Μερικά σοβαρά επεισόδια μεταξύ των Κολοκοτρωναίων και Τούρκων, αλλά και των προκρίτων έγιναν αφορμή, ν’ αρχίσει ένας άνισος αγώνας κατά της Κλεφτουριάς του Μοριά και ιδίως κατά της μεγάλης και ιστορικής οικογένειας των Κολοκοτρωναίων. Το συγκεκριμένο επεισόδιο αναφέρεται στη διένεξη, που είχαν οι Κολοκοτρωναίοι με τους Τούρκους της Αλωνίσταινας και γενικότερα της Τριπολιτσάς και πως, ένα επιτραπέζιο δημοτικό τραγούδι, έγινε αφορμή, για αιματηρή συμπλοκή που κατέληξε σε μια μεγάλη σφαγή των Τούρκων.
Ο Κόλιας Πλαπούτας, που ήταν ο πιο έμπιστος σύντροφος και συμπολεμιστής στο κλέφτικο, με τον Κωνσταντή και τον Αναγνώστη[1] Κολοκοτρώνη, κατά την Αλβανική εισβολή στον Μοριά 1769-1799, αρκετές φορές προστάτευσε τις φαμίλιες των, με στοργή και αγάπη. Ο γιος του Κόλια Πλαπούτα ο Δημητράκης[2], που είχε και αυτός άμεσες φιλικές σχέσεις με την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων και ιδιαίτερα με τον Αναγνώστη, γνωρίσθηκε με την κόρη του Στεκούλα[3] και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένα ερωτικό ειδύλλιο που κατέληξε σε αρραβώνα και στην συνέχεια σε γάμο. Η Στεκούλα τότε ήταν περίπου 16 ετών, την αδελφή της την είχε παντρευτεί ο Γιάννης Μεταξάς, του Ανδρέα. Ο Δημητράκης Πλαπούτας είχε κουνιάδια τα παιδιά του Αναγνώστη και ξαδέρφια από την γυναίκα του, τα παιδιά του Κωνσταντή και τον ανιψιό του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, Νικήτα Σταματελόπουλο (Νικηταρά).
Ήταν μέσα του Αλωνάρη του 1804 κατ’ άλλους το 1803. Στις 26 Ιουλίου, στην Αλωνίσταινα, της αρχόντισσας του Μαινάλου, θα γινόταν το μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής. Αυτό το χωριό που βρίσκεται στην καρδιά του Μαινάλου, κρυμμένο μέσα στα δασιά έλατα, ήταν άντρο της Κλεφτουριάς, αλλά και το χωριό της Ζάμπιας ή Ζαμπέτας ή Κωνσταντούς για τους Κολοκοτρωναίους, γυναίκας του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη και μάνας του Θοδωρή.
Κάθε χρόνο είχαν οικογενειακό έθιμο, να παρευρίσκονται στο εν λόγω πανηγύρι και πήγαιναν τα παλικάρια με τα άρματά τους και οι γυναίκες στολισμένες, και μετά την Θεία Λειτουργία στρώνονταν στο φαγοπότι, το τραγούδι και το χορό.
Μα τώρα πού να πάνε; Ο Πασάς της Τριπολιτσάς, είχε εκδώσει φιρμάνι[4] να εξοντώσουν και να ξεκαθαρίσουν τον Μοριά από την Κλεφτουριά και ιδίως τους Κολοκοτρωναίους. Οι Τούρκοι σίγουρα θα ήτανε εκεί πέρα, αφού ηθελημένα θα παρευρίσκονταν για να ξεπουντουλώσουν την ισχυρή, αγέρωχη και άγρια φαμίλια των.
Η Στεκούλα όμως, η κόρη του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη, που ’χε παντρευτεί πρόσφατα τον Δημήτρη Πλαπούτα, μόλις έβγαινε στον κόσμο και επειδή ήθελε να χαρεί και να γλεντήσει τα νιάτα της, για κανένα λόγο δεν ήθελε να χάσει το πανηγύρι. Όμως που να πάνε;
Η καπετάνισσα η Κωνσταντού τους λέγει:
- Φέτος δεν έχει πανηγύρι, ευτούνος ο κερατωμένος ο Πασιάς, έχει φιρμανιάσει ούλο το Μοριά, ούλοι μας κυνηγάνε, που στον διάβολο να πάμε φέτος, άστε και ταχιά αν έχει ο Θιός βλέπουμε.
- Άκου καπετάνισσα. Της λέει η Στεκούλα. Αν οι γιάντρες μας είναι κιοτήδες να μην έρθουνε κοντά, εγώ θα ντυθώ αντρίκεια και θα σάξω για το πανηγύρι.
