Ήμουν στην Εθνοφρουρά (1948) όταν πρωτοπέρασα από τα δάση της Φολόης και σκαρφάλωσα στα βουνά της Ακρωρείας και Λαμπείας. Ήταν τότε χειμώνας καιρός και ο τόπος γεμάτος χιόνια, γύμνια και κατήφεια. Η πίκρα και τα βάσανα του ανταρτοπόλεμου δεν μου έδωσαν ούτε τον καιρό, ούτε το κέφι να καλοκοιτάξω τούτα τα μέρη ούτε και να ασχοληθώ με τα ενδιαφέροντά τους.
Τούτο όμως το καλοκαίρι με τράβηξαν κατά τούτα τα μέρη και τα γύρω από τη Φολόη μυθεύματα της αρχαίας μας μυθολογίας και τα αρχαιολογικά της κατάλοιπα και οι επίμονες προσκλήσεις φίλου των Ηλειακών κι αποφάσισα να τα επισκεφθώ και να τα μελετήσω.
Ξεκίνησα ένα αλωναριάτικο απομεσήμερο και βρέθηκα μπροστά στα μεγαλόπρεπα για την αγριάδα τους και την γύμνια τους βουνά της Ακρωρείας. Ο μόχθος μιας πολύωρης πεζοπορίας μέσα στη βελανιδοθάλασσα της Κάπελης ξεπληρώθηκε στο πολλαπλάσιο. Έζησα ένα παιδικό μου όνειρο και κρυφό μου πόθο. Να ανέβω κάποτε στις μακριές και αχνογαλάζες δειράδες του πανύψηλου Ολωνού, που μικρός όλος έκσταση και θαμπός αγνάντευα τον ήλιο να ξεπροβάλλει κάθε πρωί, σκορπώντας όλες εκείνες τις ανταύγειες και τους ιριδισμούς και να χρυσίζει με εκείνες τις θεσπέσιες πινελιές, τις απλησίαστες στην παιδική μου φαντασία μα τόσο απαλές και αιθέριες κορυφογραμμές. Επίσης ποθούσα να περπατήσω μέσα στη βελανιδοθάλασσα της Φολόης που τα απογεύματα τα καλοκαιρινά, από τα χαμοβούνια του Χελωνατά, πρασινογαλανίζει σαν μια πολύ γλυκιά πινελιά θάλασσας στον κόρφο του αχνογαλάζιου Ολωνού.
Μονάχος περπάτησα στον δρυμώνα της Κάπελης και απερίσπαστος χάρηκα τα δασιά ρουμάνια του, τον παχύ και ολόδροσο ίσκιο το, τον ασίγαστο βομβώ της πανσπερμίας των ζουζουνιών του συγκερασμένο με το ανάλαφρο θρουθρούκισμα της βαρείας φυλλωσιάς αιωνόβιων βελανιδιών κι όλα τους ανάκατα, κρατούσαν ένα θεσπέσιο ίσιο στο κανονάρχισμα κάθε λογής πουλιών. Έζησα εκείνες τις ώρες σαν σε κόσμους ειδυλλιακούς κι ονειροφάνταστους των παιδικών μας χρόνων, που ο νους παρασυρμένος από των παραμυθιών τον οίστρο μας φέρνει σαν υπνωτισμένους. Κάποτε όμως το βιαστικό σούρσιμο κάποιου ερπετού ή το λαφιασμένο λάκημα κάποιου τρωκτικού που έψαχνε στις λόχμες για ακρόδρυα με ξανάφερνε στα σέστα μου και μ’ έκανε να αναπολώ ανάκατα μυθεύματα, θρύλους και παραδόσεις για τούτα τα μέρη που με τόση ονειροπαρμάρα περπατούσα.
