) και φοροεισπράκτορα του Ραΐτ αγά.
Εδώ σ’ αυτό τον τόπο ακριβώς μερικά μέτρα κάτω από το μνημείο, τον Μάρτη του 1821, ο Στασινός και ο Τσούμπας σκότωσαν τον Διβριώτη, Αθανάσιο Μπέργιο (μουκατελετζή) φοροεισπράκτορα του Λαλαίου Σεϊντάγα.
Οι Λαλαίοι μετά από αυτά τα επεισόδια, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν εκκαθαριστικές επιδρομές προς τις εστίες ανάφλεξης της επανάστασης, με σκοπό να συλλέξουν πλιάτσικο, να τρομοκρατήσουν τους επαναστατημένους Χριστιανούς και να προκαλέσουν τους οπλαρχηγούς, ώστε να έρθουν αντιμέτωποι για να τους εξολοθρεύσουν. Νομίζοντας, ότι έτσι μπορούσαν να καταπνίξουν την Επανάσταση, που ήδη στην Ηλεία, βρισκόταν στα πρώτα της βήματα.
Μετά την πρώτη έξοδό τους από το Λάλα, οι Λαλαίοι στρέφονται κατά του Πύργου, όπου ο Πύργος γνωρίζει μια μεγάλη καταστροφή. Επιστρέφουν στο Λάλα και αποφασίζουν να κινηθούν κατά τα χωριά της Ολυμπίας, στην θέση Κλειδί παθαίνουν πανωλεθρία. Γυρίζουν στο Λάλα ανασυντάσσονται και επιστρέφουν. Στο χωριό Λαντζόϊ του Πύργου μετά από μια άνιση μάχη που έδωσαν, σκότωσαν τον Χαράλαμπο Βιλαέτη, αρχηγό των όπλων της Ηλείας, στις 10 Μάη 1821 και γυρίσανε στο Λάλα με λάφυρα και το κεφάλι του Βιλαέτη καρφωμένο σε παλούκια.
Μεθυσμένοι μετά από αυτή τους την επιτυχία, στράφηκαν προς την Βόρεια Ηλεία για να επιτύχουν την εξόντωση του υπ’ αριθμόν ένα εναπομείναντα και επικίνδυνου οπλαρχηγού του Ωλενού, Γιώργη Γιαννιά.
Δίχως χρονοτριβές, ξεκίνησαν από του Λάλα, υπό την αρχηγία του Χασάν Φιδά και Κουλούρη και με τους Ραΐτ αγά, Ισμαήλ αγά, Ντελή Αχμέτ, Ντερβίς Αράπη, και του Αβδούλ αγά του Κακοταρίου, πέρασαν προς το Γούμερο και κατευθύνθηκαν προς την Πηνεία, καίγοντας, σκοτώνοντας και πλιατσικολογώντας. Μετά την ολονύχτια πορεία τους, το χάραμα αρκετά χωριά της Πηνείας βρέθηκαν έρμαια στην καταστροφική μανία των εξαγριωμένων Λαλαίων. Αρχής γενομένης από το Γούμερο, Μπέχρου, προχώρησαν προς Γέρου Πέτρου, Αναζήρι, Λουκά, Σινούζι, Τατάραλι, Λαγανά, Κούλουγλι, Ντελήμπαλη, Πυρί, Χαντζή, Σιμόπουλο, Μαζαράκι, Χαλαμπρέζα, Μπουκοβίνα και κατέληξαν το βράδυ, εκεί που είναι σήμερα ο οικισμός Χάνια Πανόπουλου.
Στο Πανόπουλο διανυχτέρευσαν και ξεκουράστηκαν. Τα χαράματα, αποθέσανε το πλιάτσικο από τα υποζύγια, νοτιοανατολικά του χωριού Πανόπουλου, αφήνοντας μια σημαντική φρουρά για ασφάλεια. Σκοπός τους ήταν να στραφούν προς τον ηλειακό Ερύμανθο, ώστε να προκαλέσουν τον Γιαννιά.
