Επιμέλεια καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
ΖΩΑ ΚΑΙ ΣΤΑΝΟΤΟΠΙΑ (ποιμνιοστάσια)
Μια μικρή προσπάθεια για μια περιληπτική ξενάγηση στα παραδοσιακά στανοτόπια των γιδοπροβάτων, για να θυμηθούμε εμείς που κάπως τα ζήσαμε και για να μαθαίνουν οι νέοι, που και πως ήταν οι στάβλοι και για την διαβίωση των κτηνοτρόφων μαζί με τα κοπάδια τους.
ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑΣ
Λέγεται ότι οι παλαιοί τσοπάνηδες όταν έπιαναν ένα τόπο με τα ζωντανά τους, τα άφηναν να διαλέξουν τον τόπο που θα κοιμηθούν το βράδυ. Τα γιδοπρόβατα φαίνεται να έχουν κάποιες αισθήσεις παρά πάνω από τον άνθρωπο και επιλέγουν το σημείο που θα κοιμούνται. Το καταράχι είναι σημείο πάντα είναι το ψηλότερο μέρος του τόπου, ή προσήλιο και ευάερο. Επίσης το μέρος που διαλέγουν να έχει περισσότερο οξυγόνο. Στο μέρος που κοιμόντουσαν τα πρόβατα, εκεί κατασκεύαζαν το κατάλυμά τους ή και το σπίτι τους και οι τσοπάνηδες. Επίσης παλαιοί τσοπάνηδες μου ανέφεραν ότι εκεί που κοιμόντουσαν τα πρόβατα ή τα γίδια, εκεί έβαζαν ανθρώπους που είχαν αναπνευστικά προβλήματα και κοιμόντουσαν στο μέσον του κοπαδιού. Έλεγαν ότι με το αναχάραγμα (μηρυκασμό της τροφής) κατά την νύκτα, οι ανάσες των γιδοπροβάτων ωφελούσαν τον άρρωστο, και έπειτα από λίγες ημέρες, πάντα κατά την παράδοση, θεραπευόταν.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΑΝΤΡΙΑ- ΚΑΛΥΒΕΣ - ΜΟΥΤΟΥΠΙΑ
Ο χώρος που στεγάζονταν τα κοπάδια λεγόταν στανοτόπι και αποτελούταν από μια συστάδα κατασκευών με κύρια και βοηθητικά κτίρια, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των ζώων και των τσοπάνηδων. Όσα κατασκευάζονταν από πέτρες τα ονόμαζαν μαντριά, από χωματόπλιθες και πέτρες μουτούπια και από ξύλα και κλαδιά καλύβες.
ΜΑΝΤΡΙ
Τα στανοτόπια που ήσαν στις ορεινές και πετρώδεις περιοχές ήταν κατασκευασμένα κυρίως με πέτρες και τα ονόμαζαν μαντριά, διότι η συστάδα των κατασκευών ήταν από πέτρινες κατασκευές και μάντρες. Μπορώ να κάνω μια μικρή διευκρίνιση για τα μαντριά, όπου συνηθιζόταν να τα κτίζουν χρησιμοποιώντας τις πέτρες τοποθετημένες την μία επάνω στην άλλη, με σειρά και τάξη, χωρίς άλλα οικοδομικά υλικά στήριξης και ασφάλισης, αλλά απλά σκέτες. Συνήθως αυτά τα κτίρια λόγω αυτής της πρόχειρης από τεχνική κατασκευή, ήσαν κυρίως χαμηλά και μικρών διαστάσεων.
Τα μαντριά τα μνημονεύουν και μερικές παροιμιώδεις φράσεις, εξ αυτών ενδεικτικά αναφέρω μερικές: «Από του Ντελή – Δήμου το μαντρί, ούτε γάλα ούτε τυρί!», «Πάρε γυναίκα από σπίτι και σκυλί από μαντρί!», «Κάλλιο μαντριά κι’ υγειά, παρά παλάτια κι’ αρρωστιά!», «Έρμα μαντριά γιομάτα λύκους».