Εδώ στα βορινά του Κούμανι, ανάμεσα σε δυο ξερολαγκάδες που τα πυκνά πουρνάρια τους τις έκαμαν βαθυσκίαστες χαράδρες, ήταν οχυρωμένος ο αρχαίος Λασιών. Σήμερα την θέση του την έλεγαν Κούτι, Αργάλιζες και Λαγκανάστα, ονόματα βαρβαρικά που άφησε ανεξίτηλα το διάβα των αιώνων. Μα τούτο το πολυκύμαντο το διάβα των αιώνων δεν μπόρεσε να αφανίσει ολότελα τα λείψανα τούτης της πολιτείας που πρωτοφανερώνεται Αρκαδική στους ιστορικούς τους χρόνου, γίνεται στους κλασικούς Ηλιακή και έπειτα Αχαική για να αφανιστεί από τον Αλάριχο (396μ.Χ.). Τα σημερινά σημαντικά κατάλοιπα που τόσο ανεμπόδιστα ξεμεθελιώνονται και καταστρέφονται από τους περίοικους και αρχαιοκάπηλους, όπως επί τόπου διαπίστωσα δείχνουν το μεγαλόπρεπο των κτισμάτων της και το μεγαλείο της το αρχαίο. Ένα επίγραμμα του Αντιπάτρου (στα χρόνια του Χριστού) μας μαρτυράει το ειδυλλιακό περιβάλλον της Λασιώνος:
- Τάν Έλαφον, Λάδωνα και εμφ’ Ερυμάνθιον ύδωρ νώτα τε θηρονόμου φερβομέναν Φολόης, παις ο Θεαρίδαο Λασιώνος είλε Λυκόρμας, πλήξας ρομβωτώ, δούρατος ουριάχω....
δηλαδή: Το λάφι που έβοσκε στις πλαγιές της πολυάγρευτης Φολόης, γύρω στο Λάδωνα και στα Ευρυμάνθια νερά, τα σκότωσε ο Λυκόρμας ο γιος του Θεαρίδαου από τον Λασίωνα, χτυπώντας το με πισαγκίστρωτο δόρατο θρομβωτό...
Εδώ μες στα δασιά ρουμάνια, είχαν φωλιάσει οι Κένταυροι κι όταν ήλθε ο Ηρακλής να ξεπαστρέψει τον περιβόητο Ερυμάνθιο κάπρο, τον φιλοξένησε ο Φόλος, ένας από τους κενταύρους και άνοιξε προς χάρη του ένα παλιό εκλεκτό και ευωδιαστό κρασί, που πάππου προς πάππου, με περισσή φροντίδα, χωμένο μες στη γη το φύλαγαν οι κένταυροι. Για αυτό και μάνιωσαν κατά του Φόλου και του Ηρακλή και πιάστηκαν σε μια άνευ προηγουμένου για τον τόπο μονομαχία. Δέντρα και βράχους ξερίζωναν οι Κένταυροι κι έριχναν κατά του Ηρακλή που στεκόταν μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς του Φόλου. Μα αυτός τους απωθούσε σαϊτεύοντας τους με τις φαρμακωμένες από τη Λερναία Ύδρα σαΐτες του. Μάταια προσέτρεξε και η μητέρα των Κενταύρων Νεφέλη να τους βοηθήσει, ρίχνοντας κατά την σπηλιά δαυλούς από κορμούς δέντρων και καταρακτώδη βροχή. Τέλος ο Ηρακλής τους κατατρόπωσε, κι όσοι γλίτωσαν από τα φαρμακερά του βέλη, τους κυνήγησε πέρα από τον Μαλέα. Ο φίλος του ο Φόλος όμως, θέλοντας να θάψει τους σκοτωμένους αδερφούς του, κόπηκε από ένα φαρμακωμένο βέλος και πέθανε. Περίλυπος ο Ηρακλής για τον χαμό του φίλου του, του έκανε ταφή μεγαλοπρεπή και «έθηκεν αυτόν υπό όρος» που για χάρη του το ονόμασε Φολόη κι από εκεί όλη η περιοχή έκτοτε έτσι ονομάζεται, μετονομασθείσα στα φράγκικα τα χρόνια Κάπελη. Τούτος ο μύθος που δεν είναι παρά μια αλληγορία των σφοδρών καταιγίδων που δέρνουν την Κάπελη και τις τριγύρω της κορφές του Ολώνου και που στο τέλος πλημμύρες, αστροπελέκια και ορμητικούς αέρηδες (Κένταυροι και Νεφέλη) υπερνικά ο Ολωνός (Ηρακλής) και διασκορπίζει στα πέρατα (πέραν του Μαλέα). Έχει δε κατάλοιπα του σημερινά τα θρυλούμελα εκεί από τους περίοικους, σαν μακρινή ανάμνηση των Κενταύρων, «για ένα στραβό πολύ γέρο