ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΛΛΑΣ (ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΣ), Ο ΤΥΡΤΑΙΟΣ ΤΟΥ 1821
Όταν η επανάσταση του 1821 είχε εξαπλωθεί και το ντουφέκι είχε ανάψει σ’ ολόκληρο τον Μοριά, ένας αλλόκοτος λαϊκός τραγουδιστής και συνάμα ποιητής, παρουσιαζόταν περιφερόμενος κυρίως στα μεγάλα μοραΐτικα πολεμικά στρατόπεδα.
Δεν ήταν από τους συνήθεις πολεμιστές τραγουδιστάδες, που κατά την σύσταση των στρατοπέδων, την διάρκεια των πολιορκιών και μετά τις νικηφόρες μάχες, έπαιρναν την φλογέρα ή τον ταμπουρά και διασκέδαζαν τους άνδρες των στρατοπέδων.
Αυτός ήταν ένας πολύ παράξενος και ιδιόμορφος τραγουδοποιός, στιχοπλόκος και άριστος τραγουδιστής. Ήταν κάπου τριάντα ετών, μα η κορμοστασιά και το ύψος του, τον έδειχνε για δωδεκάχρονο παιδί. Είχε κοντά στραβά πόδια με παιδικά δάκτυλα, καμπούρης και από τις δυο πλάτες και ανίκανος για εργασία. Τα χαρακτηριστικά, του κεφαλιού του που ήταν κολλημένο επάνω στο παιδικό κορμί του χωρίς λαιμό φανέρωναν έναν ενήλικα άνδρα. Έτσι γεννήθηκε και έτσι μεγάλωσε, δηλαδή το κορμί του παρέμεινε παιδικό, ενώ το κεφάλι του αναπτύχθηκε φυσιολογικά.
Η φύση ως προς την σωματική διάπλαση τον είχε αδικήσει υπερβολικά, όμως η ίδια τον είχε προικίσει μ’ άλλα περίσσια προσόντα και χαρίσματα. Είχε την έμφυτη ικανότητα, σε μηδέν χρόνο να αυτοσχεδιάζει ποιήματα, τραγούδια και έξυπνους σκωπτικούς στίχους, που προκαλούσαν στο κοινό υπερηφάνεια, γέλωτα και περίσσιο θαυμασμό.
Αυτός ήταν ο περιβόητος Παναγιώτης Κάλλας, ο οποίος γεννήθηκε το 1789 στη Δημητσάνακαι πέθανε το 1825, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Από μικρός παρακολούθησε μαθήματα για δυο χρόνια σε σχολείο της Δημητσάνας όπου έμαθε γραφή και ανάγνωση. Επειδή εκ της φύσεως ήταν φιλάσθενος, αναγκάστηκε να διακόψει τα μαθήματα. Και για αυτό αργότερα σε τακτά διαστήματα, πήγαινε στο σχολείο και παρακολουθούσε μαθήματα, όχι σαν μαθητής αλλά σαν ακροατής.
Από μικρό παιδί έβγαλε προς τα έξω το χάρισμα, με το οποίο τον είχε προικίσει η φύση, εξισορροπώντας την σωματική του αδικία. Η ικανότητα να αυτοσχεδιάζει και να δημιουργεί στίχους, κυρίως με σατυρικά ποιήματα και να τραγουδάει διάφορα τραγούδια, τον έκαναν διάσημο όχι μόνο στην γενέτειρά του Δημητσάνα, αλλά και σ’ ολόκληρη την Αρκαδία.
Κάποια ημέρα κάποιος Δημητσανίτης, που τον άκουγε να τραγουδάει ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι, είπε στους άλλους:
-Για κοιτάξτε, τον Παναγιωτάκη, σαν τον τσοπανάκο είναι το μπόϊ του.[1]
Από τούτο το πουλί, έμεινε στον Παναγιώτη Κάλλα το παρατσούκλι (προσωνύμιο) Τσοπανάκος.
Ότι γινόταν στην Δημητσάνα αλλά και στα όμορα χωριά, ο Τσοπανάκος το έκανε ποίημα ή τραγούδι. Ήταν καλλίφωνος και έπειτα από κάποιο επεισόδιο σκάρωνε και στιχουργούσε τα ποιήματα και τα τραγούδια και έπειτα έβγαινε στην Δημητσάνα και όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι συγχωριανοί του τους τραγουδούσε.
Οι Δημητσανίτες αφού τον τριγύριζαν τον άκουγαν να απαγγέλει τα ποιήματα ή να τραγουδάει τα «κατορθώματα» των συμπατριωτών του, γελούσαν με τα σατυρικά τραγουδάκια του.
Κάποτε ένας συμπατριώτης του, ο Βασίλης Κερκελέσης, άφησε το γουρούνι του να παραπαχύνει, όμως κάποιος κλέφτης, που είχε διαφορετική άποψη, πήγε και το έκλεψε. Τότε ο Τσοπανάκος δεν έχασε την ευκαιρία να το σατιρίσει.
Βρε Βασίλη Κερκελέση
το γουρούνι δεν σ’ αρέσει.
Τ’ άφησες για να παχύνει
μα ο κλέφτης δεν τ’ αφήνει.
Από τα σατυρικά του τραγούδια δεν διεσώθησαν πολλά, παρά μόνο δυο-τρία.
