Στην Αθήνα το 1856 από την συλλογή του υποστρατήγου Ιωάννου Κολοκοτρώνη και μερικών διαφόρων προεστών ή οπλαρχηγών δημοσιεύθηκαν έξι (6) επιστολές, όπου απευθύνονταν προς τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, οι οποίοι και έδιναν μια αμυδρή ιδέα της σοβαρής και επικίνδυνης κατάστασης που επικρατούσε τότε στις επαρχίες της Ηλείας (Πύργου και Γαστούνης).
Επιστολή του Λύσανδρου Βιλαέτη, Νικολάου Μούσχουλα, Γεωργίου Μήτσου, και Αλέξη Αχόλου, άνευ ημερομηνίας προς τον Γενναίον Κολοκοτρώνη, δια των οποίων δηλώνουν και χαίρουνται επί της απόφασης να διορισθεί ο θείος αυτού Πάνος τοποτηρητής.
«Ο Σισίνης διώρισε, λέγουσιν, εις Κάπελην καπεταναίους να εμποδίζωσι την εισβολήν ξένων στρατευμάτων και κρυφά εξήγειρε μικρότερους κατά μεγαλυτέρων καπεταναίων, αλλά οι Διβριώται είπων αυτώ ότι δεν υποτάσσονται, αν δεν είναι υπό τον αρχιστράτηγον (Θεόδωρον Κολοκοτρώνην), οι δε Κουντούρης (από Λαγανά) και Παλάσκας (από Κλεινδιά) ηκολούθησον αυτόν έως του Κατσαρού. Φαίνεται ότι ο Σισίνης σκέπτεται να έλθει εις τα εδώ χωρία δια να περιοτισθώμεν ημείς εις την πόλιν και νι ιβμαρκάρωμεν αυτοί τα γεννήματα, σήμερον μετέβη και ο Ανδρέας Παπασταθόπουλος με ανθρώπους του Κρεστενίτου εις το μαγαζίον Σκουροχωρίου και το έσχισεν, οι δε στρατιώται μένουσιν έτι εκεί, εις δε του Τσόγια διαπραγματεύεται ο Κρεστενίτης τον αραβόσιτον (δηλαδή τον δημόσιον συναγόμενον εις είδος εν ταις αποθήκαις κατά χωρία) να δώση και άλλα ενεργούσι οι περί τον Κρεστενίτην ταραξίαι Γιαννίκος και Μπάμπαλης[1] ενδυναμούμενοι παρά του Σισίνη και πιέζοντες τα χωρία, τρώγοντες δέροντες κ.λπ. ώστε πρέπει ταχέως να έλθη ο Πάνος, εγκλείομεν και δύο γράμματα εκ μέρους του Κωνσταντίνου Τσοϊτου και Θεοδώρου Μπαρτζιλιώτου περιγράφοντα τα δεινά αυτών κατ’ αυτάς εκκινούσι δι’ αυτόσε κατά τας οδηγίας του αρχιστρατήγου ο στρατηγός Γ. Μήτσου και ο Νικ. Μοσχούλας».
(Περιοδικόν “ΟΛΥΜΠΙΑ”, «Η Επαρχία Γαστούνης επί Αναρχίας» άρθρον του Γεωργίου Παπανδρέου, 5- Ιουλίου- 1892, σελ. 5, 6, 7).
[1] Κατά το δημοσίευμα της Γενικής Εφημερίδας της Ελλάδος, της 30-4-1832. Οι υποκινούμενοι κακούργοι Μπάμπαλης, Γιαννίκος και Γούργαρης ανέβηκαν στο σπίτι του Μάξιμου και αφού πρώτα του ζήτησαν να τους δώσει όλα τα χρήματά του στο τέλος τον σκότωσαν. Η γυναίκα του πρόλαβε και ξέφυγε και κρύφτηκε σε κάποιο πλοιάριο, όπου και γλίτωσε από τους φονιάδες του άντρα της.
Τα κίνητρα της ληστείας μετά του φόνου καθώς φαίνεται, από ότι γράφει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, δεν ήταν μια κοινή ληστεία, αλλά μια καλοσχεδιασμένη και προμελετημένη εξόντωση του Μάξιμου, από τον άρχοντα της περιοχής Σισίνη.