- Ξεκουμπίσου από εδώ, μωρή Ζουρλή, δεν νογάς τις λες. Νομίζεις ότι οι γιάντρες έχουνε τα μυαλά σου; Αν πιαστούνε και σκοτωθούν, τι θα απογίνουν τόσα κουτάβια; Την αποπήρε η καπετάνισσα. Αλλά άμα δεν πάνε μούτζωτα πάλι, θα το πάρουν απάνω τους οι Τουρκαλάδες και θα πούνε ότι κιοτέψαμε. Άμ! Και οι εδικοί μας τάχα τα ίδια, κακομόλογο δεν θα κουβεντιάσουνε;
- Τούτα και περίσσια θα μολογάνε καπετάνισσα, τι λες πως θα ειπούν κι άντε στερνά να βγεις στο χωριό.
- Σώπα σου λέω σώπασε, μην βγάνεις άχνα και με στεναχωράς διαβολοθήλυκο. Τι διάβολο ο Θιός, δεν σε έφτιαχνε αρσενικό, να έχεις και ένα λόγο περίσσιο;
- Καλά σε μιλάω, μα αυτό θα ειπεί ο ντουνιάς. Κιοτέψανε οι Κολοκοτρωναίοι, χάθηκε η αντρειοσύνη, να πάνε να κλειστούνε σε κανένα Μοναστήρι να μην τους ειδεί μάτι Μοραΐτικο.
Η αγέρωχη Κολοκοτρωνοπούλα που έγινε Πλαπουτόνυφη, το είχε προσβολή να ειπούν πως δειλιάσανε τα δυο ξακουσμένα καπετανάτα του Μοριά, πως δειλιάσανε να πάνε στο χωριό τους στο πανηγύρι.
Δεν ησύχαζε πουθενά, στριφογύριζε σαν το θεριό στο κλουβί, ο τόπος δεν την κρατούσε. Πήγε και βρήκε τον αγαπημένο ξάδερφό της, τον αγέρωχο Γιάννη Ζορμπά[5].
- Γιάννη, δεν θα πάμε μεθαύριο στο πανηγύρι; Του λέγει σιγά και παραπονιάρικα.
- Όπως ορίσουν και η άλλοι Στεκούλα. Της απαντάει ο Γιάννης.
- Μα είναι ντροπή, ρε Γιάννη, να μην πάμε, ο κόσμος θα ειπεί ότι σκιαχτήκαμε. Του ζουζούνιζε ασταμάτητα στ’ αυτιά.
- Μωρή τι λογιάζεις! Αναπήδησε ο Ζορμπάς. Ποιους σκιαχτήκαμε; Και την έσπρωξε απότομα. Θα πάμε μωρή, θα πάμε. Ποιος λέει πως δεν θα πάμε;
- Έτσι είπα κι’ εγώ ’ξάδερφε. Κι αν δεν θέλουν να πάνε οι άλλοι, πέντε- έξι θα βρεθούνε να πάμε.
Αυτή η κουβέντα, με την Στεκούλα, τον άφησε αμήχανο και άθυμο. Συλλογίστηκε τι θα ειπούν, ο Θοδωράκης ο Δημητράκης και οι άλλοι.
Το βράδυ στο τραπέζι ο Ζορμπάς ήτανε αμίλητος, θυμωμένος και νευριασμένος.
- Τι έχεις Ζορμπό-Γιαννη; Για δεν τρώς; Του λέγει η μάννα του.
- Παρατάτε με ήσυχο, να μην μου ειπεί κουβέντα κανείς.
- Τι έχεις βρέ; Του λέγει ο Θοδωράκης.
- Ότι θέλω έχω.
- Να μας ειπείς και να μας το κάνεις λιανά να το ακούσουμε και να το κουβεντιάσουμε.
Τα κουφά λόγια, ποτέ δεν μας ωφελήσανε Γιάννη!
- Να, λένε, ότι τάχατις σκιαχτήκαμε και δεν θα πάμε μεθαύριο στο πανηγύρι της Αγιά- Παρασκευής. Κι αν δεν θέλουτε να πάμε, θα πάω με όσους τους βαστάει, κι αν πάλι δεν έρθουνε, θα σάξω ίσα πέρα μοναχός μου, κι αν μπει ο διάβολος μέσα τους και με πειράξουνε, θα φέρω τα κεφάλια τους στο ντορβιασμένα.
- Έλα, κάτσε στον σοφρά να φας και θα το κουβεντιάσουμε με το ρεχάτι μας. Ποιος σου είπε ορέ, πως δεν θα πάμε, μας ρώτηξες ορέ και σου αρνηθήκαμε;
- Τι αποφασίζεις Θοδωράκη; Ρώτησε ο Πλαπούτας τον Θοδωρή με αδημονία.