Έτσι, ο Τσοπανάκος ταχύτατα εξελίχτηκε σε λαϊκό ποιητή της Επανάστασης, ως ο νέος Τυρταίος που εμψύχωνε τους πολεμιστές. Περισσότερο εκτιμούσε και θαύμαζε τον Νικήτα Σταματελόπουλο ή Νικηταρά, τον οποίο ακολουθούσε και στις μάχες και του είχε αφιερώσει: αρκετούς στίχους.
Εκτός από τον Νικηταρά, ο Τσοπανάκος είχε υμνήσει και άλλους αγωνιστές, Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, Κανάρη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, καθώς και πολλές μάχες, όπως Δολιανών, Λάλα, Άλωση Τριπολιτσάς, πολιορκία Μεσολογγίου, κ.λπ.
«Γεια σου καπετάν Νικηταρά
πούχουν τα πόδια σου φτερά».
«Του Λεωνίδα το σπαθί
Νικηταράς θα το φορεί,
Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει
και το αίμα του παγώνει».
«Ο καπετάν Νικηταράς
πολέμα σαν παλληκαράς,
μες στους κάμπους πάει κοιμάται
και κανένα δεν φοβάται».
«Ρε Νικήτα παλικάρι
πάρ’ του Δράμαλη το τομάρι.»
«Μες την μέση στα Δερβενάκια
Νικηταράς κόβει τουρκάκια».
«Μες την μέση στην Τριπολιτσά
Νικηταράς χαλάει πασά».
(Συλλογή Ηλίας Τουτούνης, Χρυσοβίτσι Αρκαδίας, Ιούλιος 1992).
Ανταποδίδοντας την αγάπη και την εκτίμησή του, ο Νικηταράς μετά από μια μάχη χάρισε στον Τσοπανάκο ένα άλογο για να μη κουράζεται πεζοπορώντας. Τ’ άλογο όμως, λάφυρο από τους Τούρκους, ήταν με κομμένη ουρά (κολοβό) και επί πλέον χρειαζόταν αρκετή τροφή, πράγμα αδύνατον για τον πάμφτωχο Τσοπανάκο. Οπότε χωρίς να χάσει ευκαιρία συνέθεσε ένα ωραιότατο τετράστιχο ποιηματάκι και το απέστειλε στον Νικηταρά:
«Το δώρο σου Νικηταρά
είν’ άλογο χωρίς ουρά,
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι!»
Το τετράστιχο έφτασε και στην Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία με μεσολάβηση του Νικηταρά, έδωσε εντολή να εφοδιάζεται ο Τσοπανάκος με κριθάρι για το άλογό του.
Τα ποιήματά του κυκλοφόρησαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια».
Ο Τσοπανάκος πέθανε το Ιούνιο του 1825, νεότατος ακόμη. Λέγεται, ότι έφαγε πολλά αγριοκορόμηλα. Κάποια ημέρα του 1825 επιστρέφοντας από το Ναύπλιο προς την Τρίπολη, πέρασε από τον Αχλαδόκαμπο. Στον δρόμο συνάντησε μια αγριοκορομηλιά, φορτωμένη με άγουρα κορόμηλα. Κουρασμένος και νηστικός καθώς ήταν, στάθηκε καβάλα κάτω από το δένδρο, και επειδή έφθανε εύκολα τους καρπούς, έφαγε πολλούς από αυτούς. Σε λίγο τον πιάσανε δυνατοί πόνοι. Μετά από λίγες ώρες του ανέβηκε πυρετός και καθώς ήταν μόνος και αβοήθητος, άφησε στον λόγγο την τελευταία του πνοή, αφού έπεσε από το άλογό του νεκρός.
Πέθανε πάμφτωχος (ο θάνατός του προήλθε από δυσεντερία), χωρίς να έχει τ’ απαραίτητα για να συντηρηθεί και θάφτηκε στη Δημητσάνα. Η Δημητσάνα τον τίμησε δίνοντας το 1930 το όνομά του σ’ έναν δρόμο.
Βρήκε παρόμοιο θάνατο, όπως και ο ποιητής Μπερτόλδος, ο άσχημος και μικροκαμωμένος κι εκείνος λαϊκός τύπος. Μόνον που ο Μπερτόλδος, έσκασε από τα πολλά κάστανα που έφαγε και αυτός λαίμαργα, καθώς ήτανε θεονήστικος, ενώ ο Τυρταίος του ’21 πέθανε από τα άγουρα κορόμηλα.
Τοιουτοτρόπως η πατρίδα και οι αγωνιστές του 1821, έχασαν τον κακοφτιαγμένο αλλά χαριτωμένο τραγουδιστή τους, που με τα ποιήματα και τα τραγούδια του, εμψύχωνε τους αγωνιστές υμνώντας τα κατορθώματά τους,και τοιουτοτρόπως κράτησε υψηλά το ηθικό των πολεμιστών και συνάμα ξεκούραζε και διασκέδαζε ολόκληρα στρατόπεδα.
Στα στρατόπεδα όπου βρισκόταν του φώναζαν:
«Τσοπανάκο εδώ! Τσοπανάκο εκεί!
Πες μας κι άλλο Τσοπανάκο,».
Η γλώσσα των στίχων του Τσοπανάκου περιλαμβάνει αρκετά στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας ταυτόχρονα παρουσιάζει αδυναμίες, αλλά η προσφορά του στον Αγώνα με το περιεχόμενο των στίχων του είναι τεράστια. Τα περισσότερα σατιρικά ποιήματά του έχουν χαθεί, ενώ τα άλλα εκδοθήκαν το 1838 από τον Τριπολιτσιώτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια». Μια δεύτερη έκδοση βγήκε το 1846, από τους μαθητές του Βαρβάκειου.
Ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, γράφει: Τσοπανάκος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν Δημιτσάναν. Κατὰ δὲ τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπαναστάσεως μὴ δυνάμενος νὰ φέρῃ ὅπλα, διότι ἦτον ἀδυνάτου σώματος καμπούρης καὶ στραβοπόδης, οὗτος ὁ πυγμαῖος, ἂν καὶ τοῦ ἔλειπαν ὅλα, εἶχεν ὅμως μεγάλον τὸν Ἑλληνικὸν αἴσθημα κατὰ τῶν τυράννων, διότι ἔτρεχεν εἰς τὰ στρατόπεδα τῶν Ἑλλήνων, καὶ εἰς τὰς πολιορκίας, ἐνθουσιάζων τοὺς στρατιώτας, καὶ γράφων καὶ στίχους ἐπαινετικοὺς εἰς τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς καπεταναίους· ἦτον ὁ νέος ποιητὴς τῆς ἐπαναστάσεως. Ἀγαποῦσε πολὺ νὰ βλέπῃ τὸν στρατηγὸν Νικήταν Σταματελόπουλον, καὶ ὅπου καὶ ἂν ἐπήγαινε καὶ ἐστέκετο τοὺς στίχους τοὺς ὁποίους ἔκαμνε τοὺς ἀνεγίνωσκε πρῶτον τοῦ Νικήτα, καὶ ἔπειτα ἐπήγαινεν εἰς τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς ἔψαλλεν.
Εὑρεθεὶς δὲ εἰς μίαν μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ στρατηγὸς Νικήτας ἐνίκησεν, καὶ οἱ στρατιῶταί του ἐπῆραν πολλὰ λάφυρα καὶ ζῶα, ἔλαβεν ἕνα ἄλογον, τὸ ὁποῖον τοῦ ἐχάρισεν ὁ Νικήτας διὰ νὰ περιπατῇ καβάλα· ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦτο πτωχὸς καὶ δὲν εἶχεν ἔξοδα νὰ τὸ θρέψῃ, ἔκαμεν ἕνα γράμμα τοῦ Νικηταρᾶ, οὕτως τότε ἔλεγον, καὶ τοῦ ἔγραφε·
«Τὸ δῶρό σου Νικηταρᾶ,
ἄλογο χωρὶς νουρὰ,
ἢ μοῦ στέλλεις καὶ κριθάρι,
ἢσοῦστέλνωτὸτομάρι».
Ἡ Πελοποννησιακὴ Γερουσία τοῦ ἔδιδε τὰ ἔξοδά του. Ἠθέλησε νὰ ὑπάγῃ εἰς Δημιτσάναν τὴν πατρίδα του καβάλα μὲ τὸ νέον ἀποκτηθὲν ἄλογον, εἰς δὲ τὸν δρόμον ὅπου ἐπήγαινεν εὑρῆκε δένδρα ὀνομαζόμενα κορομηλιαῖς, αἱ ὁποῖαι εἶχον τοὺς καρποὺς, τὰ κορόμηλα, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ εἶδε, ἐστάθη καβάλα ἀπὸ κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρον, καὶ ἐπειδὴ ἔφθανεν εὔκολα τοὺς καρποὺς, ἔφαγε πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς, καὶ τοῦ ἔφερον τὸν θάνατον.
Τοιουτοτρόπως ἐχάθη ὁ πτωχός. Ἀφοῦ ἡ φύσις τὸν ἐστέρησε τὸ σῶμα, τοῦ ἔδωκε μὲν πνεῦμα πολὺ, ἀλλὰ κοιλίαν μικρὴν καὶ ἀδύνατον καὶ διὰ τοῦτο μὴ δυνάμενος νὰ χωνεύσῃ τὰ κορόμηλα ἀπέθανεν.
(«Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον ελθόντων κληρικών στρατιωτικών και πολιτικων των αγωνισαμένων τον αγώνα της επαναστάσεως», Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, εκδοθέντος υπό του Σταύρου Ανδριόπουλου Αεροπαγίτου, τυπογραφείο Π. Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις, 1888).
1. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΑΛΑ
Ο τρομερός ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος
πόλεμος ήτο στου Λάλα,
Τούρκοι ’λέγαν άλλα, άλλα.
-
Ο Δημητράκης καπετάν,
που λέγει ταν ή επί ταν
των Λαλαίων λέγει στήστε
κι όλοι σας ν’ ακροαστείτε!
-
Παύομε τα τουφέκια μας,
κ’ εσείς τα τουμπελέκια σας,
ν’ ακούστ’ αστροπελέκια,
τα Καρυτινά τουφέκια.
-
Μια παταριά τους δώσανε,
τριακόσιους εσκοτώσανε,
τα Καρυτινά τουφέκια
πήρανε τα τουμπελέκια.
-
Έλληνες ανδρειότατοι
όλ’ είσθε θαυμαστότατοι,
που σκοτώστε τους Λαλαίους,
τους βάρβαρους και χυδαίους.
-
Και χωριά την καβαλαρία
τους χαϊταλήδες τα σκυλιά
Ευαγγέλης με τα τόπια,
κόφτει των Τουρκών τα πόδια.