Το κύριο σώμα της εκστρατείας προχώρησε προς το Κακοτάρι, εκεί πυρπόλησαν και τα δεκαεννιά Χριστιανικά σπίτια. Μια επίλεκτη δύναμη υπό τον Χασάν Φιδά, κατευθύνθηκε προς την Ιερά Μονή Νοτενών, όπου την βεβήλωσαν και την πυρπόλησαν.
Έπειτα κατέβηκαν στον οικισμό Τσερεβούνι και έκαψαν και τα τέσσερα σπίτια, τα οποία ευτυχώς, είχαν εγκαταλειφθεί πρόωρα από τους κατοίκους τους. Μετά από αυτό το πλιάτσικο επέστρεψαν πάλι στο Κακοτάρι και όλοι μαζί δια μέσου ποταμιού προχώρησαν προς Κερέσοβα, Κερτίζα και Τσίπιανα συνεχίζοντας το καταστροφικό τους έργο.
Απορροφημένοι στην καταστροφική τους μανία, ούτε που κατάλαβαν πότε σκοτείνιασε και αποφάσισαν, να διανυκτερεύσουν στο χωριό Τσίπιανα μ’ όλο το πλιάτσικο, στη θέση εκεί που είναι σήμερα ο ναός του Αγίου Αθανασίου. Τοποθέτησαν ισχυρές σκοπιές και αρκετές δυνάμεις στα γύρω υψώματα ώστε ν’ ασφαλιστεί το στράτευμα από τυχόν νυχτερινές επιδρομές ή ενέδρες, τις λεγόμενες «χωσιές».
Από το απόγευμα της 16ης Μαΐου με το παλιό ημερολόγιο (29 Μαΐου με το σημερινό) ο Γιαννιάς είχε έλθει σε ρήξη με τους άλλους καπεταναίους, γιατί ο κάθε καπετάνιος με τα παλικάρια του προσπαθούσε να εξασφαλίσει μόνο και μόνο το χωριό του.
Οι καπεταναίοι των γύρω περιοχών τους παρακολουθούσαν στενά από τα γύρω υψώματα. Μόλις έπεσε το σκοτάδι, κάλεσαν σε συμβούλιο όλους τους προκρίτους των γύρω χωριών, ώστε να αποφασίσουν για τις επόμενες κινήσεις.
Ο Γιώργης Γιαννιάς, τους πρότεινε να κλείσουν τα περάσματα, και με κυκλωτικές κινήσεις να τους εγκλωβίσουν στα βουνά και σιγά - σιγά να τους αποδεκατίσουν. Οι οπλαρχηγοί του Ωλενού είχαν διαφορετικές απόψεις.
Μέρος αυτών, νόμιζαν ότι οι Τούρκοι θα επέστρεφαν δια μέσω του Κακοταρίου και ζητούσαν να πιάσουν τα περάσματα στο Ξύβουνι. Άλλοι ήθελαν ν’ αφήσουν τους Τούρκους να επιστρέψουν στο Λάλα και να μην σπαταλήσουν, πυρομαχικά και στρατιώτες, διότι καθώς υποστήριζαν, οι Τούρκοι υπέρβαιναν τους 1500 εμπειροπόλεμους, οι δε Έλληνες, δεν ξεπερνούσαν τους πεντακόσιους, μη καταλλήλως εξοπλισμένους και απειροπόλεμους άνδρες.
Οι Τούρκοι είχαν δύο λύσεις για να κατεβούν από τα Τσίπιανα. Η μία ήταν δια μέσου Ξύβουνι και η άλλη μέσω Τσάχλης. Ο Γιαννιάς κατάλαβε ότι οι Τούρκοι δεν θα διακινδυνεύσουν να περάσουν πάλι μέσα από τα επικίνδυνα στενά, αλλά θα προσπαθούσαν να περάσουν από το μικρό στενό της Τσάχλης, και πάνω σ’ αυτή του την άποψη επέμενε με σθένος. Η μόνη στήριξή του ήταν ο Πανάγος Μακρής από τον Αστρά, ο οποίος ήταν και στενός συγγενής του Γιαννιά.