- Λοιπόν άστε τις κουβέντες και το κλώξιμο, εσείς ούλο το γυναικολόϊ, ’τοιμάστε ψωμιά, ψητά, κρασί, στολιστείτε και άμεστε να τραβήξουμε για την Αλωνίσταινα. Ορέ! Εμάς καρτερεί ο ραγιάς, άμα δεν πάμε του λόγου μας, τότε ποιόν καρτερεί να πάει; Άμα πάμε εμείς και θα χαρούνε αλλά και θα γλεντήσουνε, σαν άνθρωποι και όχι σαν τα ζούδια. Θα πάμε Δημητράκη, να χαρήτε και εσείς. Μπορεί να πιαστούμε με τα ζαγάρια. Να έχετε τον νου σας κι ότι θέλει ο Θιός. Μονάχα εμείς να μην δώσουμε την αφορμή.
Τότε, όλοι συμφώνησαν, να πάνε στο πανηγύρι αρματωμένοι, να πιάσουν μια άκρη μακριά από τους Τούρκους και να γλεντήσουν με τον δικό τους τρόπο. Τότε τα πανηγύρια γίνονταν μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας το πρωί και κρατούσαν μέχρι το βράδυ.
Της Αγίας Παρασκευής ανήμερα στα χαράματα, μια πομπή από καμιά τριανταπενταριά νοματαίους, στολισμένοι καβάλα στ’ άλογά τους, κίνησαν να πάνε στο πανηγύρι, ν’ αναθαρρήσουν τους Ραγιάδες και να μουδιάσουν τους Τουρκαλάδες και τα τσογλάνια[6] της Αλωνίσταινας. Μπροστά προπορευόταν με αρχηγική εμφάνιση, ο γέρο Κόλιας Πλαπούτας, με την πατριαρχική του γενειάδα, την κάτασπρή του φουστανέλα, με τα κεντητά μεϊντανογέλεκα, τα κουμπούρια του στο σελάχι, στη μέση το γιαταγάνι, μεγαλόπρεπος, με αρχοντικό ύφος φάνταζε σαν βασιλιάς των Ορέων. Δίπλα του, ο Θοδωράκης αλαφιασμένος και γνοιασμένος τα μάτια του παίζανε σαν το φυλακισμένο θεριό, πίσω ακολουθούσε η πανέμορφη υπερήφανη αντρογυναίκα Στεκούλα, πανώρια, ομορφοστολισμένη, με τον Δημητράκη δίπλα να κρυφοκουβεντιάζουν και να γελάνε σαν μικρά παιδάκια με τα παιχνιδίσματά τους. Πιο πίσω έρχονταν ο Νικηταράς με τον Γιωργάκη Πλαπούτα, τον ωραιότατο και άγριο Κουντάνη, και τ’ άλλα παλικάρια. Τελευταίοι, ο πελώριος και ατίθασος Παρασκευάς Πλαπούτας, ο Γιάννης Ζορμπάς, ο Γεωργακλής[7], ο Γιαννάκης (Ντασκούλιας), ο Αντώνης, ο Γιώργος Μπέλκος[8] από τον Αϊτό και πιο πίσω η φρουρά των Κολοκοτρωναίων. Και περιφερειακά από την ομάδα πέντε- έξι πρωτοπαλίκαρα, η ασφάλεια τους, όσο κινούνταν στο μονοπάτι που οδηγούσε στην Αλωνίσταινα.
Όταν έφθασαν έξω από την εκκλησία ένα τσούρμο Τούρκοι[9] στρατιώτες και αγάδες, είχαν κατακλύσει τον τόπο γύρω από τον ναό και μόλις είδαν τους Κολοκοτρωναίους με τις φαμίλιες τους αλαφιαστήκανε, απομείνανε βουβοί και τους ατενίζανε κατάπληκτοι για το περίσσιο θράσος που είχανε να έλθουν στο στόμα του λύκου, η πρόκληση βαριά, αλλά τι να κάνουν. Αναγκαστήκανε να προσηκωθούν και να τους χαιρετήσουν, τιμώντας πάντοτε τα έθιμα των επισκεπτών.
- Χρόνους πολλούς, Κόλια καπόμπαση, να ζήσουν τα παιδιά σου. Ευχήθηκαν οι αγάδες.
- Στων αρχοντόπουλών σας.. Αντιχαιρέτησε ο γέρο- Κόλιας, χωρίς να προσφωνήσει την ιδιότητα των Τουρκαλάδων. Και μπήκανε στην εκκλησία, προσκυνήσανε, λειτουργήθηκαν και μετάλαβαν. Οι Έλληνες της Αλωνίσταινας, και των γύρω χωριών που είχαν πάει για το πανηγύρι, καμάρωναν περήφανοι, ενθουσιασμένοι με κάποιο μικρό φόβο στα μάτια τους, βλέποντας τριγύρω τους τόσους πολλούς Τούρκους.
Μετά την Θεία Λειτουργία, βγήκαν στην πανηγυρίστρα, κάθισαν στο πανηγύρι[10] σε δυο μπουλούκια, ώστε να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους σε περίπτωση παρεξήγησης με τους Τούρκους.