-
Δώδεκα ώρας πολεμούν,
χωρίς να φαν, χωρίς να πιουν,
έως πότε τυραννία;
Ζήτω η ελευθερία!
-
Λαλαίοι απ’ τον φόβο τους
επήρανε τον δρόμο τους,
και τ’ αφήσανε του Λάλα
και κλεισθήκανε στην Πάτρα.
-
Απ’ το τουφέκι το πολύ
στον Άδη πήγε η βοή,
και τ’ άκουσαν οι ανδρειωμένοι,
κ’ εχάρηκαν οι καημένοι.
-
Ο Άδης επωδύρετο,
οι ανδρειωμένοι ’σύροντο,
να στρίψουνε τας πύλας
να βρεθούν στας Θερμοπύλας.
-
Ω, Αχιλλέα κ’ Ηρακλή,
και θαυμαστέ Θεμιστοκλή,
σηκωθήτ’ από τους τάφους
να ιδείτε νέους άθλους.
-
Να δείτε ήρωας πολλούς,
ανδρειωμένους θαυμαστούς,
π’ έχουν τα σπαθιά ζωσμένα,
τα τουφέκια γεμισμένα.
-
Να δείτε νίκας των Γραικών,
και τη φθορά Οθωμανών.
Βγείτε, παρακαλώ σας,
τώρα αν είναι ορισμός σας.
(Καρόλου Ε. Μοραΐτη, «Άπαντα Κάλλα – Τσοπανάκου», σ. 92, εκδόσεις Νέες Ιδέες, Νικ. Π. Ξανθάκος, Αθήναι 1989).
2. (ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΙΑΣΤ’ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ)
Τώρα που πιάστ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο θάνατος.
Πολεμούν μέσα στου Λάλα
σκούζουν Τούρκοι άλα άλα.
Τώρα που πιάστη ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος.
Πολεμούν στα Δολιανά
κλαίνε μάννες και παιδιά.
3. (ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣ’ ΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ)
Πόλεμος μεσ’ το Βαλτέτσι
π’ έπεφτ’ άμετρο τουφέκι,
τους Τούρκους εσκοτώνανε,
Τούρκοι τους εμαζώνανε.
Τους επήραν τις πυργέλες
και τα άτια με τις σέλες,
ένα τσιαντήρι θαυμαστό,
γιουρούκ μπαριάκι χωριστό.
Ω! απόγον’ ανδρειωμένα,
απ’ τους Έλληνας σπαρμένα!
θάνατον δεν τρομάζουνε,
παρά τους Τούρκους κράζουνε.
Για να βγουν στην πεδιάδα,
να παλεύουν με τα άτια.
Οι Έλληνες χωρίς σπαθιά,
οι Τούρκοι με καβαλλαριά
μέσ’ στον κάμπο πολεμούνε,
και τους Τούρκους τους νικούνε.
4. Ο ΔΡΑΜΑΛΗΣ
Ο Δράμ-πασάς εφρένιασε,
απ’ τα Δερβένια πέρασε,
κι έρχεται με μίαν ζάλη,
διά να μας καταβάλη.
Η ώρα η χαροποιά,
έφθασε τώρα βρε παιδιά,
έφθασε και των τυράννων,
η φθορά των Μουσουλμάνων.
Ω! Πρίγκιψ, Πρόεδρε Βουλής,
διά το γένος προσπαθείς,
κλείσθηκες στο κάστρο στ’ Άργους,
να κρατήσεις τους βαρβάρους.
Τούρκους δεν εφοβήθηκες,
την δόξαν σου αρνήθηκες.
Να τιμήσεις την πατρίδα!
ν’ αφανίσεις την ασπίδα.
5. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
Ω! ήρωα Νικηταρά,
τα θαύματα σ’ είν’ φανερά,
Αγινόρι και Στεφάνι,
δυο πολέμους εκεί κάμνει.
Πολλούς Τούρκους ’θανάτωσε,
στα λάφυρα δεν άπλωσε.
Φάνηκε Λυκούργος νέος,
νομοθέτης και γενναίος.
Σαν λεοντάρι χλεμεντρεί,
τους Τούρκους καταπατεί.
Τους επήρε χαζινέδες
κι όλους τους τζεμπιχανέδες.
Πήρε ζώα περισσά
και τα καμήλια χωριστά,
τους επήρε τα νταβούλια
και τα τουμπλέκια ούλα.
Και ο πασάς ο Δράμαλης,
λιγώθηκεν ο ζάβαλης,
κι έπεσ’ από την καβάλα,
λέγοντας το άλα, άλα.
Τούρκοι τον παραστέκουνε,
να τον καβαλικεύσουνε,
έλαβε μεγάλον φόβον,
για να έβγη εις την Κόρθον.
Ω! ήρωα Νικηταρά!
Σαν αετός με τα πτερά,
βρίσκεσαι σε κάθε μέρη,
κάμνεις θαυμαστό σεφέρι.
Στο Δερβενάκι το μικρό,
πάλι έκαμες τον πόλεμο,
έχυσες Τουρκών το αίμα,
ως καθώς τρέχει το ρέμα.
Ω! Λεωνίδα καινουργέ,
των Τουρκών όλων φονουργέ,
στο γιαλό οι Τούρκοι πέφτουν,
την παντιέρα σου όταν βλέπουν.