ΚΑΛΥΒΑ
Αυτά που κατασκευάζονταν, εκεί που είχε έλλειψη από πέτρες, τα έλεγαν καλύβια. Τα καλύβια κυρίως επεδίωκαν να τα κατασκευάζουν σε προσήλια και χαλικερά σημεία για να μην κόβει (πιάνει) λάσπη κατά τον χειμώνα. Αυτή ήσαν καθαρά ξύλινες κατασκευές με σκελετό από ισιόκορμα ξύλα διαφόρων μεγεθών. Αυτά προέρχονταν από την ντόπια χλωρίδα και ήσαν κυπαρίσσια, πλατάνια, έλατα, πουρνάρια, δρυς, κουτσουπιές, γάβρος, οξιές κ.ά. Εξωτερικά, για να προστατεύονται τα ζώα, τα αντικείμενα ή και οι άνθρωποι από τον αέρα, τον ήλιο, το κρύο και την βροχή, προσάρμοζαν στα πλάγια αυτών φυλλώματα με τα στελέχη τους όπως, ελατόκλαδα, πευκόκλαδα, πλαστανόκλαδα, φτέρη, ξιφάδα, ψαθί, ράπη, φούντες καλαμιών κ.λπ. για την κάλυψη της σκεπής αυτών χρησιμοποιούσαν ράπη, ψαθί και ξιφάδα.
Η τεχνική της κατασκευής της σκεπής ήθελε να υπάρχει η κατάλληλη τεχνογνωσία και να γίνεται πολύ προσεκτική τοποθέτηση και ανάλογα με το είδος των φυλλωσιών που χρησιμοποιούσαν. Έπρεπε να τοποθετούνται με τέτοιοι τρόπο, ώστε κατά την βροχή να μην εισέρχεται ούτε μία σταγόνα νερού, εντός του εσωτερικού χώρου της καλύβας. Στην κεντρική Ελλάδα παρατηρούταν ότι τις καλύβες τις κατασκεύαζαν κυκλικές, ενώ εδώ στην Πελοπόννησο σε σχήμα παραλληλεπιπέδου.
Για αυτό έκαψα την καλύβα μου, να μην με τρών’ οι ψύλλοι», « Σπίτι μου - σπιτάκι μου και φτωχοκαλυβάκι μου», «Καλύβα έχει κι ο γύφτος», «Πλιότερους χωράει η καλύβα, απ’ το παλάτι», «Σ’ όποιο καλύβι κι αν διαβείς, θα φας και θα κοιμηθείς». Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας σήμερα συναντάμε οικισμούς εγκαταλελειμμένους και μη, με το όνομα Καλύβια.
ΕΠΙΔΑΠΕΔΙΑ ΣΤΡΩΜΝΗ
Κατά την διάρκεια του χειμώνα που έβρεχε συνέχεια, τα πρόβατα επάνω στο μαλλί τους κουβαλούσαν νερά, τα οποία κατά την διάρκεια της νύκτας απέρρεαν στο δάπεδο της καλύβας. Επειδή το έδαφος ήταν χώμα, αυτό από τα νερά και τις πατημασιές των ζώων, λάσπιζε. Για ν’ αντιμετωπίσουν αυτό οι τσοπάνηδες στην Πηνεία σαν υπόστρωμα, στο δάπεδο εντός της καλύβας, τοποθετούσαν μια στρωμνή με φούντες φύλλων από κλαδιά σπαρτιάς, σκίντου, κουμαριάς, πεύκου κ.ά. με σειρά και τάξη και επάνω κοιμόντουσαν τα ζώα και όταν ξανά έπιανε λάσπη επάνω σ’ αυτό έστρωναν πάλι το ίδιο. Στα ορεινά μέρη όπου υπήρχαν έλατα, το έστρωναν με ελατόκλαδα. Τα στρωσίδια αυτά τα καθάριζαν κατά τους θερινούς μήνες. Τα στέρφα γιδοπρόβατα τα χώριζαν από τα γαλάρια και αυτά δεν έχριζαν και ιδιαίτερης περιποίησης κυρίως κατά τον χειμώνα. Οι περισσότεροι τσοπάνηδες, δεν τα έβαζαν στα καλύβια για προφύλαξη από τις καιρικές συνθήκες, αλλά τα άφηναν ελεύθερα στους λόγγους.
ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
Στα στανοτόπια τα κεντρικά μαντριά ή καλύβια ήταν οι χώροι που διέμεναν οι τσοπάνηδες και αυτά που διαβίωναν τα γιδοπρόβατα, κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Υπήρχαν όμως και δευτερεύουσες βοηθητικές κατασκευές, φτιαγμένες με τα ίδια υλικά για να στεγάζουν τ’ αρνιά που ονομάζονταν τσάρκος, τα στέρφα πρόβατα, τα τυροκομιά, τις αποθήκες σανού και σιτηρών, τ’ αχούρια των υποζυγίων, τα σκυλόσπιτα, τα κουμάσια, τα κοτέτσια κ.ά.
ΑΧΕΡΩΝΑΣ
Αχερώνα έλεγαν την κατασκευή μιας ξέχωρης καλύβας, σε διαλεγμένο στεγνό τόπο, όπως τούμπι και αν ήταν δυνατός να είναι χαλικερός τόπος, όπου εκεί το καλοκαίρι αποθήκευαν τ’ άχερα και τους σανούς. Τα άχερα και τους σανούς δεματοποιούσαν σε χειροποίητες μπάλες με την βοήθεια ξύλινων κασονιών. Επίσης έφτιαχναν και χερόβολα σανού για πιο ευκολία στην συλλογή, την δεματοποίηση και την μεταφορά.
Έξω από τον αχυρώνα στην ύπαιθρο, κατασκεύαζαν ένα είδος τετράγωνου ξύλινου κρεβατιού στερεωμένο στο έδαφος και σε ύψος 50 εκατοστών του μέτρου και περιμέτρου γύρω στα 10 μέτρα. Στις τέσσερις γωνίες του κρεβατιού στερέωναν τέσσερις λεπτούς κορμούς δένδρων σε ύψος τριών μέτρων και πάνω. Σ’ αυτή την κατασκευή επάνω τους καλοκαιρινούς μήνες τοποθετούσαν αρκετές στρώσεις από χλωρά κλαδιά δένδρων με φυλλωσιά το ένα επάνω στο άλλο, που ήσαν προσιτά στα ζώα για τροφή. Τα τοποθετούσαν με σειρά και τάξη το ένα επάνω στο άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε η φυλλωσιά να είναι προς το κέντρο και τα στελέχη των κλαδιών προς το εξωτερικό μέρος. Επεδίωκαν να το στοιβάζουν όσο περισσότερο μπορούν για να τοποθετήσουν όσα περισσότερα δυνατόν κλαδιά. Αυτά υψώνονταν σε κωνικό σχήμα και οι στύλοι κρατούσαν την ισορροπία να μην πέφτουν από τον όγκο και τον αέρα. Επίσης αντί για φυλλωσιές, τοποθετούσαν και σανό. Αν και στην ύπαιθρο τον χειμώνα δεν βρέχονταν εσωτερικά και τα χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα ζώα σε περίπτωση χιονιά. Κατά την χρήση, τραβούσαν και έβγαζαν τα κάτω – κάτω και τάγιζαν τα ζώα και όσο αφαιρούσαν τόσο κατέβαινε ο κώνος. Ήταν ένας τρόπος όπως την σημερινή ενσίρωση χλωρού χόρτου.
ΤΣΑΡΚΟΣ
Μέσα στις καλύβες των γιδοπροβάτων οι τσοπάνηδες κατασκεύαζαν και ένα χώρισμα, ας πούμε δωμάτιο, που το ονόμαζαν τσάρκο. Αυτή η κατασκευή -ήταν ο παιδικός σταθμός της στάνης- όπου εκεί μέσα έβαζαν τα μικρά αρνοκάτσικα, την δεύτερη ημέρα της ζωής τους, να είναι μακριά από τους γονείς τους. Ο λόγος ήταν να μην τρέχουν κοντά στις μανάδες τους κατά την βόσκηση, ώστε να μην βραχούν και κρυώσουν λόγω της ηλικίας των. Επίσης για να μην πίνουν όλο το γάλα της μητέρας τους, αλλά μετά από το ελαφρύ άρμεγμα τ’ άφηναν ελεύθερα για να πίνουν το υπόλοιπο, αυτό οι τσοπάνηδες το ονομάζουν λανάρισμα. Εκεί μέσα στον τσάρκο τους έβαζαν καρπό στις ταγίστρες, νερό στις καρούτες, επίσης τους κρεμούσαν κλαδιά από διάφορα χλωρά δένδρα, για να τρώγουν την φυλλωσιά τους. Τα κλαδιά της ελιάς ήσαν τα πιο θρεπτικά, απ’ ότι έλεγαν οι παλιοί τσοπάνηδες.