Οι άνδρες, είχαν πλάτη τον τοίχο της εκκλησίας, έχοντας με αυτόν τον τρόπο ασφαλίσει τα νώτα τους. Ο γέρο- Κόλιας και ο Θοδωράκης, είχαν τα μάτια τους κολλημένα και έλεγχαν όλες τις κινήσεις και τις νοηματικές ματιές των Τούρκων, για να προλάβουν κάθε τι ενδεχόμενο που ήθελε προκύψει.
Ο Παρασκευάς και ο Ζορμπάς με το δάκτυλο στη σκανδάλη, απέναντι είχαν στραμμένα τα βλέμματά τους στ’ άλογα που τα είχαν δέσει κάτω από τις καρυδιές.
Αφού ταχτοποιηθήκανε οι γυναίκες τα κιλίμια κατά γης, άνοιξαν τα δισάκια τους και απλώσανε τα ψητά, τις μπουγάτσες, τα ψωμιά, έβγαλαν και τις τσότρες με το κρασί και άρχισαν να τρώγουν και να πίνουν. Αφού έφαγαν σήκωσαν τα ποτήρια τους, ευχήθηκαν στους νιόπαντρους και στήσανε τον δικό τους χορό. Μπροστά πιάστηκε η Στεκούλα, την κρατούσε ο άνδρα της ο Δημητράκης, πίσω οι άλλοι Κολοκοτρωναίοι και Πλαπουταίοι. Η Ζάμπια από τότε που χήρεψε δεν ξαναμπήκε στο χορό, ούτε στον γάμο των παιδιών της.
Οι Τούρκοι τους έβλεπαν με ένα μάτι υπερβολικού θυμού και περίσσιας ζήλιας. Ζήλευαν την λεβεντιά, την παλικαριά και τον θαυμασμό των υπολοίπων πανηγυριστών προς αυτούς. Όμως τους εξόργισε υπερβολικά το μεγάλο θάρρος των, επειδή δεν τους φοβήθηκαν και ήλθαν, καθώς έδειχναν, ανέμελοι στο πανηγύρι.
Ο Θοδωρής Κολοκοτρώνης, καθώς πιαστήκανε στο χορό οι δικοί του, τους πρόσταξε να μην ανακατωθούν με τους άλλους και να μην αφήσουν τ’ άρματά τους, μάλιστα τους παρότρυνε να μείνουν όλοι μαζί και να γλεντήσουν, αλλά να έχουν και τριγύρω τον νου τους.
Έφαγαν και ήπιαν και τότε ο ανέμελος, ξαναμμένος από την χαρά και το κρασί Δημητράκης Κουντάνης, έπιασε ένα τραγούδι, του τραπεζιού κλέφτικο, γεμάτο καταφρόνια για τους Τούρκους.
1. (ΤΟ ’ΧΕΙ Ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΖΑΚΟΝΙ)
Το ’χει ο Ζαχαριάς ζακόνι
άσπρα πόδια να σηκώνει.
Να φιλεί τις Τουρκοπούλες
κι ούλες τις μπεϊσοπούλες.
Φίλησε την κόρη του πασά
μέσα στην Ντροπολιτσά.
(Το τραγούδησε ο Γιάννης Γ. Πραχαλιάς, 65 ετών, από το Χρυσοβίτσι του δήμου Φαλάνθου Αρκαδίας).
.-.
Υπάρχει και άλλη μια παραλλαγή του τραγουδιού:
2. (ΖΑΚΟΝΙ ΠΟΥ ΤΟ ’ΧΕΙ Ο ΖΑΧΑΡΙΑΣ)
Ζακόνι που το ’χει ο Ζαχαριάς,
ο κλέφτο- Μπαρμπιτσιώτης,
το να φιλεί τις μπέισσες
και τις αγαδοπούλες.
Ζακόνι που το ’χει κι η κλεφτουριά
κι ούλοι οι καπεταναίοι…
(Το τραγουδούσε ο Αθανάσιος Αργυρόπουλος από το χωριό Ακροποταμιά [Μπέχρου] του δήμου Πηνείας).
Οι Τούρκοι, ένοιωσαν, να τους τρυπάει την καρδιά, το πειραχτικό νόημα του τραγουδιού, λύσσαξαν και έσφιξαν τα δόντια τους και με πονηρές ματιές ετοιμάσθηκαν να τραβήξουν τα όπλα τους. Ένας νεαρός αγάς αθέατος, γλίστρησε από την παρέα τους και πήγε πίσω από μια καλύβα και αφού σημάδεψε τον Κουντάνη στο κεφάλι τράβηξε την σκανδάλη. Για καλή τύχη του Κουντάνη, το όπλο δεν πήρε φωτιά, αλλά όμως το τσακ της σκανδάλης πρόδωσε τον κρυμμένο αγά. Το γερακίσιο μάτι του Θοδωράκη[11] αντιλήφθηκε έγκαιρα τις κινήσεις των και αμέσως με μια πονηρή ματιά, έδωσε σ’ όλους σήμα για επίθεση.