Ω! ήρωα Νικηταρά,
η ποθητή Πατρίς βοά,
η ορμή σου πλιό ας λείψη,
μη μας φέρεις καμιά θλίψη.
Όλη η γη καταβοά!
Ω! ήρωα Νικηταρά,
που θανάτωσες με πέτρα,
έναν Τούρκο, τον Δραπέτα.
6. ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΤΟ ΣΠΑΘΙ
Κολοκοτρώνη το σπαθί,
σήμερα τρέχει με ορμή,
πολεμάει έξω στο Άργος,
με ανδρειωμένο θάρρος.
Στο Δερβενάκι το μικρό,
έκαμε πόλεμο πικρό.
Νίκησε τριάντα χιλιάδες,
από τους μωχαμετάδες.
7. ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Ορέ Γέρο του Μοριά,
θέλουμε ελευθεριά.
Άιντε Γέρο, μάνι, μάνι,
τράβα το, το γιαταγάνι.
8. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Κολοκοτρώνης και Νταγρές,
στον πόλεμο κάνουν χαρές,
όλη μέρα πολεμάνε
και το βράδυ τραγουδάνε.
Τούρκοι παραδοθείτε,
γιατί όλοι θα χαθείτε!
Τ’ άρματα δεν τα δίνουμε,
το αίμα μας το χύνουμε.
Θα τα δώστε, θα τα δώστε
και τη ζωή δε θα γλιτώστε.
(Γεώργιος Θ. Μαραζιώτης «Η Κλεφτουριά του Μοριά», σελ. 83, Αθήνα 1985).
9. ΜΑΧΗ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τούρκων ο όλεθρος
και στον Άγιο Βλάση νίκη,
βοηθεί η θεία δίκη.
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος,
πόλεμος στη Μαντινεία
ω! Ελληνική ανδρεία!
Πόλεμο κάνει ο Δαγρές,
μύριες, χίλιες φορές,
οι Περσιάνοι τον εκλειούνε
και με πέτρες τον κτυπούνε.
Δεν ημπορεί να σηκωθεί,
παρά ανδρείως πολεμεί,
είκοσι Τούρκους σκοτώνει,
σμίγει τον Κολοκοτρώνη.
Κολοκοτρώνης και Δαγρές,
στους Τούρκους κάνουνε φθορές,
σκοτώσανε διακόσιους
και λαβώσανε άλλους τόσους.
Τρακόσια ζώα πήρανε,
καθώς πολλοί τα είδανε,
τους επήραν τα μουλάρια,
τ’ ανδρεία παλικάρια.
10. ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΓΛΥΚΑΔΑΣ ΠΑΤΡΩΝ (ΓΗΡΟΚΟΜΕΙΟΥ)
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος,
πόλεμος στην Εγλυκάδα
χαίρ’ ευφραίνου, ω Ελλάδα!
Πόλεμος έγινε φρικτός,
βέβαια αποδεικτός,
έγινε φθορά στους Τούρκους,
στους αχρείους Μαμαλούκους.
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος,
πόλεμος έγινε κι άλλος,
θαυμαστός είν’ μεγάλος.
Στου κυνηγού στου Ρωμανού,
με βαρβάρους πολεμούν,
καπετάν Κολοκοτρώνη,
ο Θεός σε δυναμώνει.
Μόνος του τρέχει με ορμήν,
με την ηρωικήν φωνήν,
έκαμεν μεγάλην νίκην
και στους Τούρκους καταδίκην.
Μαχμούτ’ έχεις πολλούς,
γιατί να στέλλεις ’λιγοστούς;
Στείλε εκατόν χιλιάδες,
από τους ’ποδηματάδες.
Να ’δεις ευχαριστήρια,
Γραικών τα νικητήρια,
που η δόξα σου Μαχμούτη;
Εντροπή σου είναι τούτη.
Η ώρα η χαροπιά,
έφθασε τώρα, βρε παιδιά,
έφθασε και των τυράννων,
η φθορά των Μουσουλμάνων.
11. ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΤΟ ΣΠΑΘΙ
Του Λεωνίδα το σπαθί,
Κολοκοτρώνης το φορεί,
Τούρκος σαν το δει, λιγώνει
και το αίμα του παγώνει.
Πολεμούν στα Δολιανά,
κλαίν’ οι καδένες για παιδιά,
πολεμούνε και στο Βαλτέτσι,
πέφτουν οι Τούρκοι σαν λελέκοι,
πολεμούνε και στου Λάλα,
Τούρκοι λέγανε άλα, άλα.
(Αθανάσιος Κ. Οικονομίδης, «Τραγούδια του Ολύμπου», σελ. 53-54, αρ. 70, 1881).
12. ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΤΟ ΣΠΑΘΙ
Του Λεωνίδα το σπαθί,
Κολοκοτρώνης το φορεί,
Τούρκος αν το δει λαβώνει
και το αίμα του παγώνει.
Όσοι Τούρκοι το είδανε,
στα μαύρα ντυθήκανε.
- Τούρκοι δώστε τ’ άρματά σας,
να γλιτώστε τα παιδιά σας.
-Τ’ άρματα δεν τα δίνουμε,
το αίμα μας το χύνουμε.
- Θα τα δώστε, θα τα δώστε,
από το σπαθί μ’ να γλιτώστε.