Αποφασίστηκε το βράδυ της 16ης Μαΐου από μερικούς οπλαρχηγούς, να πιάσουν τα στενά στο Διπόταμο. Ο Γιαννιάς επιμένει και δεν τους ακολουθεί, ζητάει επίμονα να πιάσουν την Τσάχλη, αυτοί συγκρούονται λεκτικώς μαζί του και τον αφήνουν να πράξει καθώς νομίζει. Όμως καθώς αποχωρεί τον διαβεβαιώνουν ότι αν περάσουν από εκεί οι Τούρκοι θα τρέξουν να τον βοηθήσουν. Το ίδιο τους λέγει και ο Γιαννιάς και αποχωρεί βιαστικά γεμάτος θυμό.
Μετά από τις διενέξεις φεύγει και όλη την νύχτα, και με πολλές προφυλάξεις καταλαμβάνει τα στενά της Τσάχλης. Εφόσον βολιδοσκόπησε τον τόπο προώθησε μερικά από τα παλικάρια του στην Πολίτσα και μέχρι τα χαράματα ετοίμασαν τα πρόχειρα ταμπούρια με πέτρες και ξύλα.
Τα χαράματα, οι βάρδιες των γύρω βουνών έδωσαν σήμα σ’ όλο τον Ωλενό ότι οι Τούρκοι κινούνταν προς την Τσάχλη, ώστε να τρέξουν οι υπόλοιποι καπεταναίοι για βοήθεια, όπως είχαν συμφωνήσει.
Όταν φάνηκε η Τούρκικη δύναμη από τα ταμπούρια του Γιαννιά ακούστηκε μια ομοβροντία. Οι Τούρκοι στην αρχή αν και αιφνιδιάστηκαν, ταχύτατα ανασυγκροτήθηκαν και προσπάθησαν με απανωτές επιθέσεις να σπάσουν τον κλοιό και ν’ ανοίξουν το πέρασμα, χωρίς καθυστέρηση. Είχαν τις πληροφορίες ότι τα στενά τα υπερασπίζονταν μόνος του ο Γιαννιάς και ήθελαν να πετύχουν πάση θυσία τον στόχο τους. Η μάχη αν και άνιση, ήταν σκληρή με την εμπροσθοφυλακή των Τούρκων, όμως τα παλικάρια του Γιαννιά προς το μεσημέρι λύγισαν από την ολονύκτια κούραση και από την δίψα, λόγω του ότι δεν υπήρχε υλική υποστήριξη προς τους πολεμιστές.
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, βλέποντας τις προφυλακές τους να δέχονται επίθεση, για να ξεγελάσουνε τους υπόλοιπους καπεταναίους του Ωλενού, αποκόψανε μέρος της δύναμής τους με τα υποζύγια και υπό την αρχηγία του Ισμαήλ αγά και Ντελή Αχμέτ, προσπάθησαν να διαφύγουν μέσου του Ξύβουνι και Κακοταρίου, προς το Πανόπουλο.
Οι υπόλοιποι Έλληνες καπεταναίοι υπό τις οδηγίες του Αργυρόπουλου Δημήτρη από την Κερτίζα, όταν αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των Τούρκων ξεγελάστηκαν, νόμισαν ότι υποχώρησαν λόγω της αντίστασης του Γιαννιά και επετέθησαν σ’ αυτούς όπου και τους καθυστέρησαν σημαντικά. Σ’ αυτές τις αψιμαχίες τους προκάλεσαν αρκετές φθορές, εφόσον τους κυνήγησαν μέχρι το ποτάμι κάτω από το Κακοτάρι.
Ο Γιαννιάς μη μπορώντας να κρατήσει άλλο, τον κύριο όγκο της δύναμης των Τούρκων, υποχωρεί προς την Πολίτσα, οι Τούρκοι που ακολουθούν δέχονται καταιγισμό πυρών από την ενέδρα που είχαν στήσει τα υπόλοιπα παλικάρια του Γιαννιά που από νωρίς είχαν πιάσει το στενό της Πολίτσας. Τότε αναγκάζουν τις προφυλακές των Τούρκων ν’ ανασυνταχθούν και να ξαναεπιτεθούν με σφοδρότητα.
