“Καλώστηνε την νυφούλα μου ’που μπαίνει στην πορτούλα μου…”
Καταγραφή επιμέλεια Ηλίας Τουτούνης
Μετά το μυστήριο του γάμου και τον χορό που στηνόταν να χορέψει η νύφη με τους δικούς της, έξω από την εκκλησία ή στην πλατεία του χωριού, ο γαμπρός με τους καλεσμένους του παρελάμβανε την νύφη και κατευθύνονταν στο σπίτι του, είτε ήταν συγχωριανοί ή από άλλο χωριό. Οι γονείς της νύφης και η συνοδεία της, μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό, αποχωρούσαν και δεν ακολουθούσαν την πομπή των νεόνυμφων.
Πριν φθάσει η πομπή του γαμπρού στο σπίτι του, άρχιζαν τα βαράνε τα βιολιά και να τραγουδάνε διάφορα τραγούδια του γάμου και της αγάπης.
Στο σπίτι του γαμπρού, που θ’ αποτελούσε την κατοικία των νεόνυμφων, προέβαιναν σε διάφορα έθιμα, που σκοπό είχαν να εκβιάσουν την τύχη για την καλοτυχία του νέου ζευγαριού.
Μόλις έκανε την εμφάνιση το ζευγάρι είτε με τα πόδια είτε με τα άλογα, αν έρχονταν από άλλο χωριό, τότε ένα αγόρι και ένα κορίτσι που έπρεπε να είχαν εν ζωή και τους δυο γονείς τους, πετούσαν στα κεραμίδια του σπιτιού μια μαξιλάρα για το γούρι των νεόνυμφων. Η μαξιλάρα παρέμενε στα κεραμίδια μέχρι να μείνει έγκυος η νύφη, κατά άλλους παρέμενε μέχρι τα πιστρόφια.
Επίσης όταν η νύφη ερχότανε μ’ άλογο, σταματούσε μπροστά στο σπίτι, αλλά δεν ξεπέζευε. Ζητούσε τάξιμο, ή ασήμωμα από τον γαμπρό, για να κατεβεί λέγοντας:
«-Τάξε μου να κατέβω!»
Τότε ο γαμπρός ή ο πεθερός έταζε ή την ασήμωνε και αν η νύφη έμενε ευχαριστημένη κατέβαινε, αν όχι ζητούσε περισσότερα, μέχρι να πάρει αυτό που επιθυμούσε. Βασικά επί το πλείστον αυτά είχαν προσυζητηθεί τι θα ζητήσει η νύφη και οι σκηνές αυτές γίνονταν εθιμοτυπικά.