Πόλεμος μες στο Βαλτέτσι,
πέφτουν οι Τούρκοι σα λελέτσοι,
πόλεμος μες τα ταμπούρια,
πέφτουν οι Τούρκοι σα γαϊδούρια,
πόλεμος μες το Λεβίδι,
πέφτουν Τούρκοι χάμου χίλιοι,
πόλεμος στα Δολιανά,
σκούζουν μάνες και παιδιά.
Ο καπετάν Νικηταράς,
πολεμάει σαν πουτσαράς.[2]
Μες στους κάμπους πάει κοιμάται,
και κανέναν δεν φοβάται.
Ο καπετάν Δαγρές,
μες στον πόλεμο χαρές
και ο καπετάν Γιατράκος
κάθ’ ημέρα κάνει τράκους.
Κολοκοτρώνης μίλησε
και λέει του Γιατράκου:
- Ρεσάλτο να τον κάνουμε,
γιατ’ έπιασε ο Χειμώνας.
(- Αντώνης Ι. Νικολόπουλος «Μηνιαίος νέος κόσμος» φιλολογικό περιοδικό, τεύχος Γ΄, σελ. 162, αρ. 52, Ιούνιος 1934.
- Ν. Μιχαλόπουλος, «Ποιητική Ανθολογία», σελ. 103-104, 1885).
13. ΑΣΜΑ ΤΣΟΠΑΝΑΚΟΥ
Αρχή που πιαστεί ο πόλεμος
και των Τούρκων ο σκοτωμός.
Πόλεμος μες το Λεβίδι,
σκοτώνονται Τούρκοι χίλιοι.
Πόλεμος μέσα στη Γράνα,
σκοτώνονται Τούρκοι τριάντα.
Κολοκοτρώνης και Νταγρές,
στον πόλεμο κάνουν χαρές.
Γεια σου καπετάν Γιατράκο,
μες τους κάμπους κάνεις τράκο.
Μες στους κάμπους χωνόταν,
απειλή δεν φοβόταν.
Άλλους κόβει, άλλους σφάζει,
κι άλλους μες τη χώρα μπάζει.
Τούρκοι για δώστε τ’ άρματα,
για θα γενείτε κάρματα.
Δώστε, δώστε τ’ άρματά σας,
να γλιτώστε τα κορμιά σας.
Το αίμα μας το χύνομε,
τ’ άρματα δεν τα δίνομε.
Θα τα δώστε, θα τα δώστε,
ύστερα θα μετανιώστε.
(«Πανδώρα», Περιοδικό, τόμος ΙΔ΄, σελ. 534, αρ. 14).
14. (ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ)
Πόλεμος μες στο Βαλτέτσι,
που πέφτ’ άμετρο ντουφέκι,
πόλεμος ήτον στου Λάλα,
Τούρκοι λέγαν: «Αλλάχ άλα!».
15. (ΤΟΥ ΚΑΪΜΑΚΑΜΗ ΤΟ ΣΠΑΘΙ)
Του Καϊμακάμη το σπαθί,
Κολοκοτρώνης το φορεί,
και στη μέση το βάνει,
πάρα πήρε σάλτο κάνει.
- Έλληνες, τα ντουφέκια σας,
Τούρκοι, τα τομπελέκια σας,
δώστε τα, Τούρκοι τ’ άρματα,
να μη γενείτε κάρματα.
- Το αίμα μας το χύνουμε,
τ’ άρματα δεν τα δίνουμε.
- Θα τα δώστε, θα τα δώστε,
τις καντούλες να γλιτώστε.
(Π. Παπαζαφειρόπουλος «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνικού Λαού», σελ. 84, αρ. Μ΄, Πάτρα 1887, τυπ. Κάδμος, βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία).
16. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Έπειτα έκαμε αρχή,
Κολοκοτρώνη το σπαθί,
έκαμε εις τον Μορέα,
η Έλληνική ρομφαία.
Όταν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος,
στο λιβάδι πολεμούνε
και τους Τούρκους τους νικούνε.
Πάλιν άρχισ’ ο πόλεμος
και των Τουρκών ο όλεθρος,
πόλεμος του Αρσενίου,
εικοσιπέντε Απριλίου.
Έξω στο Άργος πολεμεί,
τους Τούρκους τους καταπατεί,
τον κλειούν στην κεκρυμμένη,
η καρδιά του είν’ αντρειωμένη.
Εξήντα ώρας πολεμεί,
χωρίς να φάγει και να πιή,
πολεμά μ’ οκτώ ηρώους,
κι έκαμεν εξήντα φόνους.
Παίρνει στο χέρι το σπαθί
και φεύγει με πολλήν ορμή,
από τρεις χιλιάδες φεύγει,
ο Θεός τον συνοδεύει.
17. (ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΖΕΙ Η ΧΑΡΑΥΓΗ)
Γλυκοχαράζει η χαραυγή,
λάμπει ο ουρανός και η γη,
φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
Εδώ θ’ ο Γέρος του Μοριά,
γεια σου χαρά σου λεβεντιά,
με Καρυτινό ντουφέκι,
πέφτει σαν αστροπελέκι.
Στη μέση στη Ντροπολιτσά,
με τον Πλαπούτα δεξιά,
στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι,
πέφτει αλύπητο λεπίδι.
Στα Βέρβενα, στα Δολιανά,
γεια σου καπέ Νικηταρά.
Των Ντερβενακίων τα κάλλη,
πότε θα ξανάρθουν πάλι,
το κάστρο του Μεσολογγίου,
φτερώνει και καρδιά και νου.