Από αυτή την στιγμή και μετά ήδη έχουν αρχίσει τα πρώτα συμπτώματα της απειρίας του νεαρού καπετάνιου. Ο Γιαννιάς αισθάνεται την αδυναμία των παλικαριών του, να υποχωρήσουν άτακτα και να σκαρφαλώσουν προς τα γύρω υψώματα.
Βλέποντας ότι δεν έρχεται καμιά βοήθεια, αποφασίζει να υποχωρήσει και σιγά – σιγά να κατέβει προς τις πηγές στην νερομάνα στη θέση Κατσαρού. Εκεί να πιούν νερό και να διασκορπισθούν στο αχανές της Κάπελης προς το χωριό Ανδρώνι και Κούμανι. Υπολόγιζε βέβαια, ότι κατεβαίνοντας προς του Κατσαρού θα προσέρχονταν και οι ντόπιοι καπεταναίοι για βοήθεια.
Μετά από αυτή την απόφαση του νεαρού και ριψοκίνδυνου καπετάνιου όλοι κατέβηκαν χρησιμοποιώντας για δρόμο διαφυγής το ξερολάγκαδο. Τρέχοντας με μπροστάρη τον Γιαννιά και όλα τα παλικάρια εις φάλαγγα κατ’ άνδρας, λόγο του στενού και απροσπέλαστου της κοίτης.
Αρκετά παλικάρια λύγισαν και σε κάθε στροφή της κοίτης διέφευγαν της αντίληψης του καπετάνιου και τον εγκατέλειπαν. Μέχρι να φθάσει στις πηγές του Κατσαρού είχαν μείνει δίπλα του μόνο εννέα κατ’ άλλους δώδεκα παλικάρια.
Φθάνοντας στις πηγές, έπεσαν μισολιπόθυμοι μέσα στο νερό και ήπιαν αρκετό ακαταλόγιστα και βρέξανε τα πρόσωπά τους, ακόμη και τα ρούχα τους ώστε να δροσιστούν.
Οι βάρδιες των Τούρκων βλέποντας την κίνηση του Γιαννιά προς την νερομάνα ειδοποίησαν αυτούς που ήσαν στην Κάπελη και φύλαγαν το πλιάτσικο.
Μια δύναμη καβαλαραίων κίνησε καλπάζοντας και κατευθύνθηκε προς στις πηγές. Οι επιτιθέμενοι Λαλαίοι επάνω από την Τσάχλη και την Πολίτσα, ακολούθησαν τον Γιαννιά από μακριά φοβούμενοι καμιά ενέδρα. Όμως όταν τους είδαν να πηγαίνουν προς την νερομάνα επιτάχυναν και τους πρόλαβαν.
Τα παλικάρια του Γιαννιά, ακούγοντας τους καλπασμούς των αλόγων που προέρχονταν από την Κάπελη νόμισαν ότι ήταν Έλληνες και έρχονταν προς βοήθεια. Μέχρι να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα, προχώρησαν προς το σημερινό Χάνι του Μπαντούνα για να αντιμετωπίσουν τους επιτιθέμενους. Αυτή ήταν όμως η πιο μοιραία και άσκοπη κίνηση που έκαναν.
Γιατί δεν πρόλαβαν καλά – καλά να μπούνε στο Χάνι, όταν άκουσαν αλαλαγμούς και τουφεκίδι. Από παντού Τούρκοι. Από το ρέμα, πιο κάτω από τις πηγές, από τα υψώματα πιο πάνω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, από το μονοπάτι που πήγαινε στα ποτιστικά χωράφια, από τον δρόμο Πατρών Τριπόλεως (σημειωτέον ότι ο δρόμος περνούσε στις πηγές και μπροστά από το χάνι του Μπαντούνα). Ανέβηκαν πάνω στο ύψωμα όπου βρίσκεται το εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου και προσπάθησαν να ταμπουρωθούν, φτιάχνοντας πρόχειρα ταμπούρια.
