ΔΡΥΣ (Βελανιδιά). Η βελανιδιά ή βαλανιδιά (επιστ. Δρυς, Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των Φηγοειδών (Fagaceae), αποτελείται από 428 αυτοφυή είδη στο βόρειου ημισφαίριου της γης. Είναι το κατ’ εξοχήν δένδρο των Εθνικών μας Δρυμών. Δένδρο ψηλό με γερές ρίζες και αιωνόβιο, με διάρκεια ζωής έως 600 χρόνια. Η βελανιδιά ευδοκιμεί σε πεδινές, ημιορεινές και ορεινές περιοχές.
Μυθολογία
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία οι Δρυάδες ήταν οι γνωστές Νύμφες των Ελληνικών δασών. Τ’ όνομά τους ίσως να προέρχεται από την λέξη Δρυς. Όμως δεν αναφέρονται αυτές οι ονομαστές νύμφες αν και ήσαν γνωστές από τον Όμηρο. Οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες Νύμφες, ζούσαν μέσα στα πυκνά δρυοδάση που προστάτευαν τα ιερά δένδρα. Κατά την μυθολογία, οι Δρυάδες Νύμφες, χαίρονταν με τη βροχή, ενώ όταν η βελανιδιά δεν είχε φύλλα ή δεν καρποφορούσε έκλαιγαν και πέθαιναν, όταν το δένδρο ξεραίνονταν ή κόβονταν. Γι’ αυτό και η υλοτόμηση της βελανιδιάς απαγορευόταν με ειδικούς νόμους. Οι Δρυάδες ή Αμαδρυάδες, Αδρυάδες, ή Δρυμίδες ήταν τύποι νυμφών του δάσους στην Ελληνική Μυθολογία και συχνά συγχέονταν με τις Ναϊάδες και άλλες Νύμφες. Αυτά τα θηλυκά πνεύματα της φύσης πιστεύονταν ότι κατοικούσαν σε δέντρα και σε δάση και φώλιαζαν ιδιαίτερα σε δένδρα δρυς. Υπάρχουν πολλές ιστορίες και μύθοι γι’ αυτά τα περίεργα όντα που φαίνεται ότι αν και πνεύματα, δεν ήταν αθάνατα. Ιδιαίτερα οι Αμαδρυάδες, ήταν πιο ευαίσθητες, γιατί πιστεύονταν ότι η διάρκεια της ζωής τους εξαρτιόταν από την υγεία και καλοζωΐα της βελανιδιάς που τις φιλοξενούσε.
Αυτές τις φιγούρες, στην λαογραφία μας, συνήθως τις απαντάμε ως Νεράϊδες. Κατά την μυθολογία τις Δρυάδες τις καταδίωκαν συνήθως οι Σάτυροι των δασών. Μεταξύ των Δρυάδων γνωστότερες ήταν η Ερατώ, η οποία μαζί με τον Αρκάδα απόκτησε τον Αζάνα, τον Αφείδαντα και τον Έλατον, έτερη η Φιγαλεία και η Τιθορέα εξ’ αυτών δημιουργήθηκαν οι πόλεις της Ηλείας και της Φωκίδας αντίστοιχα, επίσης και η Ευριδίκη που ήταν η σύντροφος του Ορφέα. O Δίας ο θεός του κεραυνού συνδέεται με τη βελανιδιά, η οποία χτυπιέται συχνά από την αστραπή. Η δύναμη από το χτύπημα της αστραπής αφήνει κούφιους κορμούς, που συχνά ξεραίνονται. Η δρυς ήταν το ιερό δένδρο των αρχαίων Ελλήνων, που τα κλαδιά της θρόιζαν στους χρησμούς του Μαντείου της Δωδώνης. Τα φύλλα της αποτέλεσαν τις διακοσμήσεις χρυσών στεφάνων και ιδίως του χρυσού στεφανιού του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄.
Το δρυόδασος της Φολόης (Κάπελη Ηλείας), αποτελεί σήμερα μοναδικό στην Ελλάδα σπερμοφυές δάσος και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Βρίσκεται σ’ επίπεδο και βατό στο μεγαλύτερο μέρος του. Σε ολόκληρο το οροπέδιο κυρίαρχο και μοναδικό δέντρο είναι η δρυς (βελανιδιά), καλύπτοντας μια έκταση 45.000 στρεμμάτων με αναρίθμητες, ευθύκορμες και ανοικτόκλαδες βελανιδιές κάθε ηλικίας.
Σε πολλά σημεία, η πυκνότητα του δάσους είναι τέτοια που αποτυπώνει την εικόνα του παρθένου δάσους. Η βελανιδιά επίσης δεν είναι δέντρο σκιόφιλο, δηλαδή δεν ευδοκιμεί κάτω από τον ίσκιο, για αυτό κάτω από τις μεγάλες βελανιδιές δε φυτρώνουν και δε μεγαλώνουν νέες βελανιδιές. Για να αναπτυχθούν νέες βελανιδιές πρέπει να τις βλέπει ο ήλιος.
Στα αρχαία χρόνια υπήρχαν αρκετά άγρια ζώα. Ο Γυμνασιάρχης Γεώργιος Παπανδρέου γράφει: «…Παρέχει θήρα, ως εικός, η Κάπελη, αξιόλογον και αγρίων ζώων βρίθει, ως αλωπέκων, δορκάδων, ικτίνων, λύκων, θώων, ελάφων το πάλαι, κάπρων άλλοτε, και των τοιούτων, έχει δε προς…».
(«Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», σελίδα 103, Λεχαινά 1990).