Της Γραβιάς λέει το Χάνι,
η Ελλάς δεν θα πεθάνει.
(Νικόλαος Λάσκαρης, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», μέρος 4ον, σελ. 315, αρ. 8, εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
18. ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΑΚΗ
Κολοκοτρώνης κι ο Νταγρές,
στα Τρίκορφα κάνουν χαρές,
πηδάνε και γλεντάνε
και τους Τούρκους πολεμάνε.
Κολοκοτρώνης φώναξε,
τον κόσμο τον τρόμαξε,
των Τουρκών στέκει και λέει
και κρυφά τους παραγγέλνει:
- Δώστε Τούρκοι τ’ άρματά σας,
να γλιτώστε τα παιδιά σας.
- Τ’ άρματα δεν δίνουμε,
το αίμα μας το χύνουμε.
- Θα τα δώστε, θα τα δώστε,
τις Καντούλες να γλιτώστε.
Πόλεμος βαρύς εγίνει,
εσκοτώθηκε βλυσίδι,
εσκοτώθηκαν αγάδες,
αφεντάδες και πασάδες.
Πόλεμος μεσ’ το Βαλτέτσι,
πέφτουν οι Τούρκοι σαν λελέτσοι.
Πόλεμος στα Ταμπούρια,
πέφτουν Τούρκοι σαν γαϊδούρια.
Πόλεμος στο Λεβίδι,
πέφτουν Τούρκοι χάμω χίλιοι.
Πόλεμος στα Δολιανά,
κλαίνε καδένες τα παιδιά.
Πολεμάνε και στου Λάλα,
σκούζουν Τούρκοι άλα- άλα!
(Νικόλαος Λάσκαρης, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», μέρος 5ον, σελ. 503, αρ. 71, εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
19. (ΓΛΥΚΟΧΑΡΑΖΕΙ Η ΧΑΡΑΥΓΗ)
Γλυκοχαράζει η χαραυγή,
λάμπει ο ουρανός και η γη,
φέρνει την ελευθεριά μας
και το τέλος της σκλαβιάς μας.
Εδώ θ’ ο Γέρος του Μοριά,
γεια σου χαρά σου λεβεντιά,
με Καρυτινό ντουφέκι,
πέφτει σαν αστροπελέκι.
Στην μέση στην Ντροπολιτσά,
με τον Πλαπούτα δεξιά,
στο Βαλτέτσι στο Λεβίδι,
πέφτει αλύπητο λεπίδι.
Στα Βέρβενα, στα Δολιανά,
γεια σου καπετά- Νικηταρά,
των Ντερβενακιών τα κάλλη,
πότε θα ξανάρθουν πάλι.
Το κάστρο του Μεσολογγίου,
φτερώνει καρδιά και νου.
Της Γραβιάς λέει το Χάνι,
η Ελλάς δεν θα πεθάνει.
Από του Διάκου το σουγλί,
φτιάνει ο Κανάρης το δαυλί.
Κι ο Μιαούλης το τιμόνι,
πες το κότσυφα κι αηδόνι.
(Εφημερίδα «Ακρόπολις», 24 Σεπτεμβρίου 1906, αρ. φύλλου 8.782).
20. ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ
Νικηταρά, Νικηταρά,
που ’χουν τα πόδια σου φτερά,
το σπαθί παίρνεις στο χέρι
και πετάς σαν περιστέρι.
Βάζεις τους Τούρκους εμπροστά
σαν τον τσοπάνη τα τραγιά
άλλους διώχνεις κι’ άλλους σφάζεις
κι’ άλλους ζωντανούς τους πιάνεις.
Φεύγεις από τα Δολιανά,
κλαίει Μουσταφάς για τα παιδιά
και στα Δεβενάκια φθάνεις
και τους Τούρκους ξετινάζεις.
Κι’ αυτά τα παλικάρια σου
θαυμάζουν τα ποδάρια σου
την ανδρειά σου και σαστίζουν,
Τουρκοφάγο σε φημίζουν.
(«Δημώδη Άσματα Γορτυνίας», Κωνσταντίνου Α. Ψάχου, σελ. 155, Αθήνα 1923).
21. (Ο ΚΟΛΙΑΣ ΠΑΕΙ ΣΤΟΥ ΛΑΛΑ)
Ο Κόλιας πάει στου Λάλα
καβάλα στην ψαριά φοράδα.
Τόνε βλέπουν οι Λαλιώτες,
κλείνουν τις βαριές τις πόρτες.
Τόνε βλέπουν οι Λαλιωτοπούλες,
τους βαράνε οι καρδούλες.
Τόνε βλέπουν κ’ οι αγάδες,
κρύβονται μες στους οντάδες.
(Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης, αφήγηση Γιάννη Βασιλόπουλου από την Πάτρα το 1988).
22. ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Του Λεωνίδα το σπαθί
Κολοκοτρώνης το φορεί.
Τούρκος σαν το δει, λιγώνει
και το αίμα του παγώνει.
Κλαίν’ οι καδένες τα παιδιά,
πολεμούνε στο Βαλτέτσι,
πέφτουν οι Τούρκοι σαν λελέκι,
πολεμούνε και στου Λάλα
Τούρκοι λέγανε Άλα-Άλα.
23. ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΟΥΣΙ
Πόλεμος μέσα στο Πούσι,
ούλος ο ντουνιάς ν’ ακούσει.