Ο γέρο- Κόλιας πετάχτηκε από το κάθισμα και φώναξε:
-Μπαμπεσιά μουρτάτες, χωσιά μας στήσατε μέσα στο πανηγύρι μας; Και τράβηξε ταυτόχρονα την πιστόλα του και έριξε κατά των Τούρκων, στο μπουλούκι τους για να επιφέρει σύγχυση και πανικό.
- Τα γιαταγάνια σας παιδιά. Διάταξε ο Θεοδωράκης.
Προτού πάρει χαμπάρι ο κόσμος, το πανηγύρι ανακατεύθηκε και πιάστηκε μια σκληρή μάχη σώμα με σώμα. Σπαθιά, γιαταγάνια, μαχαίρια, κουμπούρια, ντουφέκια και ραβδιά, χέρια δόντια και πόδια όλα επιστρατεύθηκαν και δούλευαν. Η συμπλοκή κράτησε περίπου δυο ώρες.
Σε μια στιγμή ο Νικηταράς κυνηγούσε ένα Τούρκο και αυτός έτρεχε να κρυφθεί να γλιτώσει από το σπαθί του, και ενώ έτρεχε πίσω του βλέπει το σώμα του Τούρκου ακέφαλο μπροστά του. Κι όπως έτρεχε με ορμή, έπεσε επάνω του στο ακέφαλο σώμα, που σωριάστηκε στην γη.
- Ποιος του πήρε το κεφάλι ορέ;
- Ετούτο εδώ. Έδειξε το ματωμένο γιαταγάνι του ο Παρασκευάς.
Οι Τούρκοι μπροστά στην ακράτητη ορμή των κλεφτών τσάκισαν και έφυγαν κατατρομαγμένοι και αγανακτισμένοι.
Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι, όμως σκοτώθηκαν και τρεις κλέφτες και πληγώθηκαν δύο. Ο Δημητράκης Πλαπούτας πληγώθηκε και αυτός βαριά, από τον Σταύρο Δημητρακόπουλο[12] που ήταν από την Αλωνίσταινα και τάχθηκε με το μέρος των Τούρκων. Η Στεκούλα αναμαλλιασμένη σαν ατρόμητη αμαζόνα μαχόταν και αυτή δίπλα στον άντρα της και τον βοήθησε καθώς ήταν ματωμένος να σηκωθεί.
Και ώσπου να έρθει η αναμενόμενη βοήθεια των Τούρκων, ο Ζορμπάς τον σήκωσε στους ώμους του, πήραν και τους σκοτωμένους και τους πληγωμένους τους και έφυγαν βιαστικά για τ’ απάτητα λημέρια τους. Στον δρόμο, ο Δημητράκης πονούσε και βόγκαγε, σαν θηρίο από τις μεγάλες πληγές.
- Δημητράκη λαβώθηκες πολύ; Τον ρωτούσε ανήσυχη η Στεκούλα.
- Θα γιατρευτώ, Στεκούλα, μη σε μέλλει καθόλου.
- Βογκάς, βλέπω Δημητράκη!... Εγώ φταίω, βλέπεις δε με αφήκατε να έρθω μονάχος μου. Του λέγει ο Ζορμπάς.
Δάκρυσε -για πρώτη φορά- ο Γιάννης Ζορμπάς, που τον κουβάλαγε στον ώμο του. Τον αγαπούσε αφάνταστα τον Δημητράκη, για την αντρειοσύνη, την καλοψυχιά και την φρονιμάδα του. Και η λαβωματιά ήταν βαριά, έκαμε δυο χρόνια ώσπου να γιατρευτεί. Η Στεκούλα, με εξαιρετική επιμέλεια του περιποιήθηκε τις πληγές, στο κρεβάτι που ανάρρωνε στα Κολοκοτρωνέϊκα λημέρια στο Λιμποβίσι και Αρκουδόρεμα. Και από εκείνη την στιγμή του στάθηκε σε όλη του την ζωή σαν σύζυγος αλλά και σαν εξαίρετη πολεμίστρια κοντά στο πλευρό του.
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι, είχαν πάρει ένα καλό μάθημα και είχαν εκλάβει το μήνυμα από τους Κολοκοτρωναίους, οι οποίοι είχαν για μια φορά ακόμη σηκώσει το ανάστημά τους, μπροστά στο μεγαθήριο που λεγόταν Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Όταν ο πασάς της Τρίπολης πληροφορήθηκε τα γεγονότα της Αλωνίσταινας κάλεσε τους αγάδες και τους μπουλουκμπασήδες του και τους είπε:
- Θέλω τα κεφάλια τους μπροστά στο σαράγι, αλλιώς θα κόψω τα δικά σας. Πράγμα ακατόρθωτο να πραγματοποιηθεί μέσα στο πυκνό δάσος του Μαίναλου, οι κλέφτες και ιδίως οι Κολοκοτρωναίοι, γνώριζαν πως θα αντιμετώπιζαν τους Τούρκους, αλλά και οι Τούρκοι ποτέ δεν αποφάσιζαν να εισέλθουν στο «άβατο» του δασοφυτρωμένου, ελατόφυτου ορεινού όγκου δυτικά της Τριπολιτσάς.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(- «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, εκδόσεις Μπούρας, Αθήνα.