Στο νομό Ηλείας, η Κάπελη είναι γνωστή ως το «μπαλκόνι» της Ηλείας, επειδή ο ορίζοντας της ξανοίγεται απέραντος και μπροστά μας απλώνεται το περίφημο Λαλαίικο οροπέδιο και πιο κάτω ο κάμπος της και η θάλασσα μέχρι τα Επτάνησα. Λόγω της μεγάλης περιβαλλοντικής και οικολογικής του σπουδαιότητας το δρυδάσος της Ηλείας έχει ενταχθεί στο κοινοτικό Δίκτυο NATURA 2000, και έχει απογραφεί στα πλαίσια της οδηγίας 92/43 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των φυσικών του βιοτόπων και της άγριας πανίδας και αυτοφυούς χλωρίδας.
Ο άνθρωπος και η βελανιδιά
Ο άνθρωπος της υπαίθρου που ζούσε δίπλα στα δρυδάση, χρησιμοποίησε την βελανιδιά ως μέσον επιβίωσης. Κατ’ αρχήν χρησιμοποίησε το ξύλο για θέρμανση και για διάφορες κατασκευές. Με τους κορμούς της βελανιδιάς έφτιαχνε καταλύματα (καλύβες, λόντζες ή ξυλόντζες), σκεπές πατώματα, μπαλκόνια σπιτιών, ξυλογέφυρα, πλοία, σκεπές, πόρτες παράθυρα, έπιπλα, τραπέζια, καρέκλες, έπιπλα, βαγένια, βαρέλια, τσότρες, τσίτσες, πατητήρες, κρέμαση μύλου κ.λπ. Επίσης κατασκεύαζε καλύβες για τα ζώα του, γαλάρια, φράχτες (παλουκαριές), ποτίστρες, και πλήθος από διάφορες κατασκευές που ήσαν χρήσιμες στην καθημερινότητά του. Ακόμη σ’ ορισμένες περιοχές που αφθονούσαν ασβεστόλιθοι, χρησιμοποίησε τα ξύλα της βελανιδιάς, για την καύση των ασβεστοκαμίνων.
Το νεαρό φύλλωμα των δένδρων το χρησιμοποίησε ως ζωοτροφή. Έφτιαχνε ένα τρίποδα ύψους ενός μέτρου περίπου από την επιφάνεια της γης και επάνω τοποθετούσε κλαδιά δένδρου την Άνοιξη που ήσαν τρυφερά και με μια ιδιαίτερη τεχνική τα στοίβαζε το ένα επάνω στο άλλο και έφτιαχνε μια κωνική κατασκευή από κλαδιά με φύλλα. Η τεχνική αυτή δεν επέτρεπε να περάσει νερό και ήλιος στο εσωτερικό της στοίβας, μόνο εξωτερικά επηρεαζόταν, το εσωτερικό έμενε ανέπαφο. Κατά τον χειμώνα που δεν υπήρχαν τροφές για τα ζώα (μηρυκαστικά) τραβούσε κλαδιά από το κάτω μέρος του κώνου και τάγιζε τα ζώα του. Τα φύλλα των δένδρων (που ήσαν στοιβαγμένα ήσαν καταπράσινα ήταν ένα είδος σημερινής ενσίρωσης) είχαν αρκετές πρωτεΐνες και βιταμίνες και ήταν μια άριστη ζωοτροφή.
Σήμερα στη χώρα μας έχουν απομείνει λιγοστά αλλά πολύ ενδιαφέροντα δάση βελανιδιάς, ο ρόλος της οποίας σήμερα δεν είναι τόσο οικονομικός, όπως ήταν παλαιότερα αλλά περισσότερο περιβαλλοντικός και οικολογικός. Είναι λιγότερο εύφλεκτο από τα άλλα είδη που αναπτύσσονται στην ίδια ζώνη, ενώ μετά από πυρκαγιά πρεμνοβλαστάνει έντονα. Το γεγονός αυτό συντελεί στη συγκράτηση του εδάφους και στην προστασία του από τη διάβρωση.
Τα βελανίδια, που στο παρελθόν συλλέγονταν όπως στα οπωροφόρα δένδρα για την παραγωγή βυρσοδεψικών ουσιών, σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτα στο δάσος. Δεν παύουν όμως να αποτελούν πολύτιμη ζωοτροφή και φυτευτικό υλικό, με αυξημένη ζήτηση από τα δασικά φυτώρια της χώρας, καθώς και μια οικολογική παρακαταθήκη για χρήση στη βυρσοδεψία και πάλι κατά τα επόμενα χρόνια. Επίσης ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τα κικίδια (καρκινώματα στις άκρες των νεαρών κλαδιών) για την βαφή ρούχων και μαλλιών. Η βελανιδιά παράλληλα είναι είδος που θα μπορούσε άριστα να χρησιμοποιηθεί σε μίξη μ’ άλλα πλατύφυλλα και κωνοφόρα είδη για την αναδάσωση υποβαθμισμένων περιοχών σε συνδυασμό με διάφορα είδη ή και μόνη της.