Την ώρα που χώριζαν τα αρνοκάτσικα από τις μητέρες τους, γινόταν ένα πανδαιμόνιο από το βέλασμα των μητέρων και των παιδιών τους. Κατά την επάνοδο των μητέρων τους το βράδυ από την βόσκηση γίνεται η απόλυση των αρνοκάτσικων από τον τσάρκο για να τις συναντήσουν. Τότε αυτά στριφογύριζαν σ’ αυτό τον περιορισμένο χώρο, επιδιώκοντας το καθένα να βρει την μάνα του και η καθεμιά προβατίνα να βρει το παιδί της. Μια παροιμιώδης φράση μας αναφέρει τις δυνατότητες αυτών να συνευρεθούν: «Θα το βρει η στραβή προβατίνα το αρνί της!»
ΓΑΛΑΡΙ
Γαλάρι λεγόταν μια ειδική κυρίως κυκλική υπαίθρια κυρίως ξύλινη κατασκευή με επικάλυψη από χόρτα και φυλλωσιές, χωρητικότητας ανάλογα με τον αριθμό των ζωντανών, με εσωτερική κλίση από 30 έως 50 μοίρες και ύψος περίπου δύο μέτρα ώστε στην εσωτερική βάση της κλίσης να κοιμούνται τα γιδοπρόβατα για να μην τα πιάνει ο αέρας και η βροχή. Εκεί τα έβαζαν τους χειμωνιάτικους μήνες όταν ο καιρός δεν ήταν βροχερός. Από το γαλάρι προέκυψε και η ορολογία «γαλάρα», που έτσι ονομάζουν την προβατίνα που έχει γεννήσει και της αρμέγουν το γάλα. Μια παροιμιώδης φράση, μας αναφέρει γι’ αυτά: «Χώρισε τα στέρφα από τα γαλάρια.
ΣΤΡΟΥΓΚΑ
Στρούγκα λεγόταν η κατασκευή που έβαζαν τα πρόβατα για να τα πιάσουν, να τα κουρέψουν, να τα αρμέξουν κ.λπ. υπήρχε η μόνιμη στρούγκα στα στανοτόπια. Επίσης κατασκεύαζαν και άλλες πρόχειρες στρούγκες, μακριά από τα στανοτόπια σε λιβάδια κατά τους θερινούς μήνες, για να τα αρμέγουν και να τα κλείνουν το βράδυ και σε ίσκιους για να σταλίζουν το μεσημέρι. Την δίοδο των καλυβιών και των γαλαριών και των φρακτών την ονόμαζαν ποριά και την πόρτα αυτών λεσά.
ΣΤΑΛΟΣ
Στάλος λεγόταν το χλωρό δένδρο ή η συστάδα αυτών όπου το καλοκαίρι κατά τις μεσημεριανές ώρες τα ζώα αναπαύονταν κάτω από τον ίσκιο. Στους κάμπους εκεί που δεν υπήρχε δένδρο για ίσκιο, τότε κατασκεύαζαν δραγάτες ή περιγουλιές. Αυτές αποτελούταν από μια μεγάλη ξύλινη κατασκευή ύφους περίπου δύο μέτρων και εμβαδού, ανάλογα με το κοπάδι και επάνω στην κατασκευή τοποθετούσαν κλαδιά, καλάμια, χόρτα για να ισκιώνει το μέρος αυτό για να σταλίζουν τα ζώα. Τους θερινούς μήνες τα γιδοπρόβατα έβοσκαν πρώτου χαράξει η ημέρα και ανάλογα, με το υψόμετρο και την ζέστη μόλις ανέβαινε η θερμοκρασία, πήγαιναν στον στάλο. Το απόγευμα όταν άρχιζε να δροσίζει πάλι σκάριζαν και πήγαιναν για βοσκή.
