Άρθρο του Ηλία Τουτούνη, συγγραφέα - λαογράφου
Κουμπαριά
Η λέξη «κουμπαριά» προέρχεται από την ιταλική λέξη «compare» που σημαίνει έμπιστος φίλος. Εμείς κουμπαριά λέμε την συγγένεια που προκύπτει από την βάπτιση ή από το στεφάνωμα. Είναι το είδος συγγενικής σχέσης που δημιουργείται μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας εκείνου που παντρεύτηκε ή βαφτίστηκε από αυτόν. Τοιουτοτρόπως ο όρος κουμπαριάζω, σημαίνει συνδέομαι συγγενικά με κάποιον μέσω της κουμπαριάς.
Με την απόφαση κάποιος να είναι μάρτυρας (νουνός) της βάπτισης του νεοφώτιστου παιδιού και μάρτυρας της συνένωσης του ζευγαριού, συνυπογράφει μια σχέση ζωής μαζί τους. Κατά το μυστήριο του γάμου, ο ιερέας προσφέρει στη νύφη και στο γαμπρό να πιούνε κρασί από το ίδιο ποτήρι. Όσο κρασί απομείνει στο ποτήρι, πρέπει να το πιει ο κουμπάρος κι η κουμπάρα. Κατά την τελετή του γάμου ο κουμπάρος και η κουμπάρα αλλάζουν πρώτα τα δαχτυλίδια, τρεις φορές και μετά τα στέφανα, επίσης τρεις φορές.