Δυστυχώς όμως η καταστροφή των δασών βελανιδιάς συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, αν και σε μικρότερο βαθμό από πριν. Τα λιγοστά της δάση, λόγω της θέσης τους σε πεδινές και λοφώδεις ημιορεινές θέσεις κοντά σε γεωργικές και κατοικημένες περιοχές, δέχονται ισχυρές πιέσεις από έντονη βόσκηση, λαθροϋλοτομίες και εκχερσώσεις για δημιουργία γεωργικών καλλιεργειών και επέκταση οικιστικών περιοχών, με αποτέλεσμα τη συνεχή συρρίκνωση τους. Το ενδιαφέρον για τα δάση της βελανιδιάς στη νεώτερη Ελλάδα ήταν μεγάλο για τη διατροφή των ζώων, αλλά κυρίως για την παραγωγή και εκμετάλλευση του βελανιδιού στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΔΡΥΟΔΑΣΩΝ
Ο εκτεταμένος χώρος του τέως δήμου Βουπρασίων κατά την αρχαιότητα μέχρι και των προσφάτων χρόνων ήτο κατά το πλείστον δασώδεις (βελανιδιές, πεύκα, κουκουναριές, μελιοί κ.λπ.) αλλά και κατά ένα μέρος σημαντικόν καλλιεργήσιμος. Ο Όμηρος εις την Ιλιάδα του, αναφέρει την περιοχήν ταύτην ως «ερριβόλακα Βουπρασίην». Οι κάτοικοι της περιοχής ταύτης απέζων από αρχαιοτάτων χρόνων από την εκτεταμένην και ακμάζουσαν κτηνοτροφίαν και δασοπονίαν. Το τοιούτον επιμαρτυρήται δια μεν την αρχαιότηταν υπό του Ομήρου δια δε τους χρόνους του προσφάτου παρελθόντος (1690 μ.Χ.) υπό του περιηγητού Κόρνερ, όστις επισημειοί δια το έτος τούτο, ότι το Βουπράσιον εξήγαγεν ξυλίαν ως και ναυπηγήσιμον τοιάυτην 1600 scortant per senatio della publica Navi αξίας 170 τσεκινίων χωρίς εις ταύτην να υπολογισθή η αξία των μεταφορικών και η τοιάυτη της επεξεργασίας της. Ομοίως το 1676 αναφέρει τα αυτά περίπου και ο Γάλλος περιηγητής Du Loir τω 1654 εις το βιβλίον του Les voyages du Sieur du Loir. Paris. MCCLIV, σελ. 347-350. Επίσης ο Γάλλος περιηγητής L. DESCHAYES (1621), ο Πουκεβίλ κ.λπ. τα αυτά αναφέρουσιν. Εκ πάντων των ιστορικών δεδομένων καταφαίνεται ότι η σύνθεσις της οικονομίας της περιοχής ταύτης από αρχαιοτάτων χρόνων και μέχρις επ’ εσχάτων υπήρξεν κατ’ εξοχήν κτηνοτροφική και δασοπονική, με σημαντικήν πρόσοδον κατά κεφαλήν. Συνεπεία της συνθέσεως της οικονομίας της ταύτης οι κάτοικοι έζων ικανοποιητικώς.
(«Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, σελίδα 708, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008).
Κατά τη διάρκεια της Μωαμεθανικής κυριαρχίας στην Ελλάδα 1453 – 1821, τα δάση μας δέχθηκαν τεράστιες και ανελέητες καταστροφές, διότι ουδεμία οργανωμένη διαχείριση ή προστασία των δασών υπήρχε. Τα δάση σχεδόν καθημερινά καταστρέφονταν, με συνεχείς πυρκαγιές με ανεξέλεγκτη υλοτομία δέντρων και της υπόλοιπης βλάστησης, της ελεύθερης βόσκησης και των εκτεταμένων εκχερσώσεων για γεωργική και κτηνοτροφική εκμετάλλευση.
Ειδικά στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα εδώ στην Ηλεία, κατά τα έτη 1825- 1826, ο τουρκοαιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς γνωρίζουμε πως χρησιμοποιώντας πάντοτε την πάγια τακτική του, κατάφερε τεράστια πλήγματα, ο οποίος μετά τις σφαγές, αιχμαλωσίες και λεηλασίες, επιδόθηκε στην συστηματική δενδροκομία. Όπου δεν μπόρεσε να τα καταφέρει δια χειρός, παράδωσε τα δάση μας στο παρανάλωμα του πυρός. Τεράστιες καταστροφές καταγράφηκαν στα δρυοδάση της Πηνείας.
Ο Γάλλος Πουκεβίλ βγράφει:
……Κάθε χρόνο 300 πλοία των 150 και 300 τόννων κατάπλεαν στο Κατάκωλο, Μπούκα και Γλαρέντζα. Και κουβαλούσαν ξυλεία στα καρνάγια, της Ύδρας και των Σπετσών από τα δάση της Ολυμπίας, στα δε Επτάνησα, δούγες και οικοδομική ξυλεία από την Κάπελη. Σ’ ένα πίνακα μεταξύ άλλων καταγράφονται τα εξαγώγιμα δασικά προϊόντα του καζά της Γαστούνης.
-Βελανίδι 8.000 οκάδες, με 35 πιάστρα η οκά.
-Ξυλεία οικοδομών συνολικής αξίας 80.000 πιάστρα.
-Δούγες συνολικής αξίας 40.000 πιάστρα.
(«Ηλειακά», Ντίνος Δ. Ψυχογιός, περιοδικό λαογραφικής ιστορικής και γλωσσικής σπουδής της Ηλείας, σελίδα 876, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008).
Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, υπάρχουν πλήθος αναφορές για την έκταση, τις μεταβολές, την χλωρίδα, την πανίδα, αλλά και τις καταστροφές του δρυοδάσους. Εντόπισα αρκετές από αυτές και τοιουτοτρόπως λαμβάνουμε μια εικόνα της πιθανής έκτασης του, πριν διακόσια χρόνια περίπου και το χρονικό της ταχύτατης και ανεξέλεγκτης συρρίκνωσής του.
(«Η Ηλεία δια μέσου των Αιώνων», Γεωργίου Παπανδρέου Δ. Φ. Γυμνασιάρχου, έκδοση Ν. Ε. Λ. Ε. Ηλείας ~ Ηλειακή βιβλιοθήκη, έκδοση περιοδικού «Εκ Παραδρομής», σελίδα 358., Λεχαινά 1990).
