Καταγραφή Ηλίας Τουτούνης
Κάποτις μολογάγανε ότι στην Προστοβίτσα ήτανε μια πανέμορφη κοπέλα, Παρασκευούλα την φωνάζανε, μια νεράιδα που τέτοια ομορφότερη δεν έβρισκες πουθενά σ’ ούλο τον κόσμο. Ήτανε πολύ φτωχιά, αλλά πεντάμορφη και είχε και ψυχή από μάλαμα. Τον καιρό εκείνο, κάτου στο κάμπο, ήταν ένας τρανός και αιμοβόρoς άρχοντας που τυραγνούσε τον κοσμάκη και είχε ένα παιδί, μοναχοπαίδι, που δεν το είχε ιδωμένο ήλιος ποτέ. Μια ζωή το είχανε κλεισμένο μέσα και ούτε οι υπηρέτριες δεν το είχανε ανταμώσει, μόνο τα σκουσμάρια του ακούγανε που αγουριότανε σαν τσακάλι.
Όταν το παιδί του, έγινε δεκαοχτώ χρονώνε, ο άρχοντας έμαθε ότι στην Προστοβίτσα ήταν μια φτωχιά και πανέμορφη κοπέλα. Έτσι μια μέρα ο άρχοντας έστειλε την φρουρά του να πάνε στην Προστοβίτσα και να φέρουνε την παντάμορφη και τους γονείς της στο αρχοντικό του. Η φρουρά του, την άλλη μέρα καβάλα στ’ άλογα σκαλώσανε ψηλά στην Προστοβίτσα. Πήγανε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της πεντάμορφης και είπανε ότι ο άρχοντας τους διάταξε να πάνε κάτου στο αρχοντικό του. Εκείνοι μόλις ακούσανε αυτό, φοβηθήκανε και μη μπορώντας να κάνουν αλλιώτικα σενιαριστήκανε και καβαλήκανε στ’ άλογα του άρχοντα που είχε στείλει στην συνοδεία και ροβολήκανε κάτου στο αρχοντικό. Εκεί τους περίμενε πως και πως ο άρχοντας. Αυτοί μόλις κοντοζυγώσανε, πάγωσε το αίμα τους. Φοβόσαντε μην τάχα και τους σκοτώσει ή τους ρίξει στα μπουντρούμια.
Αλλά ο άρχοντας τους καλοδέχτηκε τους είχε στρώσει και τραπέζι με πολλούς ξένους και αφού φάγανε ο άρχοντας πήρε τον λόγο και ζήτησε την πεντάμορφη Προστοβιτσιάνα η Παρασκευούλα για νύφη του για τον μονάκριβο γιο του. Η Παρασκευούλα και οι γονείς της τα χάσανε δεν ξέρανε τι να ειπούνε. Τότε πετάγεται ο πατέρας της και είπε ότι άμα δεν ιδεί τον γαμπρό δεν μπορεί να συμφωνήσει. Ο άρχοντας της είπε ότι ο γιος του έχει γεννηθεί μισοανάπηρος, αλλά να μην τους μέλλει γιατί η τσούπα τους και ευτούνοι θα ξεχάσουνε την φτώχεια και θα ζήσουνε από εκεί και δώθενες αρχοντικά.
Οι γέροι είπανε να το ιδούνε και μετά θα πράξουνε. Πήγανε και το είδανε και τι να ιδούνε οι άμοιροι. Ανατριχιάσανε, ένα πράμα σαν μαϊμού αλλόκοτο, σκέτο τέρας. Οι γέροι βγήκανε έξω και του είπανε ότι δεν γίνεται τίποτα και ότι ούτε καν το σκέφτουνται. Ο άρχοντας τους είπε να μην μαρτυρήσουνε σε κανένανε τι είδανε, ειδεμή θα τους σκοτώσει. Τότενες ο άρχοντας κάλεσε και την τσούπα ξέχωρα να ιδεί τον γαμπρό και ν’ αποφασίσει. Την πήγανε σε ένα δωμάτιο και βγήκε μια γυναίκα και την κέρασε ένα ποτό. Μέσα σε λίγα λεπτά να σου και το τέρας αρχοντόπουλο. Μόλις μπήκε εκείνο μέσα στον οντά κατατρόμαξε και με το χέρι της τράβηξε το μαντήλι της και σκέπασε τα μάτια της για να μην βλέπει αυτό το τέρας. Τότενες η Παρασκευούλα άρχισε νυστάζει και προτού αποκοιμηθεί μπήκανε μέσα στο δωμάτιο δύο γυναίκες και αφού την πιάσανε την βάλανε κάτου και την γδύσανε και βάλανε το τέρας και την καβάληκε. Την κρατάγανε γερά και οι τρεις μην τάχα και ξυπνήσει απάνου της το τέρας που ξεθεωνότανε. Ύστερα από λίγη ώρα που έκιωσε την συνεφέρανε την ντύσανε πάλι και την πήγανε στους γονείς της.