- «Εν Χλόη», Δ. Κ. Βαρδουνιώτης, Πάτρα 1889.
- «Εν Deffner’s archiv», Μ. Λελέκος, Athens 1880.
- «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836», Γριτσόπουλος Τάσος.
- «Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη», γενική επιμέλεια Θάνος Βαγενάς, Παναρκαδική Ομοσπονδία Ελλάδος ~ Κέντρο Κολοκοτρωνικών Ερευνών, Αθήναι 1970.
- «Απομνημονεύματα από των χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι της βασιλείας του Γεωργίου του Α΄», Παπατσώνης Παναγιώτης, επιμ. Εμμαν. Γ. Πρωτοψάλτη, Αθήνα 1957.
- «Διήγησις συμβάντων», Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
- «Ιστορία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη», Θεμιστοκλή Κ. Αποστόλου, τύποις Ευαγγέλου Βασιλειάδου, εν Κωνσταντινουπόλει 1909.
- «Ο Γέρος του Μοριά», Σπύρου Μελά της Ακαδημίας Αθηνών, εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1957.
- «Πλαπούτας», Αγησίλαος Τσέλαλης, εκδοτικός οίκος Γιαννίκος, Αθήνα 1962.
- «Στο πανηγύρι της Αλωνίσταινας», Γ. Λυκαίος, Πελοποννησιακή Εστία, τομ. 8 - 9, Φεβρουάριος 1954).
[1] Ο Αναγνώστης είχε τέσσερα αγόρια.
1. Γεωργακλής σκοτώθηκε στης Μαρμαριάς τον κάμπο το έτος 1806.
2. Γιαννάκης (Ντασκούλιας).
3. Δημητράκης (Κουντάνης) σκοτώθηκε το 1806 κατά την διάρκεια του μεγάλου κατατρεγμού των κλεφτών στο χωριό Χρυσοβίτσι.
4. Αντώνης, διασώθηκε και πέρασε στην Ζάκυνθο.
[2] Ο Δημητράκης Πλαπούτας, παιδί του Κόλλια Πλαπούτα, γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Λιοδώρας Αρκαδίας. Μεγάλωσε στην Παλούμπα όπου έμαθε ανάγνωση, γραφή και την τέχνη του κλεφτοπολέμου. Χρημάτισε στο πλευρό του πατέρα του και του αδελφού του Γεωργίου αρματολός της επαρχίας Γορτυνίας. Στις 20 Μαΐου του έτους 1804 (κατ’ άλλους 1803), παντρεύτηκε στην Στεμνίτσα την Στεκούλα, κόρη του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη. Το 1811 υπηρέτησε με τον βαθμό του εκατόνταρχου, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο στον Αγγλικό στρατό. Επέστρεψε από την Ζάκυνθο στις 19 Αυγούστου 1812 και ανέλαβε αρματολίκι στην Λιοδώρα. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης έσπευσε να βοηθήσει.
Το 1821 μαζί με τον αδελφό του τον Γιώργο σήκωσαν δική τους σημαία (μπαϊράκι), επήγαν στο χωριό Μπέτσι της Λιοδώρας και ξεσήκωσαν τους κατοίκους. Συγκρότησε δικό του στρατό και πρωταγωνίστησε στη μάχη του Βαλτετσίου, στην μάχη στο Πούσι Ηλείας, και στη πολιορκία της Τρίπολης. Στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε στήριξε τους Κουντουριώτες ενώ αργότερα με τον ερχομό του Ιμπραήμ πολέμησε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο και στήριξε στα χρόνια της Αντιβασιλείας. Καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε όταν δόθηκε γενική αμνηστία. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχθηκε πληρεξούσιος και βουλευτής ενώ διετέλεσε γερουσιαστής και επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα. Πέθανε το 1864 στην Αθήνα.
[3] Το όνομα Στεκούλα ή Σταμάτα, δίνονταν σε θηλυκό μέλος της οικογένειας, εφόσον δεν ήθελαν οι γονείς να γεννήσουν άλλο κορίτσι, στην οικογένεια. Το όνομα Στεκούλα στην οικογένεια των Κολοκοτρωναίων ήταν ένα είδος πρόληψης της οικογένειας, να μην αποκτήσουν άλλο κορίτσι, ήθελαν πάντοτε στη γενιά τους να γεννιούνται αγόρια. Επίσης όταν τους πέθαιναν τα παιδιά μικρά, για να σταματήσει ο θάνατος στα παιδιά της οικογένειας, βάπτιζαν το νέο αποκτηθέν παιδί ανάλογα με το φύλλο του Ζώη ή Ζωή (Ζωίτσα, Ζωίκω).