Μάταια όμως, οι εχθροί ήσαν αμέτρητοι. Καθώς πλησίασαν οι Τούρκοι και τους εντόπισαν, έκαναν κυκλωτική κίνηση και τους εγκλώβισαν στον λόφο. Εκεί ο περιβόητος διώκτης των Χριστιανών και αιμοχαρής Χασάν Φιδάς, έχων το γενικό πρόσταγμα, κάλεσε τον Γιαννιά να παραδοθεί, λέγοντας ότι θα του χαρίσει την ζωή.
Ο Γιαννιάς αρνήθηκε βρίζοντας και προκαλώντας με άσεμνα λόγια, ήθελε να τους καθυστερήσει, νομίζοντας ότι θα έρθει κάποια βοήθεια από τους συντοπίτες καπεταναίους, όμως η αναμενόμενη βοήθεια δεν έφθασε ποτέ. Έγιναν πολλές απανωτές επιθέσεις από τους τουρκαλβανούς χωρίς αποτέλεσμα. Πέρασαν, καθώς αναφέρει η παράδοση, κάπου τέσσερις με πέντε ώρες. Σε κάποια στιγμή, καθώς ήταν αναμενόμενο, τελείωσαν τα βόλια τους.
Ο Γιαννιάς παίρνει την απόφαση να βγει από το ταμπούρι του και ν’ αρπάξει πυρομαχικά από τους σκοτωμένους Τούρκους που κείτονταν νεκροί μπροστά από τα ταμπούρια του. Μια μπαταριά ακούστηκε και ένας καταιγισμός από σφαίρες τρύπησαν το κορμί του, ο καπετάνιος έπεσε νεκρός.
Τα παλικάρια μπροστά σ’ αυτό το αποτρόπαιο θέαμα, τράβηξαν τα γιαταγάνια τους και πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο για να διασπάσουν τον κλοιό. Σε λίγο όλοι κείτονταν νεκροί βουτηγμένοι μέσα στα αίματα. Μόνο ένας αναφέρεται ότι γλίτωσε απ’ αυτή την μάχη. Αυτός ήταν ο ηγούμενος της Άνω Μονής Δίβρης Παΐσιος Σκανδάμης ο οποίος καθώς αναφέρει ο συμπατριώτης μας, ο Νίκος Αναστόπουλος στο βιβλίο του «Η ΔΙΒΡΗ ΤΗΣ ΗΛΕΙΑΣ» ότι «πολέμησε στην μάχη του Κατσαρού όπου, ξιφήρης διέσπασε τον κλοιό των Λαλαίων». Η καλοτυχία του όμως ήταν προσωρινή, εφόσον έπειτα από λίγες ημέρες στις 13 Ιούνη, σκοτώθηκε στην μάχη στο Πούσι.
Μόλις έπαψε το τουφεκίδι, είχε πλέον γυρίσει η ημέρα, πλησίαζε το βράδυ. Ο κουρνιαχτός δεν έλεγε να σκορπίσει από τον τόπο της μάχης. Ο Χασάν Φιδάς ζήτησε να του φέρουνε μπροστά του, τους υπερασπιστές του Κατσαρού. Του δείξανε τον Γιαννιά, το κοίταξε με θαυμασμό και διέταξε και τους κόψανε τα κεφάλια. Τα παλούκωσε σε σιδερένια παλούκια και εφόσον κάθισαν λίγη ώρα να πιούν νερό και να πάρουν μια ανάσα, ανασυντάχθηκαν και κίνησαν για το Λάλα, με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες επιδεικνύοντας τα τρόπαια τους.
Οι καπεταναίοι το απόγευμα αντελήφθησαν, την παγίδα που τους έστησαν οι Τούρκοι και ότι ο Γιαννιάς έπεσε στην φάκα της νερομάνας, αλλά ήταν πλέον αργά, οι Τούρκοι είχαν πετύχει τον σκοπό τους.