Άγιος Ιωάννης Αμαλιάδας. Το έτος 1830 ναΐδριο (ησυχαστήριο) που ήταν αφιερωμένο στην Γέννηση του Ιωάννη του Προδρόμου Αμαλιάδας, βρισκόταν κρυμμένο σε δασώδη με πυκνή βλάστηση και δύσβατη περιοχή. Το εν λόγω δάσος που ξεκινούσε από τις παρυφές του οικισμού Καλίτσα προεκτεινόταν μέχρι το χωριό Σώστι, Ρουπάκι, Αυγείο (Μπουχιώτη), Χάβαρι, Δάφνη (Ντάμιζα), Καλαθάς, Κεραμιδιά (Μπεζαΐτι) αποτελούταν από σχίντα, πουρνάρια και βελανιδιές.
(Η Ιστορία του Αγίου Ιωάννου Αμαλιάδας, Τουτούνης Ηλίας).
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΕΝ ΑΜΑΛΙΑΔΙ
«Κατ’ αφήγησιν του πρό τινος θανόντος αιδεσιμωτάτου Παπαγιώργη (γεννηθέντος το 1825 και γενομένου ιερέως το 1855), όταν ο Καποδίστριας μετά του Κολοκοτρώνη διήλθον της τότε κωμοπόλεως κατέλυσαν εις την εν τη άνω πόλει οικίαν του προύχοντος Κ. Μαστρογιαννοπούλου επί δύο ημέρας. Ο δε Κολοκοτρώνης επί της δεσποζούσης μικρόν θέσεως «Άγιος Γεώργιος» και υπό την υψικάρινον εκεί δρυν, άνωθεν της οποίας και εις μικράν απόστασιν εξετείνετο δάσος πυκνότατον, αποτεινόμενος προς τον εκ των εκεί ηθροισμένων προύχοντα του χωρίου Γ. Κοίλιαν και διά της βροντώδους του και επιβαλλούσης φωνής δεικνύων το πέριξ τω λέγει: «τα βλέπεις αυτά κύρ Γεωργάκη; Εδώ θα ιδής αμπέλια, σταφίδες, παλάτια!». Ω της προφητείας της μεγαλονοίας εκείνης. Βλέπομεν ήδη ζωντανήν προ ημών την εικόνα των προφητικών λόγων του μεγάλου ήρωος…».
(«Η Ιστορία της Αμαλιάδος», Κ. Θ. Ζάκα, β΄ έκδοση, εκδ. Βιβλιοπανόραμα, σελ. 59, Αμαλιάδα 2011).
Καλίτσα. «Η περιοχή αυτή ήταν δασώδης με απέραντα δάση βελανιδιάς, σκίντων, πουρναριών και πολλών αγριοθάμνων, που στα υψώματα εστολίζοντο και με την παρουσία της πεύκας. Τα δάση αυτά άρχισαν σιγά-σιγά να να καταστέφονται για να καλλιεργηθεί η γη. Όμως σημαντικές δασώδεις εκτάσεις διατηρήθηκαν μέχρι και το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου. Αυτό το μαρτυρούν οι αρκετές συστάδες δένδρων βελανιδιάς που υπάρχουν και σήμερα ακόμη γύρω από την Αμαλιάδα, προς Καρδαμά, Σαβάλια, Χάβαρι, Σώστη, Ρουπάκι και Αμπελόκαμπο…».
(Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Οικιστικά στοιχεία και Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας και Ελίσσας», έκδοση Ιερά Μητρόπολις Ηλείας, σελίδα 67, Αθήνα 1982).
Για οικονομικούς πόρους το 1832 η Κυβέρνηση εκμεταλλευόταν και την ξυλεία των δασών, η οποία ήταν άφθονη στα δάση προπαντός της Ηλείας. Μια ειδοποίηση του Γραμματέα οικονομίας που δημοσιεύθηκε στην Εθνική Εφημερίδα «αρ. φ. 21 στις 29/6/1832» ανάφερε ότι στις εκβολές του ποταμού Αλφειού ήταν κομμένη πολλή ξυλεία για λογαριασμό της Κυβέρνησης. Η ξυλεία αυτή ήταν μάλλον οικοδομική και προς το παρών δεν χρησίμευε για τον σκοπό που είχε κοπεί και ήταν ανάγκη να πωληθεί. Ειδοποιούνται οι κάτοικοι της περιφερείας ότι κατά την 1/8/1832 θα πραγματοποιηθεί δημοπρασία.
Το χωριό Ρουπάκι, οικισμός του Δήμου Πηνειού, βρίσκεται ανατολικά της Γαστούνης. Η σημερινή τοποθεσία μέχρι το 1800 ήταν τόπος ακατοίκητος, ερημικός και καλυπτόμενος από πυκνούς θάμνους της κατηγορίας των δρυών (ρουπάκια). Η περιοχή αυτή κατοικήθηκε λίγο πριν την επανάσταση του 1821.
(«Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος, σελίδα 138, Αμαλιάδα 1973).
Μεσολογγάκι.«Εις απόστασιν δύο και πλέον χιλιομέτρων ανατολικώς της σημερινής κοινότητος Δουνέϊκα, υπήρχεν η κοινότης Μεσολογγάκι, αόρατος από τον τότε αμαξόδρομον (σημερινή Εθνική οδός Πύργου- Πατρών), καθ’ ότι περιβάλλετο, υπό θάμνων και πανυψήλων δένδρων, προστατευομένη και προφυλαγμένη εκ των ομμάτων των εχθρών και επιδρομών του κατακτητού...».
(«Η Εκπαιδευτική Περιφέρεια Αμαλιάδος», έκδοση Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης Αμαλιάδος, σελίδα 86, Αμαλιάδα 1973).