[4] Μαζί με το αφοριστικό και το φιρμάνι κατά των κλεφτών, η Πύλη εξέδωσε και τα περίφημα «Νέζρι χοτζέτια». Ήταν τα υποσχετικά έγγραφα των επαρχιών, βεβαιωμένα παρά της λεγόμενης υπό των Τούρκων Ιεράς Κρίσεως. Αυτά τα νεζρί χοτζέτια, εγγυόταν την ησυχία του τόπου και την ασφάλεια των οδοιπόρων. Οι διορισμένοι προεστοί των επαρχιών και δημογέροντες, παρουσιάζονταν ενώπιον του δικαστή (κατή) και ζητούσαν εγγράφως, την αποζημίωση παντός πολίτη που έπεφτε θύμα από τους κλέφτες, που ήδη ήσαν επικηρυγμένοι. Αυτά τα υποσχετικά έγγραφα βεβαιούνταν με τη σφραγίδα του καδή. Διά του μέτρου αυτού, η τουρκική εξουσία, καθιστούσε υπόχρεους και θεωρούσε υπεύθυνους όλους τους κατοίκους κατά των κλεφτών. Η εντολή που είχε δοθεί στον κλήρο του Μοριά, ήταν να διαβάζεται το αφοριστικό κάθε φορά που λειτουργούσαν, να γίνεται κήρυγμα κατά των κλεφτών, αλλά και με παντείους τρόπους να εκφοβίζονται οι Χριστιανοί να μην δέχονται τους κλέφτες, αλλά και αν τους συναντούσαν να τους καταδίδουν στις αρχές. Την ίδια υποχρέωση είχαν αναλάβει και οι πρόκριτοι κάθε τόπου. Οι Τουρκικές αρχές, είχαν μοιράσει αφιόνι (υπνωτικό) σε προδότες (προεστούς, χανιτζήδες, μυλωνάδες, μοναστήρια, γεωργούς, τσοπάνηδες, γυρολόγους, κυνηγούς κεφαλών, αλλά και σε συγγενείς των κλεφτών), με την προϋπόθεση, ότι όποιος πιάσει ή σκοτώσει κλέφτες, ιδίως τους Κολοκοτρωναίους θα εισέπραττε ένα σεβαστό μπαξίσι (λύτρα), θα απαλλάσσονταν εφ’ όρου ζωής από την φορολογία, επίσης θ’ απαλλάσσονταν η οικογένειά του από το παιδομάζωμα ή και θα έπαιρνε κάποιο σεβαστό αξίωμα στον τόπο του. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο, ήθελαν να δελεάσουν τους κατοίκους του Μοριά, ώστε να πετύχουν τον απώτερο σκοπό τους, που ήταν η άμεση εξόντωση της κλεφτουριάς.
(Γιάννης Βλαχογιάννης, «Οι κλέφτες του Μοριά», σελ. 180, Αθήνα 1935).
[5] Ζορμπάς. Από το τουρκ. zorba = βίαιος, επαναστάτης, αντάρτης και Ζορμπάνος. Ζορμπαλίκι, σήμερα εννοούμε τη βιαιότητα (το ζοριλίκι), δηλαδή ότι γίνεται δια της βίας.
[6] Συνήθως τσογλάνια ονόμαζαν τους προδότες Έλληνες που τάσσονταν πάντοτε με το μέρος των Τούρκων.
[7] Ο Γιωργακλής, πρώτος ξάδερφος του Θοδωρή Κολοκοτρώνη, ήταν ο πιο περίφημος ιππέας και πολεμιστής απ’ όλους τους Κολοκοτρωναίους, την εποχή του μεγάλου κατατρεγμού και του ξεκληρίσματος της κλεφτουριάς του Μοριά. Κατά το 1806, οι Κολοκοτρωναίοι, καταδιωκόμενοι από παντού, αποφάσισαν να χωρισθούν σε μικρές ομάδες για να γλιτώσουν από την λαίλαπα του χαλασμού της κλεφτουριάς.
Ο Γιωργακλής, προδόθηκε και μαζί με τέσσερις Κολοκοτρωναίους και πέντε παλικάρια, έπεσαν σε ενέδρα στο Σαπολείβαδο της Αρκαδίας. Τουρκικό απόσπασμα υπό την ηγεσία του Αλβανού μπουλούκμπαση Ισά έστησε ενέδρα στο γεφύρι της «Μαρμαριάς». Όταν έπεσαν οι πρώτες τουφεκιές προς το μπουλούκι των Κολοκοτρωναίων, κατέβηκαν από τ’ άλογά τους και ταμπουρώθηκαν στους γύρω βράχους. Η αντίστασή τους ήταν σθεναρή μπροστά στους πολυπληθείς και καλά οχυρωμένους Τούρκους. Όμως καθώς ήταν αναμενόμενο, έπειτα από δυο ώρες περίπου, αφού τελείωσαν τα φυσέκια των εγκλωβισμένων, έβγαλαν τα γιαταγάνια τους και επιτέθηκαν κατά των Τούρκων. Όμως η μάχη ήταν άνιση και έπεσαν ηρωικά ο Γιωργακλής και ολόκληρη η συνοδεία του.