που έμενε σε μια σπηλιά, έτρωγε ωμά τα κρέατα και ήταν τόσο χεροδύναμος που μόλις χαιρέταγε άνθρωπο του έλιωνε τα δάχτυλα, κι όταν κάποιος αντί για χέρι του έδινε ένα υνί, το έστριψε και το έκανε κουλούρα». Απήχηση των κενταύρων είναι πιθανότατα και ο μύθος για τον μήνα Μάρτη, που με κατεργαριά ήπιε από το πατρικό βαρέλι το κρασί των άλλων αδερφών του (μηνών) και μεθυσμένος το έβαλε με τον ανάπηρο Φλεβάρη, όπως τόσο γλαφυρά αναπτύσσει τον μύθο ο Καρβαβίτσας στο διήγημά του «Οι μέρες της Γριάς» και που αναφέρεται δε αποκλειστικά στην βαρυχειμωνιά των τελευταίων ημερών του Μάρτη γνωστές με τον πιο πάνω τίτλο του διηγήματος του Καρκαβίτσα. Γύρω πάλι από την πολυομβρία που επικρατεί στην Ηλεία και που δέρνει τα ανάντη του Ολώνου, είναι και η παράδοση του μύθου της κυράς του Κάστρου του Σουματερίου που της κατακράτησε τη μοναχοκόρη της η αδερφή της Κυράς του κάστρου Χλεμούτσι και που κι αυτόν τον ανέπτυξε σε ένα άλλο ωραίο του διήγημα ο Καρκαβίτσας με τίτλο «Η Μάννα».
Δεκάδα αιώνων κύλησε- η χιλιετηρίδα του Βυζαντίου- και κανένα ίχνος δεν άφησε σε ετούτα εδώ τα μέρη κι όταν ήλθε των Φράγκων η σαλαλοή, ήρθαν και φώλιασαν στα ερείπια ή στα κατάλοιπα Βυζαντινών αρχοντικών των Κεφαλάδων οι Φράγκοι, κι έχτισαν τους άκομψους δικούς τους πύργους σε όλα τα πιο επίκαιρα σημεία που ρημάδια τους σήμερα σώζονται και στον Λασιώνα και πάνω στο Διπόταμο, κοντά στα Τσίπιανα. Εδώ το κάστρο σώζεται πάνω σε μια από φυσικού οχυρή θέση και δεσπόζει όλου του άνω ρου του Πηνειού (Βερβενέικο ποτάμι) και της γονίμου κοιλάδας του. Από τούτα τα χαλάσματα τη νύχτα βγαίνει μια νεράιδα κι άλλοτε λιχνάει λεφτά μιλιούνια με το φτυάρι κι άλλοτε σαλαχάει και το Διπόταμο κοπάδια, που μόνο ο αγός των κουδουνιών ακούγεται. Χαρά σε εκείνον που κάπου εκεί κρυμμένος θα ρίξει την κάπα του, τα κουδουνίσματα κι αμίλητος θα μείνει ως το πρωί και τότες σηκώνοντάς την θα βρει φλουριά χρυσά και λίρες, όπως θρυλείται από τους Τσιπιαναίους. Γιομάτος είναι ο τόπος από σπηλιές και καταβόθρες (Τ’ Αρμακιανού, του Θειαφίλη, του Τουρκοπαναή, η Διακότρυπα) που η κάθε μια τους έχει και το δικό της θρύλο, είτε για ζούδια και στοιχειά είτε για ενθυμήματα του ηρωικού εικοσιένα. Με τους κατατρεγμούς και τις επιδρομές πολλές φορές ρημάχτηκε ο τόπος κι ήρθαν διάφορες φυλές και φώλιασαν σε τούτα τα απόμερα μέρη. Σλαύοι, Φράγκοι, Αλβανοί, Βενετσιάνοι, Τούρκοι κι ο καθένας στο πέρασμά του άφηνε και κάποιο ίχνος, ένα ρημάδι, μια εκκλησία, έναν πύργο, ένα όνομα τοποθεσίας. Εκείνοι που για πολλές γενιές κρατήθηκαν σε τούτα εδώ τα μέρη ήταν οι Αλβανοί. Τούτο το πιστοποιεί η πληθώρα αλβανόγλωσσων τοπονυμιών, χωριών και τοποθεσιών (Κούμανι, Κερτλιζα, Πολίτσα, Βερβίνη, Κούτι κ.α.). Στα χρόνια του Εικοσιένα είχαν αποσυρθεί στα Κατώμερα (Τριταία, Δύμη, Βουπρασία) κι όσοι είχαν απομείνει είχαν εξελληνισθεί. Στις νότιες παρυφές της Κάπελης, εκεί στα βορινά του Λάλα γίνηκε η μεγάλη μάχη του Πούσι τον Ιούλιο του 1822, που λευτέρωσε όλη την Ηλεία από τον εφιάλτη των ληστρικών Τουρκαλβανών Λαλαίων...