Για το απέραντο δρυοδάσος μεταξύ Μπουχιώτη, Σώστη, Ρουπακίου και Χαβαρίου, μας δίνει πληροφορίες η απόφαση του δήμου Ηλιαίων το έτος 1842.
«Αριθμός 194
ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΗΛΙΑΙΑΩΝ
Προς τον Ειδικόν Πάρεδρον Μπουχιώτη (Τριαντάφυλλον)
Παρακαλείσθε κύριε Πάρεδρε, να παραλάβης τους παραπόδας σημειουμένους οπλοφόρους μετά του Ειδικού Παρέδρου Σωστίου απέλθητε προς καταδίωξιν των λύκων. Η παρούσα άδεια ισχύει δια μόνον την 20, 21 και 22 τρέχοντος μηνός ημέρας Κυριακήν, Δευτέραν και Τρίτην.
Τη 10 Δεκεμβρίου 1842 Εν Αμαλιάδι
Ο Δήμαρχος Ν. Σισίνης»
(Παναγιώτης Ανδριόπουλος, «Οικιστικά στοιχεία και Χριστιανικά Μνημεία του τ. Δήμου Ήλιδας και Ελίσας», έκδοση Ιερά Μητρόπολις Ηλείας, σελίδα 96, Αθήνα 1982).
Το έτος 1887, ο Χαρίλαος Τρικούπης πρόσφερε το μεγαλύτερο μέρος του δρυοδάσους της Μανωλάδας (από την Κάτω Αχαΐα έως και το Κουρτέσι), στον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο. Η έκτασή του ήταν τότε 250.000 στρέμματα. Οι κάτοικοι του περίγυρου χώρου, αναζητώντας περισσότερο κλήρο προς καλυτέρευση του βίου των κατέφυγαν στον βάρβαρο τρόπο αποψίλωσης τμημάτων του ακραίου δάσους με πυρκαγιές και τοιουτοτρόπως άρχισε η μεγάλη συρρίκνωση του μεγαλοπρεπούς τοπίου. Η τελειωτική καταστροφή του δάσους ολοκληρώθηκε σταδιακά με πυρκαγιές από το 1893 και μετά.
«Στην Ολυμπία σημειώθηκε μια καταστροφική πυρκαγιά στο δάσος. Στην θέση Μπάμπη, εξεράγη πυρκαγιά και περιφερειακά αποτεφρώθηκαν 50.000 στρέμματα δάσους…».
(Εφημερίδα Παλιγγενεσία αριθμός φύλλου 7287, 16 Ιουλίου 1888).
Από την παρακάτω αναφορά παίρνουμε την είδηση ότι οι λύκοι που εμφανίσθηκαν στα ορεινά της Ηλείας, πρέπει να ζούσαν σε τεράστιες δασώδεις περιοχές.
«Κατά τηλεγράφημα των αστυνομικών σταθμαρχών Κρυόβρυσης και Λαμπείας εις τας ορεινάς περιφερείας των ενεφανίσθη αγέλη λύκων. Οι κάτοικοι ζητούν άδειαν όπως εξέλθουν εις καταδίωξιν των λύκων, οι οποίοι απειλούν τα ποίμνια και αυτούς τους κατοίκους της περιφερείας. Εις την περιοχήν ταύτην εξ άλλου επικρατεί δριμύτατον ψύχος, σημειούται δε από τριημέρου πτώσις χιόνος. Οι λύκοι κατέφαγον μέχρι στιγμής 15 αιγοπρόβατα του Ευθυμίου Στασινοπούλου και τρεις αμνούς του Νικολάου Φράγκου…».
(Εφημερίδα Νεολόγος Πατρών, αριθμός φύλλου 106, 21 Απριλίου 1936).
«Την εποχή εκείνη του 1907 υπήρχαν στην Ηλεία ακόμη ορισμένοι ληστές που λημέριαζαν στα πυκνά δάση της και είχαν επικηρυχθεί από την κυβέρνηση με χρηματικά ποσά για την σύλληψη ή την εξόντωσή τους. Στις πρώτες μέρες του Απρίλη δύο χωρικοί από την Βερβινή του Δήμου Πηνείων σκότωσαν στο δάσος του χωριού τους τον περιβόητο ληστή Κάπαρη ή Ρουμελιώτη…».
(«Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Βύρων Δάβος, σελ. 257, Αθήνα 1996).
Γίνεται αναφορά για τον λήσταρχο Σκαρτσώρα ο οποίος λημέριαζε στο δάσος Μαλίκι (σήμερα Ψάρι) της Βουπρασίας. «….ένας από τους ληστές αυτούς ο Σκαρτσώρας που λημέριαζε στο πυκνό δάσος του Μαλίκι, πολλές φορές έβγαινε στα χωριά του δήμου των Βουπρασίων με παπαδίστικα ράσα και κάτω από αυτά είχε τον γκρά…».
(Εφημερίδα Αθήναι αριθμός φύλλου 2397, 6/6/1909).
«Στις 28/5/1910 ο δήμαρχος της Λαμπείας Π. Παπαδόπουλος με τον σταθμάρχη του σταθμού Χωροφυλακής Λαμπείας Φατούρο, και με αστυνομική δύναμη και άλλους χωρικούς πήγαν στο χωριό Μαζαράκι Πηνείας και συνεπλάκησαν με τον ληστοφυγόδικο Ανδρέα Ανδριόπουλο που βάδιζε με κλεμμένο άλογο. Στους πρώτους πυροβολισμούς ο φυγόδικος πήδησε από το άλογο και εξαφανίσθηκε μέσα στο δάσος, αποφεύγοντας έτσι την σύλληψη…».