Φύγανε οι Τούρκοι απ’ του Λάλα,
σκαπετήσανε στην Πάτρα.
Ο Πλαπούτας αν λιγώσει,
ο Θεός θα τους γλυτώσει.
Πλήθος από αυτοσχέδια τραγούδια του Τσοπανάκου έχουν διασωθεί και τραγουδιούνται μέχρι και σήμερα, αλλά με πολλές παραλλαγές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(- «Άπαντα Κάλλα – Τσοπανάκου», Κάρολος Ε. Μοραΐτης, εκδόσεις Νέες Ιδέες,
Αθήνα 1989.
- «Η Ηλεία στο δημοτικό τραγούδι», Ηλία Π. Τουτούνη, εκδόσεις Βιβλιοπανόραμα, Αμαλιάδα 2008.
- «Η Γενιά των Κολοκοτρωναίων και τα τραγούδια τους», Τουτούνης Ηλίας, εκδόσεις Κοκλάκι, Αμαλιάδα 2009.
- Περιοδικό «Ιστορία», άρθρο του Τάκη Λάππα, αριθμός τεύχους 116, Αθήνα Φεβρουάριος 1978.
- Π. Παπαζαφειρόπουλος «Περισυναγωγή Γλωσσικής Ύλης και Εθίμων του Ελληνικού Λαού», αρ. Μ΄, Πάτρα 1887, τυπ. Κάδμος, βιβλιοπωλείο Νότη Καραβία.
- «Δημώδη Άσματα Γορτυνίας», Κωνσταντίνου Α. Ψάχου, Αθήνα 1923.
- Εφημερίδα «Ακρόπολις», 24 Σεπτεμβρίου 1906, αρ. φύλλου 8.782.
- Αντώνης Ι. Νικολόπουλος «Μηνιαίος νέος κόσμος» φιλολογικό περιοδικό, τεύχος Γ΄, Ιούνιος 1934.
- Ν. Μιχαλόπουλος, «Ποιητική Ανθολογία», 1885.
- Γεώργιος Θ. Μαραζιώτης «Η Κλεφτουριά του Μοριά», Αθήνα 1985)
- Αθαν. Κ. Οικονομίδης, «Τραγούδια του Ολύμπου», αρ. 70, 1881.
- «Πανδώρα», Περιοδικό, τόμος ΙΔ΄, αρ. 14.
- Νικόλαος Λάσκαρης, «Η Λάστα και τα Μνημεία της», μέρος 5ον, αρ. 71, εν Πύργω τύποις Κ. Δ. Βαρουξή 1908).
[1] Τσοπανάκος είναι ένα πουλί σαν τον κότσυφα, με μακριά μύτη και σταχτιά μπαλώματα στις φτερούγες του. Ζει στους βράχους, όπως τα πετροχελίδονα και ποτέ του δεν φτερουγίζει στα κλαδιά των δένδρων. Περνάει την ημέρα του πετώντας από βράχο σε βράχο κι όλη την ημέρα σφυρίζει. Το κελάδημά του, είναι ένα δυνατό σφύριγμα και ακούγεται πολύ μακριά. Αναφέρω μερικά είδη τσοπανάκου με την επιστημονική τους ονομασία: τσοπανάκι (Emberiza caesia),τσοπανάκι (Sitta neumayer), τσοπανάκος (Emberiza melanocephala), τσοπανάκος (Monticola solitarius), τσοπανάκος (Sitta europaca), τσοπανάκος (Sitta neumayer), τσοπανάκος (Tichodroma muraria), τσοπανοπούλι (Sitta neumayer).
[2] Η φράση «πουτσαράς» για τους κλέφτες ήταν πολύ συνηθισμένη και ακούγονταν καθημερινά. Θέλοντας να χαρακτηρίσουν κάποιο παλικάρι για τις ανδραγαθίες του, τον έλεγαν «πουτσαρά». Υπάρχει μια σχετική συζήτηση μεταξύ του Καραταίτη (γραμματέα και διερμηνέα του Κιουταχή) και του στρατηγού Καραϊσκάκη. Ο Κιουταχής έστειλε τον Καραταίτη για να μιλήσουν για ειρήνη με τον Γ. Καραϊσκάκη.
- Έλα δω σκατότουρκε, έλα δω Εβραίε, σταλμένε από τους γύφτους, έλα να ακούσεις τα κέρατά σας! Τι θαρέψατε κι είναι ο πόλεμος και τον εκάνατε; Και τώρα δε ντρέπεστε να ζητάτε ειρήνη με κοτζάμ σκατοσουλτάνο Μαχμούτη που έχετε; Να χέσω κι αυτόν και τον βεζίρη σας και τον Σαλιχτέρ Μποδά την πουτάνα! Θα σηκωθώ να φάγω κρέας από σένα, βρωμιάρη, να πάρω το δίκιο μου! Ήρθες εδώ ίσια στο ορδί μου, τάχατες για φίλος, άπιστε άνθρωπε όμοιε με τους αφεντάδες σου!
- Ε! ωρέ Καραϊσκάκη φτάνει! Μ’ έβρισες κι εμένα και την Τουρκιά. Άφησε τα λόγια να δούμε τι θα κάμουμε.
- Να, του αποκρίνεται δείχνοντας τους καπεταναίους, μ’ αυτούς τους πουτζαράδες κάνε συμφωνίες. Εγώ είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να ακούω τις φαφλαταριές σου.