Πότης λεγόταν ο τόπος που πότιζαν τα ζώα, μπορεί να ήταν τεχνητή ποτίστρα (καρούτα), πηγή, αρδευτικό αυλάκι, ρέμα ή και στέρνα. Κατά τους χειμερινούς μήνες είχαν λιγότερη έλλειψη νερού, λόγω της χλωρονομής που έτρωγαν και αυτή συμπλήρωνε τις απαιτήσεις του οργανισμού τους σε νερό.
ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ
Στα στανοτόπια υπήρχε και μια καλύβα ξέχωρη από τις άλλες όπου ήταν το τυροκομείο του τσοπάνη. Εκεί σούρωνε το γάλα, το έβραζε και παρασκεύαζε το τυρί και τα υποπροϊόντα του γάλακτος, όπως βούτυρο, γιαούρτι, μυζήθρες κ.ά. Εκεί αποθηκεύονταν τα βαρέλια με το τυρί, κρεμόντουσαν οι μυζήθρες και οι τσαντήλες (τουλουπάνια), τα καζάνια, τη κάδη που χτυπούσαν το βούτυρο ή το μποτινέλο κ.ά. Επίσης υπήρχε και ο κρεμανταλάς που ήταν ένα ξερό ξύλο με κλαδιά του, μπηγμένο στο έδαφος έξω από την καλύβα για να κρεμούν το χωνί το σουρωτήρι, τις καρδάρες με το γάλα, τις μπακράτσες και τις τυροπιτιές, να μην τα φθάνουν τα σκυλιά. Για να μην ανεβαίνουν τα φίδια και οι γάτες τον κεντρικό κορμό τον κάλυπταν περιφερειακά με σπαραγγιές. Τα τυριά συνήθως τα τοποθετούσαν σε ξύλινα βαρέλια και αν είχαν κάποια σπηλιά κοντά τα έβαζαν εκεί διότι εντός των σπηλιών η θερμοκρασία είναι πάντα μικρότερη και κρατάει δροσιά. Εάν δεν είχαν κάποια σπηλιά, μόλις ψηνόταν (ωρίμαζε) το τυρί το τοποθετούσαν σε πήλινα δοχεία και αφού το ασφάλιζαν με ρετσίνι ή κερί τα τοποθετούσαν μέσα σε σκαμμένους λάκκους στο έδαφος και μετά τους σκέπαζαν. Η τακτική αυτή απέβλεπε στην διατήρηση, αλλά και επί ανωμαλιών (πόλεμος, κλέφτες, φυσικές καταστροφές), μετά την ηρεμία έσκαβαν και το έβγαζαν για τις διατροφικές τους ανάγκες. Όπου με αυτή την τακτική την ακολουθούσαν και με τα υπόλοιπα προϊόντα, ακόμη και με ρούχα, τιμαλφή κ.λπ.
ΠΕΡΙΦΡΑΞΗ
Πριν την βιομηχανική περίοδο οι τσοπάνηδες, τις περιφράξεις για τα ζώα τις κατασκεύαζαν με κλαδιά ακανθωδών θάμνων και δένδρων. Αυτά τα τοποθετούσαν σε σειρά το ένα επάνω στο άλλο, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να εισχωρήσουν ή και να πηδήσουν. Τέτοια δένδρα ήσαν οι αγραπιδιές, οι τρικοκιές, τα σφάλακτα, τα παλιούρια, κ. ά. Επίσης μια κατασκευή ήταν και η παλουκαριά, μια κατασκευή αποτελούμε από παλούκια (πάσσαλοι) κυρίως σχιζάρια δρύινα ή οτιδήποτε ξύλο ευδοκιμούσε σε κάθε τόπο, τοποθετημένα το ένα κοντά στο άλλο μέσα στο έδαφος, με ύψος πάνω από αυτό μέχρι 120 εκατοστά του μέτρου. Επίσης ως φράκτη χρησιμοποιούσαν και τα φυσικά εμπόδια, γκρεμούς, ανισόπεδο έδαφος, δασιές συστάδες θάμνων, βατώνες κ.λπ. Οι ακανθώδες θάμνοι παλιούρια ήσαν πολύ επικίνδυνα για να παραβιαστούν. Μια παροιμία μας αναφέρεται σ’ αυτά: «Έκλεισε με το σπίτι του με παλιούρια!»