Οι κάτοικοι των γύρω χωριών πήγαν στην θέση Κατσαρού, βρήκαν τα ακέφαλα σώματα των ηρώων και με θρήνους, αλλά και με θαυμασμό για την παλικαριά τους τα ενταφίασαν την άλλη ημέρα, με τις αρμόζουσες τιμές ανατολικά του Ιερού Ναού του Αγίου Δημητρίου.
Ο Γιαννιάς δεν υπεράσπισε στενά στρατηγικής σπουδαιότητας για να τον παραλάβει η δόξα στα φτερά της. Οι περισσότεροι, σχεδόν όλοι οι ιστορικοί και το τονίζω αυτό και χωράει μια μεγάλη συζήτηση, ότι εσκεμμένως τον αγνόησαν, διότι καθώς ενδείκνυται το κεφάλαιο Γιαννιάς, δεν εξυπηρετούσε τοπικά και επαρχιακά συμφέροντα. Αλλά ο ηρωισμός του δεν ήταν κατώτερος εκείνων που τα ονόματά τους έμειναν σύμβολα της εθνικής παλλιγενεσίας. Το πολύτιμο αίμα του δεν χύθηκε χωρίς να ωφελήσει το Έθνος. Η φθορά που επέφερε στον εχθρό ήταν σημαντική, που είχε σαν αποτέλεσμα, μετά από εκείνη την μάχη να μην ξαναπλησιάσουν οι Τούρκοι τα ριζοβούνια του Ερυμάνθου.
Οι ιστορικοί μελετητές, αναφέρουν ότι στην μάχη αυτή σκοτωθήκαν περίπου εκατό Τούρκοι, ξέχωρα πόσοι λαβώθηκαν και τεθήκαν εκτός μάχης και πόσοι πέθαναν αργότερα, μιας και υγειονομικές υπηρεσίες δεν είχαν, παρά μόνο Έλληνες γιατρούς, που μετά την έναρξη της επανάστασης, τους είχαν εγκαταλείψει και αυτοί.
Υπάρχει μια παροιμιώδη φράση που ακούγεται ακόμη και σήμερα σ’ αυτόν τον τόπο και λέει: «Κλείστηκα σαν τον Γιαννιά», θέλοντας να δείξει πόσο δύσκολα είναι για όποιον έχε προβλήματα αποκλεισμού, ή οικονομικές δυσχέρειες και αδυνατεί ν’ ανταπεξέλθει.
Αυτό είναι συνοπτικά το ιστορικό της ηρωικής μάχης και του ένδοξου θανάτου του Γιώργη Γιαννιά και των παλικαριών του, στην περιοχή μας.
Ευλαβείς προσκυνητές σήμερα, κλίνουμε νοερά το γόνυ, μπροστά στους τάφους των αθάνατων νεκρών μας και υψώνουμε, με ευγνωμοσύνη το νου και την καρδιά μας, στον ήρωα Γιαννιά και στα παλικάρια του που έδωσαν το αίμα τους για την Ελευθερία μας.
Τους ατενίζουμε με υπερηφάνεια, γιατί κρατήσαμε μέχρι τώρα αυτά που μας παραδώσανε και τους υποσχόμαστε, ότι είμαστε έτοιμοι και στο μέλλον να υποστούμε κάθε θυσία για να υπερασπιστούμε τα όσια και τα ιερά της φυλής και να διατηρήσουμε κάθε σπιθαμή του Ελληνικού χώρου. Να διατηρήσουμε τις παραδόσεις μας και να καταπολεμήσουμε τη διχόνοια κάνοντας πράξη την ομόνοια, την ενότητα και την αδερφοσύνη. Να οδηγήσουμε τον τόπο μας στην πρόοδο και την ευημερία.
Η δημοτική μας μούσα δεν έμεινε αμέτοχη, από τον ηρωικό θάνατο του Γιαννιά και των συντρόφων του και έπλεξε και αυτή με τον δικό της τρόπο το εγκώμιό της.