[8] Ο Γιώργος Κοσμάς (Μπέλκος), κατάγονταν από το χωριό Αϊτός της Τριφυλίας, γεννήθηκε το 1765. Ο πατέρας του ήταν σώγαμπρος στο χωριό. Έδρασε από το 1890 έως Φεβρουάριο του 1806, συμμετείχε στην απαγωγή του Πρωτοσύγγελου Ανδριανόπουλου από τους Γαργαλιάνους. Σκοτώθηκε την 1η Φλεβάρη του 1806, με τον Γιάννη (Ζορμπά) Κολοκοτρώνη, στην Ιερά Μονή Αιμιαλών της Δημητσάνας.
[9] Οι Τούρκοι, μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία των Κολοκοτρωναίων, φοβούμενοι αιματηρά επεισόδια, απέστειλαν ταχύτατο αγγελιοφόρο στην Τριπολιτσά για ν’ αποστείλουν ενισχύσεις. Ο νεαρός αγάς, που αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Κουντάνη, ίσως να μην γνώριζε το σχέδιο της απασχόλησης, του εχθρού με σκοπό να τον καθυστερήσουν, ώσπου να καταφθάσουν οι ενισχύσεις.
[10] Τα γλέντια στα πανηγύρια γίνονταν πάντοτε αμέσως με την Θεία Λειτουργία. Έστηναν τα τραπέζια με τα φαγητά, κάτω από τους παχιούς ίσκιους των πλατάνων και των καρυδιών και οι οργανοπαίχτες, περιφερόμενοι από παρέα σε παρέα με αντίτιμο, χρήματα ή φαγητό, έπαιζαν το τραγούδι της αρεσκείας της κάθε παρέας. Συνήθως, οι Τούρκοι κάθονταν ξέχωρα από τους Έλληνες, και έφτιαχναν παρέες κατά συγγένεια, φιλία, κουμπαριά κ.λπ. Αυτοί συνήθως, πάντοτε ήσαν παρείσακτοι διότι τα πανηγύρια ήσαν καθαρές Χριστιανικές εκδηλώσεις και σε αρκετές περιπτώσεις, όταν υπήρχε μεταξύ τους κάποια σοβαρή φιλία, εμπλέκονταν με αυτούς και γλεντούσαν, πάντοτε σύμφωνα με τα έθιμα των Ελλήνων.
[11] Γενικά οι κλέφτες και ιδίως οι Κολοκοτρωναίοι, είχαν ένα ειδικό μυστικό κώδικα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Τρόποι επικοινωνίας ήταν με το σφύριγμα, με την ματιά, με το φούσκωμα των χειλιών με το κούνημα του σώματος, των άκρων κ.ά. Αυτοί οι κώδικες χρησιμοποιούντο σε εσωτερικούς χώρους ή σε χώρους σύναξης ή και σε περίπτωση αιχμαλωσίας μελών της ομοσπονδίας ή της κλεφτουριάς. Ο κώδικας είχε και κλειδιά ασφαλείας και άλλαζε ανάλογα με την εμπιστοσύνη που υπήρχε μεταξύ των, ιδίως διαφόρων νέων κλεφτών που προσαρτιόταν στην δύναμη των.
[12] Ο Σταύρος Δημητρακόπουλος κατά το επεισόδιο της Αλωνίσταινας επειδή είχε διδόμενα με τους Κολοκοτρωναίους, τάχθηκε στο πλευρό των Τούρκων και εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που του δόθηκε, επιτέθηκε πισώπλατα και τραυμάτισε σοβαρά τον Δημητράκη Πλαπούτα. Η έχθρα, μεταξύ Πλαπούτα και Δημητρακόπουλου, κράτησε ως την Μάχη του Αγίου Αθανασίου στις 28 Μαρτίου 1821. Μετά την μάχη, ανταμώθηκαν, φιλήθηκαν και άφησαν πίσω παλιές έχθρες και μίση και ορκίστηκαν να ενωθούν και στο μέλλον να πολεμούν τους τυράννους μέχρι να απελευθερωθεί η πατρίδα. Σ’ αυτή την συμφιλίωση, ήταν παρών και ο Φωτάκος, και το περιγράφει στ’ απομνημονεύματά του. («Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, εκδόσεις Μπούρας, σελίδα 82, Αθήνα).