ΤΣΟΠΑΝΟΣΚΥΛΑ
Κάθε τσοπάνης για την ασφάλεια του κοπαδιού του, από σαρκοφάγα ζώα και από ζωοκλέφτες είχε μεγαλόσωμα σκυλιά τα ονομαστά τσοπανόσκυλα ή μαντρόσκυλα. Γι’ αυτά βασικά δεν προέβαιναν σε ιδιαίτερες κατασκευές, διότι πάντοτε τα άφηναν λυτά (ελεύθερα). Αυτά, όλη την ημέρα προτιμούσαν να κοιμόνται ή να περιφέρονται άσκοπα, αλλά όταν αντιλαμβάνονταν κάποιο άγνωστο εισβολέα τότε γάβγιζαν και επιτίθονταν με άγριες διαθέσεις. Για τα σαρκοφάγα ζώα και τους αγνώστους ανθρώπους ήταν πολύ επικίνδυνα. Υπάκουαν μόνο στις εντολές του ιδιοκτήτη και κινούνταν στα στανοτόπια. Κατά την μετακίνηση του κοπαδιού, τα τσοπανόσκυλα ακολουθούσαν το κοπάδι και τον τσοπάνη κατά τις ώρες της βόσκησης και της μεσημεριανής ανάπαυλας. Κατά τις νυκτερινές ώρες ήσαν οι ακούραστοι φύλακες των στανοτόπων και φυσικά των κοπαδιών.
ΑΧΟΥΡΙ
Αχούρι λεγόταν ο στάβλος που φιλοξενούσε άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και βοοειδή. Αυτά από το Πάσχα και πέρα, μέχρι και του Αγίου Δημητρίου τ’ άφηναν να κοιμούνται στην ύπαιθρο.
Ένα δημοτικό μας τραγούδι που αναφέρεται στον αποκλεισμό και την καταστροφή, του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, το καλοκαίρι του 1822, αναφέρεται στ’ αχούρια: «Κλείσαν οι στράτες του Μοριά, ’κλείσαν και τα ντερβένια. Κλαίνε τ’ αχούρια γι’ άλογα…» Επίσης τ’ άλογα που διαβιούσαν στ’ αχούρια τα ονόμαζαν «αχουριάρικα». Το ατημέλητο σπίτι ή κτίριο το ονόμαζαν «αχούρι».
Στα χαγιάτια των κατασκευών υπήρχαν ξύλινοι οριζόντιοι δοκοί, όπου εκεί κρεμούσαν τα ντρουμπούκια του καλαμποκιού, όπου τα χρησιμοποιούσαν για κάρπισμα των ζώων κατά την γέννα και τον σκληρό χειμώνα. Επίσης στα χωριά της Κάπελης, κατασκεύαζαν με ξύλα σε εξωτερικό χώρο μια κατασκευή ύψους ενός μέτρου περίπου και αναλόγου εμβαδού, όπου εκεί μέσα αποθήκευαν τα βελανίδια που συνέλεγαν από τα δένδρα και τα χρησιμοποιούσαν για κάρπισμα των ζώων τον χειμώνα. Αυτά δεν χρειαζόταν να τα προστατεύουν από την βροχή, διότι όσο βρέχονταν απελευθερώνονταν οι τανίνες και έτσι δεν πίκριζε όταν το έτρωγαν τα ζώα.
Κασόνι λεγόταν η ξύλινη κατασκευή αποθηκευτικού χώρου, που έμοιαζε σαν ένα τεράστιο κουτί, που κατασκευάζονταν ή τοποθετούνταν εντός των αποθηκών ή αχουριών και μέσα σ’ αυτό φυλάσσονταν οι ξηροί καρποί για να ταγίζουν τα ζώα, όπως καλαμπόκι, κριθάρι βρώμη κ.λπ.
Παχνί λεγόταν η ταΐστρα σανού, μια ειδική κατασκευή, όπου τοποθετούσαν τον σανό ή το άχυρο για να το φάνε τα ζώα και να μην σπαταλείται.
Κορύτα, λεγόταν η ξύλινη λεκάνη φτιαγμένη από κορμό ευθύκορμου δένδρου, όπου ήταν εσκαμμένη για να βάζουν νερό να πίνουν, ή και καρπό για τα ζώα. Ποτίστρα ή πότης λεγόταν η κατασκευή που έβαζαν νερό για να πίνουν τα ζώα.