Από τα εξήντα πέντε περίπου τραγούδια που έχω στην συλλογή μου, για τους Γιαννιάδες ξεχώρισα, ένα που μας εξιστορεί, τόσο παραστατικά την έκβαση της μάχης και μας εξυμνεί την παλικαριά του νεαρού καπετάνιου.
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΝΝΙΑ
Σ’ ούλο τον κόσμο ξαστεριά, σ’ ούλο τον κόσμο ήλιος,
στα ριζοβούνια του Ωλενού η καταχνιά κι αντάρα.
Κάνε στοιχειά παλεύουνε, κάνε γκρεμοί κρεμνιούνται;
Μήτε στοιχειά παλεύουνε, μήτε γκρεμοί κρεμνιούνται.
Κάτου στη μάνα του νερού, στου Κατζαρού το μνήμα
τρανό σεφέρι γίνεται, και συντυχιά κρατιέται.
Τον μαύρο Γιώργη κλείσανε, οι άπιστοι Λαλαίοι.
Δεν ήταν τόσο λιγοστοί, μόν’ χίλιοι πεντακόσιοι
κι ο Ντεληγιώργης μοναχός με δώδεκα νομάτους.
Ντερβίς αράπης φώναξε από το μετερίζι:
- Έβγα, Γιώργη, προσκύνησε και ρίξε τ’ άρματά σου,
να σου χαρίσω τη ζωή και βλάμη να σε κάνω.
- Τι με περνάς μπουλούκμπαση, να βγω να προσκυνήσω;
μηγάρις είμαι νιόνυφη, και εσύ η πεθερά μου,
να προσκυνήσω την ποδιά, να σου φιλιώ τα χέρια;
Εγώ είμαι ο Γιώργης του Γιαννιά, του πρώτου καπετάνιου,
και θα βαστήξω, πόλεμο και δυο και τρεις ημέρες,
ώστε να ’ρθει το μεντάτι μου και μένα η συντροφιά μου.
Μακρηπανάγος φώναζε από ψηλή ραχούλα.
- Βάστα Γιώργη τον πόλεμο, βάστα και το ντουφέκι
κ’ εγώ μεντάτι έρχομαι με δυο, με τρεις χιλιάδες.
- Τι να βαστάξω θείε μου, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,
δίχως ψωμί, δίχως νερό, δίχως καμιά κυβέρνα;
Τρία γιουρούσια κάνανε οι Τούρκοι απ’ τα ταμπούρια,
τα δυο ήτανε μια φωτιά, το τρίτο ήταν φαρμάκι
μια μπαταριά του δώσανε ανάμεσα στα στήθη.
Τα χείλια του αίμα γιόμισαν κι’ η μύτη του φαρμάκι
κι’ η γλώσσα του κελάηδαγε σαν το χελιδονάκι.
Ανάθεμά σε βρε Χασάν Φιδά, βρέ άπιστε μουρτάτη,
που ’ξόμεινα από ζαερέ, και μου ’σπασε η σπάθη.
Πάρε μου το κεφάλι μου, και ρίχτο στα σκυλιά σου
μον’ η ψυχή μου δεν μπορεί, να ’ρθει με τα νερά σου.
Μακρυπανάγος έκλαιγε σαν το μικρό παιδάκι
και μια γραφούλα έγραψε μ’ αίμα και φαρμάκι.
- Ποιος είναι άξιος και γρήγορος να πάει στην Μπροστοβίτσα,
να πάει να πει της Γιώργαινας, της μικροπαντρεμένης,
που ’ταν μια καπετάνισσα στο κόσμο παινεμένη.
Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, φλωριά να μην κρεμάσει,
τον Γιώργη τον σκοτώσανε, στης εκκλησιάς τη ράχη.
Να βγει στο παρεθύρι της, τους φίλους της να κράξει
τους φίλους και τους συγγενείς, τον Γιώργη της να κλάψει.
Για δέστε φίλοι μου καλοί, φίλοι και σεις παλικαράδες
πώς πολεμάνε τα θεριά, το πως πεθαίνουν οι Γιαννιάδες.
Τουτούνης Ηλίας
Σαρτουλιά 8 – 6 - 09