Ο λήσταρχος Κωνσταντίνος Πανόπουλος κατά το 1900, αναφέρει για την κατάσταση του δρυοδάσους: «…Το ωραίον δάσος της Κάπελης αποτελείται κυρίως από δενδροβελανιδιές και είναι απέραντον. Το κράτος ουδέποτε εσκέφθη να το εκμεταλλευθή δια μικράς σιδηροδρομικής γραμμής προς μεταφοράν ξύλων και ξυλανθράκων, τα οποία, δυστυχώς προμηθευόμεθα από το εξωτερικόν, και ενώ τα ξηρά δέντρα εντός του δάσους κατάκεινται όπως αι αρχαιότητες των Ολυμπίων…».
(«Η Εξομολόγησης ενός πάλαι ποτέ Λήσταρχου προς την Κοινωνία», Κωνσταντίνου Π. Πανοπούλου, σελ. 208, Αθήνα 1995).
Από αυτήν την πληροφορία παίρνουμε την είδηση, ότι μπορεί να υπήρχε υλοτόμηση, όσον αφορά την εκχέρσωση, αλλά δεν υπήρχε υλοτόμηση προς εμπόριο ξυλείας.
Ακόμη μια πληροφορία από τον ίδιο τον φυγόδικο Κωνσταντίνο Πανόπουλο, αναφέρει ότι κρυβόταν στο δρυοδάσος της Κάπελης κοντά στην Αγία Τριάδα (Μπουκοβίνα), στο κεφάλαιο της αναχώρησης αναφέρει:
Η αναχώρησις εκ του δάσους «Κάπελη» και η σύλληψις των τεσσάρων χωροφυλάκων.
«…Μετά οκτάμηνον παραμονήν εις την περιφέρειαν εκείνην, ανεχώρησα δια την επαρχίαν Πατρών….»
Εξ αυτών συμπεραίνουμε, ότι για να μπορεί να κρύβεται ένας τόσο μεγάλος επικηρυγμένος λήσταρχος, σ’ αυτήν την περιοχή, πρέπει το δάσος να ήταν τεράστιο και αχανές.
(«Η Εξομολόγησης ενός πάλαι ποτέ Λήσταρχου προς την Κοινωνία», Κωνσταντίνου Π. Πανοπούλου, σελ. 57, Αθήνα 1995).
Άλογα στο Κακοτάρι. Αυτή η είδηση μας δίνει πληροφορίες ότι για να επιβιώσουν τα άγρια άλογα σίγουρα πρέπει να ζούσαν και μέσα στα απέραντα και άγρια δάση, ασχέτως αν εκείνες τις δύσκολες ημέρες βρέθηκαν επάνω στον Ωλονό.
«21 Φλεβάρη 1890. Ένα πρωτοφάνερο γεγονός για την Ηλεία, αλλά και για ολόκληρη την Ελλάδα ήταν η ύπαρξη αγρίων αλόγων στο χωριό Κακοτάρι του δήμου Λαμπείας κατά κοπάδια. Τα άλογα αυτά έβοσκαν στα γύρω βουνά του χωριού, όπου οι χωρικοί όταν ήθελαν να έχουν ζώα στην χρήση τους έπιαναν κάθε φορά και τα εξημέρωναν. Μάλιστα τον Φλεβάρη του 1890 μετά από βαρυχειμωνιά στην περιφέρεια αυτή έπεσαν πολλά χιόνια και πάνω από 200 άλογα καταπλακώθηκαν από τα βράχια…».
(«Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Βύρων Δάβος, σελ. 153. Αθήνα 1996).
«Στις 23 Ιουνίου 1890, και οι πυρκαγιές των δασών άρχισαν λίγο-λίγο να γενικεύονται στην Ηλεία. Το όργιο της φωτιάς ήταν τότε το πιο εύκολο μέσον του ξεχερσώματος των κοντινών προς τα δάση χωραφιών, όπου η καταστροφή της πυρκαγιάς προχωρούσε, είτε με σκοπιμότητα του εμπρηστή είτε από αμέλειαν περί την φωτιάν…».
«Στις 20/8/1906 και πάλι μεγάλη πυρκαγιά εξεράγη στο δάσος του Διαδόχου στην Μανωλάδα. Η καταστροφή άρχισε από την θέση Καλύβια και χιλιάδες στρέμματα με δένδρα έγιναν στάχτη. Και σ’ αυτή την φωτιά υπήρχαν υποψίες εμπρησμού…».
«Στις 25/8/1907 μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στην θέση Σιγιάνη και Κοκοριά του χωριού Λάλα. Η ζημιά ήταν μεγάλη κατεστράφησαν 129 στρέμματα. Ενώ μια άλλη ακόμη πυρκαγιά ξέσπασε στην θέση Ντάσα του ίδιου χωριού όπου εκάησαν 20 στρέμματα δρυοδάσους…».
«Στις 15/7/1908, μεγάλη πυρκαγιά ξέσπασε στο ωραιότατο δάσος από δρυς της Κάπελης της ορεινής Ηλείας. Τα χωριά Πέρσαινα και Μηλιές έζησαν την κόλαση της καταστροφής και οι κάτοικοι κινδύνεψαν να καούν ζωντανοί…».
«Στις 15/7/1909 τα δάση της Ηλείας καίγονται. Οι καπνοί στους ορίζοντες της Ηλειακής γης από τα καιγόμενα δάση δεν λένε να κωπάσουν. Το δάσος της Μανωλάδας άρχισε πάλι να καίγεται. Αυτήν την φορά η καταστροφή ξεκίνησε από το δάσος του Διαδόχου. Ο σφοδρός άνεμος την βοήθησε να λάβει τεράστιες διαστάσεις. Πέντε χιλιάδες δένδρα εκάησαν. Η καταστροφή κράτησε οκτώ ώρες…».