Ο δρόμος ήταν πολύς, μα όπως στην αρχή είπα, ευχάριστος, γι’ αυτό και η αναπόληση όλων των πιο πάνω βάστηξε πολύ. Άρχισε να χαπλώνει όταν άφησα το ξάνοιμα του Λασιώνος και έπαιρνα από την θέση Σπαρτουλιά, τον νεοχάραχτο δρόμο για την Κερτίζα κι από εκεί στα Τσίπιανα που ήταν και ο σταθμός της περιοδείας μου. Πέρασα μια νυχτερινή περιπέτεια περιπλάνησης μονάχος μέσα σε άγνωστα κατσάβραχα ώσπου μετά δίωρη ανηφορική πορεία, βρήκα στη Πολίτσα ένα ξωμαχυκό κατάλυμα και ένα ολοπρόθυμο φιλοξενιτή και για μουσαφιρίκια μα και για διήγηση των θρύλων του τόπου του. Την άλλη μέρα άνετα διάβηκα την Κερτίζα είδα την σπηλιά Τ’Αρμακιανού, πήγα στα Τσίπιανα, όπου ο φίλος των Ηλειακών με καρτερούσε για μια θερμή φιλοξενία, κατέβηκα στο ρέμα του άνω Πηνειού (Βερβενέικο Ποτάμι) ήπια νερό από δροσερές πηγές, είδα το κάστρο κι όλα τα αξιοθέατα των Τσιπιάνων, που η ύπαρξή τους αναφέρεται σε ένα Φραγκικό έγγραφο του 1337 και το βράδυ εκεί στο καφενεδάκι, άκουσα κι έγραψα από τους πρόθυμους Τσιπιαναίους τους θρύλους, τις παραδόσεις και ότι λαογραφικά ενδιαφέροντα είχε το χωριό τους. Εκεί στην Ακρώρεια όπου οι δουλειές είναι σκληρές μα λιγοστές, οι απλοικοί και καλοκάγαθοι Ακρωρείτες, ακούνε από τους γεροντότερους τους θρύλους τους, εξάπτουν την φαντασία τους κι αυτοί με τη σειρά τους δημιουργούνε νέους ξαναπλάθοντας τους παλιούς. Κι είναι τόσοι πολλοί οι μύθοι τους ώστε δεν μένει κορφή, πλαγιά, λαγκάδι, πηγή, κεφαλάρι, σπηλιά, αιωνόβιο δέντρο και ριζιμιό λιθάρι που να μην έχει την ιστορία του, τον θρύλο του, την παράδοσή του. Κι όσο στα απόμερα τραβιέται κανείς, τόσο πιο πλούσιο αμητό λαογραφικών ενδιαφερόντων έχει.
Aπό τα ΅Ηλειακά΅ Σελ 591,του Ντίνου Ψυχογιού
Εκδόσεις: "βιβλιοΠΑΝΟΡΑΜΑ" Γεώργιος Δ. Δημητρόπουλος
Αθ. Διάκου 4 - Αμαλιάδα Ηλείας, Τ.Κ. :27200
Τηλ. - Φαξ : 26220-21221, email : Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.