ΚΟΥΜΑΣΙ
Κουμάσι λεγόταν η κατασκευή που φιλοξενούσε τα γουρούνια. Αυτό στην ημιορεινή και πεδινή Ηλεία το κατασκεύαζαν με πέτρες χτιστό, ή με σχιζάρια παλούκια κυρίως από δρυς ή από οτιδήποτε άλλο σκληρό και ευθύκορμο ξύλο. Τα τοποθετούσαν βαθειά στο έδαφος και τα έβαζαν το ένα δίπλα στο άλλο με σειρά και τάξη και τα συνδέανε μεταξύ τους για να μην τα γκρεμίζουν τα γουρούνια. Εκεί που έπρεπε να γεννήσει η γουρούνα χώριζαν ένα μέρος και πριν γεννήσει το έστρωναν με στρωμνή από άχερα και σανούδια.
Παροιμίες:
«Αργά - αργά η γουρούνα, πιλάλα τα γουρνόπλα, αντάμα φτάνουν το δείλι στο κουμάσι!», «Καλό κουμάσι και αυτός!», «Ούλα τα γουρούνια την ίδια μούρη έχουνε!»
Τα γουρούνια, απ’ ότι θυμάμαι, τα τάγιζαν σε λάστιχα βαρέων οχημάτων τα οποία τα έσχιζαν στα δύο περιφερειακά και μέσα εκεί έριχναν το νερό ή το πλύμα! Πλύμα έλεγαν τα απομεινάδια των φαγητών, δηλαδή ότι έπαιρναν από το ξέπλυμα των πιάτων και των αντικειμένων της κουζίνας μετά το φαγητό. Πολλές φορές αυτό το ανακάτευαν με πίτουρα και αν ήταν χειμώνας το ζέσταιναν στην φωτιά. Επίσης κατά τους θερινούς μήνες τα γουρούνια τα έδεναν κοντά σε νερό για να λουτσίζονται (βρέχονται) για να δροσίζονται, διότι ζεσταίνονταν πολύ, ένεκα το υπερβολικού λίπους που έχουν κάτω από το γουροτόμαρο. Αυτά με την μύτη τους έσκαβαν στο χώμα και με το νερό γινόταν λάσπη, η λεγόμενη γουρνόλασπη. Λέγεται ότι το γουρούνι είναι το πιο βρώμικο εξημερωμένο ζώο. Αυτό μας το επιβεβαιώνει και μια παροιμιώδης φράση: «Στο γουρούνι δίνεις το μαχτό, κι εκείνο πάει στο σκατό». Από μαρτυρίες πάντα κατά την παράδοση- αναφέρεται ότι στις γουρνόλασπες εγκληματίες έθαβαν τους σκοτωμένους για να μην τους ανακαλύψουν Από μια ιστοριολαογραφική καταγραφή που έχω κάνει, άντλησα αυτή την πληροφορία: «…φορτώθηκε τον σκοτωμένο και πήγε κάτου κοντά στις ιτιές και αφού έσκαψε μια τρανή λακκούβα σαν κιβούρι, έριξε μέσα το σκοτωμένο και μετά τον έχωσε. Πάει παρέκει που είχε δεμένο κάνα δυο γουρούνια και το καπρί το έδεσε εδεκεί χάμου που έθαψε τον σκοτωμένο. Το γουρούνι αφού βρήκε λίγο αφράτο το χώμα έβαλε μπροστά την μουτσούνα του και έσκαβε και έκανε τον τόπο αναγομή… Φτάσανε και στον τόπο που έγινε το φονικό κάτι οσμίστηκε ένα κοντοζάγαρο του αφεντόπλου, αλλά σάματις έφτασε στο καπρί, που ήτανε κάτου από την ιτιά, κώλωσε. Το καπρί, είχε αναγομήσει ούλο τον τόπο και δεν πονηριάστηκε κανείς τους, ότι εκεί ήτανε θαμμένο το τουρκόπλο…»
Στην Κάπελη υπήρχαν πολλά γουρούνια που τρέφονταν αποκλειστικά με το βελανίδι και σκάβοντας με τις μύτες τους έβρισκαν βελανίδια, σκουλήκια και ρίζες που ήσαν κάτω από τα πεσμένα φύλλα των δένδρων. Το βελανίδι για τα γουρούνια ήταν μια από τις καλλίτερες διατροφές τους. Αυτά τη ράτσα των γουρουνιών που ζούσαν στην Κάπελη, οι Καπελίσιοι τα ονόμαζαν «καραμούτζες» διότι είχαν μακριά μούρη, για να σκάβουν το έδαφος. Για να μην σκάβουν τα γουρούνια, οι ιδιοκτήτες τους περνούσαν ένα σύρμα στο επάνω χείλος και κάτω από την μύτη. Τοιουτοτρόπως, όταν αυτά αποφάσιζαν να σκάψουν αυτό τα ενοχλούσε πολύ και έτσι σταματούσαν την προσπάθεια της εκσκαφής.