Στις 2/10/1910 μεγάλη πυρκαγιά σημειώθηκε στο δάσος της κάπελης στην θέση Κοφτί κοντά στον ποταμό Δουάνα. Εκάησαν πάνω από 1.000 βελανιδοφόρα δένδρα.
«Την 1/8/1922 στο δάσος του χωριού Νεμούτα πυρκαγιά πήρε τεράστιες διαστάσεις και περνώντας από τα δάση του Λάλα και Μπάστα αφού αποτέφρωσε κατέβαινε προς τα δυτικά. Εκάησαν δάση μήκους έξι ωρών και πλάτους τριών ωρών. Κατά αυτήν την πυρκαγιά σημειώθηκαν και ανθρώπινα θύματα…. Πυρκαγιές εξακολουθούσαν. Στο δάσος του Βασιλιά στην Μανωλάδα εκάησαν μεγάλες εκτάσεις, καθώς ελιές και αμπέλια…».
«Τα δάση της Ηλείας και πάλι καίγονται. Στις 27/8/1924 άρχισε η μεγάλη καταστροφή με εμπρησμό δάσους στο χωριό Λάλα Ολυμπίων…».
«Η καταστρεπτικότερη ως τώρα πυρκαγιά δάσους στην Ηλεία ήταν κατά το τέλος του Ιουλίου 1927. Στην πυρκαγιά αυτή που έγινε στο δημόσιο δάσος του Κούμανι της Ορεινής Ηλείας κατεστράφησαν 40.000 στρέμματα κατάφυτα από δρυς. Οι ζημιές που προξενήθηκαν υπολογίστηκαν έως 2.000.000 δραχμές…».
«Την 1/9/1928, μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε μεγάλο μέρος του δάσους στις Μηλιές, Δούκα και Λάλα…».
(«Στον Πύργο και στην Ηλεία του 1821 – 1930», Βύρων Δάβος, Αθήνα 1996).
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο λογοτέχνης άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων, με ένα κείμενο υμνεί τη δρυ, το δένδρο των βουνών και των κάμπων της Ηλείας .
Ονοματολόγιο:
Δεντράκια, Δεντρούλια, τα = περιοχές σε χωριά της Ηλείας που υποδηλώνουν ότι κάποτε σ’ αυτές τις περιοχές, ίσως υπήρχαν συστάδες δρυς.
Κάπελη, = το δρυοδάσος της Φολόης.
Κάπελη, η = το χωριό Αγιοβλασίτικα του δήμου Δύμης Αχαΐας.
Καπελέτον, το = χωριό της Ηλείας.
Καπελίσιος, ο = τοποθεσία στα Σαβάλια Αμαλιάδας.
Καπελιώτης, Καπελίτης, Καπέλης, = επώνυμο Ηλείων, προερχόμενοι από χωριά της Κάπελης.
Λυκόχωρος, ο = τοποθεσία στο Τραγανό, δήμου Πηνειού.
Καστρόδεντρο ή Τρανό Δέντρο, Στοιχειωμένος δέντρος, Δέντρος του Αγά, Κουφόδεντρος, Του Παπά ο Δέντρος, Γυφτοκούτσουρο, Του Πασά ο Δέντρος, Κακός Δέντρος, Αστραπόδεντρος, Δέντρος του Χατζή, Τουρκόδεντρος, Καλογερικός Δέντρος, κ.ά. = Αυτές τις ονομασίες τις απαντάμε σε πάρα πολλούς οικισμούς της Βόρειας Ηλείας. Τα τοπωνύμια αυτά ίσως προήλθαν από υπεραιωνόβια δένδρα δρυς, που κατά καιρούς βρίσκονταν στις εν λόγω περιοχές.
Μεσολογγάκι, το = εγκαταλελειμμένος οικισμός, βόρεια του οικισμού Δουνέϊκα Αμαλιάδας.
Μεσολογγιά, η = τοποθεσία στο Σιμόπουλο Πηνείας.
Νταρέϊκα Δέντρα, τα = τοποθεσία στο χωριό Άγναντα, (σημ. στην τοποθεσία αυτή, σήμερα δεν υπάρχει ούτε μια δρυς).
Ρουπακιά, η = οικισμός στην περιοχή Πηνείας.
Ρουπάκι, το = οικισμός του δήμου Πηνειού.
Ρουπάκι, το = τοποθεσίες στο Καράτουλα, Κουτσοχέρα, Πέρσενα.
Βελανίδι, το = οικισμός στην περιοχή Πηνείας. Ο Προεστός του χωριού το 1821, υπόγραφε με το όνομα Βελανιδιώτης.
Πουρνάρας, Πουρναρόπουλος, Πουρναρίδης, = επώνυμα, προερχόμενα από το δένδρο πρίνος, ή πουρνάρι.
Πουρνάρι, το = τοποθεσία στο χωριό Άγναντα.
Πρινάρι, το = οικισμός στην περιοχή Πηνείας, στις παρυφές της Κάπελης, (παλιά ονομασία Καραγκιούζι).
Υποσημειώσεις:
[1] Αναφέρεται ακατέργαστη ξυλεία (σκόρτσες) για το Συμβούλιο του Ναυτικού της Δημοκρατίας της Ενετίας.