Ευτούνη δεν κατάλαβε καλά – καλά τι έγινε. Μετά από λίγο καιρό άρχισε να γκαστρώνεται και βούϊζε ο τόπος για το ποιος την έχει γκαστρώσει. Μόλις γέννησε έκανε ένα τέρας που έμοιαζε σαν το παιδί του άρχοντα. Τότενες πήγε και ο άρχοντας και την βρήκε και μαρτύρησε στους γονείς της ότι είχε γίνει. Εκείνη μισοήξερε τι είχε γίνει και όταν της το είπε και ο άρχοντας το έδεσε καλά. Ο άρχοντας μόλις είδε το παιδί να μοιάζει του παιδιού του έφυγε χωρίς άλλη κουβέντα.
Μετά από δυο ημέρες η μάνα της τσούπας πήρε κρυφά το παιδί από την μάννας της, αφού πρώτα την αφιόνισε και το πήγε και το άφηκε όξω από την πόρτα του άρχοντα. Το παιδί δεν το κράτησε ο άρχοντας, αλλά το έδειξε του παιδιού του και μετά το ξανά έστειλε στην Προστοβίτσα. Η μάνα της Παρασκευούλας, φούρκιξε το παιδί ένα βράδυ και είπανε ότι τάχατις ευτούνο απόθανε.
Το αρχοντόπουλο, μόλις του πήρανε το παιδί, μολογάγανε ότι ένα βράδυ περπατώντας στα τέσσερα, επειδή δεν μπορούσε να σταθεί όρθιο, κίνησε και πήγε στην Προστοβίτσα για να ιδεί το παιδί του. Επειδή ήτανε αλωνάρης μόλις έφτασε στο σπίτι της Παρασκευούλας τρούπωσε πίσω από κάτι κλαριά και τήραγε το σπίτι και την Παρασκευούλα. Εκείνη είχε πέσει σε τρανό μαράζι και έβγαινε όξω στην αυλή της και καθότανε με σγουμένο το κεφάλι και μπαμπουλωμένη με το μαντήλι της.
Τρούπωνε το αρχοντόπουλοούλη την ημέρα και μετά το χαλούπωμα έβγαινε από την τρούπα του και πάγαινε σε ένα περιβόλι που είχε βρει και έτρωγε. Ένα βράδυ, κάνα δυο γυναίκες το είδανε που περπάταγε σαν την μαϊμού και τρομάξανε. Το λέγανε στο χωριό, αλλά κανείς δεν τους πίστευε. Μετά από κάμποσες ημέρες το είδανε και άλλοι. Και μια μέρα βγάλανε τον παπά να ξορκίσει τον τόπο. Εκείνο έφυγε πιο πάνου στο χωριό, βρήκε μια τρούπα και κρυβότανε την ημέρα και το βράδυ σκάριζε για φαΐ για να βλέπει την Παρασκευούλα. Κάποια παιδιά, το είδανε μια μέρα που τρούπωνε στην σπηλιά και πήγανε και το είπανε στο χωριό. Ευτούνο πρόλαβε και λάκιξε και τρούπωσε αλλού. Τότενες λέγανε ότι ήτανε στοιχειό.
Μια μέρα βρήκανε μια γίδα φαγωμένη από σκυλιά και φοβηθήκανε ότι την έφαγε το στοιχειό. Και έτσι οι χωριανοί παραφυλάξανε γύρω από το χωριό και όταν βγήκε ένα βράδυ, όπως το είδανε την νύκτα να περπατάει σαν ζούδι, το ντουφεκίσανε και το σκοτώσανε. Εκείνο μόλις ξεψύχαγε, φώναζε:
-Παρασκευούλααα… Παρασκευούλααα… Παρασκευούλααα… και μετά ξεψύχησε. Το πήρανε και το βγάλανε στην μέση του χωριού να το ιδούνε οι χωριανοί και να ησυχάσουνε από το στοιχειό που είχε φανιστεί στο χωριό τους.
Τότενες καταλάβανε ότι την Παρασκευούλα την είχε γκαστρώσει το στοιχειό. Μετά από λίγες ημέρες πέθανε και ο άρχοντας και η Παρασκευούλα μαρτύρησε τι είχε συμβεί, αλλά δεν έλεγε τίποτα γιατί φοβότανε μην την σκοτώσει ο κακός άρχοντας.
Μαρτυρία Τσιαντής Κωνσταντίνος, από την Τριταία, την Τετάρτη 1 Ιουνίου 1988.