ΚΟΤΕΤΣΙ
Τα κοτερά, έτσι όπως τα έλεγαν οι παλιοί επικουρούσαν στην οικονομία και στην διατροφή του ανθρώπου. Σχεδόν ανέξοδα, κοντά στους στάβλους, ολημερίς σγάρλιζαν μέσα στις κοπριές ψάχνοντας για σκουλήκια και διάφορα έντομα. Έτσι ήταν απαραίτητα και στον τσοπάνη. Αυτά ως σπίτι είχαν το δικό τους οίκημα. Την κατασκευή, που φύλασσαν τις κότες το έλεγαν κοτέτσι. Αυτό ήταν μια κατασκευή από ξύλα γύρω - γύρω, τα οποία ήσαν τοποθετημένα βαθειά μέσα στο έδαφος για να μην σκάβουν οι αλεπούδες και παραβιάζουν το κοτέτσι, και κοντά το ένα με το άλλο και η σκεπή πάλι ξύλινη ώστε να μην μπορεί να εισέλθει μέσα τα σαρκοφάγα ζώα όπως αλεπού, κουνάβι, νυφίτσα κ.λπ. Εξωτερικά της ξύλινης κατασκευής τοποθετούσαν πυκνά κλαδιά με φύλλα, φτερίνα, ράπη, ξιφάδα, καλάμια με φύλλα, χλωρά πλατανόκλαδα με την φυλλωσιά τους κ.λπ., για να προφυλάσσουν τα ζώα, από το κρύο και την βροχή. Όπου το έδαφος ήταν πετρώδες, κατασκεύαζαν το κοτέτσι με πέτρες και για σκεπή χρησιμοποιούσαν πάλι πλακοειδής πέτρες. Εκεί που κοιμόντουσαν τα πουλερικά εντός του κοτετσιού κατασκεύαζαν ένα είδος κρεβατιού που το ονόμαζαν κούρνια. Αυτή ήταν στερεωμένη στο έδαφος σε ύψος πάνω από μισό μέτρο και επάνω τοποθετούσαν ξύλινες βέργες ή καλάμια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο με μια μικρή απόσταση μεταξύ των ώστε να πέφτουν οι κοτσιλιές στο δάπεδο και να μην περνούν τα πόδια τους από το κενό. Για να γεννήσουν οι κότες τα αυγά, κατασκεύαζαν τις φωλιές, από κλαδιά ή ξύλα και μέσα τοποθετούσαν ξερά χόρτα, σανούδια ή άχερα. Η κάθε φωλιά κατασκευαζόταν στο μέγεθος να χωράει μέσα μόνο μια κότα. Όταν η κλώσσα έκλωθε την τοποθετούσαν σε μια καπονέρα, χώρια από τις άλλες κότες και εκεί στην ίδια καπονέρα μεγάλωνε τους νεοσσούς της.
ΚΟΥΝΕΛΙΑ
Για τα κουνέλια επίσης δεν προέβαιναν και γι’ αυτά σε ιδιαίτερες κατασκευές. Αυτά εκ φύσεως έσκαβαν λαγούμια (τρύπες) μέσα στο έδαφος. Το μόνο που έκαναν, τοποθετούσαν περιφερειακά από τις τρύπες τους ένα συμπαγή περιφερειακά από τις τρύπες τους φράχτη από σχιζάρια παλούκια κοντά - κοντά και ύψους ένα μέτρο και πάνω για να μην βγαίνουν.
Πηγή:www.antroni.gr