[2] Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὀναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικὰς μας πανηγύρεις, τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. Ὁποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί• οἱ κλῶνές της, γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδημένοι, εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτον ἐκείνη ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου... Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κ' ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποὶ της ἔρωτα θείας ἀκμῆς, κ' ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφὴ της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον. Ἠσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθη». Μ' ἔθελγε, μ' ἐκήλει, μ' ἐκάλει ἐγγύς της. Ἐπόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω• νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμόν της, ὅστις θὰ ἦτον ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν' ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἁδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν' ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της, ν' ἀνέλθω εἰς τοὺς κλῶνας, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας... Καὶ ἂν δὲν μ' ἐδέχετο, καὶ ἂν μ' ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμα της, καὶ μ' ἔρριπτε κάτω, ἂς ἐπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαυὶδ θεολήπτου. Ἐπόθουν, ἀλλ' ἡ συνοδεία τῶν οἰκείων μου, μεθ' ὧν ἐτέλουν τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ἀνὰ τὰ ὄρη, δὲν θὰ ἤθελε νὰ μοὶ τὸ ἐπιτρέψει. Καὶ μίαν χρονιάν, ἦτο κατὰ τὰς ἐορτὰς τοῦ σωτηρίου ἔτους 186..., καθὼς εἴχομεν διέλθει πλησίον τοῦ δένδρου, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μέγα Μανδρί• – ἦτο δὲ τὸ Μέγα Μανδρὶ μικρὸς συνοικισμός, θερινὸν σκήνωμα τῶν βοσκῶν τοῦ τόπου. Ἑκατοίκουν ἐκεῖ ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ οἰκογένειαι ἀγροτῶν. Δύο ἐκ τῶν οἰκογενειῶν τούτων συνεδέοντο πρὸς τοὺς γονεῖς μου διὰ δεσμῶν βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. καὶ ὅλοι ἦσαν φίλοι καὶ συμπατριῶται μας. Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἢ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἢ τῆς Ἀναλήψεως. Ἐπὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα. Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις• δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἁμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. Ἔπληττε τὰς πραείας ἠχοὺς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαί, ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.
Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακράν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτον ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερόν τῆς θέσεως ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν... καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενική τοῦ βουνοῦ. Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἢ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους, καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας – καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἢ ἀπεμακρυνόμην ἀπ΄ αὐτῆς, τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δένδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος• ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον, προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη. Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρῦν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν... Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας, καὶ εἶχε κρουσθεῖ τρελὰ ἀπὸ παιδικᾶς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων...εἶτα, πρὶν ἀπολύσει ἡ λειτουργία, ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος. Διὰ πλαγίου, κρυφοῦ δρομίσκου τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ... διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. Ἐπίστευον ὅτι ἐγνώριζα καλὰ τὸν δρόμον. Ἦτον ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερής, κ' ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν΄ ἀσπασθῶ τὴν ἐρωμένην μου – ἐπειδὴ ἡ δρῦς ὑπῆρξεν ἡ πρώτη παιδική μου ἐρωμένη – καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο, καὶ δὲν θὰ εἶχον ν΄ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους. Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολλήγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὀψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν, καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινὰς κὰθ΄ ὁδόν. Πλὴν πὰρ΄ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, ἐν συνοδίᾳ γυναικῶν καὶ παίδων καὶ ὑποζυγίων• οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν. Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ, κ' ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἂν μὲ συνήντων, μεμονωμένον, μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο, καὶ ἂν δὲν μ΄ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ΄ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον εἰς τοὺς γονεῖς μου, τοὺς ὁποίους θὰ εὕρισκον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδίον. Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον, κ' ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ΄ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἓν σταυροδρόμιον ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ΄ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοὶ ἔνευε μακρόθεν, καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της. Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα, καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι, μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἱμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας... Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν. Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ΄ ὅμως ἠσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλῶνάς της τοὺς κραταιούς, καὶ ἠνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. Ἑκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλῶνάς της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια... Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου.... Ἤμην ἀποσταμένος, καὶ δὲν εἶχον κοιμηθεῖ καλὰ τὴν νύκτα. Ὁ ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ΄ ἐβαυκάλησε, καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας, ὡς εἰς περίεργον παιδίον. Μοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ δένδρον –ἔσωζον καθ' ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου– μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι εὔτορνοι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα κατ' ὀλίγον ἐξεκόλλησαν κ' ἐχωρίσθησαν εἰς δύο• ὁ κορμός μοῦ ἐφάνη ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον, μὲ δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας• οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι εἰς τὸ ἄπειρον, εἴτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ' ἧς ἐγὼ ἐκείμην• καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα, μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ' ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω. Τὸ πόρισμά μου, τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθέν, καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο: «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη• καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν, εἶναι γυναῖκες!» Ὅταν μετ΄ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Καταρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα• δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά...» Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα• ἡ κόρη – ἡ δρῦς, εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγεν:
-Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν....διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ' ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος• θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον... Ἐξύπνησα ἔντρομος, κι ἔφυγον... Ἦτο ἤδη μεσημβρία, καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει.... Ἔκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος... Ἀπὸ τὸν ἀντικρινὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλεῖ ἐξ ὀνόματος. Ἦτον εἷς μικρὸς βοσκός, μὲ τὴν κάππαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του, καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὠδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος, καί, νὰ τρέξω, νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω....
Δὲν ἐνόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργότερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας ὅτι ἡ Ἀμαδρυὰς συναποθνήσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη... Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου, κ' ἐπεσκέφθην τὰ τοπία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον ἔνθα ἦτόν ποτε ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων. Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της. Ὅταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ «Μεγάλο Δέντρο», τὸ ὁποῖον ἦτον ἕνα καιρὸν ἐκεῖ, μοὶ ἀπήντησεν:
-Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τὸ ἔκοψε... μὰ κ' ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του• ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα... Σὰν τὸ 'κοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε χαΐρι καὶ προκοπή. Ἀρρώστησε, καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε...
Τὸ Μεγάλο Δέντρο ἦτον στοιχειωμένο.